Με ιδιαίτερη ικανοποίηση χαιρετίζω σήμερα τη δημιουργία της ενότητας «Ιστορικό Γεγονός του Μήνα» στην ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Μέσα από την ενότητα αυτή θα ξεδιπλώνεται κάθε μήνα το χρονικό μίας σπουδαίας πολεμικής επιχείρησης του Ελληνικού Στρατού, από τις αμέτρητες που καθόρισαν την πορεία και την εξέλιξη του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Η παρουσίαση θα περιλαμβάνει κείμενα που διακρίνονται για την επιστημονική τους τεκμηρίωση, αφού είναι βασισμένα σε πρωτογενείς ιστορικές πηγές και κυρίως στα πολεμικά αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, και τα οποία θα πλαισιώνονται από ιστορικής αξίας εποπτικό υλικό.
Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας είναι η περαιτέρω προβολή της Στρατιωτικής Ιστορίας μας και η αναγνώριση της αξίας αυτού του επιστημονικού πεδίου. Συναφώς, επιδιώκεται να αναδειχθούν όλα εκείνα τα πολλαπλά οφέλη που προκύπτουν από τη γνώση και τη συστηματική μελέτη της Στρατιωτικής Ιστορίας για τα στελέχη του Στρατού Ξηράς. Αναμφίβολα, η μεθοδική διερεύνηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων ρίχνει φως σε επιμέρους πτυχές των πολέμων όπως τα αίτια, οι αφορμές, το υπόβαθρο και οι επιπτώσεις αυτών σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Κυρίως, όμως, καθιστά δυνατή την ανίχνευση παραμέτρων που σχετίζονται με τη στρατηγική, την επιχειρησιακή τέχνη, την τακτική, το δόγμα, την άσκηση διοίκησης, την οργάνωση και την αμυντική τεχνολογία. Υπό το πρίσμα αυτό η Στρατιωτική Ιστορία καθίσταται γόνιμος συντελεστής της άριστης κατάρτισης των στελεχών του Στρατού Ξηράς και αστείρευτη πηγή μόρφωσης και εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων για την αξιολόγηση σύγχρονων αμυντικών θεμάτων.
Επιπρόσθετα, η Στρατιωτική Ιστορία δύναται να λειτουργήσει ως πρότυπο και μέσο για την ανάδειξη νέων μεγάλων ηγετών, καθώς συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης στρατιωτικής προσωπικότητας, με αυξημένη οξύνοια, ορθή κρίση στη λήψη αποφάσεων και επίγνωση του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει.
Τέλος, η μεγιστοποίηση της ωφέλειας που απορρέει από τη γνώση των πολεμικών εμπειριών της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας επιτυγχάνεται με τη συναίσθηση των αξιών που διαχρονικά χαρακτηρίζουν τον Ελληνικό Στρατό.
Μελετώντας την καταλαβαίνουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και ποιο είναι το χρέος μας. Η Ιστορία καθορίζει και την πορεία μας προς το μέλλον. Σε κρίσιμες στιγμές μας οπλίζει με θάρρος και αποφασιστικότητα, προσφέροντάς μας άπειρα παραδείγματα δόξας και μεγαλείου. Η Ιστορία, με τη δύναμη της αφήγησής της, μας υποδεικνύει σε κάθε δύσκολη στιγμή το καθήκον που πρέπει κι εμείς να επιτελέσουμε εάν και όποτε αυτό χρειαστεί.
Αντιστράτηγος
Χαράλαμπος Λαλούσης
Η ΜΑΧΗ της ΚΡΗΤΗΣ αφορά στα πολεμικά γεγονότα του Β΄ΠΠ που έλαβαν χώρα στη νήσο ΚΡΗΤΗ κατά τη χρονική περίοδο από την 20 Μαΐου μέχρι 1 Ιουνίου 1941.
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου την ευθύνη ασφάλειας της Κρήτης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Κυβέρνησης, ανέλαβε η Βρετανία, λόγω της γεωγραφικής θέσης και της στρατηγικής σημασίας που είχε η νήσος για τα βρετανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Η V Μεραρχία, η οποία στάθμευε μέχρι τότε στην Κρήτη, επιστρατεύτηκε και μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου και χρησιμοποιήθηκε στο Αλβανικό Θέατρο Επιχειρήσεων.
Στο τέλος Απριλίου του 1941, και ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη κυριευθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, τη διοίκηση των Βρετανο-Eλληνικών Δυνάμεων Κρήτης ανέλαβε ο Διοικητής της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Υποστράτηγος Φράιμπεργκ. Μέχρι τότε οριστικά σχέδια για την άμυνα της νήσου δεν είχαν εκπονηθεί και οι προπαρασκευές για την αντιμετώπιση σοβαρής εχθρικής εισβολής ελάχιστα είχαν προχωρήσει, παρ’ όλο που η γερμανική επίθεση θεωρούνταν ως επικείμενη. Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά την ενίσχυσή της και από τις δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν σε περίπου 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς, μειονεκτούσε όμως σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω της παραδεκτής αναλογίας. Πέρα απ’ αυτό αεροπορία στη νήσο δεν υπήρχε, ενώ τα διατιθέμενα πυροβόλα και άρματα ήταν ανεπαρκή.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ μελέτησε την κατάσταση και ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής την άμεση αποστολή στη νήσο όπλων, πυρομαχικών και λοιπών μέσων και εφοδίων, καθώς και την παροχή αεροπορικής και ναυτικής υποστήριξης. Δυστυχώς, από τα υλικά που στάλθηκαν στη νήσο έφτασαν λιγότερα από τα μισά, εξαιτίας της δράσης της εχθρικής αεροπορίας.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις Κρήτης, με βάση τη σπουδαιότητα και την ευπάθεια των στρατηγικών σημείων της νήσου, κατανεμήθηκαν στους Τομείς Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Αποστολή τους ήταν η άμυνα της νήσου, απαγορεύοντας στον εχθρό τη χρησιμοποίηση των αεροδρομίων και λιμένων της.
Η Κρήτη απασχόλησε σοβαρά και τον Χίτλερ πολύ πριν η Γερμανία εκδηλώσει έμπρακτα τις προθέσεις της κατά της Ελλάδας. Ο Χίτλερ πίστευε ότι καταλαμβάνοντας την Κρήτη θα εξασφάλιζε ταχεία επιτυχία στην Ανατολική Μεσόγειο και ότι η επίθεση κατά της νήσου έπρεπε να πραγματοποιηθεί με αεραποβατική ενέργεια, με την αξιοποίηση του επίλεκτου σώματος των αλεξιπτωτιστών. Έτσι στις 25 Απριλίου 1941 εκδόθηκε η «υπ’ αριθμ. 28» διαταγή γενικών κατευθύνσεων με τη συνθηματική ονομασία «ΕΡΜΗΣ», που αφορούσε στην επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης.
Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων, που θα έπαιρναν μέρος στην επίθεση, ανερχόταν σε 22.750 άντρες, 1.370 αεροσκάφη και 70 πλοία. Την επιχείρηση θα υποστήριζε και μικρός αριθμός ιταλικών αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα από τη Δωδεκάνησο, ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι, θα αποβιβαζόταν στις ανατολικές ακτές της νήσου. Η ενέργεια αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου, όταν η τύχη της νήσου είχε ήδη κριθεί.
Η γερμανική επίθεση από τον αέρα κατά της Κρήτης, άρχισε το πρωί της 20ής Μαΐου. Μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, πολυάριθμα σμήνη μεταφορικών αεροσκαφών άρχισαν να πραγματοποιούν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Χανίων—Μάλεμε. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσγείωση ανεμοπλάνων με αερομεταφερόμενα τμήματα. Επακολούθησε σκληρός αγώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Γερμανοί κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στα ανατολικά του Ταυρωνίτη ποταμού και να θέσουν υπό τα πυρά τους το αεροδρόμιο Μάλεμε και το ύψ. 107, δηλαδή το ζωτικό έδαφος της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας. Ύστερα απ' αυτό, οι βρετανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τη νύχτα 20/21 Μαΐου το ύψ. 107 και συμπτύχθηκαν νοτιοανατολικά.
Στις περιοχές Ρεθύμνου και Ηρακλείου η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε από τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας. Οι αλεξιπτωτιστές σ' αυτές τις περιοχές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και δεν μπόρεσαν να σημειώσουν καμιά επιτυχία.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ, εξαιτίας μη έγκαιρης ενημέρωσής του από το Διοικητή της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, αγνοώντας την κρίσιμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στον Τομέα Μάλεμε, βράδυνε να επέμβει για την αποκατάσταση της τοποθεσίας. Έτσι η αντεπίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 0330 της 22ας Μαΐου για την ανακατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε και του υψ. 107, απέτυχε.
Ύστερα από την αποτυχία αυτή και την προώθηση των συνεχώς ενισχυόμενων γερμανικών δυνάμεων προς τα βορειοανατολικά, οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν τη νύχτα 23/24 Μαΐου σε νέα τοποθεσία ανατολικότερα.
Από την ημέρα εκείνη η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς, ενώ η τύχη της νήσου είχε πλέον κριθεί. Παρ' όλα αυτά ο αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν ενεργά και οι κάτοικοι της νήσου, συνεχίστηκε σκληρός μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε άρχισε η εκκένωση της Κρήτης από τις βρετανικές δυνάμεις. Η αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των Βρετανών περατώθηκε στις 23:20 της 31ης Μαΐου. Οι Βρετανοί, που παρέμειναν στη νήσο, καθώς και τα ελληνικά τμήματα, συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, απ' όπου στη συνέχεια διέφυγαν στη Μέση Ανατολή.
Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του Ελληνικού Στρατού, είχε η εθελοντική συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις ενός τμήματος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Σχεδόν όλοι οι πρωτοετείς Ευέλπιδες (300 άνδρες), μαζί με τους αξιωματικούς τους, διέσχισαν τη νότια Ελλάδα και στις 29 Απριλίου 1941 έφτασαν με βενζινόπλοια στο Κολυμπάρι Χανίων. Με την άφιξή της στην Κρήτη, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων υπό τον Αντισυνταγματάρχη Λουκά Κίτσο, υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών στα Χανιά και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην περιοχή μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χ. Κολυμπάρι. Κατά την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων το Τάγμα Ευελπίδων έλαβε το «βάπτισμα του πυρός», δεχόμενο αλλεπάλληλες επιθέσεις από τμήματα του II Γερμανικού Τάγματος Εφόδου, τις οποίες και απέκρουσε με επιτυχία, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθεμένους. Εξαιτίας όμως των απωλειών της και της έλλειψης πυρομαχικών, η Σχολή υποχρεώθηκε τη νύχτα 20/21 Μαΐου να συμπτυχθεί προς την περιοχή του χ. Δελιανά, όπου εγκαταστάθηκε αμυντικά. Το Τάγμα Ευελπίδων, μετά την κατάληψη των Χανίων, μετακινήθηκε προς τα Λευκά Όρη με την ελπίδα να διαφύγει στη Μ. Ανατολή και να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Η πορεία του μέσα από τις απόκρημνες διαβάσεις των Λευκών Ορέων διήρκεσε οκτώ ημέρες. Πριν από τα Σφακιά ο διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και αφού τους ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει πλωτό μέσο για να φύγουν από την Κρήτη, τους είπε ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της Κυβέρνησης από τη στιγμή εκείνη η Σχολή διαλυόταν. Οι Ευέλπιδες, αφού έκρυψαν σε ασφαλές μέρος την πολεμική σημαία της Σχολής, αποχώρησαν διασκορπιζόμενοι στη ευρύτερη περιοχή Εμπρός Νερό – Ασκύφου.
Την 1η Ιουνίου 1941, μετά από αγώνα πέραν των δέκα ημερών, έληξε η Μάχη της Κρήτης με επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων, παρά τη γενναιότητα με την οποία πολέμησαν οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις και την πείσμονα αντίσταση του ηρωικού κρητικού λαού, του οποίου το θάρρος, η τόλμη και το πνεύμα αυτοθυσίας υπήρξαν ανυπέρβλητα και προκάλεσαν το θαυμασμό τόσο των Ελλήνων, όσο και όλων των Συμμάχων.
Το τίμημα όμως της νίκης αυτής ήταν τόσο σοβαρό, ώστε μέχρι το τέλος του πολέμου οι Γερμανοί δεν ξανατόλμησαν παρόμοια ενέργεια. Η Κρήτη, όπως αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Διοικητής του XI Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Στούντεντ, υπήρξε «ο Τάφος των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών».
Βιβλιογραφία
• ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940 -1941, Αθήνα,1984
• ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Μάχη της Κρήτης, Αθήνα, 1961
• ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες και Νεκροί 1940 – 1945, Αθήνα, 1990
Εντοπίστε πεσόντες Έλληνες Αξιωματικούς και Οπλίτες στη Μάχη της Κρήτης
Η μάχη Κιλκίς - Λαχανά που σας παρουσιάζεται στο πλαίσιο του ιστορικού αφιερώματος του μήνα Ιουνίου του ΓΕΣ, έλαβε χώρα στα εδάφη της Κεντρικής Μακεδονίας βορείως της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο από 19 έως 21 Ιουνίου 1913 και αποτελεί την πρώτη μάχη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Η σύμπτυξη ενιαίου βαλκανικού μετώπου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο εξασφάλιζε τις βασικές προϋποθέσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από τη χερσόνησο του Αίμου, αλλά και περιείχε τα σπέρματα νέων διαφορών και ανταγωνισμών στους κόλπους των ίδιων των Συμμάχων. Με τη λήξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου ανέκυψαν προβλήματα, ιδιαίτερα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, σχετικά με τη διανομή των εδαφών που απελευθερώθηκαν. Το δίκτυο των διμερών συμφωνιών του 1912 όχι μόνο δεν κάλυπτε το ευρύ φάσμα των αντιγνωμιών ανάμεσα στη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Ελλάδα αλλά και αποδεικνυόταν στην πράξη ανεπαρκές να διασφαλίσει ακόμα και την εφαρμογή των συμφωνηθέντων όρων. Στη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας είχε προβλεφθεί η διανομή των εδαφών που θα απελευθερώνονταν ενώ σε εκείνη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας δεν υπήρχε καμία σχετική διάταξη. Η θετική εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων για τους Συμμάχους ήταν αρκετή για να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, τα οποία βάρυναν περισσότερο από τα συμβατικά κείμενα στη διαμόρφωση των διπλωματικών εξελίξεων.
Κατά τη διάρκεια ακόμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου άρχισαν οι προστριβές μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό. Η βουλγαρική πλευρά προκάλεσε πολλά επεισόδια που αποτέλεσαν τις αφορμές για την έκρηξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Ενδεικτικά αναφέρονται το επεισόδιο στο 14ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Αλεξανδρούπολης1, τα γεγονότα της Αριδαίας2, οι συμπλοκές στη Νιγρίτα3 και στο Παγγαίο.4 Ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, επιθυμώντας να τεθεί ένα τέλος στις συνεχείς προστριβές, συναντήθηκε στη Θεσσαλονίκη με τον Βούλγαρο αντιπρόσωπο Στρατηγό Χασαψήεφ και επιδίωξε έναν φιλικό διακανονισμό των εδαφικών διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ακολούθησαν νέες διπλωματικές επαφές και τελικά οι δύο κυβερνήσεις αποφάσισαν να ορίσουν μία μικτή επιτροπή για την επίλυση των διαφορών τους. Η επιτροπή αυτή συνεδρίασε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου, εξαιτίας όμως των ριζικών διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών διακόπηκαν οι συνεδριάσεις στις 26 Απριλίου, χωρίς να επιτευχθεί οποιαδήποτε συμφωνία, γεγονός που διατήρησε το εμπόλεμο κλίμα μεταξύ των δύο πλευρών.5
Ο καθορισμός της γραμμής διαχωρισμού μεταξύ του Ελληνικού και Βουλγαρικού Στρατού, η οποία συμφωνήθηκε και επικυρώθηκε με σχετικό πρωτόκολλο στις 21 Μαΐου, απέβλεπε στην άμβλυνση των προστριβών.
