Με ιδιαίτερη ικανοποίηση χαιρετίζω σήμερα τη δημιουργία της ενότητας «Ιστορικό Γεγονός του Μήνα» στην ιστοσελίδα του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Μέσα από την ενότητα αυτή θα ξεδιπλώνεται κάθε μήνα το χρονικό μίας σπουδαίας πολεμικής επιχείρησης του Ελληνικού Στρατού, από τις αμέτρητες που καθόρισαν την πορεία και την εξέλιξη του σύγχρονου Ελληνικού κράτους. Η παρουσίαση θα περιλαμβάνει κείμενα που διακρίνονται για την επιστημονική τους τεκμηρίωση, αφού είναι βασισμένα σε πρωτογενείς ιστορικές πηγές και κυρίως στα πολεμικά αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, και τα οποία θα πλαισιώνονται από ιστορικής αξίας εποπτικό υλικό.
Στόχος αυτής της πρωτοβουλίας είναι η περαιτέρω προβολή της Στρατιωτικής Ιστορίας μας και η αναγνώριση της αξίας αυτού του επιστημονικού πεδίου. Συναφώς, επιδιώκεται να αναδειχθούν όλα εκείνα τα πολλαπλά οφέλη που προκύπτουν από τη γνώση και τη συστηματική μελέτη της Στρατιωτικής Ιστορίας για τα στελέχη του Στρατού Ξηράς. Αναμφίβολα, η μεθοδική διερεύνηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων ρίχνει φως σε επιμέρους πτυχές των πολέμων όπως τα αίτια, οι αφορμές, το υπόβαθρο και οι επιπτώσεις αυτών σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Κυρίως, όμως, καθιστά δυνατή την ανίχνευση παραμέτρων που σχετίζονται με τη στρατηγική, την επιχειρησιακή τέχνη, την τακτική, το δόγμα, την άσκηση διοίκησης, την οργάνωση και την αμυντική τεχνολογία. Υπό το πρίσμα αυτό η Στρατιωτική Ιστορία καθίσταται γόνιμος συντελεστής της άριστης κατάρτισης των στελεχών του Στρατού Ξηράς και αστείρευτη πηγή μόρφωσης και εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων για την αξιολόγηση σύγχρονων αμυντικών θεμάτων.
Επιπρόσθετα, η Στρατιωτική Ιστορία δύναται να λειτουργήσει ως πρότυπο και μέσο για την ανάδειξη νέων μεγάλων ηγετών, καθώς συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης στρατιωτικής προσωπικότητας, με αυξημένη οξύνοια, ορθή κρίση στη λήψη αποφάσεων και επίγνωση του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει.
Τέλος, η μεγιστοποίηση της ωφέλειας που απορρέει από τη γνώση των πολεμικών εμπειριών της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας επιτυγχάνεται με τη συναίσθηση των αξιών που διαχρονικά χαρακτηρίζουν τον Ελληνικό Στρατό.
Μελετώντας την καταλαβαίνουμε ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και ποιο είναι το χρέος μας. Η Ιστορία καθορίζει και την πορεία μας προς το μέλλον. Σε κρίσιμες στιγμές μας οπλίζει με θάρρος και αποφασιστικότητα, προσφέροντάς μας άπειρα παραδείγματα δόξας και μεγαλείου. Η Ιστορία, με τη δύναμη της αφήγησής της, μας υποδεικνύει σε κάθε δύσκολη στιγμή το καθήκον που πρέπει κι εμείς να επιτελέσουμε εάν και όποτε αυτό χρειαστεί.
Αντιστράτηγος
Χαράλαμπος Λαλούσης
Η ΜΑΧΗ της ΚΡΗΤΗΣ αφορά στα πολεμικά γεγονότα του Β΄ΠΠ που έλαβαν χώρα στη νήσο ΚΡΗΤΗ κατά τη χρονική περίοδο από την 20 Μαΐου μέχρι 1 Ιουνίου 1941.
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου την ευθύνη ασφάλειας της Κρήτης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Κυβέρνησης, ανέλαβε η Βρετανία, λόγω της γεωγραφικής θέσης και της στρατηγικής σημασίας που είχε η νήσος για τα βρετανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Η V Μεραρχία, η οποία στάθμευε μέχρι τότε στην Κρήτη, επιστρατεύτηκε και μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου και χρησιμοποιήθηκε στο Αλβανικό Θέατρο Επιχειρήσεων.
Στο τέλος Απριλίου του 1941, και ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη κυριευθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, τη διοίκηση των Βρετανο-Eλληνικών Δυνάμεων Κρήτης ανέλαβε ο Διοικητής της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Υποστράτηγος Φράιμπεργκ. Μέχρι τότε οριστικά σχέδια για την άμυνα της νήσου δεν είχαν εκπονηθεί και οι προπαρασκευές για την αντιμετώπιση σοβαρής εχθρικής εισβολής ελάχιστα είχαν προχωρήσει, παρ’ όλο που η γερμανική επίθεση θεωρούνταν ως επικείμενη. Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά την ενίσχυσή της και από τις δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν σε περίπου 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς, μειονεκτούσε όμως σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω της παραδεκτής αναλογίας. Πέρα απ’ αυτό αεροπορία στη νήσο δεν υπήρχε, ενώ τα διατιθέμενα πυροβόλα και άρματα ήταν ανεπαρκή.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ μελέτησε την κατάσταση και ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής την άμεση αποστολή στη νήσο όπλων, πυρομαχικών και λοιπών μέσων και εφοδίων, καθώς και την παροχή αεροπορικής και ναυτικής υποστήριξης. Δυστυχώς, από τα υλικά που στάλθηκαν στη νήσο έφτασαν λιγότερα από τα μισά, εξαιτίας της δράσης της εχθρικής αεροπορίας.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις Κρήτης, με βάση τη σπουδαιότητα και την ευπάθεια των στρατηγικών σημείων της νήσου, κατανεμήθηκαν στους Τομείς Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Αποστολή τους ήταν η άμυνα της νήσου, απαγορεύοντας στον εχθρό τη χρησιμοποίηση των αεροδρομίων και λιμένων της.
Η Κρήτη απασχόλησε σοβαρά και τον Χίτλερ πολύ πριν η Γερμανία εκδηλώσει έμπρακτα τις προθέσεις της κατά της Ελλάδας. Ο Χίτλερ πίστευε ότι καταλαμβάνοντας την Κρήτη θα εξασφάλιζε ταχεία επιτυχία στην Ανατολική Μεσόγειο και ότι η επίθεση κατά της νήσου έπρεπε να πραγματοποιηθεί με αεραποβατική ενέργεια, με την αξιοποίηση του επίλεκτου σώματος των αλεξιπτωτιστών. Έτσι στις 25 Απριλίου 1941 εκδόθηκε η «υπ’ αριθμ. 28» διαταγή γενικών κατευθύνσεων με τη συνθηματική ονομασία «ΕΡΜΗΣ», που αφορούσε στην επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης.
Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων, που θα έπαιρναν μέρος στην επίθεση, ανερχόταν σε 22.750 άντρες, 1.370 αεροσκάφη και 70 πλοία. Την επιχείρηση θα υποστήριζε και μικρός αριθμός ιταλικών αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα από τη Δωδεκάνησο, ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι, θα αποβιβαζόταν στις ανατολικές ακτές της νήσου. Η ενέργεια αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου, όταν η τύχη της νήσου είχε ήδη κριθεί.
Η γερμανική επίθεση από τον αέρα κατά της Κρήτης, άρχισε το πρωί της 20ής Μαΐου. Μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, πολυάριθμα σμήνη μεταφορικών αεροσκαφών άρχισαν να πραγματοποιούν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Χανίων—Μάλεμε. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσγείωση ανεμοπλάνων με αερομεταφερόμενα τμήματα. Επακολούθησε σκληρός αγώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Γερμανοί κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στα ανατολικά του Ταυρωνίτη ποταμού και να θέσουν υπό τα πυρά τους το αεροδρόμιο Μάλεμε και το ύψ. 107, δηλαδή το ζωτικό έδαφος της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας. Ύστερα απ' αυτό, οι βρετανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τη νύχτα 20/21 Μαΐου το ύψ. 107 και συμπτύχθηκαν νοτιοανατολικά.
Στις περιοχές Ρεθύμνου και Ηρακλείου η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε από τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας. Οι αλεξιπτωτιστές σ' αυτές τις περιοχές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και δεν μπόρεσαν να σημειώσουν καμιά επιτυχία.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ, εξαιτίας μη έγκαιρης ενημέρωσής του από το Διοικητή της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, αγνοώντας την κρίσιμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στον Τομέα Μάλεμε, βράδυνε να επέμβει για την αποκατάσταση της τοποθεσίας. Έτσι η αντεπίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 0330 της 22ας Μαΐου για την ανακατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε και του υψ. 107, απέτυχε.
Ύστερα από την αποτυχία αυτή και την προώθηση των συνεχώς ενισχυόμενων γερμανικών δυνάμεων προς τα βορειοανατολικά, οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν τη νύχτα 23/24 Μαΐου σε νέα τοποθεσία ανατολικότερα.
Από την ημέρα εκείνη η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς, ενώ η τύχη της νήσου είχε πλέον κριθεί. Παρ' όλα αυτά ο αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν ενεργά και οι κάτοικοι της νήσου, συνεχίστηκε σκληρός μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε άρχισε η εκκένωση της Κρήτης από τις βρετανικές δυνάμεις. Η αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των Βρετανών περατώθηκε στις 23:20 της 31ης Μαΐου. Οι Βρετανοί, που παρέμειναν στη νήσο, καθώς και τα ελληνικά τμήματα, συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, απ' όπου στη συνέχεια διέφυγαν στη Μέση Ανατολή.
Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του Ελληνικού Στρατού, είχε η εθελοντική συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις ενός τμήματος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Σχεδόν όλοι οι πρωτοετείς Ευέλπιδες (300 άνδρες), μαζί με τους αξιωματικούς τους, διέσχισαν τη νότια Ελλάδα και στις 29 Απριλίου 1941 έφτασαν με βενζινόπλοια στο Κολυμπάρι Χανίων. Με την άφιξή της στην Κρήτη, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων υπό τον Αντισυνταγματάρχη Λουκά Κίτσο, υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών στα Χανιά και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην περιοχή μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χ. Κολυμπάρι. Κατά την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων το Τάγμα Ευελπίδων έλαβε το «βάπτισμα του πυρός», δεχόμενο αλλεπάλληλες επιθέσεις από τμήματα του II Γερμανικού Τάγματος Εφόδου, τις οποίες και απέκρουσε με επιτυχία, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθεμένους. Εξαιτίας όμως των απωλειών της και της έλλειψης πυρομαχικών, η Σχολή υποχρεώθηκε τη νύχτα 20/21 Μαΐου να συμπτυχθεί προς την περιοχή του χ. Δελιανά, όπου εγκαταστάθηκε αμυντικά. Το Τάγμα Ευελπίδων, μετά την κατάληψη των Χανίων, μετακινήθηκε προς τα Λευκά Όρη με την ελπίδα να διαφύγει στη Μ. Ανατολή και να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Η πορεία του μέσα από τις απόκρημνες διαβάσεις των Λευκών Ορέων διήρκεσε οκτώ ημέρες. Πριν από τα Σφακιά ο διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και αφού τους ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει πλωτό μέσο για να φύγουν από την Κρήτη, τους είπε ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της Κυβέρνησης από τη στιγμή εκείνη η Σχολή διαλυόταν. Οι Ευέλπιδες, αφού έκρυψαν σε ασφαλές μέρος την πολεμική σημαία της Σχολής, αποχώρησαν διασκορπιζόμενοι στη ευρύτερη περιοχή Εμπρός Νερό – Ασκύφου.
Την 1η Ιουνίου 1941, μετά από αγώνα πέραν των δέκα ημερών, έληξε η Μάχη της Κρήτης με επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων, παρά τη γενναιότητα με την οποία πολέμησαν οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις και την πείσμονα αντίσταση του ηρωικού κρητικού λαού, του οποίου το θάρρος, η τόλμη και το πνεύμα αυτοθυσίας υπήρξαν ανυπέρβλητα και προκάλεσαν το θαυμασμό τόσο των Ελλήνων, όσο και όλων των Συμμάχων.
Το τίμημα όμως της νίκης αυτής ήταν τόσο σοβαρό, ώστε μέχρι το τέλος του πολέμου οι Γερμανοί δεν ξανατόλμησαν παρόμοια ενέργεια. Η Κρήτη, όπως αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Διοικητής του XI Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Στούντεντ, υπήρξε «ο Τάφος των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών».
Βιβλιογραφία
• ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940 -1941, Αθήνα,1984
• ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Μάχη της Κρήτης, Αθήνα, 1961
• ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες και Νεκροί 1940 – 1945, Αθήνα, 1990
Εντοπίστε πεσόντες Έλληνες Αξιωματικούς και Οπλίτες στη Μάχη της Κρήτης
Η μάχη Κιλκίς - Λαχανά που σας παρουσιάζεται στο πλαίσιο του ιστορικού αφιερώματος του μήνα Ιουνίου του ΓΕΣ, έλαβε χώρα στα εδάφη της Κεντρικής Μακεδονίας βορείως της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο από 19 έως 21 Ιουνίου 1913 και αποτελεί την πρώτη μάχη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Η σύμπτυξη ενιαίου βαλκανικού μετώπου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο εξασφάλιζε τις βασικές προϋποθέσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από τη χερσόνησο του Αίμου, αλλά και περιείχε τα σπέρματα νέων διαφορών και ανταγωνισμών στους κόλπους των ίδιων των Συμμάχων. Με τη λήξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου ανέκυψαν προβλήματα, ιδιαίτερα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, σχετικά με τη διανομή των εδαφών που απελευθερώθηκαν. Το δίκτυο των διμερών συμφωνιών του 1912 όχι μόνο δεν κάλυπτε το ευρύ φάσμα των αντιγνωμιών ανάμεσα στη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Ελλάδα αλλά και αποδεικνυόταν στην πράξη ανεπαρκές να διασφαλίσει ακόμα και την εφαρμογή των συμφωνηθέντων όρων. Στη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας είχε προβλεφθεί η διανομή των εδαφών που θα απελευθερώνονταν ενώ σε εκείνη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας δεν υπήρχε καμία σχετική διάταξη. Η θετική εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων για τους Συμμάχους ήταν αρκετή για να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, τα οποία βάρυναν περισσότερο από τα συμβατικά κείμενα στη διαμόρφωση των διπλωματικών εξελίξεων.
Κατά τη διάρκεια ακόμα του Α' Βαλκανικού Πολέμου άρχισαν οι προστριβές μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό. Η βουλγαρική πλευρά προκάλεσε πολλά επεισόδια που αποτέλεσαν τις αφορμές για την έκρηξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου. Ενδεικτικά αναφέρονται το επεισόδιο στο 14ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Αλεξανδρούπολης1, τα γεγονότα της Αριδαίας2, οι συμπλοκές στη Νιγρίτα3 και στο Παγγαίο.4 Ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, επιθυμώντας να τεθεί ένα τέλος στις συνεχείς προστριβές, συναντήθηκε στη Θεσσαλονίκη με τον Βούλγαρο αντιπρόσωπο Στρατηγό Χασαψήεφ και επιδίωξε έναν φιλικό διακανονισμό των εδαφικών διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ακολούθησαν νέες διπλωματικές επαφές και τελικά οι δύο κυβερνήσεις αποφάσισαν να ορίσουν μία μικτή επιτροπή για την επίλυση των διαφορών τους. Η επιτροπή αυτή συνεδρίασε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου, εξαιτίας όμως των ριζικών διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών διακόπηκαν οι συνεδριάσεις στις 26 Απριλίου, χωρίς να επιτευχθεί οποιαδήποτε συμφωνία, γεγονός που διατήρησε το εμπόλεμο κλίμα μεταξύ των δύο πλευρών.5
Ο καθορισμός της γραμμής διαχωρισμού μεταξύ του Ελληνικού και Βουλγαρικού Στρατού, η οποία συμφωνήθηκε και επικυρώθηκε με σχετικό πρωτόκολλο στις 21 Μαΐου, απέβλεπε στην άμβλυνση των προστριβών.