Η Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή της κηρύξεως του πολέμου κατά της Οθωμανικής Τουρκίας, επιζήτησε να συνεννοηθεί με τους συμμάχους της για τη δίκαιη κατανομή των εδαφών που θα απελευθερώνονταν. Η Βουλγαρία όμως, που οραματιζόταν τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), έδειξε απροθυμία στο συγκεκριμένο θέμα. Την ίδια τακτική τήρησε η Βουλγαρία και προς την απαίτηση της Σερβίας να αναθεωρηθεί η συνθήκη του 1912 με την οποία είχαν ρυθμίσει τα μεταξύ τους εδαφικά ζητήματα. Απότοκο γεγονός των παραπάνω ήταν η υπογραφή συνθήκης συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας στις 19 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη. Με τη συνθήκη αυτή, δεκαετούς διάρκειας, καθώς και με τη συνακόλουθη στρατιωτική σύμβαση, οι δύο χώρες θα αντιμετώπιζαν τις υπερβολικές εδαφικές απαιτήσεις της Βουλγαρίας.6 Επιπλέον η Ελλάδα, στην προσπάθειά της να αποφύγει έναν νέο βαλκανικό πόλεμο, ζήτησε και πέτυχε τη ρωσική διαιτησία. Οι Ρώσοι άρχισαν να φοβούνται ότι μια μεγάλη και ισχυρή Βουλγαρία δε θα ήταν υπάκουη στα κελεύσματά της. Έτσι, αποφάσισαν να στηρίξουν την ελληνο-σερβική συμμαχία και ανέλαβαν το ρόλο του διαιτητή. Τα αίτια του Β' Βαλκανικού Πολέμου συνοψίζονται στα παρακάτω:
Στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων αναμφίβολα ο Βουλγαρικός Στρατός ήταν ισχυρότερος, αφού διέθετε 12 Μεραρχίες Πεζικού, 1 Μεραρχία και 1 Ταξιαρχία Ιππικού, κατανεμημένες σε 5 Στρατιές, ενώ ο Ελληνικός Στρατός στη Μακεδονία διέθετε 8 Μεραρχίες Πεζικού και 1 Ταξιαρχία Ιππικού7. Το Θέατρο Πολέμου είχε την εξής γεωγραφική περίμετρο: περιοχή Αξιού – Μοράβα, την παραδουνάβια περιοχή Δοβρουτσά – Τσατάλτζα – Παγγαίο όρος – περιοχή Θεσσαλονίκης. Μέσα σε αυτή την ευρύτερη περιοχή, εντασσόταν το ελληνοβουλγαρικό Θέατρο Επιχειρήσεων, το οποίο εκτεινόταν από τον Αξιό ποταμό μέχρι την κοιλάδα του Νέστου ποταμού. Στις 16 Ιουνίου η Βουλγαρία, χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη κήρυξη πολέμου, διέταξε ταυτόχρονη αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των ελληνικών δυνάμεων στο όρος Παγγαίο και στη Νιγρίτα και εναντίον των σερβικών δυνάμεων στη Γευγελή και στο Ιστίπ. Ο Ελληνικός Στρατός, με πίστη και αποφασιστικότητα, ανέλαβε τον υπέρ πάντων αγώνα, τον οποίο έφερε επιτυχώς εις πέρας εντός τριάντα ημερών, παρά την πείσμονα αντίσταση του εχθρού, τον ανυπόφορο καύσωνα και την επιδημία χολέρας.
Η αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων στις 16 Ιουνίου σε όλο το μήκος του μετώπου, από την περιοχή του Πολυκάστρου έως την περιοχή του Παγγαίου, και η συνακόλουθη σύμπτυξη των ελληνικών τμημάτων προκαλύψεως κατέδειξαν ότι επρόκειτο για εκδήλωση γενικής επίθεσης και όχι απλώς για μεθοριακά επεισόδια. Ωστόσο η ταχεία και αποτελεσματική αντίδραση του Ελληνικού Στρατού ανάγκασε τους Βουλγάρους να αποσυρθούν στην κύρια αμυντική τοποθεσία στην περιοχή Κιλκίς – Λαχανά.
Η τοποθεσία αυτή, λόγω της μορφολογίας του εδάφους της, παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες κινήσεως τμημάτων Πεζικού προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Αντίθετα, προσφερόταν για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, καθώς παρείχε στον αμυνόμενο άριστη παρατήρηση και εκτεταμένα πεδία βολής. Τα βουλγαρικά στρατεύματα, από τις 26 Οκτωβρίου 1912 που κατέλαβαν την υπόψη περιοχή, άρχισαν την αμυντική οργάνωσή της, κατασκευάζοντας χαρακώματα, πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αμυντικά έργα με μέτωπο προς τα δυτικά και τα νότια.8 Εκεί, η 2η Βουλγαρική Στρατιά εγκατέστησε αμυντικά 1 Μεραρχία και 3 Ταξιαρχίες Πεζικού, ενώ διέθετε ένα Σύνταγμα Ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων.9
Το ελληνικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε την προέλαση των ελληνικών τμημάτων προς τα βόρεια και τα ανατολικά και την εκτόξευση επίθεσης σε δύο γενικές κατευθύνσεις. Οι ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, και Χ Μεραρχίες, καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού, θα επιτίθεντο προς το Κιλκίς, ενώ οι Ι, VI, και VII Μεραρχίες θα επιτίθεντο προς τον Λαχανά. Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επιθέσεως, το πεδίο μάχης διαχωριζόταν σε δύο ξεχωριστούς τομείς, τον τομέα του Κιλκίς και τον τομέα του Λαχανά. Στις 19 Ιουνίου το πρωί άρχισε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού σύμφωνα με το σχέδιο ενεργείας.
Η μάχη στον τομέα του Λαχανά
Στον τομέα αυτό τα ελληνικά τμήματα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στην κύρια αμυντική τοποθεσία, όπου υπήρχαν εγκατεστημένα 20 Τάγματα Πεζικού, 3 πεδινές, 1 βαρεία και 1 ορειβατική Πυροβολαρχίες. Μέχρι το βράδυ της 19ης, η VI Μεραρχία, η οποία εξόρμησε από την περιοχή του χωριού Άσσηρος, κατέλαβε τη γραμμή ύψωμα Γερμανικό-χωριό Καρτερές, η Ι Μεραρχία, η οποία κινήθηκε από το χωριό Λοφίσκος, κατέλαβε τα χωριά Όσσα και Βερτίσκος, ενώ η VII Μεραρχία, κινούμενη από το χωριό Αρεθούσα, κατάφερε να φτάσει στην περιοχή Σκεπαστού, απωθώντας τους Βουλγάρους προς τη Νιγρίτα. Το πρωί της 20ης Ιουνίου άρχισε η κύρια επίθεση των ελληνικών τμημάτων. Η VI Μεραρχία κατέλαβε στις 11.30 την Ξυλόπολη και αποκατέστησε σύνδεσμο με την Ι Μεραρχία. Καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι δύο Μεραρχίες προσπάθησαν, με σκληρότατους αγώνες, να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία. Όμως τα πυρά των Βουλγάρων ήταν φονικότατα, ενώ το έδαφος δεν πρόσφερε την απαραίτητη κάλυψη, με αποτέλεσμα να υποστούν μεγάλες απώλειες και να καθηλωθούν. Στο μεταξύ η VII Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την προέλασή της προς τα βόρεια και κατά τις πρώτες μεσημβρινές ώρες απελευθέρωσε τη Νιγρίτα. Το θέαμα που αντίκρισαν τα ελληνικά τμήματα ήταν αποτρόπαιο: η πόλη είχε πυρποληθεί και στους δρόμους κείτονταν νεκροί, θύματα της μανίας των Βουλγάρων.
Την επομένη, η μάχη κορυφώθηκε με τους Βουλγάρους να εκτοξεύουν σφοδρή αντεπίθεση, η οποία αποκρούστηκε με επιτυχία. Στις 15.00, οι Ι και VI Μεραρχίες εξαπέλυσαν ταυτόχρονα επίθεση με την κατάλληλη υποστήριξη Πυροβολικού. Τα ελληνικά τμήματα, που προχωρούσαν με όλους τους αξιωματικούς στην πρώτη γραμμή, έφτασαν σε απόσταση εφόδου και όρμησαν με εφ' όπλου λόγχη. Οι Βούλγαροι, αδυνατώντας να ανακόψουν την επιθετική ορμή των Ελλήνων, άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς τα βόρεια, εγκαταλείποντας πυροβόλα, οχήματα, κτήνη και κάθε είδους άλλο υλικό. Στις 16.00 οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τον Λαχανά και καταδίωξαν τα υποχωρούντα βουλγαρικά στρατεύματα μέχρι τα τελευταία υψώματα προς την κοιλάδα του Στρυμόνα. Το μεγαλύτερο μέρος του Βουλγαρικού Στρατού τράπηκε σε φυγή προς τις Σέρρες. Η συντριβή των βουλγαρικών τμημάτων θα ήταν ολοκληρωτική αν η VII Μεραρχία καταλάμβανε εγκαίρως τη γέφυρα του Στρυμόνα ποταμού και δεν επέτρεπε την ανεμπόδιστη οπισθοχώρησή τους προς τις Σέρρες.
Η μάχη στον τομέα του Κιλκίς
Στον τομέα αυτό του Κιλκίς οι Βούλγαροι είχαν διατάξει αμυντικά την 3η Μεραρχία. Όπως και στον Λαχανά, στις 19 Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις ανέτρεψαν τις βουλγαρικές προφυλακές και έλαβαν επαφή με την κύρια αμυντική τοποθεσία του Κιλκίς, συλλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό Βουλγάρων αιχμαλώτων, ενώ περιήλθε στην κατοχή τους άφθονο πολεμικό υλικό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Ιουνίου οι ελληνικές Μεραρχίες, με το σύνολο των δυνάμεών τους, συνέχισαν την επίθεσή τους, χωρίς όμως να καταφέρουν να διασπάσουν την κύρια γραμμή άμυνας. Υπέστησαν μεγάλες απώλειες διότι, αφενός, το πεδινό έδαφος δεν τους πρόσφερε καμία κάλυψη και, αφετέρου, τα βουλγαρικά τμήματα αμύνονταν σθεναρώς. Κατόρθωσαν όμως να προσεγγίσουν τις κύριες βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση εφόδου και μέχρι το βράδυ να εγκατασταθούν στη γενική γραμμή Μεγάλη Βρύση- Κρηστώνη-Ποταμιά-Ακροποταμιά.
Το Γενικό Στρατηγείο, επιδιώκοντας την ταχεία κατάληψη του Κιλκίς, διέταξε τις ΙΙ, ΙΙΙ, IV και V Μεραρχίες, που ενεργούσαν προς αυτή την κατεύθυνση, να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να εκτελέσουν νυχτερινή επίθεση για την κατάληψη της πόλης. Η νυχτερινή επίθεση, λόγω προβλημάτων συντονισμού, πραγματοποιήθηκε στις 03.30 μόνο από τη ΙΙ Μεραρχία, η οποία, παρά τις απώλειες και την έλλειψη συνδρομής από τις άλλες Μεραρχίες, κατάφερε να καταλάβει θέσεις στα ανατολικά του Κιλκίς. Αλλεπάλληλες βουλγαρικές επιθέσεις για την ανάκτηση των θέσεων αποκρούστηκαν επιτυχώς από τα ελληνικά τμήματα, με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν. Από το πρώτο φως της 21ης Ιουνίου, οι υπόλοιπες ελληνικές Μεραρχίες εξαπέλυσαν σφοδρότατη επίθεση με συνεχείς εφόδους εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της νότιας παρυφής της πόλης από τμήματα της IV Μεραρχίας. Σε μικρό χρονικό διάστημα η V Μεραρχία πέρασε τη σιδηροδρομική γραμμή και κατέλαβε σημαντικές θέσεις νοτιοδυτικά του Κιλκίς, ενώ η ΙΙΙ Μεραρχία κατέλαβε το χωριό Μεταλλικό, δημιουργώντας σοβαρή απειλή για το δυτικό πλευρό και τα νώτα των βουλγαρικών θέσεων. Οι Βούλγαροι, υπό τον φόβο της κύκλωσης από τις ελληνικές δυνάμεις, άρχισαν να συμπτύσσονται προς τα βόρεια, εγκαταλείποντας τις θέσεις τους. Στις 09.30 οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν το Κιλκίς και καταδίωξαν τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις σε μικρό όμως βάθος, λόγω της έλλειψης εφεδρειών και της κόπωσης των τμημάτων, με αποτέλεσμα να μη γίνει πλήρης εκμετάλλευση της επιτυχημένης επίθεσης.
Η μάχη Κιλκίς – Λαχανά αποτελεί μία από τις φονικότερες μάχες και μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής πολεμικής ιστορίας. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ανήλθαν στους 8.828 νεκρούς και τραυματίες. Η νίκη αυτή, απόρροια του υψηλού ηθικού, της ανδρείας και του ηρωισμού των Ελλήνων, απέφερε, εκτός από την απελευθέρωση των πόλεων, τη σύλληψη περίπου 2.500 αιχμαλώτων και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού.10
Η ανατολική Μακεδονία και η δυτική Θράκη απελευθερώθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό μετά από αλλεπάλληλες φονικές μάχες και έχοντας υποστεί τεράστιες απώλειες. Κιλκίς – Λαχανάς, Δοϊράνη, οροσειρά Κερκίνης (Μπέλες), Στενά Κρέσνας, Τζουμαγιά, Πρέντελ - Χαν, υπήρξαν πεδία μαχών, όπου οι ακατάβλητοι μαχητές μας έπεσαν ενδόξως, υπερασπιζόμενοι την τιμή του έθνους. Στις 18 Ιουλίου η Βουλγαρία, έχοντας υποστεί συνεχόμενες ήττες, επιζήτησε ανακωχή. Τελικά ο πόλεμος τερματίστηκε επίσημα με την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913).
Βιβλιογραφία
Το περσικό βασίλειο, στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., έχοντας υποτάξει όλες τις γειτονικές του περιοχές, επιχείρησε να επεκταθεί προς τη Δύση. Έπειτα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες του πανίσχυρου βασιλιά Δαρείου για την κατάληψη ελληνικών εδαφών, οι οποίες έληξαν άδοξα το 490 π.Χ., με τη μάχη στον Μαραθώνα, την αποστολή αυτή ανέλαβε ο γιος και διάδοχός του στον θρόνο, Ξέρξης. Η εκστρατεία του στην Ελλάδα μας είναι γνωστή κυρίως από το έργο του Ηροδότου (5ος αι. π.Χ.) και από περιγραφές άλλων αρχαίων συγγραφέων, όπως ο Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αι. π.Χ.) και ο Πλούταρχος (1ος αι. μ.Χ.).
Η εκστρατεία του Ξέρξη ήταν συνδυασμένη επιχείρηση στρατού και στόλου και η προετοιμασία της, η οποία διήρκεσε τέσσερα χρόνια, ήταν από κάθε άποψη πρωτόγνωρη. Ο στρατός αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δύναμη που είχε συγκεντρωθεί ποτέ ως τότε, με πολεμιστές από 46 διαφορετικά έθνη. Το πεζικό υπολογιζόταν από τον Ηρόδοτο σε 1.700.000 άνδρες, οι οποίοι μαζί με τους συνοδούς και τους αμάχους θα έφθαναν σε περίπου 5.000.000. Οι αριθμοί αυτοί σήμερα θεωρούνται υπερβολικοί και οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι η δύναμη του πεζικού πρέπει να κυμαινόταν από 150.000 έως 400.000 άνδρες.
Η αντίδραση των Ελλήνων
Την άνοιξη του 480 π.Χ. ο Ξέρξης πέρασε από τον Ελλήσποντο στην ευρωπαϊκή ακτή, ενώ ολόκληρες περιοχές μέχρι τη Θεσσαλία τού είχαν ήδη παραχωρήσει «γῆν καὶ ὕδωρ». Οι νοτιότερες ελληνικές πόλεις – κράτη, από τις οποίες η Σπάρτη διέθετε τον ισχυρότερο στρατό και η Αθήνα το ισχυρότερο ναυτικό, αποφάσισαν να συμμαχήσουν εναντίον του κοινού εχθρού ξεπερνώντας τις εσωτερικές τους έριδες. Πριν ακόμη ξεκινήσει η εκστρατεία, το φθινόπωρο του 481 π.Χ., πραγματοποίησαν συνέδριο στον Ισθμό της Κορίνθου και συμφώνησαν στο αμυντικό τους σχέδιο, το οποίο έριχνε το βάρος στις θαλάσσιες επιχειρήσεις προβλέποντας άμυνα και στην ξηρά.
Έπειτα από την αποτυχημένη προσπάθεια προστασίας του στενού των Τεμπών, αποφάσισαν να αμυνθούν στο αμέσως επόμενο σημαντικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα, αυτό των Θερμοπυλών, στέλνοντας ταυτόχρονα τη ναυτική τους δύναμη στο Αρτεμίσιο, στη βόρεια Εύβοια. Η αρχηγία του στρατού και του στόλου δόθηκε ομόφωνα στη Σπάρτη: αρχηγός του στόλου ορίστηκε ο ναύαρχος των Σπαρτιατών Ευρυβιάδης και του στρατού ο Λεωνίδας, βασιλιάς των Σπαρτιατών.
Η τοποθεσία των Θερμοπυλών
Οι «Θερμοπύλαι» ή «Πύλαι» ονομάζονταν έτσι λόγω των θερμών πηγών που υπήρχαν στην περιοχή και του στενού περάσματος, των τριών «πυλών» που διαμορφώνονταν ανάμεσα στις απολήξεις του όρους Καλλίδρομο και τη θάλασσα. Σήμερα, το τοπίο στην περιοχή είναι πολύ διαφορετικό, αφού οι προσχώσεις του Σπερχειού ποταμού έχουν επεκτείνει την ξηρά προς τη θάλασσα κατά περίπου πέντε χιλιόμετρα, ενώ στην αρχαιότητα το πέρασμα ήταν ακριβώς δίπλα στην ακτή, μάλιστα σε ορισμένα σημεία ήταν τόσο στενό ώστε χωρούσε να περνά μόνο μία άμαξα.
Η διάβαση αυτή δεν ήταν η μοναδική προς τη νότια Ελλάδα, παρουσίαζε, όμως, σημαντικά στρατηγικά πλεονεκτήματα: ήταν σχεδόν επίπεδη, μπορούσε να υποστηριχθεί από τον στόλο και δεν επέτρεπε την ανάπτυξη της χερσαίας δύναμης του εχθρού. Εδώ οι Έλληνες, ιδιαίτερα οι Λακεδαιμόνιοι, μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα σημεία στα οποία υπερτερούσαν έναντι των Περσών: ήταν καλά γυμνασμένοι, ευκίνητοι, με όπλα βαρύτερα και αποτελεσματικότερα, ενώ η οπλιτική φάλαγγα που σχημάτιζαν κατά τη μάχη, ένα συμπαγές κινούμενο μεταλλικό τείχος από ασπίδες και δόρατα, ήταν κυριολεκτικά αήττητη.
Οι ελληνικές δυνάμεις υπό τον Λεωνίδα
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η δύναμη των Ελλήνων ήταν 6.000 άνδρες, οι περισσότεροι Πελοποννήσιοι, από τους οποίους οι 300 ήταν βαριά οπλισμένοι Σπαρτιάτες, επιλεγμένοι ανάμεσα στους πολίτες που είχαν γιους, ώστε να μη χαθεί η οικογένειά τους. Ο στρατός αυτός αποτελούσε ουσιαστικά τις «προφυλακές» των συμμάχων, ενώ η κύρια δύναμη θα έφθανε αργότερα, μετά τη λήξη της γιορτής των Καρνείων στη Σπάρτη και των Ολυμπιακών Αγώνων, οι οποίοι επίσης τελούνταν εκείνες τις ημέρες στην Ηλεία.
Φθάνοντας στις Θερμοπύλες, γύρω στα μέσα Αυγούστου, οι Έλληνες ανοικοδόμησαν το τείχος που είχαν κτίσει παλαιότερα οι Φωκείς για την άμυνα των στενών και στρατοπέδευσαν στο εσωτερικό του. Παράλληλα, μερίμνησαν για τη φύλαξη της Ανοπαίας ατραπού, του ορεινού μονοπατιού που οδηγούσε στα νώτα του στρατοπέδου τους, μάλιστα την αποστολή αυτή ανέλαβαν οι 1.000 Φωκείς, επειδή γνώριζαν καλύτερα την τοποθεσία. Στο μεταξύ, ο στρατός του Ξέρξη προσέγγισε τις Θερμοπύλες χωρίς να έχει συναντήσει αντίσταση και υπό την άμεση πια απειλή του, αρκετοί από τους Πελοποννήσιους υποστήριξαν ότι έπρεπε να αποσυρθούν και να ανασυνταχθούν στον Ισθμό. Ο Λεωνίδας, όμως, και ορισμένοι ακόμη τάχθηκαν υπέρ της παραμονής τους στα στενά.
Οι πρώτες συγκρούσεις
Επί τέσσερις ημέρες ο Ξέρξης παρέμενε αδρανής, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες θα αποχωρούσαν, αλλά όταν έστειλε αγγελιοφόρους για να τους ζητήσουν να καταθέσουν τα όπλα τους έλαβε από τον Λεωνίδα την περίφημη απάντηση «μολὼν λαβέ». Την πέμπτη ημέρα αποφάσισε να επιτεθεί, οι πολεμιστές του, όμως, συνάντησαν σκληρή αντίσταση, το ίδιο και οι «αθάνατοι», το επίλεκτο σώμα Περσών της βασιλικής φρουράς (ονομάζονταν έτσι γιατί ο αριθμός τους παρέμενε πάντα αμείωτος στους 10.000). Ο χώρος ήταν πολύ στενός, η ατμόσφαιρα αποπνικτική λόγω των θερμών υδρατμών, οι ασπίδες και τα δόρατά τους ήταν μικρά, κατάλληλα για ανοιχτό πεδίο μάχης, ενώ δεν μπορούσαν σε αυτές τις συνθήκες να εκμεταλλευθούν την αριθμητική τους υπεροχή.
Οι Λακεδαιμόνιοι, πιο έμπειροι σε τέτοιου είδους αναμετρήσεις, απέδειξαν ότι πράγματι κατείχαν άριστα την τέχνη του πολέμου, εκτελώντας με απόλυτη ακρίβεια τους ελιγμούς τους. Προσποιούμενοι ότι υποχωρούν, υποχρέωναν τους Πέρσες να τους καταδιώκουν, τους εγκλώβιζαν στο στενότερο σημείο του περάσματος και συγκρούονταν μαζί τους σε μάχη σώμα με σώμα, προκαλώντας τους αναρίθμητες απώλειες. Οι Πέρσες υιοθέτησαν διάφορους τρόπους επίθεσης, στο τέλος όμως αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Τη δεύτερη ημέρα επανέλαβαν την επίθεση, αλλά είχαν τα ίδια αποτελέσματα. Οι Έλληνες ήταν χωρισμένοι σε τάγματα, ανάλογα με τις φυλές τους, και εναλλάσσονταν στη μάχη, πολεμούσαν όμως με μεγάλο μένος και δεν δέχονταν να αντικατασταθούν όπως προβλεπόταν.
Ο Ξέρξης ήταν πια σε αμηχανία, όταν παρουσιάστηκε ο Εφιάλτης από τη Μαλίδα, ο οποίος του αποκάλυψε ότι η θέση των Λακεδαιμονίων ήταν προσπελάσιμη από την Ανοπαία ατραπό. Αμέσως, το ίδιο βράδυ, οι «αθάνατοι» ξεκίνησαν ολονύχτια πορεία και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί έφθασαν την αυγή στην κορυφή του βουνού, αιφνιδιάζοντας τους Φωκείς που φρουρούσαν το μονοπάτι.
Η ύστατη αντίσταση των Ελλήνων
Οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και αρκετοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής για τις πόλεις τους. Στο πέρασμα παρέμειναν μόνο οι 300 Σπαρτιάτες, οι 700 Θεσπιείς, και οι 400 Θηβαίοι. Η επίθεση των Περσών ξεκίνησε με την ανατολή του ήλιου, ενώ οι «αθάνατοι» είχαν ξεκινήσει την καθοδική τους πορεία.
Με τη νέα αυτή κατάσταση, οι Έλληνες μετέβαλαν την τακτική τους: ενώ τις προηγούμενες ημέρες έδιναν μάχη στη στενωπό προσπαθώντας να υπερασπίζουν το προστατευτικό τείχος, τώρα βγήκαν στο πλατύτερο μέρος του περάσματος. Πολέμησαν σκληρά, με μανία, προσπαθώντας να επιφέρουν όσο το δυνατό περισσότερες απώλειες στον εχθρό προτού κυκλωθούν. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν, έπεσαν στη θάλασσα ή ποδοπατήθηκαν από τους συμπολεμιστές τους, ανάμεσά τους και οι δύο αδελφοί του Ξέρξη. Αλλά αυτή τη φορά είχαν και οι Έλληνες σημαντικές απώλειες, με πιο σοβαρή αυτή του ίδιου του Λεωνίδα, πάνω από το σώμα του οποίου έλαβε χώρα πολύωρη σφοδρή μάχη.
Όταν οι «αθάνατοι» έφθασαν στα νώτα τους, οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον λόφο του Κολωνού, όπου αγωνίστηκαν με μάχαιρες, ακόμη και με τα χέρια και με τα δόντια. Εκεί, όμως, κυριολεκτικά εξοντώθηκαν από το ισχυρότερο περσικό όπλο, τους τοξότες. Οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών, 300 Λακεδαιμόνιοι και 700 Θεσπιείς, σκοτώθηκαν όλοι. Οι μόνοι που επέζησαν ήταν ορισμένοι Θηβαίοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, σημαδεύτηκαν ως δούλοι με εντολή του Ξέρξη, και δύο Σπαρτιάτες, από τους οποίους ο ένας αυτοκτόνησε μη μπορώντας να αντέξει τη ντροπή, ενώ ο άλλος κατάφερε να αποκαταστήσει την τιμή του πολεμώντας στις Πλαταιές, έναν χρόνο αργότερα. Οι συνολικές απώλειες των Περσών έφθασαν τους 20.000 νεκρούς.
Ο απόηχος της μάχης
Η κατάληξη της μάχης στις Θερμοπύλες ήδη από την αρχαιότητα αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ήττα και περισσότερο σαν νίκη. Η θυσία του Λεωνίδα και των 300 ανδρών του παρέμεινε χαραγμένη στη μνήμη ως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της σπαρτιατικής ανδρείας, του στρατιωτικού καθήκοντος και της θυσίας για την ελευθερία. Η μικρή εκείνη δύναμη κατόρθωσε να διαφυλάξει την υποχώρηση των υπόλοιπων συμμάχων, ενώ παράλληλα καθυστέρησε σημαντικά την πορεία του Ξέρξη, προξένησε απώλειες στο στράτευμά του και τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων, αποδεικνύοντας ότι υπήρχε έστω μια ελληνική δύναμη που μπορούσε να αντισταθεί στον πανίσχυρο βασιλιά.
Οι νεκροί μαχητές τάφηκαν εκεί όπου φονεύθηκαν, στον λόφο του Κολωνού, και στο μνημείο τους είχαν χαραχθεί τα επιγράμματα του γνωστού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου, ένα για τους Πελοποννήσιους και ένα ειδικά για τους Λακεδαιμόνιους:
«ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι».
Η υπεράσπιση των Θερμοπυλών προξένησε αμέσως μεγάλη εντύπωση σε όλη την Ελλάδα και αναδείχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της ταυτότητας που διέκρινε τους Έλληνες από τους βαρβάρους. Αλλά και για πολλούς αιώνες μετά την αρχαιότητα εξακολούθησε να αποτελεί σύμβολο πατριωτισμού, θάρρους και αυτοθυσίας για τον υπέρτατο σκοπό. Στη σύγχρονη εποχή, εκτός από την πληθώρα των επιστημονικών έργων με αντικείμενο την ιστορική και αρχαιολογική έρευνα γύρω από τη μάχη, την τοπογραφία, τα πρόσωπα και τις αρχαίες πηγές, οι Θερμοπύλες έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία έργων τέχνης, ιστορικών μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών.
Σήμερα, στο σημείο όπου έλαβε χώρα η τελική φάση της ιστορικής μάχης, στη μεσαία «πύλη» των στενών, δεσπόζει το μνημείο που αναπαριστά τον Λεωνίδα πάνοπλο. Ανεγέρθηκε το 1955 με δαπάνες Ελλήνων ομογενών, σε σχέδιο του γλύπτη Βάσου Φαληρέα, ενώ δίπλα του στέκει τα τελευταία χρόνια και το μνημείο των 700 νεκρών της βοιωτικής πόλης των Θεσπιών.
ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία συγκροτήθηκε την 31 Μαΐου 1944 στην Ινσαρίγιε του Λιβάνου, όπου εκπαιδεύτηκε στον ορεινό αγώνα. Ήταν συνολικής δύναμης 3.377 ανδρών και περιλάμβανε τρία τάγματα Πεζικού, το III Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, λόχο Μηχανικού, τμήμα Διαβιβάσεων, τμήμα Πεδινού Χειρουργείου, λόχο Ενισχύσεων, ομάδα Στρατονομίας και τμήματα υποστήριξης Διοικητικής Μέριμνας. Διοικητής της ήταν ο Συνταγματάρχης Πεζικού Θρασύβουλος Τσακαλώτος.
Στις 11 Αυγούστου 1944, η Ταξιαρχία μεταφέρθηκε από το λιμάνι της Χάιφας στην Ιταλία, στο λιμάνι του Τάραντα, με το υπερωκεάνιο «Ρουίς» και προωθήθηκε οδικά και σιδηροδρομικά προς το Σπολέτο και στη συνέχεια στην περιοχή Κατολίνα, προκειμένου να λάβει μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις, με αντικειμενικούς σκοπούς τη διάσπαση της γραµµής των Βορείων Απέννινων, της λεγόμενης «Γοτθικής Γραμμής».
Το γερμανικό σχέδιο για τη συγκράτηση των συµµαχικών στρατευμάτων στην Ιταλία το είχε καθορίσει ο ίδιος ο Χίτλερ από τον Ιούλιο του 1943. Προέβλεπε την εγκατάλειψη οποιουδήποτε τομέα, νότια της «Γοτθικής Γραµµής» και την αμυντική εγκατάσταση στις νοτιοανατολικές προσβάσεις της. Οι εργασίες οχύρωσης της «Γοτθικής Γραµµής», της οποίας το συνολικό ανάπτυγμα ήταν περίπου 350 χιλιόμετρα, άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1943.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, η III EOT τέθηκε υπό τις διαταγές της 5ης Καναδικής Μεραρχίας και διατάχθηκε να μετακινηθεί στην περιοχή της Σάντα Μαρία Πιετραφίττα, οκτώ χιλιόμετρα από τη γραµµή του μετώπου. Την ίδια ημέρα, το Σύνταγμα Πυροβολικού της Ταξιαρχίας μετακινήθηκε στην περιοχή του ποταμού Μετάουρο και εντάχθηκε στο πυροβολικό του 1ου Καναδικού Σώματος Στρατού. Στις 5 Σεπτεμβρίου, το πυροβολικό της Ταξιαρχίας έκανε έναρξη του αγώνα της συμμετέχοντας στην προσβολή µε πυρά της εχθρικής τοποθεσίας του Κοριάνο (δυτικά του Ριτσιόνε). Η είσοδος της Ταξιαρχίας στη ζώνη των επιχειρήσεων και η συµµετοχή της στον αγώνα µε το πυροβολικό χαιρετίσθηκε µε μεγάλο ενθουσιασμό. Το ελληνικό πυροβολικό συνέχισε τη δράση του και τις δύο επόμενες ημέρες και έριξε συνολικά εναντίον εχθρικών στόχων της τοποθεσίας του Κοριάνο 3.648 εκρηκτικά βλήματα, ενώ προσέφερε και τις πρώτες θυσίες µε τον τραυματισμό τριών οπλιτών, από τους οποίους ο ένας έχασε τη ζωή του.