Η Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή της κηρύξεως του πολέμου κατά της Οθωμανικής Τουρκίας, επιζήτησε να συνεννοηθεί με τους συμμάχους της για τη δίκαιη κατανομή των εδαφών που θα απελευθερώνονταν. Η Βουλγαρία όμως, που οραματιζόταν τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), έδειξε απροθυμία στο συγκεκριμένο θέμα. Την ίδια τακτική τήρησε η Βουλγαρία και προς την απαίτηση της Σερβίας να αναθεωρηθεί η συνθήκη του 1912 με την οποία είχαν ρυθμίσει τα μεταξύ τους εδαφικά ζητήματα. Απότοκο γεγονός των παραπάνω ήταν η υπογραφή συνθήκης συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας στις 19 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη. Με τη συνθήκη αυτή, δεκαετούς διάρκειας, καθώς και με τη συνακόλουθη στρατιωτική σύμβαση, οι δύο χώρες θα αντιμετώπιζαν τις υπερβολικές εδαφικές απαιτήσεις της Βουλγαρίας.6 Επιπλέον η Ελλάδα, στην προσπάθειά της να αποφύγει έναν νέο βαλκανικό πόλεμο, ζήτησε και πέτυχε τη ρωσική διαιτησία. Οι Ρώσοι άρχισαν να φοβούνται ότι μια μεγάλη και ισχυρή Βουλγαρία δε θα ήταν υπάκουη στα κελεύσματά της. Έτσι, αποφάσισαν να στηρίξουν την ελληνο-σερβική συμμαχία και ανέλαβαν το ρόλο του διαιτητή. Τα αίτια του Β' Βαλκανικού Πολέμου συνοψίζονται στα παρακάτω:
Στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων αναμφίβολα ο Βουλγαρικός Στρατός ήταν ισχυρότερος, αφού διέθετε 12 Μεραρχίες Πεζικού, 1 Μεραρχία και 1 Ταξιαρχία Ιππικού, κατανεμημένες σε 5 Στρατιές, ενώ ο Ελληνικός Στρατός στη Μακεδονία διέθετε 8 Μεραρχίες Πεζικού και 1 Ταξιαρχία Ιππικού7. Το Θέατρο Πολέμου είχε την εξής γεωγραφική περίμετρο: περιοχή Αξιού – Μοράβα, την παραδουνάβια περιοχή Δοβρουτσά – Τσατάλτζα – Παγγαίο όρος – περιοχή Θεσσαλονίκης. Μέσα σε αυτή την ευρύτερη περιοχή, εντασσόταν το ελληνοβουλγαρικό Θέατρο Επιχειρήσεων, το οποίο εκτεινόταν από τον Αξιό ποταμό μέχρι την κοιλάδα του Νέστου ποταμού. Στις 16 Ιουνίου η Βουλγαρία, χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη κήρυξη πολέμου, διέταξε ταυτόχρονη αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των ελληνικών δυνάμεων στο όρος Παγγαίο και στη Νιγρίτα και εναντίον των σερβικών δυνάμεων στη Γευγελή και στο Ιστίπ. Ο Ελληνικός Στρατός, με πίστη και αποφασιστικότητα, ανέλαβε τον υπέρ πάντων αγώνα, τον οποίο έφερε επιτυχώς εις πέρας εντός τριάντα ημερών, παρά την πείσμονα αντίσταση του εχθρού, τον ανυπόφορο καύσωνα και την επιδημία χολέρας.
Η αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων στις 16 Ιουνίου σε όλο το μήκος του μετώπου, από την περιοχή του Πολυκάστρου έως την περιοχή του Παγγαίου, και η συνακόλουθη σύμπτυξη των ελληνικών τμημάτων προκαλύψεως κατέδειξαν ότι επρόκειτο για εκδήλωση γενικής επίθεσης και όχι απλώς για μεθοριακά επεισόδια. Ωστόσο η ταχεία και αποτελεσματική αντίδραση του Ελληνικού Στρατού ανάγκασε τους Βουλγάρους να αποσυρθούν στην κύρια αμυντική τοποθεσία στην περιοχή Κιλκίς – Λαχανά.
Η τοποθεσία αυτή, λόγω της μορφολογίας του εδάφους της, παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες κινήσεως τμημάτων Πεζικού προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Αντίθετα, προσφερόταν για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, καθώς παρείχε στον αμυνόμενο άριστη παρατήρηση και εκτεταμένα πεδία βολής. Τα βουλγαρικά στρατεύματα, από τις 26 Οκτωβρίου 1912 που κατέλαβαν την υπόψη περιοχή, άρχισαν την αμυντική οργάνωσή της, κατασκευάζοντας χαρακώματα, πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αμυντικά έργα με μέτωπο προς τα δυτικά και τα νότια.8 Εκεί, η 2η Βουλγαρική Στρατιά εγκατέστησε αμυντικά 1 Μεραρχία και 3 Ταξιαρχίες Πεζικού, ενώ διέθετε ένα Σύνταγμα Ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων.9
Το ελληνικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε την προέλαση των ελληνικών τμημάτων προς τα βόρεια και τα ανατολικά και την εκτόξευση επίθεσης σε δύο γενικές κατευθύνσεις. Οι ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, και Χ Μεραρχίες, καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού, θα επιτίθεντο προς το Κιλκίς, ενώ οι Ι, VI, και VII Μεραρχίες θα επιτίθεντο προς τον Λαχανά. Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επιθέσεως, το πεδίο μάχης διαχωριζόταν σε δύο ξεχωριστούς τομείς, τον τομέα του Κιλκίς και τον τομέα του Λαχανά. Στις 19 Ιουνίου το πρωί άρχισε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού σύμφωνα με το σχέδιο ενεργείας.
Η μάχη στον τομέα του Λαχανά
Στον τομέα αυτό τα ελληνικά τμήματα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στην κύρια αμυντική τοποθεσία, όπου υπήρχαν εγκατεστημένα 20 Τάγματα Πεζικού, 3 πεδινές, 1 βαρεία και 1 ορειβατική Πυροβολαρχίες. Μέχρι το βράδυ της 19ης, η VI Μεραρχία, η οποία εξόρμησε από την περιοχή του χωριού Άσσηρος, κατέλαβε τη γραμμή ύψωμα Γερμανικό-χωριό Καρτερές, η Ι Μεραρχία, η οποία κινήθηκε από το χωριό Λοφίσκος, κατέλαβε τα χωριά Όσσα και Βερτίσκος, ενώ η VII Μεραρχία, κινούμενη από το χωριό Αρεθούσα, κατάφερε να φτάσει στην περιοχή Σκεπαστού, απωθώντας τους Βουλγάρους προς τη Νιγρίτα. Το πρωί της 20ης Ιουνίου άρχισε η κύρια επίθεση των ελληνικών τμημάτων. Η VI Μεραρχία κατέλαβε στις 11.30 την Ξυλόπολη και αποκατέστησε σύνδεσμο με την Ι Μεραρχία. Καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι δύο Μεραρχίες προσπάθησαν, με σκληρότατους αγώνες, να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία. Όμως τα πυρά των Βουλγάρων ήταν φονικότατα, ενώ το έδαφος δεν πρόσφερε την απαραίτητη κάλυψη, με αποτέλεσμα να υποστούν μεγάλες απώλειες και να καθηλωθούν. Στο μεταξύ η VII Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την προέλασή της προς τα βόρεια και κατά τις πρώτες μεσημβρινές ώρες απελευθέρωσε τη Νιγρίτα. Το θέαμα που αντίκρισαν τα ελληνικά τμήματα ήταν αποτρόπαιο: η πόλη είχε πυρποληθεί και στους δρόμους κείτονταν νεκροί, θύματα της μανίας των Βουλγάρων.
Την επομένη, η μάχη κορυφώθηκε με τους Βουλγάρους να εκτοξεύουν σφοδρή αντεπίθεση, η οποία αποκρούστηκε με επιτυχία. Στις 15.00, οι Ι και VI Μεραρχίες εξαπέλυσαν ταυτόχρονα επίθεση με την κατάλληλη υποστήριξη Πυροβολικού. Τα ελληνικά τμήματα, που προχωρούσαν με όλους τους αξιωματικούς στην πρώτη γραμμή, έφτασαν σε απόσταση εφόδου και όρμησαν με εφ' όπλου λόγχη. Οι Βούλγαροι, αδυνατώντας να ανακόψουν την επιθετική ορμή των Ελλήνων, άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς τα βόρεια, εγκαταλείποντας πυροβόλα, οχήματα, κτήνη και κάθε είδους άλλο υλικό. Στις 16.00 οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τον Λαχανά και καταδίωξαν τα υποχωρούντα βουλγαρικά στρατεύματα μέχρι τα τελευταία υψώματα προς την κοιλάδα του Στρυμόνα. Το μεγαλύτερο μέρος του Βουλγαρικού Στρατού τράπηκε σε φυγή προς τις Σέρρες. Η συντριβή των βουλγαρικών τμημάτων θα ήταν ολοκληρωτική αν η VII Μεραρχία καταλάμβανε εγκαίρως τη γέφυρα του Στρυμόνα ποταμού και δεν επέτρεπε την ανεμπόδιστη οπισθοχώρησή τους προς τις Σέρρες.
Η μάχη στον τομέα του Κιλκίς
Στον τομέα αυτό του Κιλκίς οι Βούλγαροι είχαν διατάξει αμυντικά την 3η Μεραρχία. Όπως και στον Λαχανά, στις 19 Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις ανέτρεψαν τις βουλγαρικές προφυλακές και έλαβαν επαφή με την κύρια αμυντική τοποθεσία του Κιλκίς, συλλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό Βουλγάρων αιχμαλώτων, ενώ περιήλθε στην κατοχή τους άφθονο πολεμικό υλικό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Ιουνίου οι ελληνικές Μεραρχίες, με το σύνολο των δυνάμεών τους, συνέχισαν την επίθεσή τους, χωρίς όμως να καταφέρουν να διασπάσουν την κύρια γραμμή άμυνας. Υπέστησαν μεγάλες απώλειες διότι, αφενός, το πεδινό έδαφος δεν τους πρόσφερε καμία κάλυψη και, αφετέρου, τα βουλγαρικά τμήματα αμύνονταν σθεναρώς. Κατόρθωσαν όμως να προσεγγίσουν τις κύριες βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση εφόδου και μέχρι το βράδυ να εγκατασταθούν στη γενική γραμμή Μεγάλη Βρύση- Κρηστώνη-Ποταμιά-Ακροποταμιά.
Το Γενικό Στρατηγείο, επιδιώκοντας την ταχεία κατάληψη του Κιλκίς, διέταξε τις ΙΙ, ΙΙΙ, IV και V Μεραρχίες, που ενεργούσαν προς αυτή την κατεύθυνση, να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να εκτελέσουν νυχτερινή επίθεση για την κατάληψη της πόλης. Η νυχτερινή επίθεση, λόγω προβλημάτων συντονισμού, πραγματοποιήθηκε στις 03.30 μόνο από τη ΙΙ Μεραρχία, η οποία, παρά τις απώλειες και την έλλειψη συνδρομής από τις άλλες Μεραρχίες, κατάφερε να καταλάβει θέσεις στα ανατολικά του Κιλκίς. Αλλεπάλληλες βουλγαρικές επιθέσεις για την ανάκτηση των θέσεων αποκρούστηκαν επιτυχώς από τα ελληνικά τμήματα, με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν. Από το πρώτο φως της 21ης Ιουνίου, οι υπόλοιπες ελληνικές Μεραρχίες εξαπέλυσαν σφοδρότατη επίθεση με συνεχείς εφόδους εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της νότιας παρυφής της πόλης από τμήματα της IV Μεραρχίας. Σε μικρό χρονικό διάστημα η V Μεραρχία πέρασε τη σιδηροδρομική γραμμή και κατέλαβε σημαντικές θέσεις νοτιοδυτικά του Κιλκίς, ενώ η ΙΙΙ Μεραρχία κατέλαβε το χωριό Μεταλλικό, δημιουργώντας σοβαρή απειλή για το δυτικό πλευρό και τα νώτα των βουλγαρικών θέσεων. Οι Βούλγαροι, υπό τον φόβο της κύκλωσης από τις ελληνικές δυνάμεις, άρχισαν να συμπτύσσονται προς τα βόρεια, εγκαταλείποντας τις θέσεις τους. Στις 09.30 οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν το Κιλκίς και καταδίωξαν τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις σε μικρό όμως βάθος, λόγω της έλλειψης εφεδρειών και της κόπωσης των τμημάτων, με αποτέλεσμα να μη γίνει πλήρης εκμετάλλευση της επιτυχημένης επίθεσης.
Η μάχη Κιλκίς – Λαχανά αποτελεί μία από τις φονικότερες μάχες και μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής πολεμικής ιστορίας. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ανήλθαν στους 8.828 νεκρούς και τραυματίες. Η νίκη αυτή, απόρροια του υψηλού ηθικού, της ανδρείας και του ηρωισμού των Ελλήνων, απέφερε, εκτός από την απελευθέρωση των πόλεων, τη σύλληψη περίπου 2.500 αιχμαλώτων και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού.10
Η ανατολική Μακεδονία και η δυτική Θράκη απελευθερώθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό μετά από αλλεπάλληλες φονικές μάχες και έχοντας υποστεί τεράστιες απώλειες. Κιλκίς – Λαχανάς, Δοϊράνη, οροσειρά Κερκίνης (Μπέλες), Στενά Κρέσνας, Τζουμαγιά, Πρέντελ - Χαν, υπήρξαν πεδία μαχών, όπου οι ακατάβλητοι μαχητές μας έπεσαν ενδόξως, υπερασπιζόμενοι την τιμή του έθνους. Στις 18 Ιουλίου η Βουλγαρία, έχοντας υποστεί συνεχόμενες ήττες, επιζήτησε ανακωχή. Τελικά ο πόλεμος τερματίστηκε επίσημα με την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913).
Βιβλιογραφία
Το περσικό βασίλειο, στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., έχοντας υποτάξει όλες τις γειτονικές του περιοχές, επιχείρησε να επεκταθεί προς τη Δύση. Έπειτα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες του πανίσχυρου βασιλιά Δαρείου για την κατάληψη ελληνικών εδαφών, οι οποίες έληξαν άδοξα το 490 π.Χ., με τη μάχη στον Μαραθώνα, την αποστολή αυτή ανέλαβε ο γιος και διάδοχός του στον θρόνο, Ξέρξης. Η εκστρατεία του στην Ελλάδα μας είναι γνωστή κυρίως από το έργο του Ηροδότου (5ος αι. π.Χ.) και από περιγραφές άλλων αρχαίων συγγραφέων, όπως ο Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αι. π.Χ.) και ο Πλούταρχος (1ος αι. μ.Χ.).
Η εκστρατεία του Ξέρξη ήταν συνδυασμένη επιχείρηση στρατού και στόλου και η προετοιμασία της, η οποία διήρκεσε τέσσερα χρόνια, ήταν από κάθε άποψη πρωτόγνωρη. Ο στρατός αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δύναμη που είχε συγκεντρωθεί ποτέ ως τότε, με πολεμιστές από 46 διαφορετικά έθνη. Το πεζικό υπολογιζόταν από τον Ηρόδοτο σε 1.700.000 άνδρες, οι οποίοι μαζί με τους συνοδούς και τους αμάχους θα έφθαναν σε περίπου 5.000.000. Οι αριθμοί αυτοί σήμερα θεωρούνται υπερβολικοί και οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι η δύναμη του πεζικού πρέπει να κυμαινόταν από 150.000 έως 400.000 άνδρες.
Η αντίδραση των Ελλήνων
Την άνοιξη του 480 π.Χ. ο Ξέρξης πέρασε από τον Ελλήσποντο στην ευρωπαϊκή ακτή, ενώ ολόκληρες περιοχές μέχρι τη Θεσσαλία τού είχαν ήδη παραχωρήσει «γῆν καὶ ὕδωρ». Οι νοτιότερες ελληνικές πόλεις – κράτη, από τις οποίες η Σπάρτη διέθετε τον ισχυρότερο στρατό και η Αθήνα το ισχυρότερο ναυτικό, αποφάσισαν να συμμαχήσουν εναντίον του κοινού εχθρού ξεπερνώντας τις εσωτερικές τους έριδες. Πριν ακόμη ξεκινήσει η εκστρατεία, το φθινόπωρο του 481 π.Χ., πραγματοποίησαν συνέδριο στον Ισθμό της Κορίνθου και συμφώνησαν στο αμυντικό τους σχέδιο, το οποίο έριχνε το βάρος στις θαλάσσιες επιχειρήσεις προβλέποντας άμυνα και στην ξηρά.
Έπειτα από την αποτυχημένη προσπάθεια προστασίας του στενού των Τεμπών, αποφάσισαν να αμυνθούν στο αμέσως επόμενο σημαντικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα, αυτό των Θερμοπυλών, στέλνοντας ταυτόχρονα τη ναυτική τους δύναμη στο Αρτεμίσιο, στη βόρεια Εύβοια. Η αρχηγία του στρατού και του στόλου δόθηκε ομόφωνα στη Σπάρτη: αρχηγός του στόλου ορίστηκε ο ναύαρχος των Σπαρτιατών Ευρυβιάδης και του στρατού ο Λεωνίδας, βασιλιάς των Σπαρτιατών.
Η τοποθεσία των Θερμοπυλών
Οι «Θερμοπύλαι» ή «Πύλαι» ονομάζονταν έτσι λόγω των θερμών πηγών που υπήρχαν στην περιοχή και του στενού περάσματος, των τριών «πυλών» που διαμορφώνονταν ανάμεσα στις απολήξεις του όρους Καλλίδρομο και τη θάλασσα. Σήμερα, το τοπίο στην περιοχή είναι πολύ διαφορετικό, αφού οι προσχώσεις του Σπερχειού ποταμού έχουν επεκτείνει την ξηρά προς τη θάλασσα κατά περίπου πέντε χιλιόμετρα, ενώ στην αρχαιότητα το πέρασμα ήταν ακριβώς δίπλα στην ακτή, μάλιστα σε ορισμένα σημεία ήταν τόσο στενό ώστε χωρούσε να περνά μόνο μία άμαξα.
Η διάβαση αυτή δεν ήταν η μοναδική προς τη νότια Ελλάδα, παρουσίαζε, όμως, σημαντικά στρατηγικά πλεονεκτήματα: ήταν σχεδόν επίπεδη, μπορούσε να υποστηριχθεί από τον στόλο και δεν επέτρεπε την ανάπτυξη της χερσαίας δύναμης του εχθρού. Εδώ οι Έλληνες, ιδιαίτερα οι Λακεδαιμόνιοι, μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα σημεία στα οποία υπερτερούσαν έναντι των Περσών: ήταν καλά γυμνασμένοι, ευκίνητοι, με όπλα βαρύτερα και αποτελεσματικότερα, ενώ η οπλιτική φάλαγγα που σχημάτιζαν κατά τη μάχη, ένα συμπαγές κινούμενο μεταλλικό τείχος από ασπίδες και δόρατα, ήταν κυριολεκτικά αήττητη.