Η αμυντική τοποθεσία καλυπτόταν από θάμνους και καλλιεργημένες εκτάσεις έχοντας – κάθετες προς τις κατευθύνσεις επίθεσης – υδάτινες γραμμές, δηλαδή ποτάμια και χειμάρρους. Ήταν ισχυρά οργανωμένη, με παραλλαγμένα χαρακώματα, πολυβολεία και ναρκοπέδια. Από τα μεσάνυχτα της 9ης έως τη 13η Σεπτεμβρίου, αναπτύχθηκε έντονη εχθρική δραστηριότητα με πτήσεις και προσβολές της εχθρικής αεροπορίας, όπλων καμπύλης τροχιάς καθώς και εκατέρωθεν περιπολιακή δραστηριότητα.
Την επίθεση εναντίον του Ρίμινι, στις 14 Σεπτεμβρίου, ανέλαβε η 1η Καναδική Μεραρχία, στην οποία υπαγόταν η ΙΙΙ Ταξιαρχία. Αυτή συγκεντρώθηκε νότια του ποταμού Μαράνο με στόχο την προώθηση πέρα από αυτόν και με επιθετική κίνηση προς βορειοδυτικά, να ενεργήσει κυκλωτικά από δυτικά, προς το Ρίμινι. Οι Γερμανοί κατείχαν με τμήματα της 1ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών και της Μεραρχίας Τουρκομάνων, τα υψώματα βόρεια και βορειοδυτικά του ποταμού.
Η Ελληνική Ταξιαρχία διατάχθηκε να εκτοξεύσει νυχτερινή επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας. Η ζώνη ενεργείας της καθορίστηκε μεταξύ των οδών Ντελ-Φιούμε και υπ’ αριθμόν 16, με τελικό στόχο την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι. Την επίθεσή της θα κάλυπτε από αριστερά η 3η Καναδική Ταξιαρχία και από δεξιά η 41η Ίλη Καναδών Δραγόνων.
Το σχέδιο επιχειρήσεων της Ταξιαρχίας προέβλεπε την επίθεση σε διαφορετικούς χρόνους για την εκκαθάριση πρώτα των εχθρικών δυνάμεων στο αριστερό της παρατάξεως προς αποφυγή πλευροκοπήσεως και την διαδοχική ισχυρή υποστήριξη Πυροβολικού και σε τρείς κατευθύνσεις, με το 3ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ανδρέα Λουτεράκη, από 00:30 προς Μπατάρα – Κάζα Μαλτόνι, το 1ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ιωάννη Καραβία, από 02:00 προς Κάζα Μοναλτίνι, το 2ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Σοφοκλή Τζανετή από 03:45, ενεργώντας προς Κάζα Νοντιτσέλι.
Παρά την πείσμονα γερμανική αντίσταση, το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου τα ελληνικά τμήματα πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς. Στις 15 Σεπτεμβρίου η Ταξιαρχία, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση την προέλασή της, κατέλαβε τη γραμμή Καζαλέκιο – Νοτιοδυτική Γωνία του Αεροδρομίου του Ρίμινι – Γέφυρα ποταμού Μαράνο, ενώ τις επόμενες δύο ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να κάμψουν τη γερμανική αντίσταση και να καταλάβουν το αεροδρόμιο. Στις 19 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες μαζί με τους Καναδούς διέβησαν τον Ροντέλλα ποταμό και κατευθύνθηκαν προς το Ρίμινι. Την επομένη εκτοξεύθηκε η κύρια ελληνική επίθεση για την κατάληψη της πόλης.
Τα τάγματα θα ενεργούσαν µε ταχύτητα για την κατάληψη του Ρίµινι. Συγκεκριμένα, το 2ο Τάγμα θα καταλάβανε το ανατολικό τμήμα της πόλης, από τη σιδηροδρομική γραµµή µέχρι την ακτή, το 3ο Τάγμα το κέντρο της και το 2ο Τάγμα θα την παρέκαµπτε από τη δυτική παρυφή. Αμέσως μετά και τα τρία τάγματα θα καταλάμβαναν και θα εξασφάλιζαν τις γέφυρες του ποταμού Μαρέκεια, στη βόρεια παρυφή της πόλης.
Στις 06:45 της 21ης Σεπτεμβρίου το 2ο Τάγμα έφτασε στον ποταμό Αούζα στο κέντρο της πόλης. Σε μικρό χρονικό διάστημα εξουδετέρωσε τοπικές νησίδες αντίστασης που είχαν αφήσει οι Γερμανοί προς υποβοήθηση της υποχώρησής τους και εισήλθε στην πόλη στις 07:15, κατέλαβε µε λόχο το Δημαρχείο και ύψωσε εκεί την πολεμική σημαία του. Παράλληλα, το 3ο Τάγμα, προωθήθηκε προς την τοποθεσία, την οποία και κατέλαβε.
Στις 07.30 ο δήμαρχος του Ρίμινι παρουσιάστηκε στον Διοικητή του 2ου Λόχου
του 3ου Τάγματος, Λοχαγό Αποστολάκη Μιχαήλ και του ανέφερε ότι είναι έτοιμος να παραδώσει την πόλη στις ελληνικές δυνάμεις συντάσσοντας σχετικό πρωτόκολλο.
«Ἐν Σάντα Μαρία ντέ λά Κολονέλι, σήμερον τήν 21ην Σεπτεμβρίου ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος Πέμπτην τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ τεσσαρακοστοῦ τετάρτου ἔτους (1944) καί ὥραν 7.30 ἡ κάτωθι ὑπογεγραμμένη ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἐκ τοῦ Μπορτόνι Γκομπέριο ὡς Προέδρου καί Μπορτόνε ΡόμολοΝτέλ Πράτο Μπάντζιο, ὡς μελῶν,ἁπάντων μελῶν τοῦ ἀντιφασιστικοῦ κόμματος ἀπελευθερώσεως τῆς πόλεως (τῶν λοιπῶν ἐγκαταλειψάντων ταύτην) παρουσιασθέντες εἰς τάς προπορευομένας Ἑλληνικάς δυνάμεις, ἤτοι εἰς τόν Διοικητήν τοῦ 2ου Λόχου 3ου Τάγματος III EOT, Λοχαγό Ἀποστολάκην Μιχαήλ.ΠαραδίδομενΤήν πόλιν τοῦ Ρίμινι ἄνευ ὅρων. Εἰς τάς Ἑλληνικάς δυνάμεις ἐπαφίεται ἐν λευκῷ ἡ τήρησις τῆς τάξεως καί ἡ προστασία τοῦ πληθυσμοῦ».
Αφού συντάχθηκε στα ελληνικά, ιταλικά και αγγλικά το πρωτόκολλο υπογράφηκε και θεωρήθηκε από τον Διοικητή του 3ου Τάγματος. Έτσι, από τις 09:00 της 21ης Σεπτεμβρίου 1944 το Ρίμινι βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια τελετής που πραγματοποιήθηκε στην πόλη αποδόθηκαν τιμές στην Πολεμική Σημαία του 2ου Τάγματος και η ΙΙΙ Ταξιαρχία ονομάστηκε τιμητικά «Ταξιαρχία Ρίμινι». Από τις 27 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 1944 η Ταξιαρχία συνέχισε με επιτυχία τις επιθετικές της επιχειρήσεις, αυτή την φορά υπό νέα διοίκηση, της 2ας Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, και στη συνέχεια αποχώρησε από την Ιταλία, επαναπατριζόμενη στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα με το ατμόπλοιο «Αλκαντάρα».
Οι απώλειες της ΙΙΙ ΕΟΤ, από την είσοδό της στις επιχειρήσεις στην Ιταλία μέχρι την κατάληψη του Ρίμινι, ανήλθαν σε 6 αξιωματικούς και 72 οπλίτες νεκρούς και σε 19 αξιωματικούς και 169 οπλίτες τραυματίες, δηλαδή στο 10% των συνολικών δυνάμεων ή
στο 20% των ταγμάτων πεζικού που έφεραν το βάρος του αγώνα. Το μέγεθος των απωλειών δείχνει την προσπάθεια που καταβλήθηκε, την αξία των στελεχών και την πίστη όλων για τη νίκη.
Ο Διοικητής της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Sir Berrnard Freyberg στην ειδική ημερησία Διαταγή της 20ής Οκτωβρίου 1944 ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Με μεγάλη λύπη αποχαιρετούμε την 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Στην Ιταλία, μαχόμενοι με γενναιότητα και επιτυχία, αποκτήσατε φήμη για την οποία μπορείτε δίκαια να υπερηφανεύεστε. Όταν η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία τέθηκε υπό τη διοίκησή μου το εξέλαβα ως τιμή [...]. Με τα κατορθώματά σας σε Ρίμινι και Ρουβίκωνα προσθέσατε άλλη μία σελίδα στην ένδοξη Ιστορία του Στρατού σας· και φανήκατε αντάξιοι των μεγάλων παραδόσεων του Έθνους που ανέκαθεν πίστευε ότι ή “Ελευθερία σημαίνει Ευτυχία” […]. Τώρα φεύγετε από την Ιταλία για τη γη της Πατρίδας σας. Παίρνοντας μαζί
σας τις εγκάρδιες ευχές, όχι μόνον για τον Ελληνικό Στρατό, αλλά και για τον Ελληνικό Λαό για τον οποίο τρέφουμε βαθιά και αιώνια εκτίμηση. Καλή τύχη και στην ευχή του Θεού από όλους τους αξιωματικούς και άνδρες της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας».
Ο διοικητής, εξάλλου, των συμμαχικών στρατευμάτων Alexander σε έκθεσή του με τίτλο «Οι συμμαχικοί στρατοί στην Ιταλία από τις 3 Σεπτεμβρίου 1943 ως τις 12 Δεκεμβρίου 1944», σημείωνε για τη δράση της Ταξιαρχίας: «Στις 20 Σεπτεμβρίου, έπειτα από πάλη χωρίς ελπίδα, εκκαθαρίστηκε το Σαν Φορτουνάτο και στη διάρκεια της νύχτας οι Έλληνες, υπό τη διοίκηση της 1ης Καναδικής Μεραρχίας, εισήλθαν στο Ρίμινι. Ήμουν
ευτυχής, γιατί η επιτυχία αυτή είχε τόσο έγκαιρα λαμπρύνει τα πεπρωμένα της ηρωικής αυτής χώρας, που ήταν η μόνη μαχόμενη σύμμαχος στο πλευρό μας σε στιγμές ζοφερές, και γιατί μια νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στη δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας».
Οι Έλληνες στη μάχη του Ρίμινι διεξήγαγαν σκληρό αγώνα εναντίον εχθρού άρτια εξοπλισμένου, με ισχυρή οχύρωση, και μόνον ο ηρωισμός και η αυτοθυσία τους οδήγησαν στο νικηφόρο αποτέλεσμα. Η κατάληψη της πόλης διευκόλυνε τη συμμαχική προέλαση προς τον Ρουβίκωνα ποταμό και συνέβαλε αποφασιστικά στην απελευθέρωση της ιταλικής χερσονήσου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939 από τη φασιστική Ιταλία, η στρατηγική κατάσταση στον ελληνικό χώρο ανατράπηκε. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού αναγκάσθηκε να προβεί στην εκπόνηση ενός πρόσθετου πολεμικού σχεδίου, για να αντιμετωπιστούν δύο πλέον αντίπαλοι, η Ιταλία και η Βουλγαρία.
Βάσει του σχεδίου αυτού, τα Δ΄ και Ε΄ Σώματα Στρατού, με έδρες την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη αντίστοιχα, θα αντιμετώπιζαν τη βουλγαρική απειλή, ενώ την απειλή της Ιταλίας από την Αλβανία θα αντιμετώπιζε στο χώρο της Δυτικής Μακεδονίας το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που είχε έδρα την Κοζάνη, με τα Β΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού, με έδρες τη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, και στο χώρο της Ηπείρου η ανεξάρτητη ενισχυμένη VIII Μεραρχία με έδρα τα Ιωάννινα. Στον ενδιάμεσο χώρο της Πίνδου, σαν σύνδεσμος των τμημάτων θεάτρων επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου θα ενεργούσε, υπό το ΤΣΔΜ, το απόσπασμα Πίνδου με έδρα το Επταχώρι. Το Α΄ΣΣ θα παρέμενε αρχικά στην Αθήνα αφού στην εξεταζόμενη περίοδο, ο ελληνικός στρατός διέθετε συνολικά πέντε Διοικήσεις Σωμάτων Στρατού με δεκατέσσερις Μεραρχίες Πεζικού, μειωμένης συνθέσεως.
Από τις αρχές του 1940, η πολιτική της Ιταλίας, παρά τις προβλέψεις του «Συμφώνου Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού», που συνδεόταν με την Ελλάδα από τις 23 Σεπτεμβρίου 1928 και με προβλεπόμενη ισχύ μέχρι τον Οκτώβριο του 1939, άρχισε να μεταστρέφεται και να λαμβάνει εχθρικό χαρακτήρα. Με συγκεκριμένες ενέργειες άρχισε να παραβιάζει συστηματικά την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδος και να προσπαθεί να μειώσει το κύρος της. Η Ελλάδα μπροστά σ’ αυτή την εχθρική ιταλική προκλητικότητα, παρά την ψυχραιμία της και τις μετριοπαθείς προσπάθειές της να διασωθεί η ειρήνη, ήταν αποφασισμένη να υπερασπίσει, με όλα τα μέσα που διαθέτει, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας. Γνώριζε ότι ήταν μόνη, καθώς το Βαλκανικό Σύμφωνο Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας – Τουρκίας – Ρουμανίας του 1934 δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση ενός Ελληνοϊταλικού πολέμου. Παρά τη δραματική διπλωματική απομόνωσή της, όταν στις 3 το πρωί της 28η Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία δια του πρεσβευτή της στην Αθήνα Γκράτσι, της έθεσε το δίλημμα «Ταπείνωση ή Πόλεμος» δεν δίστασε και με ένα βροντερό ΟΧΙ το απέρριψε και εμπιστεύτηκε την τιμή της στους μαχητές της Ηπείρου, της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας.
Η αμυντική τοποθεσία Πίνδος – Ελαία – Καλαμάς ξεκινά από το Ιόνιο πέλαγος, όπου στηρίζει το ΝΔ πλευρό της, ακολουθεί την υδάτινη γραμμή του ποταμού Καλαμά μέχρι τις πηγές του στην περιοχή Ελαίας, με τα νώτα στηριγμένα στις Β και ΒΔ καταπτώσεις των ορέων Παραμυθιάς, Κουρέντων και Μιτσικελίου και στη συνέχεια στηρίζεται στις ΒΔ καταπτώσεις της Τύρφης (Γκαμήλα) και του Σμόλικα (Κλέφτης) για να καταλήξει στον ορεινό όγκο της Πίνδου, τον Γράμμο, που στηρίζει το ΒΑ πλευρό της. Η αμυντική αυτή τοποθεσία βρίσκεται 5-20 χιλιόμετρα μακριά από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, μέσα στο Ελληνικό έδαφος. Έχει ανάπτυγμα 100 περίπου χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή επί συνόλου 240 χιλιομέτρων Ελληνοαλβανικής μεθορίου.
Οι ελληνικές δυνάμεις που αμύνονταν στην Πίνδο ήταν το Απόσπασμα Πίνδου, υπό τον Συνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνο Δαβάκη. Το Απόσπασμα αποτελείτο από το 51ο Σύνταγμα Πεζικού, έναν λόχο προκαλύψεως, έναν ουλαμό Ιππικού, έναν λόχο Ημιονηγών, μια διμοιρία Διαβιβάσεων, μια ορειβατική πυροβολαρχία των 75χιλ. και έναν ουλαμό Πυροβολικού των 65 χιλ., συνολικής δύναμης περίπου 2.000 ανδρών. Αποστολή του ήταν η άμυνα στη γραμμή Σμόλικας –χωριό Μόλιστα – ύψωμα Καστάνιανης –χωριό Οξυά –ύψωμα Καταφύκι, με σκοπό την απαγόρευση των ορεινών διαβάσεων της Πίνδου που οδηγούσαν από τα δυτικά προς τα ανατολικά και την εξασφάλιση συνδέσμου μεταξύ των ελληνικών τμημάτων που δρούσαν στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Οι Ιταλοί έναντι του Αποσπάσματος Πίνδου παρέταξαν την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», συνολικής δύναμης περίπου 10.800 ανδρών. Αποστολή της ήταν να κινηθεί διαμέσου των ορεινών διαβάσεων της Πίνδου προς το Μέτσοβο και να αποκόψει την οδό διαφυγής των ελληνικών τμημάτων της Ηπείρου προς τα ανατολικά.
Η ιταλική επίθεση στην Πίνδο εκδηλώθηκε στις 05:00 της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κύρια προσπάθεια στον κεντρικό τομέα της αμυντικής τοποθεσίας. Τα ελληνικά τμήματα στον τομέα αυτόν αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν το απόγευμα στη γραμμή Πάτωμα-Μούκα-Επάνω Αρένα. Τα τμήματα στον αριστερό και δεξιό τομέα διατήρησαν τις θέσεις τους. Τις επόμενες δύο ημέρες, η ιταλική επίθεση συνεχίστηκε με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Το Απόσπασμα Πίνδου, μετά από σκληρό αγώνα, κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες και απέναντι σε έναν πολυπληθέστερο αντίπαλο, αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στη γραμμή Σαμαρίνα-Κούτσουρο –Τσούκα. Το Γενικό Στρατηγείο, λόγω της δυσμενούς εξέλιξης των επιχειρήσεων στον τομέα της Πίνδου, διέταξε την Ι Μεραρχία να ενισχύσει την προσπάθεια του Αποσπάσματος Πίνδου. Η Μεραρχία προωθήθηκε στο Επταχώρι και αφού ανασυγκρότησε τα αμυνόμενα τμήματα ανέλαβε να εκτελέσει αντεπίθεση για την ανακατάληψη των εδαφών.
Την 1η Νοεμβρίου 07:30 Ω, εκδηλώθηκε η ελληνική αντεπίθεση εναντίον του αριστερού πλευρού της Μεραρχίας «Τζούλια». Μέχρι το βράδυ είχαν καταληφθεί τα χωριά Κάντζικο και Λυκορράχη. Η επιθετική ενέργεια ήταν περιορισμένη, κατάφερε όμως να σταθεροποιήσει το μέτωπο και να αναπτερώσει το ηθικό των ανδρών. Την επομένη οι αλπινιστές, αδιαφορώντας για την κάλυψη του αριστερού τους πλευρού, συνέχισαν την κίνηση τους προς νότο και κατέλαβαν τα χωριά Σαμαρίνα και Δίστρατο.
Στις 2 και 3 Νοεμβρίου η Ι Μεραρχία κατέλαβε το ύψωμα Ταμπούρι και το χωριό Φούρκα, αποκόπτοντας έτσι τα ιταλικά τμήματα που είχαν προελάσει νότια. Το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου η Ταξιαρχία Ιππικού, που είχε προωθηθεί, ανακατέλαβε τη Σαμαρίνα.
Από τις 4 έως 6 Νοεμβρίου η επίθεση της Ι Μεραρχίας, ενισχυόμενη πλέον και από τη Μεραρχία Ιππικού, συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ακόμη ορμή. Η επίλεκτη «Τζούλια» είχε αρχίσει να υποχωρεί, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της κινδύνευε να αποκοπεί στο Δίστρατο. Χρειάστηκε η επέμβαση της 47ης Μεραρχίας «Μπάρι», η οποία εξασφάλισε τις διαβάσεις του Σμόλικα, προκειμένου να διαφύγουν τα υπολείμματα της Μεραρχίας «Τζούλια». Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί υποχώρησαν προς την Κόνιτσα. Η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, οπότε ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση της αμυντικής γραμμής του τομέα της Πίνδου, από τον Σμόλικα μέχρι τον Γράμμο.
Η ελληνική νίκη στη μάχη της Πίνδου απέτρεψε τον κίνδυνο διαχωρισμού των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Ήπειρο από εκείνες στη δυτική Μακεδονία. Παράλληλα, η νίκη αυτή εναντίον επίλεκτων μονάδων του Ιταλικού Στρατού συνέβαλε, αφενός, στην εξύψωση του ηθικού των Ελλήνων και, αφετέρου, επέδρασε δυσμενώς στο ηθικό του αντιπάλου. Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η συμβολή των κατοίκων της περιοχής στη μάχη της Πίνδου. Άνδρες και γυναίκες βοήθησαν με αυτοθυσία τα μαχόμενα ελληνικά τμήματα, μεταφέροντας πυρομαχικά, τρόφιμα και άλλα εφόδια στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων κατά τη μάχη της Πίνδου ήταν σημαντικές τόσο σε νεκρούς όσο και σε τραυματίες αξιωματικούς και οπλίτες.
Στον τομέα της Ηπείρου, την άμυνα επί της ελληνοαλβανικής μεθορίου είχε αναλάβει η VIII Μεραρχία, κατάλληλα ενισχυμένη, υπό τον Υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, συνολικής δυνάμεως 35.000 ανδρών. Αποστολή της Μεραρχίας ήταν η απαγόρευση των οδεύσεων που οδηγούσαν από την Ήπειρο προς την Αιτωλοακαρνανία και η κάλυψη του Θεάτρου Επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας από την κατεύθυνση Ιωάννινα –Μέτσοβο. Η VIII Μεραρχία θα έπρεπε να αναχαιτίσει την ιταλική προέλαση στην περιοχή Ελαίας –Καλαμά ή στην γραμμή του Άραχθου ποταμού. Για την εκπλήρωση της αποστολής, ο Κατσιμήτρος είχε κατανείμει τις δυνάμεις του σε τρείς κύριους τομείς: Νεγράδων, Καλαμά και Θεσπρωτίας.
Έναντι των ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο είχε αναπτυχθεί το 25ο Σώμα Στρατού Τσαμουριάς, υπό τον Στρατηγό Κάρλο Ρόσσι (Carlo Rossi). Στον τομέα Νεγράδων θα ενεργούσε η 23η Μεραρχία «Φερράρα» ενισχυμένη με άρματα μάχης της 131ης Τεθωρακισμένης «Κενταύρων». Στον τομέα Καλαμά θα ενεργούσε η 51η Μεραρχία «Σιένα» και στον τομέα Θεσπρωτίας θα ενεργούσε η Μεραρχία Ιππικού, ενισχυμένη με μονάδες πεζικού και πυροβολικού. Η συνολική δύναμη του ιταλικού Σώματος Στρατού υπολογιζόταν σε περίπου 42.000 άνδρες. Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε κατά τις πρώτες τέσσερις ημέρες την κατάληψη του κόμβου Ελαίας, με μετωπική επίθεση, από τις Μεραρχίες της κυρίας προσπάθειας, «Φερράρα» και «Κενταύρων», εναντίον του τομέα Νεγράδων. Την επιθετική προσπάθεια θα υποστήριζε η Μεραρχία «Σιένα» η οποία θα ενεργούσε στη γενική κατεύθυνση Δελβίνο-Φιλιάτες και στη συνέχεια θα προέλαυνε προς τα Ιωάννινα. Στον τομέα Θεσπρωτίας η Μεραρχία Ιππικού θα προέλαυνε στον παραλιακό άξονα Κονίπολη-Ηγουμενίτσα-Πρέβεζα. Η όλη προσπάθεια θα υποστηριζόταν από ισχυρές αεροπορικές δυνάμεις.
Στις 28 05:30Ω Οκτωβρίου 1940, οι ιταλικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο της Ηπείρου. Τα ελληνικά τμήματα προκαλύψεως, αφού προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, άρχισαν να συμπτύσσονται προς τις καθορισμένες θέσεις, επιβραδύνοντας τον εχθρό σύμφωνα με το σχέδιο. Η σύμπτυξη διήρκησε δύο ημέρες, ώσπου τα τμήματα προκαλύψεως εγκαταστάθηκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία Καλαμά-Ελαία-Γκράμπάλα-Ύψωμα Κλέφτης.
Στις 2 09:00Ω Νοεμβρίου, ξεκίνησε η κύρια επίθεση των Ιταλών κατά της τοποθεσίας Ελαίας-Καλαμά. Μέχρι το μεσημέρι, οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και σε βολές πυροβολικού. Στις 15:00Ω, η Μεραρχία «Φερράρα» εκτόξευσε την κύρια επίθεση της στην τοποθεσία Ελαία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τα εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στην ιταλική Μεραρχία.
Στις 3 Νοεμβρίου, η ιταλική επίθεση ξεκίνησε πάλι με βολές πυροβολικού και συνεχίστηκε με αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Η ιταλική Αεροπορία βομβάρδισε κυρίως στον τομέα Νεγράδων. Στις 16:00 οι Ιταλοί εξαπέλυσαν νέα επίθεση κατά του λόφου Καλπακίου με άρματα μάχης πλαισιωμένα από μοτοσικλετιστές. Τα ελληνικά τμήματα, με τη βοήθεια του πυροβολικού και των αντιαρματικών κωλυμάτων, παρόλο που αντιμετώπιζαν τεθωρακισμένα πρώτη φορά, κατάφεραν να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση, διατηρώντας ακέραιες τις θέσεις τους. Στις 4 Νοεμβρίου οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και βολές πυροβολικού σε ολόκληρο το μέτωπο και ταυτόχρονα προετοίμασαν τις δυνάμεις τους για γενική επίθεση των επομένη.
Στις 5 14:30Ω Νοεμβρίου, οι Ιταλοί, με μεγάλες δυνάμεις πεζικού και άρματα μάχης, εξαπέλυσαν τη γενική τους επίθεση, με την υποστήριξη της αεροπορίας και του πυροβολικού. Τα ελληνικά τμήματα, παρά τη σφοδρότητα της εχθρικής επίθεσης, κατάφεραν να αποκρούσουν τους Ιταλούς και να τους προκαλέσουν σοβαρές απώλειες.
Η ιταλική επίθεση συνεχίστηκε μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, κυρίως κατά της τοποθεσίας Ελαίας, χωρίς όμως να επιφέρει κανένα αποτέλεσμα. Από τις 9 Νοεμβρίου οι Ιταλοί στον τομέα Νεγράδων μετέπεσαν σε κατάσταση άμυνας, ενώ στον τομέα Θεσπρωτίας άρχισαν να συμπτύσσονται.
Οι απώλειες της VIII Μεραρχίας για το διάστημα από 1 έως 5 Νοεμβρίου ανήλθαν σε 3 αξιωματικούς και 57 οπλίτες νεκρούς και σε 5 αξιωματικούς και 203 οπλίτες τραυματίες.
Η VIII Μεραρχία κατάφερε, μετά από 12ήμερο ουσιαστικά αμυντικό αγώνα στην Ήπειρο, να συγκρατήσει προ της τοποθεσίας Ελαίας – Καλαμά το 25ο ιταλικό Σώμα Στρατού. Προκάλεσε τόσες φθορές, ηθικές και υλικές, στις επίλεκτες ιταλικές μεραρχίες, που τις ανάγκασε να αναστείλουν τις επιθετικές επιχειρήσεις και να μεταπέσουν σε κατάσταση άμυνας εν αναμονή ενισχύσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1950, στο πλαίσιο εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), συγκρότησε και απέστειλε στη χερσόνησο της Κορέας μία στρατιωτική δύναμη ειδικής σύνθεσης η οποία ονομάστηκε Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος (ΕΚΣΕ). Η πρώτη, από την ίδρυσή του, ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ στην Κορέα, σηματοδότησε και την πρώτη συμμετοχή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε πολυεθνικές και γενικά διεθνείς αποστολές υποστήριξης ειρήνης, μετά τον Β΄ ΠΠ.
Μετά τη λήξη του Β΄ΠΠ, η Κορέα, χώρα της ανατολικής Ασίας στην ομώνυμη χερσόνησο, βρέθηκε κοινωνικοπολιτικά διχασμένη σε δύο αντιμαχόμενες «κρατικές» οντότητες, τη Βόρεια και τη Νότια Κορέα και ο γεωγραφικός τους διαχωρισμός είχε οριστεί επί του 38ου Παραλλήλου. Ο διχασμός και η αντιπαλότητα τους ήταν ένα από αποτελέσματα των μειζόνων γεωστρατηγικών ανταγωνισμών της εποχής στην Άπω Ανατολή. Οι προσπάθειες του ΟΗΕ για ενοποίηση τους μέσω πολιτικών διεργασιών απέτυχαν, ενώ παράλληλα από το 1945, η Ρωσία και η Κίνα έθεσαν τη Βόρεια Κορέα υπό την άμεση επιρροή τους. Έτσι, προέκυψε μια περίοδος ψυχρού πολέμου μεταξύ των δύο κρατών μέχρι το 1950. Ταυτόχρονα όμως, από τη Βόρεια Κορέα λάμβαναν χώρα ενέργειες για να επιβληθεί το δικό της πολιτικό καθεστώς και στη Νότια Κορέα. Στις 25 Ιουνίου 1950, η Νότια Κορέα δέχτηκε αιφνιδιαστική εισβολή από δυνάμεις της Βόρειας Κορέας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της πρωτεύουσας της Σεούλ, μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες. Η επίθεση αυτή προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο την 29η Ιουνίου 1950 αποφάσισε την ένοπλη επέμβαση Διεθνούς Δύναμης, ώστε να αποκατασταθεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή. Όλα τα κράτη – μέλη του ΟΗΕ, πλην της ΕΣΣΔ και των κρατών - μελών που επηρεάζονταν πολιτικά από αυτή, αποδέχθηκαν τη πρόσκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας και υποστήριξαν τις αποφάσεις του. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα ως μέλος του ΟΗΕ, ανταποκρινόμενη στην απόφασή του, προχώρησε στη συγκρότηση Ειδικού Εκστρατευτικού Σώματος το οποίο περιελάμβανε δυνάμεις του Στρατού Ξηράς και της Αεροπορίας.