Οι ελληνικές δυνάμεις υπό τον Λεωνίδα
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η δύναμη των Ελλήνων ήταν 6.000 άνδρες, οι περισσότεροι Πελοποννήσιοι, από τους οποίους οι 300 ήταν βαριά οπλισμένοι Σπαρτιάτες, επιλεγμένοι ανάμεσα στους πολίτες που είχαν γιους, ώστε να μη χαθεί η οικογένειά τους. Ο στρατός αυτός αποτελούσε ουσιαστικά τις «προφυλακές» των συμμάχων, ενώ η κύρια δύναμη θα έφθανε αργότερα, μετά τη λήξη της γιορτής των Καρνείων στη Σπάρτη και των Ολυμπιακών Αγώνων, οι οποίοι επίσης τελούνταν εκείνες τις ημέρες στην Ηλεία.
Φθάνοντας στις Θερμοπύλες, γύρω στα μέσα Αυγούστου, οι Έλληνες ανοικοδόμησαν το τείχος που είχαν κτίσει παλαιότερα οι Φωκείς για την άμυνα των στενών και στρατοπέδευσαν στο εσωτερικό του. Παράλληλα, μερίμνησαν για τη φύλαξη της Ανοπαίας ατραπού, του ορεινού μονοπατιού που οδηγούσε στα νώτα του στρατοπέδου τους, μάλιστα την αποστολή αυτή ανέλαβαν οι 1.000 Φωκείς, επειδή γνώριζαν καλύτερα την τοποθεσία. Στο μεταξύ, ο στρατός του Ξέρξη προσέγγισε τις Θερμοπύλες χωρίς να έχει συναντήσει αντίσταση και υπό την άμεση πια απειλή του, αρκετοί από τους Πελοποννήσιους υποστήριξαν ότι έπρεπε να αποσυρθούν και να ανασυνταχθούν στον Ισθμό. Ο Λεωνίδας, όμως, και ορισμένοι ακόμη τάχθηκαν υπέρ της παραμονής τους στα στενά.
Οι πρώτες συγκρούσεις
Επί τέσσερις ημέρες ο Ξέρξης παρέμενε αδρανής, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες θα αποχωρούσαν, αλλά όταν έστειλε αγγελιοφόρους για να τους ζητήσουν να καταθέσουν τα όπλα τους έλαβε από τον Λεωνίδα την περίφημη απάντηση «μολὼν λαβέ». Την πέμπτη ημέρα αποφάσισε να επιτεθεί, οι πολεμιστές του, όμως, συνάντησαν σκληρή αντίσταση, το ίδιο και οι «αθάνατοι», το επίλεκτο σώμα Περσών της βασιλικής φρουράς (ονομάζονταν έτσι γιατί ο αριθμός τους παρέμενε πάντα αμείωτος στους 10.000). Ο χώρος ήταν πολύ στενός, η ατμόσφαιρα αποπνικτική λόγω των θερμών υδρατμών, οι ασπίδες και τα δόρατά τους ήταν μικρά, κατάλληλα για ανοιχτό πεδίο μάχης, ενώ δεν μπορούσαν σε αυτές τις συνθήκες να εκμεταλλευθούν την αριθμητική τους υπεροχή.
Οι Λακεδαιμόνιοι, πιο έμπειροι σε τέτοιου είδους αναμετρήσεις, απέδειξαν ότι πράγματι κατείχαν άριστα την τέχνη του πολέμου, εκτελώντας με απόλυτη ακρίβεια τους ελιγμούς τους. Προσποιούμενοι ότι υποχωρούν, υποχρέωναν τους Πέρσες να τους καταδιώκουν, τους εγκλώβιζαν στο στενότερο σημείο του περάσματος και συγκρούονταν μαζί τους σε μάχη σώμα με σώμα, προκαλώντας τους αναρίθμητες απώλειες. Οι Πέρσες υιοθέτησαν διάφορους τρόπους επίθεσης, στο τέλος όμως αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Τη δεύτερη ημέρα επανέλαβαν την επίθεση, αλλά είχαν τα ίδια αποτελέσματα. Οι Έλληνες ήταν χωρισμένοι σε τάγματα, ανάλογα με τις φυλές τους, και εναλλάσσονταν στη μάχη, πολεμούσαν όμως με μεγάλο μένος και δεν δέχονταν να αντικατασταθούν όπως προβλεπόταν.
Ο Ξέρξης ήταν πια σε αμηχανία, όταν παρουσιάστηκε ο Εφιάλτης από τη Μαλίδα, ο οποίος του αποκάλυψε ότι η θέση των Λακεδαιμονίων ήταν προσπελάσιμη από την Ανοπαία ατραπό. Αμέσως, το ίδιο βράδυ, οι «αθάνατοι» ξεκίνησαν ολονύχτια πορεία και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί έφθασαν την αυγή στην κορυφή του βουνού, αιφνιδιάζοντας τους Φωκείς που φρουρούσαν το μονοπάτι.
Η ύστατη αντίσταση των Ελλήνων
Οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και αρκετοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής για τις πόλεις τους. Στο πέρασμα παρέμειναν μόνο οι 300 Σπαρτιάτες, οι 700 Θεσπιείς, και οι 400 Θηβαίοι. Η επίθεση των Περσών ξεκίνησε με την ανατολή του ήλιου, ενώ οι «αθάνατοι» είχαν ξεκινήσει την καθοδική τους πορεία.
Με τη νέα αυτή κατάσταση, οι Έλληνες μετέβαλαν την τακτική τους: ενώ τις προηγούμενες ημέρες έδιναν μάχη στη στενωπό προσπαθώντας να υπερασπίζουν το προστατευτικό τείχος, τώρα βγήκαν στο πλατύτερο μέρος του περάσματος. Πολέμησαν σκληρά, με μανία, προσπαθώντας να επιφέρουν όσο το δυνατό περισσότερες απώλειες στον εχθρό προτού κυκλωθούν. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν, έπεσαν στη θάλασσα ή ποδοπατήθηκαν από τους συμπολεμιστές τους, ανάμεσά τους και οι δύο αδελφοί του Ξέρξη. Αλλά αυτή τη φορά είχαν και οι Έλληνες σημαντικές απώλειες, με πιο σοβαρή αυτή του ίδιου του Λεωνίδα, πάνω από το σώμα του οποίου έλαβε χώρα πολύωρη σφοδρή μάχη.
Όταν οι «αθάνατοι» έφθασαν στα νώτα τους, οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον λόφο του Κολωνού, όπου αγωνίστηκαν με μάχαιρες, ακόμη και με τα χέρια και με τα δόντια. Εκεί, όμως, κυριολεκτικά εξοντώθηκαν από το ισχυρότερο περσικό όπλο, τους τοξότες. Οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών, 300 Λακεδαιμόνιοι και 700 Θεσπιείς, σκοτώθηκαν όλοι. Οι μόνοι που επέζησαν ήταν ορισμένοι Θηβαίοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, σημαδεύτηκαν ως δούλοι με εντολή του Ξέρξη, και δύο Σπαρτιάτες, από τους οποίους ο ένας αυτοκτόνησε μη μπορώντας να αντέξει τη ντροπή, ενώ ο άλλος κατάφερε να αποκαταστήσει την τιμή του πολεμώντας στις Πλαταιές, έναν χρόνο αργότερα. Οι συνολικές απώλειες των Περσών έφθασαν τους 20.000 νεκρούς.
Ο απόηχος της μάχης
Η κατάληξη της μάχης στις Θερμοπύλες ήδη από την αρχαιότητα αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ήττα και περισσότερο σαν νίκη. Η θυσία του Λεωνίδα και των 300 ανδρών του παρέμεινε χαραγμένη στη μνήμη ως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της σπαρτιατικής ανδρείας, του στρατιωτικού καθήκοντος και της θυσίας για την ελευθερία. Η μικρή εκείνη δύναμη κατόρθωσε να διαφυλάξει την υποχώρηση των υπόλοιπων συμμάχων, ενώ παράλληλα καθυστέρησε σημαντικά την πορεία του Ξέρξη, προξένησε απώλειες στο στράτευμά του και τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων, αποδεικνύοντας ότι υπήρχε έστω μια ελληνική δύναμη που μπορούσε να αντισταθεί στον πανίσχυρο βασιλιά.
Οι νεκροί μαχητές τάφηκαν εκεί όπου φονεύθηκαν, στον λόφο του Κολωνού, και στο μνημείο τους είχαν χαραχθεί τα επιγράμματα του γνωστού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου, ένα για τους Πελοποννήσιους και ένα ειδικά για τους Λακεδαιμόνιους:
«ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι».
Η υπεράσπιση των Θερμοπυλών προξένησε αμέσως μεγάλη εντύπωση σε όλη την Ελλάδα και αναδείχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της ταυτότητας που διέκρινε τους Έλληνες από τους βαρβάρους. Αλλά και για πολλούς αιώνες μετά την αρχαιότητα εξακολούθησε να αποτελεί σύμβολο πατριωτισμού, θάρρους και αυτοθυσίας για τον υπέρτατο σκοπό. Στη σύγχρονη εποχή, εκτός από την πληθώρα των επιστημονικών έργων με αντικείμενο την ιστορική και αρχαιολογική έρευνα γύρω από τη μάχη, την τοπογραφία, τα πρόσωπα και τις αρχαίες πηγές, οι Θερμοπύλες έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία έργων τέχνης, ιστορικών μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών.
Σήμερα, στο σημείο όπου έλαβε χώρα η τελική φάση της ιστορικής μάχης, στη μεσαία «πύλη» των στενών, δεσπόζει το μνημείο που αναπαριστά τον Λεωνίδα πάνοπλο. Ανεγέρθηκε το 1955 με δαπάνες Ελλήνων ομογενών, σε σχέδιο του γλύπτη Βάσου Φαληρέα, ενώ δίπλα του στέκει τα τελευταία χρόνια και το μνημείο των 700 νεκρών της βοιωτικής πόλης των Θεσπιών.
ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία συγκροτήθηκε την 31 Μαΐου 1944 στην Ινσαρίγιε του Λιβάνου, όπου εκπαιδεύτηκε στον ορεινό αγώνα. Ήταν συνολικής δύναμης 3.377 ανδρών και περιλάμβανε τρία τάγματα Πεζικού, το III Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, λόχο Μηχανικού, τμήμα Διαβιβάσεων, τμήμα Πεδινού Χειρουργείου, λόχο Ενισχύσεων, ομάδα Στρατονομίας και τμήματα υποστήριξης Διοικητικής Μέριμνας. Διοικητής της ήταν ο Συνταγματάρχης Πεζικού Θρασύβουλος Τσακαλώτος.
Στις 11 Αυγούστου 1944, η Ταξιαρχία μεταφέρθηκε από το λιμάνι της Χάιφας στην Ιταλία, στο λιμάνι του Τάραντα, με το υπερωκεάνιο «Ρουίς» και προωθήθηκε οδικά και σιδηροδρομικά προς το Σπολέτο και στη συνέχεια στην περιοχή Κατολίνα, προκειμένου να λάβει μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις, με αντικειμενικούς σκοπούς τη διάσπαση της γραµµής των Βορείων Απέννινων, της λεγόμενης «Γοτθικής Γραμμής».
Το γερμανικό σχέδιο για τη συγκράτηση των συµµαχικών στρατευμάτων στην Ιταλία το είχε καθορίσει ο ίδιος ο Χίτλερ από τον Ιούλιο του 1943. Προέβλεπε την εγκατάλειψη οποιουδήποτε τομέα, νότια της «Γοτθικής Γραµµής» και την αμυντική εγκατάσταση στις νοτιοανατολικές προσβάσεις της. Οι εργασίες οχύρωσης της «Γοτθικής Γραµµής», της οποίας το συνολικό ανάπτυγμα ήταν περίπου 350 χιλιόμετρα, άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1943.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, η III EOT τέθηκε υπό τις διαταγές της 5ης Καναδικής Μεραρχίας και διατάχθηκε να μετακινηθεί στην περιοχή της Σάντα Μαρία Πιετραφίττα, οκτώ χιλιόμετρα από τη γραµµή του μετώπου. Την ίδια ημέρα, το Σύνταγμα Πυροβολικού της Ταξιαρχίας μετακινήθηκε στην περιοχή του ποταμού Μετάουρο και εντάχθηκε στο πυροβολικό του 1ου Καναδικού Σώματος Στρατού. Στις 5 Σεπτεμβρίου, το πυροβολικό της Ταξιαρχίας έκανε έναρξη του αγώνα της συμμετέχοντας στην προσβολή µε πυρά της εχθρικής τοποθεσίας του Κοριάνο (δυτικά του Ριτσιόνε). Η είσοδος της Ταξιαρχίας στη ζώνη των επιχειρήσεων και η συµµετοχή της στον αγώνα µε το πυροβολικό χαιρετίσθηκε µε μεγάλο ενθουσιασμό. Το ελληνικό πυροβολικό συνέχισε τη δράση του και τις δύο επόμενες ημέρες και έριξε συνολικά εναντίον εχθρικών στόχων της τοποθεσίας του Κοριάνο 3.648 εκρηκτικά βλήματα, ενώ προσέφερε και τις πρώτες θυσίες µε τον τραυματισμό τριών οπλιτών, από τους οποίους ο ένας έχασε τη ζωή του.
Η αμυντική τοποθεσία καλυπτόταν από θάμνους και καλλιεργημένες εκτάσεις έχοντας – κάθετες προς τις κατευθύνσεις επίθεσης – υδάτινες γραμμές, δηλαδή ποτάμια και χειμάρρους. Ήταν ισχυρά οργανωμένη, με παραλλαγμένα χαρακώματα, πολυβολεία και ναρκοπέδια. Από τα μεσάνυχτα της 9ης έως τη 13η Σεπτεμβρίου, αναπτύχθηκε έντονη εχθρική δραστηριότητα με πτήσεις και προσβολές της εχθρικής αεροπορίας, όπλων καμπύλης τροχιάς καθώς και εκατέρωθεν περιπολιακή δραστηριότητα.
Την επίθεση εναντίον του Ρίμινι, στις 14 Σεπτεμβρίου, ανέλαβε η 1η Καναδική Μεραρχία, στην οποία υπαγόταν η ΙΙΙ Ταξιαρχία. Αυτή συγκεντρώθηκε νότια του ποταμού Μαράνο με στόχο την προώθηση πέρα από αυτόν και με επιθετική κίνηση προς βορειοδυτικά, να ενεργήσει κυκλωτικά από δυτικά, προς το Ρίμινι. Οι Γερμανοί κατείχαν με τμήματα της 1ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών και της Μεραρχίας Τουρκομάνων, τα υψώματα βόρεια και βορειοδυτικά του ποταμού.
Η Ελληνική Ταξιαρχία διατάχθηκε να εκτοξεύσει νυχτερινή επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας. Η ζώνη ενεργείας της καθορίστηκε μεταξύ των οδών Ντελ-Φιούμε και υπ’ αριθμόν 16, με τελικό στόχο την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι. Την επίθεσή της θα κάλυπτε από αριστερά η 3η Καναδική Ταξιαρχία και από δεξιά η 41η Ίλη Καναδών Δραγόνων.
Το σχέδιο επιχειρήσεων της Ταξιαρχίας προέβλεπε την επίθεση σε διαφορετικούς χρόνους για την εκκαθάριση πρώτα των εχθρικών δυνάμεων στο αριστερό της παρατάξεως προς αποφυγή πλευροκοπήσεως και την διαδοχική ισχυρή υποστήριξη Πυροβολικού και σε τρείς κατευθύνσεις, με το 3ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ανδρέα Λουτεράκη, από 00:30 προς Μπατάρα – Κάζα Μαλτόνι, το 1ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ιωάννη Καραβία, από 02:00 προς Κάζα Μοναλτίνι, το 2ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Σοφοκλή Τζανετή από 03:45, ενεργώντας προς Κάζα Νοντιτσέλι.
Παρά την πείσμονα γερμανική αντίσταση, το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου τα ελληνικά τμήματα πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς. Στις 15 Σεπτεμβρίου η Ταξιαρχία, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση την προέλασή της, κατέλαβε τη γραμμή Καζαλέκιο – Νοτιοδυτική Γωνία του Αεροδρομίου του Ρίμινι – Γέφυρα ποταμού Μαράνο, ενώ τις επόμενες δύο ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να κάμψουν τη γερμανική αντίσταση και να καταλάβουν το αεροδρόμιο. Στις 19 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες μαζί με τους Καναδούς διέβησαν τον Ροντέλλα ποταμό και κατευθύνθηκαν προς το Ρίμινι. Την επομένη εκτοξεύθηκε η κύρια ελληνική επίθεση για την κατάληψη της πόλης.
Τα τάγματα θα ενεργούσαν µε ταχύτητα για την κατάληψη του Ρίµινι. Συγκεκριμένα, το 2ο Τάγμα θα καταλάβανε το ανατολικό τμήμα της πόλης, από τη σιδηροδρομική γραµµή µέχρι την ακτή, το 3ο Τάγμα το κέντρο της και το 2ο Τάγμα θα την παρέκαµπτε από τη δυτική παρυφή. Αμέσως μετά και τα τρία τάγματα θα καταλάμβαναν και θα εξασφάλιζαν τις γέφυρες του ποταμού Μαρέκεια, στη βόρεια παρυφή της πόλης.