Η χερσαία δύναμη του ΕΚΣΕ αποφασίστηκε τελικά ότι θα ήταν δυνάμεως περίπου 1.000 ανδρών1 και θα αποτελούνταν από το Επιτελείο – Διοίκηση και ένα ενισχυμένο Τάγμα ΠΖ (ονομαζόμενο ως Τάγμα Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος). Επικεφαλής του ΕΚΣΕ τοποθετήθηκε ο Συνταγματάρχης (ΠΖ) Δασκαλόπουλος Ιωάννης, ενώ διοικητής του τάγματος ΕΚΣΕ ανέλαβε ο Αντισυνταγματάχης (ΠΖ) Αρμπούζης Διονύσιος.2
Οι ενέργειες για την προετοιμασία του ΕΚΣΕ ολοκληρώθηκαν τυπικά την 14η Νοεμβρίου 1950 στις 11:00, όταν σε ειδική τελετή που έγινε εμπρός από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα, ο διοικητής του παρέλαβε από τον βασιλιά Παύλο την πολεμική σημαία. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας (15 Νοεμβρίου 1950) το Τάγμα ΕΚΣΕ μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την περιοχή στρατωνισμού του στο Ρουφ, στον Πειραιά, όπου και επιβιβάστηκε στο αμερικανικό οπλιταγωγό «Τζένεραλ Χαν». Ύστερα από θαλάσσιο ταξίδι 24 ημερών, την 9η Δεκεμβρίου 1950 κατέπλευσε στο λιμένα Πουσάν (Pusan) της Νοτίου Κορέας, στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου. Η δύναμη του ΕΚΣΕ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν 840 αξιωματικοί και οπλίτες.3
Κατά το αρχικό χρονικό διάστημα παραμονής στη συμμαχική περίμετρο του Πουσάν στη Νότια Κορέα, συμπληρώθηκαν οι ελλείψεις σε επιχειρησιακά υλικά (οχήματα, ασύρματοι, οπλισμός, πυρομαχικά, υλικά διαβίωσης και μέσα υποστήριξης ΔΜ). Την 14η Δεκεμβρίου 1950, το ΕΚΣΕ μεταστάθμευσε και αναπτύχθηκε στην περιοχή της Σουβόν (Suwon) σε απόσταση τριάντα χιλιόμετρων νοτίως της Σεούλ (Seoul) - η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή βρισκόταν υπό εχθρική κατοχή - όπου και παρέμεινε μέχρι την 30η Δεκεμβρίου 1950, οπότε και μετακινήθηκε για να εισέλθει στον αγώνα.4 Σε όλο το χρονικό διάστημα παραμονής στη Σουβόν, το Τάγμα ασχολούταν με την επιχειρησιακή εκπαίδευση και προπαρασκευή του για την ανάληψη πολεμικής αποστολής .
Από την 18η Δεκεμβρίου 1950, το ΕΚΣΕ υπάγεται στο 7ο Σύνταγμα Ιππικού της 1ης Μεραρχίας Ιππικού των ΗΠΑ. Την 30η Δεκεμβρίου 1950 το Τάγμα, κατόπιν διαταγής του 7ου Συντάγματος Ιππικού, κινείται προς την περιοχή Κούμκιο Ρί, 15 μίλια ΒΑ της Σεούλ και βορείως του ποταμού Χάν (Han). Εκεί εγκαθίσταται αμυντικώς, πλαισιωμένο εκατέρωθεν από δύο Αμερικανικά Τάγματα (1ου και 3ου) του ανωτέρω Συντάγματος, με αποστολή την εξασφάλιση της πρωτεύουσας Σεούλ. Το 7ο Σύνταγμα Ιππικού μαζί με το Τάγμα του ΕΚΣΕ, έχοντας ως αποστολή την άμυνα της Σεούλ, υπάγονται πλέον στην 24η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ, ενώ το υπόλοιπο της 1ης Μεραρχίας Ιππικού διατίθεται ως εφεδρεία της 8ης Στρατιάς των ΗΠΑ. Κατά την περίοδο αυτή οι δυνάμεις της 8ης Στρατιάς είχαν εγκατασταθεί αμυντικά περίπου κατά μήκος του 38ου Παραλλήλου. Σημαντικός αριθμός κινεζικών δυνάμεων συγκεντρώθηκαν βορείως αυτής της νέας αμυντικής τοποθεσίας και αναλάμβαναν μικρής έκτασης επιθετικές ενέργειες με σκοπό τη διάσπασή της. Την 1η Ιανουαρίου εξαπολύουν γενική επίθεση με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Σεούλ.
Το Τάγμα ΕΚΣΕ από την 1η μέχρι την 3η Ιανουαρίου 1951 είχε εγκατασταθεί στην τοποθεσία που του ανατέθηκε στα υψώματα ανατολικά του χωριού Κούμκιο Ρι και ξεκίνησε ευθύς αμέσως μια ιδιαιτέρως επιμελημένη αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας. Αυτό επετεύχθη εντός 48 ωρών και το Τάγμα ΕΚΣΕ ήταν έτοιμο να διεξάγει αγώνα σε πλήρως οργανωμένη αμυντική τοποθεσία.
Την 3η Ιανουαρίου, η δυσμενής εξέλιξη για τις συμμαχικές δυνάμεις στον βόρειο και το βορειοδυτικό τομέα, οδήγησε στη διαταγή εκκένωσης της πρωτεύουσας Σεούλ και την αναδίπλωση των στρατευμάτων των Ηνωμένων Εθνών νότια της γραμμής Σεούλ και του ποταμού Χαν Γκαν (Han – Gang). Σε αυτή τη φάση του αγώνα, ανατέθηκε στο Ελληνικό Τάγμα ΕΚΣΕ η αποστολή κάλυψης της σύμπτυξης των τμημάτων του 7ου Συντάγματος Ιππικού από την αμυντική τοποθεσία του Κούμκιο Ρί κατά τον άξονα Σεούλ - Σουβόν. 5
Η εκκένωση της τοποθεσίας ξεκίνησε την 22:00 της 3ης Ιανουαρίου άνευ εχθρικής πίεσης. Το Τάγμα ΕΚΣΕ, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του, συγκεντρώθηκε με υποδειγματική συνοχή και τάξη στον καθορισθέντα χώρο συγκεντρώσεως, ανατολικά της Σεούλ. Εκεί, επιβιβάσθηκε σε αυτοκίνητα και κινήθηκε σύμφωνα με τη διαταγή συμπτύξεως προς Σουβόν, διαμέσου Σεούλ, όπου την 02:00 της 4ης Ιανουαρίου, διέσχισε τη γέφυρα επί του ποταμού Χάν Γκάν, Νοτιοδυτικώς της Σεούλ. Την ίδια ημέρα, και για δεύτερη φορά, τα πρώτα εχθρικά τμήματα εισέβαλαν στην εκενωθείσα πλέον Σεούλ. Η φάλαγγα των συμπτυσσόμενων τμημάτων του 7ου Συντάγματος Ιππικού συνέχισε την κίνηση κατά τον άξονα Σεούλ – Σουβόν – Ιντσόν και στάθμευσε για ανεφοδιασμό στην νότια παρυφή της τελευταίας πόλης περί την 14:00 της ίδιας ημέρας. Η κίνηση συνεχίσθηκε την 17:00 μέχρι το χωριό Τσουντζιού (Chungju), 50 μίλια ΝΑ της πόλης Ιντσόν. Εκεί αφίχθη και το Τάγμα ΕΚΣΕ περί την 01:30 της 5ης Ιανουαρίου, όπου και στρατοπέδευσε σε ένα τοπίο που θύμιζε Σιβηρία, με ένα παχύ στρώμα χιονιού να καλύπτει το έδαφος που έμοιαζε με στέπα. Στο χώρο αυτό, ο στρατιώτης Δρακόπουλος Σταύρος, τη νύχτα 4 προς 5 Ιανουαρίου, απεβίωσε από συγκοπή καρδιάς, λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε. Ο εν λόγω στρατιώτης, κατά την προπαρασκευή της συμπτύξεως, είχε εντυπωσιάσει τους πάντες με την προσήλωσή του στο έργο του ως διαβιβαστής. Είχε προσπαθήσει να μαζέψει όλο το τηλεφωνικό καλώδιο προκειμένου να μην αφήσει ούτε ένα μέτρο στον εχθρό. Κατάκοπος από την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε αμέσως μετά την άφιξή του στην περιοχή της Τσουντζιού ξάπλωσε να ξεκουραστεί, χωρίς να κλείσει ολοσχερώς και μέχρι το κεφάλι τον υπνόσακο. Με το πρώτο φώς την επομένη και παρά τις προσπάθειες των ιατρών του Τάγματος να τον επαναφέρουν στη ζωή, ο στρατιώτης απεβίωσε. Την 5η Ιανουαρίου τελέσθηκε η νεκρώσιμος ακολουθία, παρόντος και εκπροσώπου του Προέδρου των ΗΠΑ.
Το 7ο Σύνταγμα Ιππικού μαζί με το Ελληνικό Τάγμα, από την 4η Ιανουαρίου 1951 υπάγονται στην 1η Μεραρχία των ΗΠΑ, στην οποία ανήκε οργανικά. Μέχρι την 7η Ιανουαρίου 1951 έχουν αναχαιτιστεί όλες οι εχθρικές ενέργειες και ο εχθρός έχει συγκρατηθεί στο ύψος περίπου του 37ου παράλληλου. Σε αυτό το χρονικό διάστημα και παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του εχθρού για περαιτέρω προώθηση του, οι Συμμαχικές δυνάμεις διατήρησαν σταθερά τις θέσεις τους. Από την 5η μέχρι τη 14η Ιανουαρίου το Ελληνικό Τάγμα ασχολήθηκε με την ανασυγκρότησή του και την εκπαίδευση του προσωπικού του.
Σύμφωνα με τον Διοικητή της 24ης Μεραρχίας, Τζών Χ. Τσέρτς (John H. Church), ο οποίος περιήλθε ολόκληρη την αμυντική τοποθεσία του Τάγματος, η οργάνωση και εκτέλεση των αμυντικών έργων, από τους αξιωματικούς και οπλίτες του Ελληνικού Τάγματος, υπήρξε υποδειγματική. Τα αποτελέσματα της επιθεωρήσεως καθώς επίσης και τα συμπεράσματά του τα κοινοποίησε στην 1η Μεραρχία Ιππικού των ΗΠΑ και τις λοιπές Συμμαχικές Μονάδες του αμυντικού τομέα της Σεούλ, προβάλλοντας το Ελληνικό Τάγμα ως παράδειγμα προς μίμηση. 6
Το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας, από την άφιξη του στην Κορέα και την πρώτη του πολεμική αποστολή ως μέρος της Πολυεθνικής Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ, ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τις πολεμικές αρετές του Έλληνα μαχητή, για άλλη μια φορά μετά τα πρόσφατα πολεμικά γεγονότα του Β΄ΠΠ και σε διεθνές πλέον επίπεδο, επιβεβαιώνοντας την ένδοξη φήμη του Ελληνικού Στρατού από τις πρώτες στιγμές και πολύ πριν τους απαράμιλλους ηρωισμών αγώνες των χιλιάδων7 Ελλήνων στρατιωτικών που υπηρέτησαν στις τάξεις του τα επόμενα 5 έτη κατά τις αιματηρές μάχες που θα ακολουθήσουν στα υψώματα της Κορέας: 381 (29 Ιανουαρίου 1951), 326 (7-8 Μαρτίου 1951), «Σκότς» 313 (3-10 Οκτωβρίου 1951) και «Χάρρυ» (17-18 Ιουνίου 1953).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν διαφορετικός και τροποποιήθηκε αρκετές φορές.
2ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν 1950 – 1955, Αθήναι, 1977, σελ.29
3Paul M. Edwards, Korean War Almanac (New York: Facts οn File, 2006), σελ. 517
4ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν 1950 – 1955, Αθήναι, 1977, σελ. 32.
5ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν 1950 -1955, Αθήναι, 1977, σελ. 35–37
6ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν 1950 -1955, Αθήναι, 1977, σελ. 36.
7ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας στην Κορέα (1950-1955), Τόμος Β (Συμπληρωματικοί Πίνακες Προσωπικού), Αθήνα, 2014
Με την έλευση του νέου έτους 2021, συμπληρώνονται ακριβώς τα 200 χρόνια από το 1821, κατά τη διάρκεια του οποίου ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας των Ελλήνων κατά της οθωμανικής κυριαρχίας με σκοπό την εθνική τους ανεξαρτησία. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, έδωσε στο ελληνικό έθνος ένα νέο κράτος με την υπόσταση του οποίου πορεύεται έως και σήμερα στο διεθνές σύστημα των εθνικών κρατών. Ταυτόχρονα με την έναρξη της Επανάστασης, ξεκίνησε και μια πραγματικά εργώδης προσπάθεια οργάνωσης τακτικού στρατού, η οποία μετά από αυτή την πορεία των 200 χρόνων, μας οδηγεί στον σύγχρονο Ελληνικό Στρατό, στον οποίο έχουμε την τιμή να υπηρετούμε με υπερηφάνεια σήμερα. Είναι γνωστό ότι η Ελληνική Επανάσταση, δεν ξεκίνησε ταυτόχρονα σε όλες τις περιοχές, τον Μάρτιο του 1821. Αρκετά γεγονότα προηγήθηκαν και τους προηγούμενους μήνες, ένα εκ των οποίων ήταν η επιστροφή στην Πελοπόννησο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, την 6η Ιανουαρίου του 1821. Επίσης πριν την κήρυξη της επανάστασης του 1821, ξεκινά και η συγκρότηση από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, του πρώτου τακτικού ελληνικού τμήματος, με την εμβληματική ονομασία «Ιερός Λόχος».
Στο πλαίσιο λοιπόν της έναρξης των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, παρουσιάζουμε ως πρώτο ιστορικό αφιέρωμα μηνός για το έτος 2021, τα ιστορικά στοιχεία των ευζωνικών τμημάτων της περιόδου 1821-1913 και των πρώτων προσπαθειών για την οργάνωση τακτικού στρατού.
Τα Ευζωνικά Τμήματα, φέροντας τη στολή των κλεφτών και αρματολών, ανακαλούν στην ιστορική μνήμη τις θεσμικές ενέργειες, που καταβλήθηκαν για τη συγκρότηση του τακτικού στρατού στο πέρασμα των χρόνων. Οι πρώτες προσπάθειες για την οργάνωσή του, από την εκδήλωση της Επανάστασης του 1821 έως και τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), αρχικά αποσκοπούσαν στον μετασχηματισμό των άτακτων σωμάτων σε τακτικών, αλλά στη συνέχεια στόχευσαν στην οργάνωση ενός άρτια εκπαιδευμένου, εξοπλισμένου και, συνακόλουθα, πειθαρχημένου και αξιόμαχου τακτικού στρατού, που θα συνέβαλε στη επανάκτηση εθνικών εδαφών.
Οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησης Τακτικού Στρατού (1821-1827)
Στις 26 Ιανουαρίου 1821, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος- Παπαφλέσσας παρουσίασε τις εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη,1 σχετικά με την έναρξη του αγώνα στην Πελοπόννησο, στη συνέλευση της Βοστίτσας (Αίγιο). Στις 25 Μαρτίου, οι, Νικόλαος Λόντος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Ανδρέας Ζαΐμης και Μπενιζέλος Ρούφος εισήλθαν στην πόλη των Πατρών και κήρυξαν την Επανάσταση, αν και οι επαναστατικές ενέργειες έλαβαν χώρα σε περιοχές γύρω από την πόλη, όπως και σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο, αρκετές ημέρες νωρίτερα. Με τη στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης στις περιοχές της Πελοποννήσου, της Ρούμελης και των νησιών του Αιγαίου δημιουργήθηκε ένας πρωταρχικός εδαφικός πυρήνας, βάσει του οποίου συγκροτήθηκαν οι πρώτοι θεσμοί διοίκησης. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί το πρόβλημα του κατακερματισμού της στρατιωτικής δράσης, καθώς τα άτακτα σώματα προέβαιναν σε τοπικές στρατολογήσεις, με αποτέλεσμα η κάθε περιοχή να συγκροτεί και να συντηρεί τα δικά της ένοπλα σώματα, με συνέπεια την απουσία του κοινού συντονισμού για την αντιμετώπιση των Οθωμανών.
Το ψήφισμα της 9ης Ιανουαρίου 1822 της Επιδαύρου1 συνιστά την απαρχή της συστηματικότερης οργάνωσης του τακτικού στρατού, με βάση τον στρατιωτικό κώδικα Γαλλίας. Με τον νόμο «Περί Οργανώσεως του Στρατού» της 1ης Απριλίου 1822, θεσπίστηκε η συγκρότηση τακτικού στρατού από τα Όπλα του Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού και καθοριζόταν η οργάνωσή τους σε συντάγματα. Αν και στον ίδιο νόμο προτάθηκαν τα ενδύματα των ευρωπαϊκών στρατευμάτων, εντούτοις, τον Ιούλιο του 1824, για πρακτικούς λόγους καθορίστηκε, προσωρινά, να παραμείνει ως στολή ο ελληνικός ιματισμός – σαγιάκι (κάπα), άσπρη φουστανέλα και φέσι (φάριο).