Στις 06:45 της 21ης Σεπτεμβρίου το 2ο Τάγμα έφτασε στον ποταμό Αούζα στο κέντρο της πόλης. Σε μικρό χρονικό διάστημα εξουδετέρωσε τοπικές νησίδες αντίστασης που είχαν αφήσει οι Γερμανοί προς υποβοήθηση της υποχώρησής τους και εισήλθε στην πόλη στις 07:15, κατέλαβε µε λόχο το Δημαρχείο και ύψωσε εκεί την πολεμική σημαία του. Παράλληλα, το 3ο Τάγμα, προωθήθηκε προς την τοποθεσία, την οποία και κατέλαβε.
Στις 07.30 ο δήμαρχος του Ρίμινι παρουσιάστηκε στον Διοικητή του 2ου Λόχου
του 3ου Τάγματος, Λοχαγό Αποστολάκη Μιχαήλ και του ανέφερε ότι είναι έτοιμος να παραδώσει την πόλη στις ελληνικές δυνάμεις συντάσσοντας σχετικό πρωτόκολλο.
«Ἐν Σάντα Μαρία ντέ λά Κολονέλι, σήμερον τήν 21ην Σεπτεμβρίου ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος Πέμπτην τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ τεσσαρακοστοῦ τετάρτου ἔτους (1944) καί ὥραν 7.30 ἡ κάτωθι ὑπογεγραμμένη ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἐκ τοῦ Μπορτόνι Γκομπέριο ὡς Προέδρου καί Μπορτόνε ΡόμολοΝτέλ Πράτο Μπάντζιο, ὡς μελῶν,ἁπάντων μελῶν τοῦ ἀντιφασιστικοῦ κόμματος ἀπελευθερώσεως τῆς πόλεως (τῶν λοιπῶν ἐγκαταλειψάντων ταύτην) παρουσιασθέντες εἰς τάς προπορευομένας Ἑλληνικάς δυνάμεις, ἤτοι εἰς τόν Διοικητήν τοῦ 2ου Λόχου 3ου Τάγματος III EOT, Λοχαγό Ἀποστολάκην Μιχαήλ.ΠαραδίδομενΤήν πόλιν τοῦ Ρίμινι ἄνευ ὅρων. Εἰς τάς Ἑλληνικάς δυνάμεις ἐπαφίεται ἐν λευκῷ ἡ τήρησις τῆς τάξεως καί ἡ προστασία τοῦ πληθυσμοῦ».
Αφού συντάχθηκε στα ελληνικά, ιταλικά και αγγλικά το πρωτόκολλο υπογράφηκε και θεωρήθηκε από τον Διοικητή του 3ου Τάγματος. Έτσι, από τις 09:00 της 21ης Σεπτεμβρίου 1944 το Ρίμινι βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια τελετής που πραγματοποιήθηκε στην πόλη αποδόθηκαν τιμές στην Πολεμική Σημαία του 2ου Τάγματος και η ΙΙΙ Ταξιαρχία ονομάστηκε τιμητικά «Ταξιαρχία Ρίμινι». Από τις 27 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 1944 η Ταξιαρχία συνέχισε με επιτυχία τις επιθετικές της επιχειρήσεις, αυτή την φορά υπό νέα διοίκηση, της 2ας Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, και στη συνέχεια αποχώρησε από την Ιταλία, επαναπατριζόμενη στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα με το ατμόπλοιο «Αλκαντάρα».
Οι απώλειες της ΙΙΙ ΕΟΤ, από την είσοδό της στις επιχειρήσεις στην Ιταλία μέχρι την κατάληψη του Ρίμινι, ανήλθαν σε 6 αξιωματικούς και 72 οπλίτες νεκρούς και σε 19 αξιωματικούς και 169 οπλίτες τραυματίες, δηλαδή στο 10% των συνολικών δυνάμεων ή
στο 20% των ταγμάτων πεζικού που έφεραν το βάρος του αγώνα. Το μέγεθος των απωλειών δείχνει την προσπάθεια που καταβλήθηκε, την αξία των στελεχών και την πίστη όλων για τη νίκη.
Ο Διοικητής της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Sir Berrnard Freyberg στην ειδική ημερησία Διαταγή της 20ής Οκτωβρίου 1944 ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Με μεγάλη λύπη αποχαιρετούμε την 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Στην Ιταλία, μαχόμενοι με γενναιότητα και επιτυχία, αποκτήσατε φήμη για την οποία μπορείτε δίκαια να υπερηφανεύεστε. Όταν η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία τέθηκε υπό τη διοίκησή μου το εξέλαβα ως τιμή [...]. Με τα κατορθώματά σας σε Ρίμινι και Ρουβίκωνα προσθέσατε άλλη μία σελίδα στην ένδοξη Ιστορία του Στρατού σας· και φανήκατε αντάξιοι των μεγάλων παραδόσεων του Έθνους που ανέκαθεν πίστευε ότι ή “Ελευθερία σημαίνει Ευτυχία” […]. Τώρα φεύγετε από την Ιταλία για τη γη της Πατρίδας σας. Παίρνοντας μαζί
σας τις εγκάρδιες ευχές, όχι μόνον για τον Ελληνικό Στρατό, αλλά και για τον Ελληνικό Λαό για τον οποίο τρέφουμε βαθιά και αιώνια εκτίμηση. Καλή τύχη και στην ευχή του Θεού από όλους τους αξιωματικούς και άνδρες της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας».
Ο διοικητής, εξάλλου, των συμμαχικών στρατευμάτων Alexander σε έκθεσή του με τίτλο «Οι συμμαχικοί στρατοί στην Ιταλία από τις 3 Σεπτεμβρίου 1943 ως τις 12 Δεκεμβρίου 1944», σημείωνε για τη δράση της Ταξιαρχίας: «Στις 20 Σεπτεμβρίου, έπειτα από πάλη χωρίς ελπίδα, εκκαθαρίστηκε το Σαν Φορτουνάτο και στη διάρκεια της νύχτας οι Έλληνες, υπό τη διοίκηση της 1ης Καναδικής Μεραρχίας, εισήλθαν στο Ρίμινι. Ήμουν
ευτυχής, γιατί η επιτυχία αυτή είχε τόσο έγκαιρα λαμπρύνει τα πεπρωμένα της ηρωικής αυτής χώρας, που ήταν η μόνη μαχόμενη σύμμαχος στο πλευρό μας σε στιγμές ζοφερές, και γιατί μια νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στη δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας».
Οι Έλληνες στη μάχη του Ρίμινι διεξήγαγαν σκληρό αγώνα εναντίον εχθρού άρτια εξοπλισμένου, με ισχυρή οχύρωση, και μόνον ο ηρωισμός και η αυτοθυσία τους οδήγησαν στο νικηφόρο αποτέλεσμα. Η κατάληψη της πόλης διευκόλυνε τη συμμαχική προέλαση προς τον Ρουβίκωνα ποταμό και συνέβαλε αποφασιστικά στην απελευθέρωση της ιταλικής χερσονήσου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μετά την κατάληψη της Αλβανίας τον Απρίλιο του 1939 από τη φασιστική Ιταλία, η στρατηγική κατάσταση στον ελληνικό χώρο ανατράπηκε. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Στρατού αναγκάσθηκε να προβεί στην εκπόνηση ενός πρόσθετου πολεμικού σχεδίου, για να αντιμετωπιστούν δύο πλέον αντίπαλοι, η Ιταλία και η Βουλγαρία.
Βάσει του σχεδίου αυτού, τα Δ΄ και Ε΄ Σώματα Στρατού, με έδρες την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη αντίστοιχα, θα αντιμετώπιζαν τη βουλγαρική απειλή, ενώ την απειλή της Ιταλίας από την Αλβανία θα αντιμετώπιζε στο χώρο της Δυτικής Μακεδονίας το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που είχε έδρα την Κοζάνη, με τα Β΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού, με έδρες τη Λάρισα και τη Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, και στο χώρο της Ηπείρου η ανεξάρτητη ενισχυμένη VIII Μεραρχία με έδρα τα Ιωάννινα. Στον ενδιάμεσο χώρο της Πίνδου, σαν σύνδεσμος των τμημάτων θεάτρων επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου θα ενεργούσε, υπό το ΤΣΔΜ, το απόσπασμα Πίνδου με έδρα το Επταχώρι. Το Α΄ΣΣ θα παρέμενε αρχικά στην Αθήνα αφού στην εξεταζόμενη περίοδο, ο ελληνικός στρατός διέθετε συνολικά πέντε Διοικήσεις Σωμάτων Στρατού με δεκατέσσερις Μεραρχίες Πεζικού, μειωμένης συνθέσεως.
Από τις αρχές του 1940, η πολιτική της Ιταλίας, παρά τις προβλέψεις του «Συμφώνου Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού», που συνδεόταν με την Ελλάδα από τις 23 Σεπτεμβρίου 1928 και με προβλεπόμενη ισχύ μέχρι τον Οκτώβριο του 1939, άρχισε να μεταστρέφεται και να λαμβάνει εχθρικό χαρακτήρα. Με συγκεκριμένες ενέργειες άρχισε να παραβιάζει συστηματικά την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδος και να προσπαθεί να μειώσει το κύρος της. Η Ελλάδα μπροστά σ’ αυτή την εχθρική ιταλική προκλητικότητα, παρά την ψυχραιμία της και τις μετριοπαθείς προσπάθειές της να διασωθεί η ειρήνη, ήταν αποφασισμένη να υπερασπίσει, με όλα τα μέσα που διαθέτει, την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας. Γνώριζε ότι ήταν μόνη, καθώς το Βαλκανικό Σύμφωνο Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας – Τουρκίας – Ρουμανίας του 1934 δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση ενός Ελληνοϊταλικού πολέμου. Παρά τη δραματική διπλωματική απομόνωσή της, όταν στις 3 το πρωί της 28η Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία δια του πρεσβευτή της στην Αθήνα Γκράτσι, της έθεσε το δίλημμα «Ταπείνωση ή Πόλεμος» δεν δίστασε και με ένα βροντερό ΟΧΙ το απέρριψε και εμπιστεύτηκε την τιμή της στους μαχητές της Ηπείρου, της Πίνδου και της Δυτικής Μακεδονίας.
Η αμυντική τοποθεσία Πίνδος – Ελαία – Καλαμάς ξεκινά από το Ιόνιο πέλαγος, όπου στηρίζει το ΝΔ πλευρό της, ακολουθεί την υδάτινη γραμμή του ποταμού Καλαμά μέχρι τις πηγές του στην περιοχή Ελαίας, με τα νώτα στηριγμένα στις Β και ΒΔ καταπτώσεις των ορέων Παραμυθιάς, Κουρέντων και Μιτσικελίου και στη συνέχεια στηρίζεται στις ΒΔ καταπτώσεις της Τύρφης (Γκαμήλα) και του Σμόλικα (Κλέφτης) για να καταλήξει στον ορεινό όγκο της Πίνδου, τον Γράμμο, που στηρίζει το ΒΑ πλευρό της. Η αμυντική αυτή τοποθεσία βρίσκεται 5-20 χιλιόμετρα μακριά από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, μέσα στο Ελληνικό έδαφος. Έχει ανάπτυγμα 100 περίπου χιλιομέτρων σε ευθεία γραμμή επί συνόλου 240 χιλιομέτρων Ελληνοαλβανικής μεθορίου.
Οι ελληνικές δυνάμεις που αμύνονταν στην Πίνδο ήταν το Απόσπασμα Πίνδου, υπό τον Συνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνο Δαβάκη. Το Απόσπασμα αποτελείτο από το 51ο Σύνταγμα Πεζικού, έναν λόχο προκαλύψεως, έναν ουλαμό Ιππικού, έναν λόχο Ημιονηγών, μια διμοιρία Διαβιβάσεων, μια ορειβατική πυροβολαρχία των 75χιλ. και έναν ουλαμό Πυροβολικού των 65 χιλ., συνολικής δύναμης περίπου 2.000 ανδρών. Αποστολή του ήταν η άμυνα στη γραμμή Σμόλικας –χωριό Μόλιστα – ύψωμα Καστάνιανης –χωριό Οξυά –ύψωμα Καταφύκι, με σκοπό την απαγόρευση των ορεινών διαβάσεων της Πίνδου που οδηγούσαν από τα δυτικά προς τα ανατολικά και την εξασφάλιση συνδέσμου μεταξύ των ελληνικών τμημάτων που δρούσαν στην Ήπειρο και στη δυτική Μακεδονία. Οι Ιταλοί έναντι του Αποσπάσματος Πίνδου παρέταξαν την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια», συνολικής δύναμης περίπου 10.800 ανδρών. Αποστολή της ήταν να κινηθεί διαμέσου των ορεινών διαβάσεων της Πίνδου προς το Μέτσοβο και να αποκόψει την οδό διαφυγής των ελληνικών τμημάτων της Ηπείρου προς τα ανατολικά.
Η ιταλική επίθεση στην Πίνδο εκδηλώθηκε στις 05:00 της 28ης Οκτωβρίου 1940, με κύρια προσπάθεια στον κεντρικό τομέα της αμυντικής τοποθεσίας. Τα ελληνικά τμήματα στον τομέα αυτόν αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν το απόγευμα στη γραμμή Πάτωμα-Μούκα-Επάνω Αρένα. Τα τμήματα στον αριστερό και δεξιό τομέα διατήρησαν τις θέσεις τους. Τις επόμενες δύο ημέρες, η ιταλική επίθεση συνεχίστηκε με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Το Απόσπασμα Πίνδου, μετά από σκληρό αγώνα, κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες και απέναντι σε έναν πολυπληθέστερο αντίπαλο, αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στη γραμμή Σαμαρίνα-Κούτσουρο –Τσούκα. Το Γενικό Στρατηγείο, λόγω της δυσμενούς εξέλιξης των επιχειρήσεων στον τομέα της Πίνδου, διέταξε την Ι Μεραρχία να ενισχύσει την προσπάθεια του Αποσπάσματος Πίνδου. Η Μεραρχία προωθήθηκε στο Επταχώρι και αφού ανασυγκρότησε τα αμυνόμενα τμήματα ανέλαβε να εκτελέσει αντεπίθεση για την ανακατάληψη των εδαφών.
Την 1η Νοεμβρίου 07:30 Ω, εκδηλώθηκε η ελληνική αντεπίθεση εναντίον του αριστερού πλευρού της Μεραρχίας «Τζούλια». Μέχρι το βράδυ είχαν καταληφθεί τα χωριά Κάντζικο και Λυκορράχη. Η επιθετική ενέργεια ήταν περιορισμένη, κατάφερε όμως να σταθεροποιήσει το μέτωπο και να αναπτερώσει το ηθικό των ανδρών. Την επομένη οι αλπινιστές, αδιαφορώντας για την κάλυψη του αριστερού τους πλευρού, συνέχισαν την κίνηση τους προς νότο και κατέλαβαν τα χωριά Σαμαρίνα και Δίστρατο.
Στις 2 και 3 Νοεμβρίου η Ι Μεραρχία κατέλαβε το ύψωμα Ταμπούρι και το χωριό Φούρκα, αποκόπτοντας έτσι τα ιταλικά τμήματα που είχαν προελάσει νότια. Το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου η Ταξιαρχία Ιππικού, που είχε προωθηθεί, ανακατέλαβε τη Σαμαρίνα.
Από τις 4 έως 6 Νοεμβρίου η επίθεση της Ι Μεραρχίας, ενισχυόμενη πλέον και από τη Μεραρχία Ιππικού, συνεχίστηκε με μεγαλύτερη ακόμη ορμή. Η επίλεκτη «Τζούλια» είχε αρχίσει να υποχωρεί, ενώ ένα μεγάλο τμήμα της κινδύνευε να αποκοπεί στο Δίστρατο. Χρειάστηκε η επέμβαση της 47ης Μεραρχίας «Μπάρι», η οποία εξασφάλισε τις διαβάσεις του Σμόλικα, προκειμένου να διαφύγουν τα υπολείμματα της Μεραρχίας «Τζούλια». Τις επόμενες ημέρες οι Ιταλοί υποχώρησαν προς την Κόνιτσα. Η ελληνική προέλαση συνεχίστηκε μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, οπότε ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση της αμυντικής γραμμής του τομέα της Πίνδου, από τον Σμόλικα μέχρι τον Γράμμο.
Η ελληνική νίκη στη μάχη της Πίνδου απέτρεψε τον κίνδυνο διαχωρισμού των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Ήπειρο από εκείνες στη δυτική Μακεδονία. Παράλληλα, η νίκη αυτή εναντίον επίλεκτων μονάδων του Ιταλικού Στρατού συνέβαλε, αφενός, στην εξύψωση του ηθικού των Ελλήνων και, αφετέρου, επέδρασε δυσμενώς στο ηθικό του αντιπάλου. Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η συμβολή των κατοίκων της περιοχής στη μάχη της Πίνδου. Άνδρες και γυναίκες βοήθησαν με αυτοθυσία τα μαχόμενα ελληνικά τμήματα, μεταφέροντας πυρομαχικά, τρόφιμα και άλλα εφόδια στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων κατά τη μάχη της Πίνδου ήταν σημαντικές τόσο σε νεκρούς όσο και σε τραυματίες αξιωματικούς και οπλίτες.
Στον τομέα της Ηπείρου, την άμυνα επί της ελληνοαλβανικής μεθορίου είχε αναλάβει η VIII Μεραρχία, κατάλληλα ενισχυμένη, υπό τον Υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, συνολικής δυνάμεως 35.000 ανδρών. Αποστολή της Μεραρχίας ήταν η απαγόρευση των οδεύσεων που οδηγούσαν από την Ήπειρο προς την Αιτωλοακαρνανία και η κάλυψη του Θεάτρου Επιχειρήσεων Δυτικής Μακεδονίας από την κατεύθυνση Ιωάννινα –Μέτσοβο. Η VIII Μεραρχία θα έπρεπε να αναχαιτίσει την ιταλική προέλαση στην περιοχή Ελαίας –Καλαμά ή στην γραμμή του Άραχθου ποταμού. Για την εκπλήρωση της αποστολής, ο Κατσιμήτρος είχε κατανείμει τις δυνάμεις του σε τρείς κύριους τομείς: Νεγράδων, Καλαμά και Θεσπρωτίας.
Έναντι των ελληνικών δυνάμεων στην Ήπειρο είχε αναπτυχθεί το 25ο Σώμα Στρατού Τσαμουριάς, υπό τον Στρατηγό Κάρλο Ρόσσι (Carlo Rossi). Στον τομέα Νεγράδων θα ενεργούσε η 23η Μεραρχία «Φερράρα» ενισχυμένη με άρματα μάχης της 131ης Τεθωρακισμένης «Κενταύρων». Στον τομέα Καλαμά θα ενεργούσε η 51η Μεραρχία «Σιένα» και στον τομέα Θεσπρωτίας θα ενεργούσε η Μεραρχία Ιππικού, ενισχυμένη με μονάδες πεζικού και πυροβολικού. Η συνολική δύναμη του ιταλικού Σώματος Στρατού υπολογιζόταν σε περίπου 42.000 άνδρες. Το ιταλικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε κατά τις πρώτες τέσσερις ημέρες την κατάληψη του κόμβου Ελαίας, με μετωπική επίθεση, από τις Μεραρχίες της κυρίας προσπάθειας, «Φερράρα» και «Κενταύρων», εναντίον του τομέα Νεγράδων. Την επιθετική προσπάθεια θα υποστήριζε η Μεραρχία «Σιένα» η οποία θα ενεργούσε στη γενική κατεύθυνση Δελβίνο-Φιλιάτες και στη συνέχεια θα προέλαυνε προς τα Ιωάννινα. Στον τομέα Θεσπρωτίας η Μεραρχία Ιππικού θα προέλαυνε στον παραλιακό άξονα Κονίπολη-Ηγουμενίτσα-Πρέβεζα. Η όλη προσπάθεια θα υποστηριζόταν από ισχυρές αεροπορικές δυνάμεις.
Στις 28 05:30Ω Οκτωβρίου 1940, οι ιταλικές δυνάμεις εξαπέλυσαν επίθεση σε ολόκληρο το μέτωπο της Ηπείρου. Τα ελληνικά τμήματα προκαλύψεως, αφού προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, άρχισαν να συμπτύσσονται προς τις καθορισμένες θέσεις, επιβραδύνοντας τον εχθρό σύμφωνα με το σχέδιο. Η σύμπτυξη διήρκησε δύο ημέρες, ώσπου τα τμήματα προκαλύψεως εγκαταστάθηκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία Καλαμά-Ελαία-Γκράμπάλα-Ύψωμα Κλέφτης.
Στις 2 09:00Ω Νοεμβρίου, ξεκίνησε η κύρια επίθεση των Ιταλών κατά της τοποθεσίας Ελαίας-Καλαμά. Μέχρι το μεσημέρι, οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και σε βολές πυροβολικού. Στις 15:00Ω, η Μεραρχία «Φερράρα» εκτόξευσε την κύρια επίθεση της στην τοποθεσία Ελαία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τα εύστοχα πυρά του ελληνικού πυροβολικού προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στην ιταλική Μεραρχία.
Στις 3 Νοεμβρίου, η ιταλική επίθεση ξεκίνησε πάλι με βολές πυροβολικού και συνεχίστηκε με αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Η ιταλική Αεροπορία βομβάρδισε κυρίως στον τομέα Νεγράδων. Στις 16:00 οι Ιταλοί εξαπέλυσαν νέα επίθεση κατά του λόφου Καλπακίου με άρματα μάχης πλαισιωμένα από μοτοσικλετιστές. Τα ελληνικά τμήματα, με τη βοήθεια του πυροβολικού και των αντιαρματικών κωλυμάτων, παρόλο που αντιμετώπιζαν τεθωρακισμένα πρώτη φορά, κατάφεραν να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση, διατηρώντας ακέραιες τις θέσεις τους. Στις 4 Νοεμβρίου οι Ιταλοί περιορίστηκαν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς και βολές πυροβολικού σε ολόκληρο το μέτωπο και ταυτόχρονα προετοίμασαν τις δυνάμεις τους για γενική επίθεση των επομένη.
Στις 5 14:30Ω Νοεμβρίου, οι Ιταλοί, με μεγάλες δυνάμεις πεζικού και άρματα μάχης, εξαπέλυσαν τη γενική τους επίθεση, με την υποστήριξη της αεροπορίας και του πυροβολικού. Τα ελληνικά τμήματα, παρά τη σφοδρότητα της εχθρικής επίθεσης, κατάφεραν να αποκρούσουν τους Ιταλούς και να τους προκαλέσουν σοβαρές απώλειες.
Η ιταλική επίθεση συνεχίστηκε μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, κυρίως κατά της τοποθεσίας Ελαίας, χωρίς όμως να επιφέρει κανένα αποτέλεσμα. Από τις 9 Νοεμβρίου οι Ιταλοί στον τομέα Νεγράδων μετέπεσαν σε κατάσταση άμυνας, ενώ στον τομέα Θεσπρωτίας άρχισαν να συμπτύσσονται.
Οι απώλειες της VIII Μεραρχίας για το διάστημα από 1 έως 5 Νοεμβρίου ανήλθαν σε 3 αξιωματικούς και 57 οπλίτες νεκρούς και σε 5 αξιωματικούς και 203 οπλίτες τραυματίες.
Η VIII Μεραρχία κατάφερε, μετά από 12ήμερο ουσιαστικά αμυντικό αγώνα στην Ήπειρο, να συγκρατήσει προ της τοποθεσίας Ελαίας – Καλαμά το 25ο ιταλικό Σώμα Στρατού. Προκάλεσε τόσες φθορές, ηθικές και υλικές, στις επίλεκτες ιταλικές μεραρχίες, που τις ανάγκασε να αναστείλουν τις επιθετικές επιχειρήσεις και να μεταπέσουν σε κατάσταση άμυνας εν αναμονή ενισχύσεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1950, στο πλαίσιο εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), συγκρότησε και απέστειλε στη χερσόνησο της Κορέας μία στρατιωτική δύναμη ειδικής σύνθεσης η οποία ονομάστηκε Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος (ΕΚΣΕ). Η πρώτη, από την ίδρυσή του, ειρηνευτική αποστολή του ΟΗΕ στην Κορέα, σηματοδότησε και την πρώτη συμμετοχή των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε πολυεθνικές και γενικά διεθνείς αποστολές υποστήριξης ειρήνης, μετά τον Β΄ ΠΠ.
Μετά τη λήξη του Β΄ΠΠ, η Κορέα, χώρα της ανατολικής Ασίας στην ομώνυμη χερσόνησο, βρέθηκε κοινωνικοπολιτικά διχασμένη σε δύο αντιμαχόμενες «κρατικές» οντότητες, τη Βόρεια και τη Νότια Κορέα και ο γεωγραφικός τους διαχωρισμός είχε οριστεί επί του 38ου Παραλλήλου. Ο διχασμός και η αντιπαλότητα τους ήταν ένα από αποτελέσματα των μειζόνων γεωστρατηγικών ανταγωνισμών της εποχής στην Άπω Ανατολή. Οι προσπάθειες του ΟΗΕ για ενοποίηση τους μέσω πολιτικών διεργασιών απέτυχαν, ενώ παράλληλα από το 1945, η Ρωσία και η Κίνα έθεσαν τη Βόρεια Κορέα υπό την άμεση επιρροή τους. Έτσι, προέκυψε μια περίοδος ψυχρού πολέμου μεταξύ των δύο κρατών μέχρι το 1950. Ταυτόχρονα όμως, από τη Βόρεια Κορέα λάμβαναν χώρα ενέργειες για να επιβληθεί το δικό της πολιτικό καθεστώς και στη Νότια Κορέα. Στις 25 Ιουνίου 1950, η Νότια Κορέα δέχτηκε αιφνιδιαστική εισβολή από δυνάμεις της Βόρειας Κορέας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της πρωτεύουσας της Σεούλ, μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες. Η επίθεση αυτή προκάλεσε την άμεση αντίδραση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο την 29η Ιουνίου 1950 αποφάσισε την ένοπλη επέμβαση Διεθνούς Δύναμης, ώστε να αποκατασταθεί η ειρήνη και η ασφάλεια στην περιοχή. Όλα τα κράτη – μέλη του ΟΗΕ, πλην της ΕΣΣΔ και των κρατών - μελών που επηρεάζονταν πολιτικά από αυτή, αποδέχθηκαν τη πρόσκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας και υποστήριξαν τις αποφάσεις του. Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα ως μέλος του ΟΗΕ, ανταποκρινόμενη στην απόφασή του, προχώρησε στη συγκρότηση Ειδικού Εκστρατευτικού Σώματος το οποίο περιελάμβανε δυνάμεις του Στρατού Ξηράς και της Αεροπορίας.
Η χερσαία δύναμη του ΕΚΣΕ αποφασίστηκε τελικά ότι θα ήταν δυνάμεως περίπου 1.000 ανδρών1 και θα αποτελούνταν από το Επιτελείο – Διοίκηση και ένα ενισχυμένο Τάγμα ΠΖ (ονομαζόμενο ως Τάγμα Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος). Επικεφαλής του ΕΚΣΕ τοποθετήθηκε ο Συνταγματάρχης (ΠΖ) Δασκαλόπουλος Ιωάννης, ενώ διοικητής του τάγματος ΕΚΣΕ ανέλαβε ο Αντισυνταγματάχης (ΠΖ) Αρμπούζης Διονύσιος.2
Οι ενέργειες για την προετοιμασία του ΕΚΣΕ ολοκληρώθηκαν τυπικά την 14η Νοεμβρίου 1950 στις 11:00, όταν σε ειδική τελετή που έγινε εμπρός από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Αθήνα, ο διοικητής του παρέλαβε από τον βασιλιά Παύλο την πολεμική σημαία. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας (15 Νοεμβρίου 1950) το Τάγμα ΕΚΣΕ μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την περιοχή στρατωνισμού του στο Ρουφ, στον Πειραιά, όπου και επιβιβάστηκε στο αμερικανικό οπλιταγωγό «Τζένεραλ Χαν». Ύστερα από θαλάσσιο ταξίδι 24 ημερών, την 9η Δεκεμβρίου 1950 κατέπλευσε στο λιμένα Πουσάν (Pusan) της Νοτίου Κορέας, στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου. Η δύναμη του ΕΚΣΕ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν 840 αξιωματικοί και οπλίτες.3
Κατά το αρχικό χρονικό διάστημα παραμονής στη συμμαχική περίμετρο του Πουσάν στη Νότια Κορέα, συμπληρώθηκαν οι ελλείψεις σε επιχειρησιακά υλικά (οχήματα, ασύρματοι, οπλισμός, πυρομαχικά, υλικά διαβίωσης και μέσα υποστήριξης ΔΜ). Την 14η Δεκεμβρίου 1950, το ΕΚΣΕ μεταστάθμευσε και αναπτύχθηκε στην περιοχή της Σουβόν (Suwon) σε απόσταση τριάντα χιλιόμετρων νοτίως της Σεούλ (Seoul) - η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή βρισκόταν υπό εχθρική κατοχή - όπου και παρέμεινε μέχρι την 30η Δεκεμβρίου 1950, οπότε και μετακινήθηκε για να εισέλθει στον αγώνα.4 Σε όλο το χρονικό διάστημα παραμονής στη Σουβόν, το Τάγμα ασχολούταν με την επιχειρησιακή εκπαίδευση και προπαρασκευή του για την ανάληψη πολεμικής αποστολής .
Από την 18η Δεκεμβρίου 1950, το ΕΚΣΕ υπάγεται στο 7ο Σύνταγμα Ιππικού της 1ης Μεραρχίας Ιππικού των ΗΠΑ. Την 30η Δεκεμβρίου 1950 το Τάγμα, κατόπιν διαταγής του 7ου Συντάγματος Ιππικού, κινείται προς την περιοχή Κούμκιο Ρί, 15 μίλια ΒΑ της Σεούλ και βορείως του ποταμού Χάν (Han). Εκεί εγκαθίσταται αμυντικώς, πλαισιωμένο εκατέρωθεν από δύο Αμερικανικά Τάγματα (1ου και 3ου) του ανωτέρω Συντάγματος, με αποστολή την εξασφάλιση της πρωτεύουσας Σεούλ. Το 7ο Σύνταγμα Ιππικού μαζί με το Τάγμα του ΕΚΣΕ, έχοντας ως αποστολή την άμυνα της Σεούλ, υπάγονται πλέον στην 24η Μεραρχία Πεζικού των ΗΠΑ, ενώ το υπόλοιπο της 1ης Μεραρχίας Ιππικού διατίθεται ως εφεδρεία της 8ης Στρατιάς των ΗΠΑ. Κατά την περίοδο αυτή οι δυνάμεις της 8ης Στρατιάς είχαν εγκατασταθεί αμυντικά περίπου κατά μήκος του 38ου Παραλλήλου. Σημαντικός αριθμός κινεζικών δυνάμεων συγκεντρώθηκαν βορείως αυτής της νέας αμυντικής τοποθεσίας και αναλάμβαναν μικρής έκτασης επιθετικές ενέργειες με σκοπό τη διάσπασή της. Την 1η Ιανουαρίου εξαπολύουν γενική επίθεση με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της Σεούλ.
Το Τάγμα ΕΚΣΕ από την 1η μέχρι την 3η Ιανουαρίου 1951 είχε εγκατασταθεί στην τοποθεσία που του ανατέθηκε στα υψώματα ανατολικά του χωριού Κούμκιο Ρι και ξεκίνησε ευθύς αμέσως μια ιδιαιτέρως επιμελημένη αμυντική οργάνωση της τοποθεσίας. Αυτό επετεύχθη εντός 48 ωρών και το Τάγμα ΕΚΣΕ ήταν έτοιμο να διεξάγει αγώνα σε πλήρως οργανωμένη αμυντική τοποθεσία.
Την 3η Ιανουαρίου, η δυσμενής εξέλιξη για τις συμμαχικές δυνάμεις στον βόρειο και το βορειοδυτικό τομέα, οδήγησε στη διαταγή εκκένωσης της πρωτεύουσας Σεούλ και την αναδίπλωση των στρατευμάτων των Ηνωμένων Εθνών νότια της γραμμής Σεούλ και του ποταμού Χαν Γκαν (Han – Gang). Σε αυτή τη φάση του αγώνα, ανατέθηκε στο Ελληνικό Τάγμα ΕΚΣΕ η αποστολή κάλυψης της σύμπτυξης των τμημάτων του 7ου Συντάγματος Ιππικού από την αμυντική τοποθεσία του Κούμκιο Ρί κατά τον άξονα Σεούλ - Σουβόν. 5
Η εκκένωση της τοποθεσίας ξεκίνησε την 22:00 της 3ης Ιανουαρίου άνευ εχθρικής πίεσης. Το Τάγμα ΕΚΣΕ, μετά την ολοκλήρωση της αποστολής του, συγκεντρώθηκε με υποδειγματική συνοχή και τάξη στον καθορισθέντα χώρο συγκεντρώσεως, ανατολικά της Σεούλ. Εκεί, επιβιβάσθηκε σε αυτοκίνητα και κινήθηκε σύμφωνα με τη διαταγή συμπτύξεως προς Σουβόν, διαμέσου Σεούλ, όπου την 02:00 της 4ης Ιανουαρίου, διέσχισε τη γέφυρα επί του ποταμού Χάν Γκάν, Νοτιοδυτικώς της Σεούλ. Την ίδια ημέρα, και για δεύτερη φορά, τα πρώτα εχθρικά τμήματα εισέβαλαν στην εκενωθείσα πλέον Σεούλ. Η φάλαγγα των συμπτυσσόμενων τμημάτων του 7ου Συντάγματος Ιππικού συνέχισε την κίνηση κατά τον άξονα Σεούλ – Σουβόν – Ιντσόν και στάθμευσε για ανεφοδιασμό στην νότια παρυφή της τελευταίας πόλης περί την 14:00 της ίδιας ημέρας. Η κίνηση συνεχίσθηκε την 17:00 μέχρι το χωριό Τσουντζιού (Chungju), 50 μίλια ΝΑ της πόλης Ιντσόν. Εκεί αφίχθη και το Τάγμα ΕΚΣΕ περί την 01:30 της 5ης Ιανουαρίου, όπου και στρατοπέδευσε σε ένα τοπίο που θύμιζε Σιβηρία, με ένα παχύ στρώμα χιονιού να καλύπτει το έδαφος που έμοιαζε με στέπα. Στο χώρο αυτό, ο στρατιώτης Δρακόπουλος Σταύρος, τη νύχτα 4 προς 5 Ιανουαρίου, απεβίωσε από συγκοπή καρδιάς, λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας που επικρατούσε. Ο εν λόγω στρατιώτης, κατά την προπαρασκευή της συμπτύξεως, είχε εντυπωσιάσει τους πάντες με την προσήλωσή του στο έργο του ως διαβιβαστής. Είχε προσπαθήσει να μαζέψει όλο το τηλεφωνικό καλώδιο προκειμένου να μην αφήσει ούτε ένα μέτρο στον εχθρό. Κατάκοπος από την υπερπροσπάθεια που κατέβαλε αμέσως μετά την άφιξή του στην περιοχή της Τσουντζιού ξάπλωσε να ξεκουραστεί, χωρίς να κλείσει ολοσχερώς και μέχρι το κεφάλι τον υπνόσακο. Με το πρώτο φώς την επομένη και παρά τις προσπάθειες των ιατρών του Τάγματος να τον επαναφέρουν στη ζωή, ο στρατιώτης απεβίωσε. Την 5η Ιανουαρίου τελέσθηκε η νεκρώσιμος ακολουθία, παρόντος και εκπροσώπου του Προέδρου των ΗΠΑ.