Το 1824, σημειώθηκε νέα συγκροτημένη προσπάθεια οργάνωσης τακτικού στρατού, υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Παναγιώτη Ρόδιου. Συγκροτήθηκαν ένα τάγμα πεζικού, περίπου 500 ανδρών (τέσσερις λόχοι πεζικού, ένας λόχος Ευζώνων, ένας λόχος Επιλέκτων) και ένα τμήμα πυροβολικού, περίπου 100 ανδρών. Οι προσπάθειες για την οργάνωση τακτικού στρατού συνεχίστηκαν και τον επόμενο χρόνο με την ανάληψη της διοίκησής του από τον Γάλλο Συνταγματάρχη Φαβιέρο (Charles Fabvier), ο οποίος αντιμετώπιζε τη συγκρότηση του τακτικού στρατού ως εχέγγυο για την πειθαρχημένη οργάνωση και εξέλιξή του, αλλά και για την αναγνώριση του αγώνα στην Ευρώπη.
Η περίοδος 1821-1827 σηματοδοτήθηκε από την απουσία σταθερής διοικητικής αρχής με μία κεντρικά οργανωμένη οικονομική υπηρεσία, που θα αναλάμβανε τις οικονομικές δαπάνες για τη συγκρότηση τακτικού στρατού. Η μόνιμη έλλειψη των αναγκαίων – οπλισμός, ιματισμός, τρόφιμα, μισθοδοσία –, καθώς και η μακροχρόνια σύνδεση των στρατιωτών με τους οπλαρχηγούς των «ατάκτων» τμημάτων, προκαλούσε λιποταξίες των ανδρών και, συνακόλουθα, τη διάλυση των στρατοπέδων. Η θετική έκβαση της στρατιωτικής συνεργασίας Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, στη ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος 1827) και η επιλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα σηματοδοτεί την απαρχή μίας νέας περιόδου.
Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια (1828-1831)
Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, με την άφιξή του στο Ναύπλιο, έπρεπε να αντιμετωπίσει άμεσα το σοβαρό στρατιωτικό πρόβλημα των άτακτων σωμάτων, καθώς ήταν επιτακτική ανάγκη η ύπαρξη πειθαρχημένου και αποτελεσματικού στρατού υπό την επίβλεψη ενός συμβουλευτικού οργάνου. Ως εκ τούτου, στις 23 Ιανουαρίου 1828, με Ψήφισμα συγκρότησε το «Πολεμικό Συμβούλιο» και ανέλαβε ο ίδιος την προεδρία του. Δύο μήνες αργότερα με διάταγμα, συστάθηκε το «Γενικόν Φροντιστήριον» μία τριμελής επιτροπή, η οποία θα ήταν υπεύθυνη για τον οικονομικό έλεγχο των υπηρεσιών που σχετίζονταν με τα θέματα του πολέμου. Στη συνέχεια την 8η Σεπτεμβρίου 1829 συγκροτήθηκε υπουργείο με την ονομασία «Γραμματεία επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων», με πρώτο Γραμματέα τον αδελφό του Κυβερνήτη, Βιάρο Καποδίστρια.
Οι λύσεις για τη συγκρότηση Τακτικού Στρατού ήταν δύο. Η πρώτη λύση πρότεινε τη διάλυση των άτακτων σωμάτων της προηγούμενης περιόδου και η δεύτερη σχεδίαζε να εντάξει τις δυνάμεις των «ατάκτων» σε «ημιτακτικούς» σχηματισμούς, τους οποίους βαθμιαία θα μετασχημάτιζε σε τακτικούς. Ο Καποδίστριας επέλεξε τη δεύτερη λύση. Συγκεκριμένα, η οργάνωση του στρατού πέρασε από δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση με τον Οργανισμό των Χιλιαρχιών (Φεβρουάριος 1828), τα άτακτα σώματα μετονομάστηκαν σε «Αεικίνητα» και οργανώθηκαν σε οκτώ χιλιαρχίες των δύο πεντακοσιαρχιών η καθεμία. Στη δεύτερη φάση, οι χιλιαρχίες μετασχηματίστηκαν σε δεκατρία Ελαφρά ή Εύζωνα τάγματα πεζικού (Σεπτέμβριος 1829), τα οποία προωθήθηκαν στη μεθόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αν και η στολή του τακτικού στρατού, με διάταγμα, είχε εξομοιωθεί με τη γαλλική στολή, εντούτοις οι άνδρες του διατήρησαν την παραδοσιακή ελληνική ενδυμασία. Στο πλαίσιο της γενικότερης στρατιωτικής πολιτικής του Καποδίστρια εντάσσεται και η ίδρυση του «Λόχου Ευελπίδων» την 21η Δεκεμβρίου 1828, που αργότερα αντικαταστάθηκε από το «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον» (Ιανουάριος 1829). Απώτερος σκοπός της στρατιωτικής εκπαίδευσης ήταν να ενισχυθεί η διαδικασία δημιουργίας μισθοδοτούμενου τακτικού στρατού, που θα υπαγόταν στην κεντρική πολιτική εξουσία και θα διακρινόταν για την πειθαρχία και τον επαγγελματισμό του.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1831, ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε από πολιτικούς αντιπάλους του, στο Ναύπλιο. Στο εσωτερικό της χώρας κυριάρχησε πολιτική και κοινωνική αναρχία, που είχε άμεση επίδραση και στον στρατό. Η έλλειψη κρατικών πόρων και, συνακόλουθα, η αδυναμία πληρωμής της μισθοδοσίας και των βασικών μέσων συντήρησης του στρατεύματος, καθόρισε τη διάλυση των Ελαφρών Ταγμάτων, καθώς και του εναπομείναντος τακτικού στρατού. Έτσι, οι ένοπλοι τέθηκαν, για άλλη μία φορά, υπό την καθοδήγηση και τον έλεγχο των παλαιών οπλαρχηγών των τμημάτων «ατάκτων».
Η στρατιωτική πολιτική της οθωνική περιόδου (1833-1863)
Το 1833, φθάνει στην Ελλάδα ο Βαυαρός Πρίγκιπας Όθωνας, ως εκλεγμένος Βασιλιάς της από τις τρεις συμμάχους Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), συνοδευόμενος από την Αντιβασιλεία και τη Βαυαρική Φρουρά, δυνάμεως περίπου 4.000 ανδρών. Η πρώτη κυβέρνηση της Αντιβασιλείας επιδίωξε, μέσω αυστηρών μέτρων, να διαλύσει τα σώματα «ατάκτων», να απαγορεύσει την οπλοφορία και να ανασυγκροτήσει τον τακτικό στρατό. Με τον νέο «Οργανισμό Στρατού» (Φεβρουάριος 1833) συγκροτήθηκαν οκτώ τάγματα πεζικού, που διέθεταν έξι λόχους το καθένα, εκ των οποίων ένας ήταν Λόχος Ευζώνων. Επιπλέον, συστήθηκαν, δέκα τάγματα ακροβολιστών από τα διαλυόμενα σώματα των άτακτων, των τεσσάρων λόχων το καθένα και προβλεπόταν ένα σύνταγμα λογχοφόρων ιππέων, έξι λόχοι πυροβολικού, ένα λόχος ζευγιτών, ένας λόχος τεχνικών, ένας λόχος μηχανικού και δύο λόχοι σκαπανέων.
Η στρατιωτική πολιτική της οθωνικής περιόδου (1833-1862) θέσπισε τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, υπεύθυνου για την εύρυθμη οργάνωση και λειτουργία του στρατού (9 Φεβρουαρίου 1833), και του σώματος των Γενικών Επιτελών, με σκοπό την άσκηση της επιτελικής υπηρεσίας (1 Δεκεμβρίου 1833). Έναν χρόνο αργότερα, το «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον» μετονομάστηκε σε «Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων» (19 Φεβρουάριου 1834).
Ο Τακτικός Στρατός από το 1864 μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913)
Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα την 10η Οκτωβρίου 1862, ανήλθε στον θρόνο ο Γεώργιος Α΄ (10 Οκτωβρίου 1863). Η οργάνωση ισχυρού στρατού ήταν από τις πρώτες ενέργειες του. Ωστόσο, από το 1864 έως το 1876 ίσχυσε ο «Οργανισμός Στρατού» του 1833, αλλά με σημαντικές αλλαγές στη συγκρότηση, όπως αλλαγή δομής του Υπουργείου Στρατιωτικών και σύσταση τριών Αρχηγείων. Το 1866, το Πεζικό οργανώθηκε σε δέκα τάγματα. Έναν χρόνο αργότερα, συγκροτήθηκαν τέσσερα ανεξάρτητα τάγματα Ευζώνων των πέντε λόχων, δυνάμεως 2.564 ανδρών, με αποστολή την επιτήρηση και εξασφάλιση της μεθορίου. Τον Δεκέμβριο του 1868 συστήθηκε ανεξάρτητη μονάδα Ευζώνων με την ονομασία «Άγημα»,1 η οποία τέθηκε στην αποκλειστική υπηρεσία του Βασιλιά.
Τον Απρίλιο του 1877, ξεκίνησε νέος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, η εξέλιξή του οποίου ενδιέφερε άμεσα την Ελλάδα καθώς τα συμφέροντα και οι εθνικές της διεκδικήσεις επηρεάζονταν από τις εξελίξεις στα βόρεια σύνορά της. Σύμφωνα με τον «Οργανισμό Στρατού», συγκροτήθηκαν δύο μεραρχίες, στις οποίες υπάγονταν όλες οι μονάδες πεζικού. Κάθε μεραρχία περιλάμβανε επιτελείο και δύο ταξιαρχίες. Η κάθε ταξιαρχία διέθετε δύο συντάγματα πεζικού, ένα τάγμα Ευζώνων των τεσσάρων λόχων, τα ανάλογα τμήματα ιππικού και πυροβολικού και τις απαραίτητες λοιπές υπηρεσίες (Ιούνιος 1877).
Περίπου μισό αιώνα μετά τη σύσταση του τακτικού στρατού από τους Βαυαρούς, η ανασυγκρότηση του στρατεύματος αποτελούσε βασικό δείκτη για τον πολυπόθητο εκσυγχρονισμό του συνόλου των θεσμών. Η αναδιοργάνωση του στρατεύματος, η εμπέδωση της πειθαρχίας και η πολύπλευρη κατάρτιση των στελεχών παρέμεναν τα βασικά ζητούμενα για τον τακτικό στρατό. Έτσι, το 1884, η γαλλική αποστολή, υπό τον Υποστράτηγο Βοσσέρ (Victor Vosseur), ανέλαβε την εκπαίδευση διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων, την εκτέλεση ασκήσεων και βολών, συγκρότησε τη στρατολογική και την τηλεγραφική υπηρεσία και εκπόνησε μελέτες οχυρώσεων και άμυνας.
Στις 6 Απριλίου 1897, εκδηλώθηκε η κύρια επίθεση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον του Ελληνικού Στρατού στη Θεσσαλία. Η δυσμενής εξέλιξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, από τη μία, φώτισε τα λειτουργικά προβλήματα του Ελληνικού Στρατού, όπως την έλλειψη βασικών υλικών, οπλισμού και εκπαίδευσης και την απουσία σχεδίου δράσης. Από την άλλη, δρομολόγησε τις εξελίξεις στην οργάνωση, την εκπαίδευση και τον οπλισμό του Ελληνικού Στρατού, που θα οδηγούσαν στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).
Η ψήφιση νέων Οργανισμών του Στρατού τα έτη 1904, 1910 και 1912, καθόρισαν τη μετεξέλιξή του σε έναν στρατό που ήταν οργανωμένος σε μεγάλες μονάδες ομοιόμορφης σύνθεσης, τους ονομαζόμενους σήμερα Σχηματισμούς. Παράλληλα, η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές περιφέρειες, καθεμία από τις οποίες περιλάμβανε τέσσερα διαμερίσματα. Σε κάθε περιφέρεια αντιστοιχούσε μία μεραρχία και σε κάθε διαμέρισμα ένα στρατολογικό γραφείο. Ο ενεργός στρατός συγκροτείτο από τη Γενική Διοίκηση, τα Όπλα (Πεζικό, Ιππικό, Πυροβολικό, Μηχανικό και Μεταγωγικό), τις Υπηρεσίες (Υγειονομική, Κτηνιατρική, Οικονομική, Χαρτογραφική, Στρατολογική, Δικαστική, Μουσική και Θρησκευτική), το Μόνιμο Φρουραρχείο Αθηνών και τα Στρατιωτικά Σχολεία. Το Πεζικό συγκροτείτο από δώδεκα συντάγματα και έξι τάγματα Ευζώνων.
Παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, με νόμο προσκλήθηκε στην Ελλάδα η γαλλική στρατιωτική αποστολή, υπό τον στρατηγό Εϋντού (Eydoux). Οι αρμοδιότητες της αποστολής κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα των λειτουργιών του στρατεύματος, όπως η οργάνωση, η εκπαίδευση, η πειθαρχία, ο εξοπλισμός, ο εφοδιασμός και η κατανομή των στρατιωτικών δυνάμεων ανά την επικράτεια (διάταξη). Με τον τρόπο αυτό η γαλλική αποστολή συνέβαλε στην καλύτερη οργάνωση και προετοιμασία του Ελληνικού Στρατού. Οι ασκήσεις, που πραγματοποιήθηκαν από το 1911, είχαν ως βάση τους την εξοικείωση των στρατιωτικών μονάδων στις συνθήκες πολέμου και μάλιστα εστίαζαν στη ικανότητα διεξαγωγής επιθετικών επιχειρήσεων.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1912, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Ο στρατός οργανώθηκε σε δύο μείζονες σχηματισμούς επιπέδου στρατιάς, τη Στρατιά Θεσσαλίας, υπό τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και τη Στρατιά Ηπείρου, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη.1 Στις 26 Οκτωβρίου 1912, η Στρατιά Θεσσαλίας, αποτελούμενη από επτά μεραρχίες, μία ταξιαρχία ιππικού και δύο αποσπάσματα Ευζώνων, εισήλθε με το ανατολικό απόσπασμα Ευζώνων νικηφόρα στη Θεσσαλονίκη. Στις 20 Φεβρουαρίου 1913, η Στρατιά Ηπείρου, δυνάμεως μίας μεραρχίας με ένα σύνταγμα πεζικού, τέσσερα τάγματα Ευζώνων και ένα τάγμα Εθνοφρουρών, με την τελευταία καθοριστική επίθεση του 1ου Συντάγματος Ευζώνων στο Μπιζάνι, απελευθέρωσε την πόλη των Ιωαννίνων.
Τα θεαματικά αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 καταδεικνύουν τη βελτίωση της μαχητικότητας του στρατεύματος, σε συνδυασμό με έναν κεντρικό σχεδιασμό χωρίς ερασιτεχνικές και ενθουσιώδεις αυτενέργειες. Η σταθερή παρουσία των Ευζωνικών Τμημάτων στα στρατιωτικά σχήματα από το 1821 έως και το 1913 σηματοδοτεί, έως σήμερα, τον Εύζωνα ως σύμβολο του γενναίου πολεμιστή, που διακρίνεται για το επιθετικό πνεύμα, την περιφρόνηση του κινδύνου και τη διαρκή προσήλωσή του στην καταδίωξη του εχθρού.
Σημειώσεις
1Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, υπασπιστής του Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Α΄, ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας στις 12 Απριλίου 1820 και συγκρότησε τον Ιερό Λόχο (Μάρτιος 1821), κυρίως από Έλληνες σπουδαστές, στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Στις 8 Ιουνίου 1821, ο Ιερός Λόχος θυσιάστηκε μαχόμενος ηρωικά στη μάχη του Δραγατσανίου.
2Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821) ψηφίστηκε Σύνταγμα και συγκροτήθηκαν όργανα Διοίκησης.
3Σήμερα, η Προεδρική Φρουρά συνιστά τη μετεξέλιξη του «Αγήματος» και υπάγεται στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Οι Εύζωνές της φυλάσσουν καθημερινά σε εικοσιτετραώρη βάση, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
4Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ηγήθηκε και της Στρατιάς Ηπείρου, τον Δεκέμβριο του 1912.
Βιβλιογραφία
Αρχεία Γενικού Επιτελείου Στρατού, Χρονολόγιο Πολεμικών Γεγονότων του Ελληνικού Έθνους 490 π.Χ.-1953, Το Βήμα, Αθήνα 2014.
Βυζάντιος Χρ., Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός 1821 μέχρι του 1833, [χ. ε.], εν Αθήναις 1901.
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1987.
–, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Αθήνα 1993.
–, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Αθήνα 1997.
–, Συνοπτική Ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Αθήνα 2001.
–, Η Ιστορία της Οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού (1821-1954), Αθήνα 2005.
–,Ευρετήριο Αρχείου Καποδιστριακής Περιόδου: Στρατιωτικά Τεκμήρια (1827-1833), Αθήνα 2007.
Δημακόπουλος Γεώρ., Ο Κώδιξ των Νόμων της Ελληνικής Επαναστάσεως 1822-1828, Ανάτυπον εκ της Επετηρίδος του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 10, [χ.τ.] 1966.
Μαλέσης Δημ., «…ν’ ανάψη η επανάστασις», Μεγάλη Ιδέα & Στρατός τον 19ο αιώνα, Ασίνη, Αθήνα 2018.
Μαρωνίτη Νίκη, «Η εποχή του Γεωργίου Α΄, Πολιτική ανανέωση και αλυτρωτισμός», στο Γιάννης Βασαλάκης (Επιμ. Παραγωγής), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871 – 1909, η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Ελληνισμού, τόμος 5, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 9-36.
Παπαγεωργίου, Στ., Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια, δομή , οργάνωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου, Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., Αθήνα 1986.
–, «”Πρώτον Έτος της Ελευθερίας”. Από τις Παρίστριες Ηγεμονίες στην Επίδαυρο», στο Γιάννης Βασαλάκης (Επιμ. Παραγωγής), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού κράτους, τόμος 3, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 53-70.
Πιζάνιας Π., «Επανάσταση και Έθνος, μία ιστορική – κοινωνιολογική προσέγγιση του΄21», στο Γιάννης Βασαλάκης (Επιμ. Παραγωγής), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού κράτους, τόμος 3, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 33-52.
Σπυρίδωνος Εμ., Σχέδιον Οργανισμού του Άτακτου Στρατιωτικού της Ελλάδος, εκ της Τυπογραφίας Αθηνών, Αθήναι 1826.
Στασινόπουλος Ε., Ο Στρατός της Πρώτης Εκατονταετίας, [χ.έ.], Αθήναι 1935.
Τζάκης Διον., «Τα πολεμικά γεγονότα. Α. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου, 1822-1824», στο Γιάννης Βασαλάκης (Επιμ. Παραγωγής), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού κράτους, τ. 3, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 73-102.
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής χερσονήσου ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα με στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων ομοεθνών τους και την ανάκτηση των τουρκοκρατούμενων εδαφών τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1912, η εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών επέβαλε τη σύμπραξη των βαλκανικών χωρών, οι οποίες προχώρησαν στη σύναψη διμερών αμυντικών συμβάσεων και τελικά στην κήρυξη επιστράτευσης. Έτσι, στις 25 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ακολούθως, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, μετά την απόρριψη της κοινής διακοίνωσής τους για την εφαρμογή ριζικών μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (4-5 Οκτωβρίου 1912).
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ο Στρατός Θεσσαλίας, υπό τη διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, σε διάστημα 20 ημερών, αφού κατέλαβε την οχυρή τοποθεσία του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου 1912), απελευθέρωσε διαδοχικά τις πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στις 26 Οκτωβρίου, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε από την τουρκική φρουρά στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη. Μέχρι της αρχές Νοεμβρίου, ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση και των υπόλοιπων περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας.
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τη διοίκηση του Αντιστρατήγου Σαπουντζάκη, αφού εξασφάλισε την ελληνοτουρκική μεθόριο μεταξύ Ακτίου και Τζουμέρκων, διεξήγαγε μια σειρά νικηφόρων επιχειρήσεων. Στις 10 Ιανουαρίου 1913, υπό τις διαταγές του Διαδόχου Κωνσταντίνου και ενισχυμένος με δύο μεραρχίες, ενέτεινε τις προσπάθειες του για την απελευθέρωση της περιοχής. Η σφοδρή επίθεση της 20ής Φεβρουαρίου κατέληξε στην, άνευ όρων, παράδοση του οχυρωματικού συγκροτήματος του Μπιζανίου και στην απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913). Μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913, απελευθερώθηκαν όλες οι ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου.
Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου τερματίστηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (17 Μαΐου 1913). Όμως, οι διαφορές για τη διανομή των ανακτηθέντων από την Τουρκία εδαφών προκάλεσαν προστριβές στους κόλπους των νικητών. Οι διεκδικήσεις της Βουλγαρίας, που εξελίχθηκαν σε σοβαρά μεθοριακά επεισόδια σε βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας, είχαν ως επακόλουθο τη, μεταξύ τους, σύναψη αμυντικής συμμαχίας (19 Μαΐου 1913). Η άμεση αντίδραση Ελλάδας και Σερβίας στη αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση της 16ης Ιουνίου 1913 σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Ιούνιος– Ιούλιος 1913).
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, λόγω της μειωμένης δύναμής του στην αρχή του πολέμου, είχε υποχρεωθεί στην τήρηση αμυντικής στάσης. Συγκεκριμένα, ο Στρατός Ηπείρου αποτελούνταν από, ένα σύνταγμα Πεζικού, τέσσερα τάγματα Ευζώνων, ένα τάγμα Εθνοφρουρών, τρεις ανεξάρτητες μοίρες Πυροβολικού, μία ίλη Ιππικού, ένα λόχο Μηχανικού, μια διμοιρία Τηλεγραφητών και τις απαραίτητες υπηρεσίες Υγειονομικού, Εφοδιασμού και Πυρομαχικών.
Αν και η αποστολή του Στρατού Ηπείρου ήταν η απαγόρευση κάθε παραβίασης της ελληνοτουρκικής μεθορίου στο μέτωπο της Ηπείρου, ωστόσο, στις 6 Οκτωβρίου 1912, ο αρχηγός του ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία. Οι ελληνικές δυνάμεις, διάβηκαν τον Άραχθο ποταμό και προέλασαν προς τα βόρεια. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, απελευθερώθηκαν το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια και το Μέτσοβο. Οι επιτυχίες αυτές, καθώς και η αίσια έκβαση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, οδήγησαν το Υπουργείο Στρατιωτικών στην απόφαση να ενισχυθεί ο Στρατός Ηπείρου, με το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών και αργότερα με την ΙΙ Μεραρχία, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου. Στις 29 Νοεμβρίου 1912, ο Στρατός Ηπείρου απελευθέρωσε τα Πεστά και ανάγκασε τους Τούρκους να καταφύγουν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων.
Το υψίπεδο των Ιωαννίνων, φύσει οχυρό, έχει σχήμα πεταλοειδές και οριοθετείται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα. Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, που είχε αναλάβει η «Γερμανική Στρατιωτική Αποστολή», στην περιοχή είχαν κατασκευαστεί μόνιμα οχυρωματικά έργα, υπό την επίβλεψη αξιωματικών της. Η οχύρωση περιλάμβανε πυροβολεία, πολυβολεία, χαρακώματα, συρματοπλέγματα και άλλα αμυντικά έργα. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας. Στη φάση της τελικής επίθεσης του Στρατού Ηπείρου (19-20 Φεβρουαρίου 1913), ο τούρκος Αρχιστράτηγος Εσσάτ πασάς είχε στη διάθεσή του τέσσερις μεραρχίες.
Οι διαδοχικές επιθέσεις του Στρατού Ηπείρου, από 1 έως 3 Δεκεμβρίου 1912 και από 7 έως 11 Ιανουαρίου 1913, για την κατάληψη της αμυντικής τοποθεσίας Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, δεν απέφεραν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ οι απώλειες των επιτιθέμενων τμημάτων του ήταν σοβαρές. Οι ανεπιτυχείς ενέργειες του Αντιστράτηγου Σαπουντζάκη είχαν ως συνέπεια την αντικατάστασή του από τον Αρχιστράτηγο, Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος ανέστειλε κάθε επιθετική ενέργεια και προέβη σε αναδιοργάνωση του Στρατού Ηπείρου, ενισχύοντάς τον με τέσσερις μεραρχίες, μία ταξιαρχία, ένα σύνταγμα ιππικού, καθώς και διάφορα αποσπάσματα. Παράλληλα, έδωσε τον κατάλληλο χρόνο για να αναπαυθούν οι, σκληρά δοκιμαζόμενες για μακρό διάστημα, μονάδες της πρώτης γραμμής, ενώ, το Γενικό Στρατηγείο προετοίμαζε μεθοδικά το τελικό σχέδιο ενεργείας. Απώτερος σκοπός του ήταν η, από τα δυτικά, ευρεία υπερκέραση της οχυρωμένης τοποθεσίας και η κατάληψη των Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα, με επιθετικές ενέργειες στον κεντρικό και στον ανατολικό τομέα, το «Γενικό Στρατηγείο» επιδίωκε την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των δυνάμεων, που αμύνονταν εκεί. Ως εκ τούτου, ο Στρατός Ηπείρου κατανεμήθηκε σε δύο τμήματα. Το Α΄ Τμήμα Στρατιάς θα διεξήγαγε, μαζί με τη ΙΙ Μεραρχία, αγώνα κατατριβής για την αγκίστρωση του εχθρού στο ανατολικό και νότιο μέτωπο και το Β΄ Τμήμα Στρατιάς θα επιτίθετο κατά του δεξιού της τοποθεσίας.
Το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου 1913, άρχισε η προπαρασκευή πυρών πυροβολικού εναντίον προκαθορισμένων στόχων στο Μπιζάνι και στην Καστρίτσα. Επίσης, είχε προηγηθεί σχέδιο παραπλάνησης, από τις 16 Φεβρουαρίου, με προσβολή τουρκικών στόχων στους Αγίους Σαράντα από τη Ναυτική Μοίρα Ιονίου και απόβαση επίδειξης δυνάμεων από στρατιωτικά τμήματα στην ίδια περιοχή (18-19 Φεβρουαρίου 1913), ενώ το Β΄ Τμήμα Στρατιάς είχε συγκεντρωθεί με κάθε μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανολιάσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα.
Από το πρώτο φως της επομένης, οι τρεις φάλαγγες του Β΄ Τμήματος Στρατιάς, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση με μεγάλη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά διείσδυση στο δυτικό τομέα της τοποθεσίας, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, που αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας, κατόρθωσε να καταλάβει το χωριό Πεδινή τις απογευματινές ώρες και να συνεχίσει την καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων προς τα Ιωάννινα. Το 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων συνέχισαν την καταδίωξη και με προτροπή του Διοικητή του 9ου Τάγματος, Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου κατέλαβαν τον Άγιο Ιωάννη.
«Περαιωθεισών όλων των παρασκευών και της μεταφοράς των πυρομαχικών, ήρξατο ο κατά Μπιζανίου φοβερός κανονιοβολισμός διαρκέσας μέχρι της 7 ½ νυκτερινής ώρας. Καθ’ όλην την νύκτα εβάλλοντο οι Τούρκοι εκ περιτροπής καθ’ ωρισμένα διαστήματα από διαφόρους πυροβολαρχίας. Οι Τούρκοι ασθενώς απήντων και λόγω των απωλειών των αλλά και ένεκα της ολοέν μειώσεως των πυρομαχικών των. Όλη η προσοχή των, εστρέφετο προς το δεξιόν μας, διότι απ’ εκεί ενόμιζον ότι θα λάβη χώραν η κυρία επίθεσις, προς τούτο δε μετέφερον εκεί και δυνάμεις εκ του δεξιού των. Ούτω την νύκτα της πρώτης ημέρας του ενεργηθέντος κανονιοβολισμού το ορισθέν απόσπασμα καλώς εκτελέσαν την εντολήν του επλησιάσε το οχυρόν Άγιος Νικόλαος, χωρίς ο εχθρός να το αντιληφθή και κατέλαβεν αυτό πριν ή οι Τούρκοι προλάβωσι ν’ αμυνθώσι. Εκ τούτων τινές εφονεύθησαν, άλλοι έφυγαν και κατήλθον προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων και άλλοι συνελήφθησαν. Ευθύς δε από την πρωΐαν της επομένης ήρξατο μέρος του Πεζικού ημών του αριστερού να κατέρχεται προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων και να βαδίζη κατά της πόλεως.»1
Η είδηση ότι οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Ιωάννινα έπεισε την τουρκική Διοίκηση για το μάταιο της συνέχισης του αγώνα. Στις 23:00, ο Εσσάτ πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του τουρκικού στρατού. Στις 04:30 της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι απεσταλμένοι του Εσσάτ πασά, συνοδευόμενοι από τον Βελισσαρίου, έφτασαν στην έδρα του στρατηγείου, στο Χάνι Εμίν Αγά. Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος αποδέχτηκε την άνευ όρων παράδοση των Τούρκων και διέταξε την κατάπαυση του πυρός. Έτσι, στις 09:00 το Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στα Ιωάννινα, κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων της πόλης.
«Η γενομένη υποδοχή εις τον εισελθόντα Ελληνικόν Στρατόν υπήρξεν αυθόρμητος, εγκαρδιωτάτη και ενθουσιώδης. Όλοι οι κάτοικοι με επί κεφαλής τον Κλήρον ανέμενον εις την είσοδον της πόλεως την έλευσιν του Στρατού. Τόσον έντονος και σχεδόν ανέλπιστος ήτον η χαρά και η ευτυχία επί τη ανακτήσει της ελευθερίας ώστε προς στιγμήν αμφέβαλλον προ της ενώπιόν των ευρισκομένης πραγματικότητος. Η παρουσία όμως του Ελληνικού Στρατού τους έπειθε ότι το προ αυτών θέαμα δεν είναι όνειρον, αλλά το αναμενόμενον γεγονός προ τόσων αιώνων. Ο Διάδοχος ωδηγήθη εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν, ένθα ετελέσθη δοξολογία επί τη μεγάλη νίκη και τη απελευθερώσει των Ιωαννίνων. Μετά την δοξολογίαν ο λαός δεν ήξευρε πώς να περιποιηθή τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτας, ήθελεν όλους αν ήτο δυνατόν να τους φιλοξενήση εις τας οικίας του.»2
Η αμυντική τοποθεσία των Ιωαννίνων, κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου εθεωρείτο απόρθητη. Στη συνέχεια όμως, η ταχύτητα, η αποφασιστικότητα και η τόλμη των ελληνικών τμημάτων συνέβαλαν στην επιτυχή εκτέλεση του σχεδίου ενεργείας του Κωνσταντίνου. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την εκκαθάριση των περιοχών της υπολοίπου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός, έως τον Μάρτιο του 1913, απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις: Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Άγιους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα.
Για το αφιέρωμα της Στρατιωτικής Επιθεώρησης στον Τχη Ιωάννη Βελισσαρίου πατήστε εδώ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Μνήμες Πολέμου 1897-1974, Αθήνα 2012, απόσπασμα κειμένου, σελ. 63.
2Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Μνήμες Πολέμου 1897-1974, Αθήνα 2012, απόσπασμα κειμένου, σελ. 88
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1987
ΠΗΓΕΣ
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.1601/Γ/31
Φωτογραφικό Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ (Δ4)