Το 7ο Σύνταγμα Ιππικού μαζί με το Ελληνικό Τάγμα, από την 4η Ιανουαρίου 1951 υπάγονται στην 1η Μεραρχία των ΗΠΑ, στην οποία ανήκε οργανικά. Μέχρι την 7η Ιανουαρίου 1951 έχουν αναχαιτιστεί όλες οι εχθρικές ενέργειες και ο εχθρός έχει συγκρατηθεί στο ύψος περίπου του 37ου παράλληλου. Σε αυτό το χρονικό διάστημα και παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του εχθρού για περαιτέρω προώθηση του, οι Συμμαχικές δυνάμεις διατήρησαν σταθερά τις θέσεις τους. Από την 5η μέχρι τη 14η Ιανουαρίου το Ελληνικό Τάγμα ασχολήθηκε με την ανασυγκρότησή του και την εκπαίδευση του προσωπικού του.
Σύμφωνα με τον Διοικητή της 24ης Μεραρχίας, Τζών Χ. Τσέρτς (John H. Church), ο οποίος περιήλθε ολόκληρη την αμυντική τοποθεσία του Τάγματος, η οργάνωση και εκτέλεση των αμυντικών έργων, από τους αξιωματικούς και οπλίτες του Ελληνικού Τάγματος, υπήρξε υποδειγματική. Τα αποτελέσματα της επιθεωρήσεως καθώς επίσης και τα συμπεράσματά του τα κοινοποίησε στην 1η Μεραρχία Ιππικού των ΗΠΑ και τις λοιπές Συμμαχικές Μονάδες του αμυντικού τομέα της Σεούλ, προβάλλοντας το Ελληνικό Τάγμα ως παράδειγμα προς μίμηση. 6
Το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας, από την άφιξη του στην Κορέα και την πρώτη του πολεμική αποστολή ως μέρος της Πολυεθνικής Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ, ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τις πολεμικές αρετές του Έλληνα μαχητή, για άλλη μια φορά μετά τα πρόσφατα πολεμικά γεγονότα του Β΄ΠΠ και σε διεθνές πλέον επίπεδο, επιβεβαιώνοντας την ένδοξη φήμη του Ελληνικού Στρατού από τις πρώτες στιγμές και πολύ πριν τους απαράμιλλους ηρωισμών αγώνες των χιλιάδων7 Ελλήνων στρατιωτικών που υπηρέτησαν στις τάξεις του τα επόμενα 5 έτη κατά τις αιματηρές μάχες που θα ακολουθήσουν στα υψώματα της Κορέας: 381 (29 Ιανουαρίου 1951), 326 (7-8 Μαρτίου 1951), «Σκότς» 313 (3-10 Οκτωβρίου 1951) και «Χάρρυ» (17-18 Ιουνίου 1953).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν διαφορετικός και τροποποιήθηκε αρκετές φορές.
2ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν 1950 – 1955, Αθήναι, 1977, σελ.29
3Paul M. Edwards, Korean War Almanac (New York: Facts οn File, 2006), σελ. 517
4ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν 1950 – 1955, Αθήναι, 1977, σελ. 32.
5ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν 1950 -1955, Αθήναι, 1977, σελ. 35–37
6ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν 1950 -1955, Αθήναι, 1977, σελ. 36.
7ΓΕΣ/ΔΙΣ, Το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας στην Κορέα (1950-1955), Τόμος Β (Συμπληρωματικοί Πίνακες Προσωπικού), Αθήνα, 2014
Με την έλευση του νέου έτους 2021, συμπληρώνονται ακριβώς τα 200 χρόνια από το 1821, κατά τη διάρκεια του οποίου ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας των Ελλήνων κατά της οθωμανικής κυριαρχίας με σκοπό την εθνική τους ανεξαρτησία. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, έδωσε στο ελληνικό έθνος ένα νέο κράτος με την υπόσταση του οποίου πορεύεται έως και σήμερα στο διεθνές σύστημα των εθνικών κρατών. Ταυτόχρονα με την έναρξη της Επανάστασης, ξεκίνησε και μια πραγματικά εργώδης προσπάθεια οργάνωσης τακτικού στρατού, η οποία μετά από αυτή την πορεία των 200 χρόνων, μας οδηγεί στον σύγχρονο Ελληνικό Στρατό, στον οποίο έχουμε την τιμή να υπηρετούμε με υπερηφάνεια σήμερα. Είναι γνωστό ότι η Ελληνική Επανάσταση, δεν ξεκίνησε ταυτόχρονα σε όλες τις περιοχές, τον Μάρτιο του 1821. Αρκετά γεγονότα προηγήθηκαν και τους προηγούμενους μήνες, ένα εκ των οποίων ήταν η επιστροφή στην Πελοπόννησο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, την 6η Ιανουαρίου του 1821. Επίσης πριν την κήρυξη της επανάστασης του 1821, ξεκινά και η συγκρότηση από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, του πρώτου τακτικού ελληνικού τμήματος, με την εμβληματική ονομασία «Ιερός Λόχος».
Στο πλαίσιο λοιπόν της έναρξης των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, παρουσιάζουμε ως πρώτο ιστορικό αφιέρωμα μηνός για το έτος 2021, τα ιστορικά στοιχεία των ευζωνικών τμημάτων της περιόδου 1821-1913 και των πρώτων προσπαθειών για την οργάνωση τακτικού στρατού.
Τα Ευζωνικά Τμήματα, φέροντας τη στολή των κλεφτών και αρματολών, ανακαλούν στην ιστορική μνήμη τις θεσμικές ενέργειες, που καταβλήθηκαν για τη συγκρότηση του τακτικού στρατού στο πέρασμα των χρόνων. Οι πρώτες προσπάθειες για την οργάνωσή του, από την εκδήλωση της Επανάστασης του 1821 έως και τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), αρχικά αποσκοπούσαν στον μετασχηματισμό των άτακτων σωμάτων σε τακτικών, αλλά στη συνέχεια στόχευσαν στην οργάνωση ενός άρτια εκπαιδευμένου, εξοπλισμένου και, συνακόλουθα, πειθαρχημένου και αξιόμαχου τακτικού στρατού, που θα συνέβαλε στη επανάκτηση εθνικών εδαφών.
Οι πρώτες προσπάθειες συγκρότησης Τακτικού Στρατού (1821-1827)
Στις 26 Ιανουαρίου 1821, ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος- Παπαφλέσσας παρουσίασε τις εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη,1 σχετικά με την έναρξη του αγώνα στην Πελοπόννησο, στη συνέλευση της Βοστίτσας (Αίγιο). Στις 25 Μαρτίου, οι, Νικόλαος Λόντος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Ανδρέας Ζαΐμης και Μπενιζέλος Ρούφος εισήλθαν στην πόλη των Πατρών και κήρυξαν την Επανάσταση, αν και οι επαναστατικές ενέργειες έλαβαν χώρα σε περιοχές γύρω από την πόλη, όπως και σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο, αρκετές ημέρες νωρίτερα. Με τη στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης στις περιοχές της Πελοποννήσου, της Ρούμελης και των νησιών του Αιγαίου δημιουργήθηκε ένας πρωταρχικός εδαφικός πυρήνας, βάσει του οποίου συγκροτήθηκαν οι πρώτοι θεσμοί διοίκησης. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί το πρόβλημα του κατακερματισμού της στρατιωτικής δράσης, καθώς τα άτακτα σώματα προέβαιναν σε τοπικές στρατολογήσεις, με αποτέλεσμα η κάθε περιοχή να συγκροτεί και να συντηρεί τα δικά της ένοπλα σώματα, με συνέπεια την απουσία του κοινού συντονισμού για την αντιμετώπιση των Οθωμανών.
Το ψήφισμα της 9ης Ιανουαρίου 1822 της Επιδαύρου1 συνιστά την απαρχή της συστηματικότερης οργάνωσης του τακτικού στρατού, με βάση τον στρατιωτικό κώδικα Γαλλίας. Με τον νόμο «Περί Οργανώσεως του Στρατού» της 1ης Απριλίου 1822, θεσπίστηκε η συγκρότηση τακτικού στρατού από τα Όπλα του Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού και καθοριζόταν η οργάνωσή τους σε συντάγματα. Αν και στον ίδιο νόμο προτάθηκαν τα ενδύματα των ευρωπαϊκών στρατευμάτων, εντούτοις, τον Ιούλιο του 1824, για πρακτικούς λόγους καθορίστηκε, προσωρινά, να παραμείνει ως στολή ο ελληνικός ιματισμός – σαγιάκι (κάπα), άσπρη φουστανέλα και φέσι (φάριο).
Το 1824, σημειώθηκε νέα συγκροτημένη προσπάθεια οργάνωσης τακτικού στρατού, υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Παναγιώτη Ρόδιου. Συγκροτήθηκαν ένα τάγμα πεζικού, περίπου 500 ανδρών (τέσσερις λόχοι πεζικού, ένας λόχος Ευζώνων, ένας λόχος Επιλέκτων) και ένα τμήμα πυροβολικού, περίπου 100 ανδρών. Οι προσπάθειες για την οργάνωση τακτικού στρατού συνεχίστηκαν και τον επόμενο χρόνο με την ανάληψη της διοίκησής του από τον Γάλλο Συνταγματάρχη Φαβιέρο (Charles Fabvier), ο οποίος αντιμετώπιζε τη συγκρότηση του τακτικού στρατού ως εχέγγυο για την πειθαρχημένη οργάνωση και εξέλιξή του, αλλά και για την αναγνώριση του αγώνα στην Ευρώπη.
Η περίοδος 1821-1827 σηματοδοτήθηκε από την απουσία σταθερής διοικητικής αρχής με μία κεντρικά οργανωμένη οικονομική υπηρεσία, που θα αναλάμβανε τις οικονομικές δαπάνες για τη συγκρότηση τακτικού στρατού. Η μόνιμη έλλειψη των αναγκαίων – οπλισμός, ιματισμός, τρόφιμα, μισθοδοσία –, καθώς και η μακροχρόνια σύνδεση των στρατιωτών με τους οπλαρχηγούς των «ατάκτων» τμημάτων, προκαλούσε λιποταξίες των ανδρών και, συνακόλουθα, τη διάλυση των στρατοπέδων. Η θετική έκβαση της στρατιωτικής συνεργασίας Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, στη ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβριος 1827) και η επιλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως Κυβερνήτη της Ελλάδας από τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα σηματοδοτεί την απαρχή μίας νέας περιόδου.
Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια (1828-1831)
Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, με την άφιξή του στο Ναύπλιο, έπρεπε να αντιμετωπίσει άμεσα το σοβαρό στρατιωτικό πρόβλημα των άτακτων σωμάτων, καθώς ήταν επιτακτική ανάγκη η ύπαρξη πειθαρχημένου και αποτελεσματικού στρατού υπό την επίβλεψη ενός συμβουλευτικού οργάνου. Ως εκ τούτου, στις 23 Ιανουαρίου 1828, με Ψήφισμα συγκρότησε το «Πολεμικό Συμβούλιο» και ανέλαβε ο ίδιος την προεδρία του. Δύο μήνες αργότερα με διάταγμα, συστάθηκε το «Γενικόν Φροντιστήριον» μία τριμελής επιτροπή, η οποία θα ήταν υπεύθυνη για τον οικονομικό έλεγχο των υπηρεσιών που σχετίζονταν με τα θέματα του πολέμου. Στη συνέχεια την 8η Σεπτεμβρίου 1829 συγκροτήθηκε υπουργείο με την ονομασία «Γραμματεία επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων», με πρώτο Γραμματέα τον αδελφό του Κυβερνήτη, Βιάρο Καποδίστρια.
Οι λύσεις για τη συγκρότηση Τακτικού Στρατού ήταν δύο. Η πρώτη λύση πρότεινε τη διάλυση των άτακτων σωμάτων της προηγούμενης περιόδου και η δεύτερη σχεδίαζε να εντάξει τις δυνάμεις των «ατάκτων» σε «ημιτακτικούς» σχηματισμούς, τους οποίους βαθμιαία θα μετασχημάτιζε σε τακτικούς. Ο Καποδίστριας επέλεξε τη δεύτερη λύση. Συγκεκριμένα, η οργάνωση του στρατού πέρασε από δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση με τον Οργανισμό των Χιλιαρχιών (Φεβρουάριος 1828), τα άτακτα σώματα μετονομάστηκαν σε «Αεικίνητα» και οργανώθηκαν σε οκτώ χιλιαρχίες των δύο πεντακοσιαρχιών η καθεμία. Στη δεύτερη φάση, οι χιλιαρχίες μετασχηματίστηκαν σε δεκατρία Ελαφρά ή Εύζωνα τάγματα πεζικού (Σεπτέμβριος 1829), τα οποία προωθήθηκαν στη μεθόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αν και η στολή του τακτικού στρατού, με διάταγμα, είχε εξομοιωθεί με τη γαλλική στολή, εντούτοις οι άνδρες του διατήρησαν την παραδοσιακή ελληνική ενδυμασία. Στο πλαίσιο της γενικότερης στρατιωτικής πολιτικής του Καποδίστρια εντάσσεται και η ίδρυση του «Λόχου Ευελπίδων» την 21η Δεκεμβρίου 1828, που αργότερα αντικαταστάθηκε από το «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον» (Ιανουάριος 1829). Απώτερος σκοπός της στρατιωτικής εκπαίδευσης ήταν να ενισχυθεί η διαδικασία δημιουργίας μισθοδοτούμενου τακτικού στρατού, που θα υπαγόταν στην κεντρική πολιτική εξουσία και θα διακρινόταν για την πειθαρχία και τον επαγγελματισμό του.
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1831, ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε από πολιτικούς αντιπάλους του, στο Ναύπλιο. Στο εσωτερικό της χώρας κυριάρχησε πολιτική και κοινωνική αναρχία, που είχε άμεση επίδραση και στον στρατό. Η έλλειψη κρατικών πόρων και, συνακόλουθα, η αδυναμία πληρωμής της μισθοδοσίας και των βασικών μέσων συντήρησης του στρατεύματος, καθόρισε τη διάλυση των Ελαφρών Ταγμάτων, καθώς και του εναπομείναντος τακτικού στρατού. Έτσι, οι ένοπλοι τέθηκαν, για άλλη μία φορά, υπό την καθοδήγηση και τον έλεγχο των παλαιών οπλαρχηγών των τμημάτων «ατάκτων».
Η στρατιωτική πολιτική της οθωνική περιόδου (1833-1863)
Το 1833, φθάνει στην Ελλάδα ο Βαυαρός Πρίγκιπας Όθωνας, ως εκλεγμένος Βασιλιάς της από τις τρεις συμμάχους Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), συνοδευόμενος από την Αντιβασιλεία και τη Βαυαρική Φρουρά, δυνάμεως περίπου 4.000 ανδρών. Η πρώτη κυβέρνηση της Αντιβασιλείας επιδίωξε, μέσω αυστηρών μέτρων, να διαλύσει τα σώματα «ατάκτων», να απαγορεύσει την οπλοφορία και να ανασυγκροτήσει τον τακτικό στρατό. Με τον νέο «Οργανισμό Στρατού» (Φεβρουάριος 1833) συγκροτήθηκαν οκτώ τάγματα πεζικού, που διέθεταν έξι λόχους το καθένα, εκ των οποίων ένας ήταν Λόχος Ευζώνων. Επιπλέον, συστήθηκαν, δέκα τάγματα ακροβολιστών από τα διαλυόμενα σώματα των άτακτων, των τεσσάρων λόχων το καθένα και προβλεπόταν ένα σύνταγμα λογχοφόρων ιππέων, έξι λόχοι πυροβολικού, ένα λόχος ζευγιτών, ένας λόχος τεχνικών, ένας λόχος μηχανικού και δύο λόχοι σκαπανέων.
Η στρατιωτική πολιτική της οθωνικής περιόδου (1833-1862) θέσπισε τη θέση του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, υπεύθυνου για την εύρυθμη οργάνωση και λειτουργία του στρατού (9 Φεβρουαρίου 1833), και του σώματος των Γενικών Επιτελών, με σκοπό την άσκηση της επιτελικής υπηρεσίας (1 Δεκεμβρίου 1833). Έναν χρόνο αργότερα, το «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον» μετονομάστηκε σε «Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων» (19 Φεβρουάριου 1834).
Ο Τακτικός Στρατός από το 1864 μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913)
Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα την 10η Οκτωβρίου 1862, ανήλθε στον θρόνο ο Γεώργιος Α΄ (10 Οκτωβρίου 1863). Η οργάνωση ισχυρού στρατού ήταν από τις πρώτες ενέργειες του. Ωστόσο, από το 1864 έως το 1876 ίσχυσε ο «Οργανισμός Στρατού» του 1833, αλλά με σημαντικές αλλαγές στη συγκρότηση, όπως αλλαγή δομής του Υπουργείου Στρατιωτικών και σύσταση τριών Αρχηγείων. Το 1866, το Πεζικό οργανώθηκε σε δέκα τάγματα. Έναν χρόνο αργότερα, συγκροτήθηκαν τέσσερα ανεξάρτητα τάγματα Ευζώνων των πέντε λόχων, δυνάμεως 2.564 ανδρών, με αποστολή την επιτήρηση και εξασφάλιση της μεθορίου. Τον Δεκέμβριο του 1868 συστήθηκε ανεξάρτητη μονάδα Ευζώνων με την ονομασία «Άγημα»,1 η οποία τέθηκε στην αποκλειστική υπηρεσία του Βασιλιά.
Τον Απρίλιο του 1877, ξεκίνησε νέος Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, η εξέλιξή του οποίου ενδιέφερε άμεσα την Ελλάδα καθώς τα συμφέροντα και οι εθνικές της διεκδικήσεις επηρεάζονταν από τις εξελίξεις στα βόρεια σύνορά της. Σύμφωνα με τον «Οργανισμό Στρατού», συγκροτήθηκαν δύο μεραρχίες, στις οποίες υπάγονταν όλες οι μονάδες πεζικού. Κάθε μεραρχία περιλάμβανε επιτελείο και δύο ταξιαρχίες. Η κάθε ταξιαρχία διέθετε δύο συντάγματα πεζικού, ένα τάγμα Ευζώνων των τεσσάρων λόχων, τα ανάλογα τμήματα ιππικού και πυροβολικού και τις απαραίτητες λοιπές υπηρεσίες (Ιούνιος 1877).
Περίπου μισό αιώνα μετά τη σύσταση του τακτικού στρατού από τους Βαυαρούς, η ανασυγκρότηση του στρατεύματος αποτελούσε βασικό δείκτη για τον πολυπόθητο εκσυγχρονισμό του συνόλου των θεσμών. Η αναδιοργάνωση του στρατεύματος, η εμπέδωση της πειθαρχίας και η πολύπλευρη κατάρτιση των στελεχών παρέμεναν τα βασικά ζητούμενα για τον τακτικό στρατό. Έτσι, το 1884, η γαλλική αποστολή, υπό τον Υποστράτηγο Βοσσέρ (Victor Vosseur), ανέλαβε την εκπαίδευση διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων, την εκτέλεση ασκήσεων και βολών, συγκρότησε τη στρατολογική και την τηλεγραφική υπηρεσία και εκπόνησε μελέτες οχυρώσεων και άμυνας.
Στις 6 Απριλίου 1897, εκδηλώθηκε η κύρια επίθεση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εναντίον του Ελληνικού Στρατού στη Θεσσαλία. Η δυσμενής εξέλιξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, από τη μία, φώτισε τα λειτουργικά προβλήματα του Ελληνικού Στρατού, όπως την έλλειψη βασικών υλικών, οπλισμού και εκπαίδευσης και την απουσία σχεδίου δράσης. Από την άλλη, δρομολόγησε τις εξελίξεις στην οργάνωση, την εκπαίδευση και τον οπλισμό του Ελληνικού Στρατού, που θα οδηγούσαν στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913).
Η ψήφιση νέων Οργανισμών του Στρατού τα έτη 1904, 1910 και 1912, καθόρισαν τη μετεξέλιξή του σε έναν στρατό που ήταν οργανωμένος σε μεγάλες μονάδες ομοιόμορφης σύνθεσης, τους ονομαζόμενους σήμερα Σχηματισμούς. Παράλληλα, η χώρα διαιρέθηκε σε τρεις στρατιωτικές περιφέρειες, καθεμία από τις οποίες περιλάμβανε τέσσερα διαμερίσματα. Σε κάθε περιφέρεια αντιστοιχούσε μία μεραρχία και σε κάθε διαμέρισμα ένα στρατολογικό γραφείο. Ο ενεργός στρατός συγκροτείτο από τη Γενική Διοίκηση, τα Όπλα (Πεζικό, Ιππικό, Πυροβολικό, Μηχανικό και Μεταγωγικό), τις Υπηρεσίες (Υγειονομική, Κτηνιατρική, Οικονομική, Χαρτογραφική, Στρατολογική, Δικαστική, Μουσική και Θρησκευτική), το Μόνιμο Φρουραρχείο Αθηνών και τα Στρατιωτικά Σχολεία. Το Πεζικό συγκροτείτο από δώδεκα συντάγματα και έξι τάγματα Ευζώνων.
Παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, με νόμο προσκλήθηκε στην Ελλάδα η γαλλική στρατιωτική αποστολή, υπό τον στρατηγό Εϋντού (Eydoux). Οι αρμοδιότητες της αποστολής κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα των λειτουργιών του στρατεύματος, όπως η οργάνωση, η εκπαίδευση, η πειθαρχία, ο εξοπλισμός, ο εφοδιασμός και η κατανομή των στρατιωτικών δυνάμεων ανά την επικράτεια (διάταξη). Με τον τρόπο αυτό η γαλλική αποστολή συνέβαλε στην καλύτερη οργάνωση και προετοιμασία του Ελληνικού Στρατού. Οι ασκήσεις, που πραγματοποιήθηκαν από το 1911, είχαν ως βάση τους την εξοικείωση των στρατιωτικών μονάδων στις συνθήκες πολέμου και μάλιστα εστίαζαν στη ικανότητα διεξαγωγής επιθετικών επιχειρήσεων.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1912, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Ο στρατός οργανώθηκε σε δύο μείζονες σχηματισμούς επιπέδου στρατιάς, τη Στρατιά Θεσσαλίας, υπό τον Διάδοχο Κωνσταντίνο και τη Στρατιά Ηπείρου, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη.1 Στις 26 Οκτωβρίου 1912, η Στρατιά Θεσσαλίας, αποτελούμενη από επτά μεραρχίες, μία ταξιαρχία ιππικού και δύο αποσπάσματα Ευζώνων, εισήλθε με το ανατολικό απόσπασμα Ευζώνων νικηφόρα στη Θεσσαλονίκη. Στις 20 Φεβρουαρίου 1913, η Στρατιά Ηπείρου, δυνάμεως μίας μεραρχίας με ένα σύνταγμα πεζικού, τέσσερα τάγματα Ευζώνων και ένα τάγμα Εθνοφρουρών, με την τελευταία καθοριστική επίθεση του 1ου Συντάγματος Ευζώνων στο Μπιζάνι, απελευθέρωσε την πόλη των Ιωαννίνων.
Τα θεαματικά αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 καταδεικνύουν τη βελτίωση της μαχητικότητας του στρατεύματος, σε συνδυασμό με έναν κεντρικό σχεδιασμό χωρίς ερασιτεχνικές και ενθουσιώδεις αυτενέργειες. Η σταθερή παρουσία των Ευζωνικών Τμημάτων στα στρατιωτικά σχήματα από το 1821 έως και το 1913 σηματοδοτεί, έως σήμερα, τον Εύζωνα ως σύμβολο του γενναίου πολεμιστή, που διακρίνεται για το επιθετικό πνεύμα, την περιφρόνηση του κινδύνου και τη διαρκή προσήλωσή του στην καταδίωξη του εχθρού.
Σημειώσεις
1Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, υπασπιστής του Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Α΄, ανέλαβε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας στις 12 Απριλίου 1820 και συγκρότησε τον Ιερό Λόχο (Μάρτιος 1821), κυρίως από Έλληνες σπουδαστές, στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Στις 8 Ιουνίου 1821, ο Ιερός Λόχος θυσιάστηκε μαχόμενος ηρωικά στη μάχη του Δραγατσανίου.
2Στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821) ψηφίστηκε Σύνταγμα και συγκροτήθηκαν όργανα Διοίκησης.
3Σήμερα, η Προεδρική Φρουρά συνιστά τη μετεξέλιξη του «Αγήματος» και υπάγεται στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Οι Εύζωνές της φυλάσσουν καθημερινά σε εικοσιτετραώρη βάση, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
4Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ηγήθηκε και της Στρατιάς Ηπείρου, τον Δεκέμβριο του 1912.
Βιβλιογραφία
Αρχεία Γενικού Επιτελείου Στρατού, Χρονολόγιο Πολεμικών Γεγονότων του Ελληνικού Έθνους 490 π.Χ.-1953, Το Βήμα, Αθήνα 2014.
Βυζάντιος Χρ., Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός 1821 μέχρι του 1833, [χ. ε.], εν Αθήναις 1901.
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1987.
–, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Αθήνα 1993.
–, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Αθήνα 1997.
–, Συνοπτική Ιστορία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Αθήνα 2001.
–, Η Ιστορία της Οργάνωσης του Ελληνικού Στρατού (1821-1954), Αθήνα 2005.
–,Ευρετήριο Αρχείου Καποδιστριακής Περιόδου: Στρατιωτικά Τεκμήρια (1827-1833), Αθήνα 2007.
Δημακόπουλος Γεώρ., Ο Κώδιξ των Νόμων της Ελληνικής Επαναστάσεως 1822-1828, Ανάτυπον εκ της Επετηρίδος του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 10, [χ.τ.] 1966.
Μαλέσης Δημ., «…ν’ ανάψη η επανάστασις», Μεγάλη Ιδέα & Στρατός τον 19ο αιώνα, Ασίνη, Αθήνα 2018.
Μαρωνίτη Νίκη, «Η εποχή του Γεωργίου Α΄, Πολιτική ανανέωση και αλυτρωτισμός», στο Γιάννης Βασαλάκης (Επιμ. Παραγωγής), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, Τα χρόνια της σταθερότητας, 1871 – 1909, η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη του Ελληνισμού, τόμος 5, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 9-36.
Παπαγεωργίου, Στ., Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια, δομή , οργάνωση και λειτουργία του στρατού ξηράς της καποδιστριακής περιόδου, Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., Αθήνα 1986.
–, «”Πρώτον Έτος της Ελευθερίας”. Από τις Παρίστριες Ηγεμονίες στην Επίδαυρο», στο Γιάννης Βασαλάκης (Επιμ. Παραγωγής), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού κράτους, τόμος 3, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 53-70.
Πιζάνιας Π., «Επανάσταση και Έθνος, μία ιστορική – κοινωνιολογική προσέγγιση του΄21», στο Γιάννης Βασαλάκης (Επιμ. Παραγωγής), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού κράτους, τόμος 3, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 33-52.
Σπυρίδωνος Εμ., Σχέδιον Οργανισμού του Άτακτου Στρατιωτικού της Ελλάδος, εκ της Τυπογραφίας Αθηνών, Αθήναι 1826.
Στασινόπουλος Ε., Ο Στρατός της Πρώτης Εκατονταετίας, [χ.έ.], Αθήναι 1935.
Τζάκης Διον., «Τα πολεμικά γεγονότα. Α. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου, 1822-1824», στο Γιάννης Βασαλάκης (Επιμ. Παραγωγής), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, η Ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού κράτους, τ. 3, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 73-102.
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής χερσονήσου ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα με στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων ομοεθνών τους και την ανάκτηση των τουρκοκρατούμενων εδαφών τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1912, η εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών επέβαλε τη σύμπραξη των βαλκανικών χωρών, οι οποίες προχώρησαν στη σύναψη διμερών αμυντικών συμβάσεων και τελικά στην κήρυξη επιστράτευσης. Έτσι, στις 25 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ακολούθως, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, μετά την απόρριψη της κοινής διακοίνωσής τους για την εφαρμογή ριζικών μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (4-5 Οκτωβρίου 1912).
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ο Στρατός Θεσσαλίας, υπό τη διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, σε διάστημα 20 ημερών, αφού κατέλαβε την οχυρή τοποθεσία του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου 1912), απελευθέρωσε διαδοχικά τις πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στις 26 Οκτωβρίου, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε από την τουρκική φρουρά στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη. Μέχρι της αρχές Νοεμβρίου, ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση και των υπόλοιπων περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας.
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τη διοίκηση του Αντιστρατήγου Σαπουντζάκη, αφού εξασφάλισε την ελληνοτουρκική μεθόριο μεταξύ Ακτίου και Τζουμέρκων, διεξήγαγε μια σειρά νικηφόρων επιχειρήσεων. Στις 10 Ιανουαρίου 1913, υπό τις διαταγές του Διαδόχου Κωνσταντίνου και ενισχυμένος με δύο μεραρχίες, ενέτεινε τις προσπάθειες του για την απελευθέρωση της περιοχής. Η σφοδρή επίθεση της 20ής Φεβρουαρίου κατέληξε στην, άνευ όρων, παράδοση του οχυρωματικού συγκροτήματος του Μπιζανίου και στην απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913). Μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913, απελευθερώθηκαν όλες οι ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου.
Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου τερματίστηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (17 Μαΐου 1913). Όμως, οι διαφορές για τη διανομή των ανακτηθέντων από την Τουρκία εδαφών προκάλεσαν προστριβές στους κόλπους των νικητών. Οι διεκδικήσεις της Βουλγαρίας, που εξελίχθηκαν σε σοβαρά μεθοριακά επεισόδια σε βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας, είχαν ως επακόλουθο τη, μεταξύ τους, σύναψη αμυντικής συμμαχίας (19 Μαΐου 1913). Η άμεση αντίδραση Ελλάδας και Σερβίας στη αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση της 16ης Ιουνίου 1913 σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Ιούνιος– Ιούλιος 1913).
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, λόγω της μειωμένης δύναμής του στην αρχή του πολέμου, είχε υποχρεωθεί στην τήρηση αμυντικής στάσης. Συγκεκριμένα, ο Στρατός Ηπείρου αποτελούνταν από, ένα σύνταγμα Πεζικού, τέσσερα τάγματα Ευζώνων, ένα τάγμα Εθνοφρουρών, τρεις ανεξάρτητες μοίρες Πυροβολικού, μία ίλη Ιππικού, ένα λόχο Μηχανικού, μια διμοιρία Τηλεγραφητών και τις απαραίτητες υπηρεσίες Υγειονομικού, Εφοδιασμού και Πυρομαχικών.
Αν και η αποστολή του Στρατού Ηπείρου ήταν η απαγόρευση κάθε παραβίασης της ελληνοτουρκικής μεθορίου στο μέτωπο της Ηπείρου, ωστόσο, στις 6 Οκτωβρίου 1912, ο αρχηγός του ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία. Οι ελληνικές δυνάμεις, διάβηκαν τον Άραχθο ποταμό και προέλασαν προς τα βόρεια. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, απελευθερώθηκαν το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια και το Μέτσοβο. Οι επιτυχίες αυτές, καθώς και η αίσια έκβαση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, οδήγησαν το Υπουργείο Στρατιωτικών στην απόφαση να ενισχυθεί ο Στρατός Ηπείρου, με το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών και αργότερα με την ΙΙ Μεραρχία, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου. Στις 29 Νοεμβρίου 1912, ο Στρατός Ηπείρου απελευθέρωσε τα Πεστά και ανάγκασε τους Τούρκους να καταφύγουν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων.
Το υψίπεδο των Ιωαννίνων, φύσει οχυρό, έχει σχήμα πεταλοειδές και οριοθετείται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα. Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, που είχε αναλάβει η «Γερμανική Στρατιωτική Αποστολή», στην περιοχή είχαν κατασκευαστεί μόνιμα οχυρωματικά έργα, υπό την επίβλεψη αξιωματικών της. Η οχύρωση περιλάμβανε πυροβολεία, πολυβολεία, χαρακώματα, συρματοπλέγματα και άλλα αμυντικά έργα. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας. Στη φάση της τελικής επίθεσης του Στρατού Ηπείρου (19-20 Φεβρουαρίου 1913), ο τούρκος Αρχιστράτηγος Εσσάτ πασάς είχε στη διάθεσή του τέσσερις μεραρχίες.
Οι διαδοχικές επιθέσεις του Στρατού Ηπείρου, από 1 έως 3 Δεκεμβρίου 1912 και από 7 έως 11 Ιανουαρίου 1913, για την κατάληψη της αμυντικής τοποθεσίας Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, δεν απέφεραν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ οι απώλειες των επιτιθέμενων τμημάτων του ήταν σοβαρές. Οι ανεπιτυχείς ενέργειες του Αντιστράτηγου Σαπουντζάκη είχαν ως συνέπεια την αντικατάστασή του από τον Αρχιστράτηγο, Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος ανέστειλε κάθε επιθετική ενέργεια και προέβη σε αναδιοργάνωση του Στρατού Ηπείρου, ενισχύοντάς τον με τέσσερις μεραρχίες, μία ταξιαρχία, ένα σύνταγμα ιππικού, καθώς και διάφορα αποσπάσματα. Παράλληλα, έδωσε τον κατάλληλο χρόνο για να αναπαυθούν οι, σκληρά δοκιμαζόμενες για μακρό διάστημα, μονάδες της πρώτης γραμμής, ενώ, το Γενικό Στρατηγείο προετοίμαζε μεθοδικά το τελικό σχέδιο ενεργείας. Απώτερος σκοπός του ήταν η, από τα δυτικά, ευρεία υπερκέραση της οχυρωμένης τοποθεσίας και η κατάληψη των Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα, με επιθετικές ενέργειες στον κεντρικό και στον ανατολικό τομέα, το «Γενικό Στρατηγείο» επιδίωκε την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των δυνάμεων, που αμύνονταν εκεί. Ως εκ τούτου, ο Στρατός Ηπείρου κατανεμήθηκε σε δύο τμήματα. Το Α΄ Τμήμα Στρατιάς θα διεξήγαγε, μαζί με τη ΙΙ Μεραρχία, αγώνα κατατριβής για την αγκίστρωση του εχθρού στο ανατολικό και νότιο μέτωπο και το Β΄ Τμήμα Στρατιάς θα επιτίθετο κατά του δεξιού της τοποθεσίας.
Το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου 1913, άρχισε η προπαρασκευή πυρών πυροβολικού εναντίον προκαθορισμένων στόχων στο Μπιζάνι και στην Καστρίτσα. Επίσης, είχε προηγηθεί σχέδιο παραπλάνησης, από τις 16 Φεβρουαρίου, με προσβολή τουρκικών στόχων στους Αγίους Σαράντα από τη Ναυτική Μοίρα Ιονίου και απόβαση επίδειξης δυνάμεων από στρατιωτικά τμήματα στην ίδια περιοχή (18-19 Φεβρουαρίου 1913), ενώ το Β΄ Τμήμα Στρατιάς είχε συγκεντρωθεί με κάθε μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανολιάσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα.
Από το πρώτο φως της επομένης, οι τρεις φάλαγγες του Β΄ Τμήματος Στρατιάς, εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση με μεγάλη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά διείσδυση στο δυτικό τομέα της τοποθεσίας, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, που αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας, κατόρθωσε να καταλάβει το χωριό Πεδινή τις απογευματινές ώρες και να συνεχίσει την καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων προς τα Ιωάννινα. Το 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων συνέχισαν την καταδίωξη και με προτροπή του Διοικητή του 9ου Τάγματος, Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου κατέλαβαν τον Άγιο Ιωάννη.
«Περαιωθεισών όλων των παρασκευών και της μεταφοράς των πυρομαχικών, ήρξατο ο κατά Μπιζανίου φοβερός κανονιοβολισμός διαρκέσας μέχρι της 7 ½ νυκτερινής ώρας. Καθ’ όλην την νύκτα εβάλλοντο οι Τούρκοι εκ περιτροπής καθ’ ωρισμένα διαστήματα από διαφόρους πυροβολαρχίας. Οι Τούρκοι ασθενώς απήντων και λόγω των απωλειών των αλλά και ένεκα της ολοέν μειώσεως των πυρομαχικών των. Όλη η προσοχή των, εστρέφετο προς το δεξιόν μας, διότι απ’ εκεί ενόμιζον ότι θα λάβη χώραν η κυρία επίθεσις, προς τούτο δε μετέφερον εκεί και δυνάμεις εκ του δεξιού των. Ούτω την νύκτα της πρώτης ημέρας του ενεργηθέντος κανονιοβολισμού το ορισθέν απόσπασμα καλώς εκτελέσαν την εντολήν του επλησιάσε το οχυρόν Άγιος Νικόλαος, χωρίς ο εχθρός να το αντιληφθή και κατέλαβεν αυτό πριν ή οι Τούρκοι προλάβωσι ν’ αμυνθώσι. Εκ τούτων τινές εφονεύθησαν, άλλοι έφυγαν και κατήλθον προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων και άλλοι συνελήφθησαν. Ευθύς δε από την πρωΐαν της επομένης ήρξατο μέρος του Πεζικού ημών του αριστερού να κατέρχεται προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων και να βαδίζη κατά της πόλεως.»1
Η είδηση ότι οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Ιωάννινα έπεισε την τουρκική Διοίκηση για το μάταιο της συνέχισης του αγώνα. Στις 23:00, ο Εσσάτ πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του τουρκικού στρατού. Στις 04:30 της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι απεσταλμένοι του Εσσάτ πασά, συνοδευόμενοι από τον Βελισσαρίου, έφτασαν στην έδρα του στρατηγείου, στο Χάνι Εμίν Αγά. Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος αποδέχτηκε την άνευ όρων παράδοση των Τούρκων και διέταξε την κατάπαυση του πυρός. Έτσι, στις 09:00 το Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στα Ιωάννινα, κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων της πόλης.
«Η γενομένη υποδοχή εις τον εισελθόντα Ελληνικόν Στρατόν υπήρξεν αυθόρμητος, εγκαρδιωτάτη και ενθουσιώδης. Όλοι οι κάτοικοι με επί κεφαλής τον Κλήρον ανέμενον εις την είσοδον της πόλεως την έλευσιν του Στρατού. Τόσον έντονος και σχεδόν ανέλπιστος ήτον η χαρά και η ευτυχία επί τη ανακτήσει της ελευθερίας ώστε προς στιγμήν αμφέβαλλον προ της ενώπιόν των ευρισκομένης πραγματικότητος. Η παρουσία όμως του Ελληνικού Στρατού τους έπειθε ότι το προ αυτών θέαμα δεν είναι όνειρον, αλλά το αναμενόμενον γεγονός προ τόσων αιώνων. Ο Διάδοχος ωδηγήθη εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν, ένθα ετελέσθη δοξολογία επί τη μεγάλη νίκη και τη απελευθερώσει των Ιωαννίνων. Μετά την δοξολογίαν ο λαός δεν ήξευρε πώς να περιποιηθή τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτας, ήθελεν όλους αν ήτο δυνατόν να τους φιλοξενήση εις τας οικίας του.»2
Η αμυντική τοποθεσία των Ιωαννίνων, κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου εθεωρείτο απόρθητη. Στη συνέχεια όμως, η ταχύτητα, η αποφασιστικότητα και η τόλμη των ελληνικών τμημάτων συνέβαλαν στην επιτυχή εκτέλεση του σχεδίου ενεργείας του Κωνσταντίνου. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την εκκαθάριση των περιοχών της υπολοίπου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός, έως τον Μάρτιο του 1913, απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις: Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Άγιους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα.
Για το αφιέρωμα της Στρατιωτικής Επιθεώρησης στον Τχη Ιωάννη Βελισσαρίου πατήστε εδώ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Μνήμες Πολέμου 1897-1974, Αθήνα 2012, απόσπασμα κειμένου, σελ. 63.
2Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Μνήμες Πολέμου 1897-1974, Αθήνα 2012, απόσπασμα κειμένου, σελ. 88
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1987
ΠΗΓΕΣ
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.1601/Γ/31
Φωτογραφικό Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ (Δ4)
Εισαγωγή
Τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία εισήλθε επίσημα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δείχνοντας εξ αρχής τις απειλητικές της διαθέσεις, καθώς κατηγορούσε την Ελλάδα για δήθεν προσφορά βοήθειας στους αντιπάλους της, κλιμάκωσε τις ενέργειές της και μετέφερε ισχυρές δυνάμεις προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η ελληνική στρατιωτική ηγεσία ενίσχυσε τους μεθοριακούς σχηματισμούς της εν αναμονή της επικείμενης ιταλικής εισβολής. Μετά από σωρεία σοβαρών πολιτικοστρατιωτικών προκλήσεων την 28η Οκτωβρίου 1940, μετά την άρνηση της Ελληνικής Κυβέρνησης να αποδεχθεί την είσοδο ιταλικών στρατευμάτων στην επικράτειά της, η φασιστική Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.
Η ελληνοϊταλική σύρραξη που ακολούθησε, εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:
Στο πλαίσιο της εαρινής ιταλικής επίθεσης κατά των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία περιλαμβάνεται και η μάχη που έλαβε χώρα στο Ύψωμα 731, μια μάχη ιδιαίτερης σημασίας τόσο για την τελική έκβαση της της ιταλικής επίθεσης, όσο και τον απαράμιλλο ηρωισμό που επέδειξαν οι Έλληνες μαχητές κατά τη διεξαγωγή της.
Προετοιμασία αντίπαλων δυνάμεων κατά την Γ΄ φάση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου
Η συνεχιζόμενη προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και οι αλλεπάλληλες ελληνικές επιτυχίες δημιούργησαν ανησυχίες στην ιταλική ηγεσία και ανάγκασαν τον Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) να αντικαταστήσει τον στρατιωτικό διοικητή του θεάτρου επιχειρήσεων της Αλβανίας, Στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu), με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Ο Μουσολίνι έφερε βαρέως την ήττα του στρατού του στην Αλβανία και αδημονούσε να καταγάγει και αυτός θεαματικές νίκες ώστε να ενισχυθεί το κύρος του.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1941, το μέτωπο λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών (ομίχλη, χιονοθύελλες δριμύ ψύχος) σταθεροποιήθηκε σε μια γραμμή που ξεκινούσε από το Πόγραδετς και κατέληγε στα βόρεια της Χειμάρρας. Ενώπιον λοιπόν του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί και για την αναπτέρωση του ηθικού του ιταλικού στρατού, ο Μουσολίνι προετοίμαζε εντατικά τις ένοπλες δυνάμεις του για να επιφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα εναντίον των Ελλήνων. Έτσι, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου μεταφέρθηκαν στην Αλβανία δέκα νέες ιταλικές μεραρχίες. Δεκάδες πλοία αποβίβαζαν στα αλβανικά λιμάνια εφόδια, πυρομαχικά, αυτοκίνητα και μέσα πυρός, ενώ ο Μουσολίνι παράλληλα καλούσε όλη την ελίτ του φασιστικού κόμματος να καταταγεί στο στρατό προς επάνδρωση των δυνάμεων στο μέτωπο της Αλβανίας.
Στις αρχές Μαρτίου 1941, ο ίδιος ο Μουσολίνι έφθασε στην Αλβανία προκειμένου να εποπτεύσει προσωπικά από κοντά τις επιχειρήσεις. Διέταξε λοιπόν την οργάνωση της μεγαλύτερης ως τότε επιχείρησης εναντίον των Ελλήνων με το όνομα “Primavera” «Άνοιξη», που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών.
Σύμφωνα με το σχέδιο που εκπονήθηκε από τον Στρατηγό Καβαλλέρο, η επιχείρηση θα εκδηλωνόταν στις 9 Μαρτίου 1941 στη ζώνη του Β΄ ΣΣ, μεταξύ των ποταμών Αώου και Άψου, σε ένα μέτωπο έξι χιλιομέτρων, με στόχο τη διάσπαση του μετώπου από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι, αποσκοπώντας στη διάνοιξη της κοιλάδας του Ντεσνίτσα ποταμού. Την κύρια προσπάθεια είχε αναλάβει το ιταλικό VIII Σώμα Στρατού, υπό τον Στρατηγό Γκαστόνε Γκαμπάρα (Gastone Gambara) αποτελούμενο από 4 μεραρχίες και 2 τάγματα Μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο εφεδρείες. Απέναντι από τις ιταλικές δυνάμεις αμυνόταν το Β΄ΣΣ με έξι μεραρχίες Πεζικού. Η επίθεση θα στρεφόταν στον τομέα της I Ελληνικής Μεραρχίας Πεζικού, μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι που πολεμούσε αδιαλείπτως με διοικητή τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό.
Η εξέλιξη της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών και ο αγώνας για το Ύψωμα 731
Στις 06:30 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Υπήρξε σφοδρότατος βομβαρδισμός σε όλο το μέτωπο του Β΄ΣΣ. Ιδιαίτερα στον τομέα της Ι Μεραρχίας, όπου ο ιταλικός στρατός κατηύθυνε την κύρια προσπάθειά του για τη δημιουργία ρήγματος, υπήρξε ορυμαγδός εκρήξεων βλημάτων του εχθρικού πυροβολικού, η προπαρασκευή του οποίου διήρκησε δυόμιση ώρες. Μαζί τους επιχειρούσαν και σχηματισμοί ιταλικών αεροσκαφών που βομβάρδιζαν συνεχώς τις ελληνικές θέσεις της πρώτης γραμμής και τα μετόπισθεν. Η δέσμη πυρών που συγκεντρώθηκε στα Υψώματα 717 και 731, καθώς και οι ακόλουθες αλλεπάλληλες επιθέσεις, δεν έφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όμως η γραμμή αντίστασης των Ελλήνων βαλλόταν κυριολεκτικά σε όλο το εύρος της. Ο καπνός και η σκόνη δεν επέτρεπαν ούτε τη λειτουργία των οπτικών μέσων επικοινωνίας. Με νέα προσπάθεια οι Ιταλοί κατέλαβαν το ύψωμα 717, το οποίο όμως ανακαταλήφθηκε ύστερα από ελληνική αντεπίθεση. Στις 14:00 και στις 16:50 εκδηλώθηκαν δύο επιθέσεις κατά των υψωμάτων 731 και Κιάφε-Λουζίτ με σημαντικές απώλειες όμως των επιτιθέμενων ιταλικών τμημάτων.
Την 10η και 11η Μαρτίου, οι ιταλικές δυνάμεις συνέχισαν τις προσπάθειές τους με την ίδια σφοδρότητα και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Την 12η Μαρτίου εκδηλώθηκε νυχτερινή, αυτή τη φορά, επίθεση των Ιταλών κατά του Υψώματος 731, η οποία αντιμετωπίστηκε με πυκνό φραγμό πυρών. Την 13η Μαρτίου, μέχρι το μεσημέρι, όλο το μέτωπο της Ι Μεραρχίας παρουσίαζε τη συνήθη δράση βομβαρδισμών πυροβολικού και όλμων. Στις 15:30 σημειώθηκε ακόμα μία προσπάθεια των ιταλικών δυνάμεων να καταλάβουν το ύψωμα 731 και το Μπρέγκου Ραπίτ, ενώ την επιχείρηση κάλυπτε η ιταλική αεροπορία. Ο αγώνας διήρκησε ως το απόγευμα, οπότε και οι επιτιθέμενοι ανατράπηκαν οριστικά. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και την 14η Μαρτίου, προσπαθώντας οι Ιταλοί να καταλάβουν με κάθε μέσο το ύψωμα 731. Μπορεί ο βομβαρδισμός να γινόταν σε όλο τον κεντρικό τομέα, η επιχείρηση όμως επικεντρώθηκε στο ύψωμα αυτό, το οποίο αποτέλεσε το κλειδί της όλης τοποθεσίας, καθώς βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας αποτελώντας εδαφικό εφαλτήριο για την εκτόξευση της επιθετικής ενέργειας από Νότο προς Βορρά.
Κατά τη διάρκεια των ιταλικών επιθέσεων και των ελληνικών αντεπιθέσεων, ιδιαίτερες στιγμές ηρωισμού και φρίκης καταγράφηκαν στο ύψωμα 731 που το υπεράσπιζαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού. Ο Έλληνας Αξιωματικός που σταμάτησε τους Ιταλούς επιδρομείς με σχέδιο και ανδρεία εκτινάσσοντας στα ύψη το φρόνημα των ανδρών του ήταν ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, Διοικητής του ΙΙ Τάγματος του Συντάγματος. Η διαταγή προς τους στρατιώτες του ήταν σαφής και δραματική: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω. Τότε μόνο θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσία μας, όταν αποθάνομεν άπαντες επί των θέσεων μας». Οι Ιταλοί προχώρησαν κατά διαδοχικά κύματα με σκοπό να καταλάβουν οπωσδήποτε το ύψωμα 731, παρά τις απώλειές τους. Τα αμυνόμενα Ελληνικά Τμήματα αντέδρασαν με άμεση αντεπίθεση. Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι εκρήξεις των πυρών πυροβολικού συνεχίστηκαν και η ιταλική αεροπορία έβαλε πανταχόθεν με αμείωτη σφοδρότητα. Ήταν η έβδομη επίθεση των Ιταλών στο ύψωμα 731 και τα ελληνικά όπλα εξακολουθούσαν να θριαμβεύουν αναπτερώνοντας το ηθικό των μαχόμενων τμημάτων.
Βαθμιαία χαλάρωση και διακοπή της Ιταλικής επίθεσης (16-26 Μαρτίου 1941)
Την 15η Μαρτίου μέχρι τις 13:00 επικράτησε ηρεμία. Λίγο αργότερα, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε και πάλι να βάλει κατά των υψωμάτων 731, Μπρέγκου Ραπίτ και κατά διαστήματα κατά του Κιάφε Λουζίτ και Μαζιάνι. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ανελέητος. Νέα επίθεση αποκρούστηκε στις 21:00 με χρήση χειροβομβίδων και άμεσων αντεπιθέσεων. Ήταν η έβδομη ημέρα της ιταλικής επίθεσης, εξαιρετικά αποφασιστική, καθώς η πλήρης αναποτελεσματικότητα των επιθετικών ενεργειών τους έπεισε τελικά την ιταλική ηγεσία ότι και η επιχείρηση “Primavera” ως σχέδιο, απέτυχε παταγωδώς. Γι’ αυτό και αποφάσισε τη βαθμιαία αναστολή επιχειρήσεων. Από τις 16 έως και τις 18 Μαρτίου, το μέτωπο του Β΄ΣΣ παρουσίαζε τη συνήθη προ της επιθέσεως δραστηριότητα. Μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, ξημέρωσε η 19η Μαρτίου 1941 και ως τότε οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το εχθρικό πυροβολικό και οι όλμοι ενέτειναν τα πυρά τους. Τίποτα δεν κατέστη ικανό να διασπάσει την ελληνική άμυνα. Η ιταλική προσπάθεια άρχισε να ατονεί, για να εκφυλιστεί τελείως από τις 25 Μαρτίου 1941 και ένθεν, καθώς στις 26 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο συμμαχικό στρατόπεδο. Εκτιθέμενοι λοιπόν οι Ιταλοί και από τα ανατολικά, σταμάτησαν τις επιθέσεις. Ο Μουσολίνι, με διάχυτο πνεύμα απογοήτευσης, καθώς το φασιστικό καθεστώς δεν κατάφερε να διατηρήσει το κύρος του και την πολιτική του θέση, επέστρεψε στη Ρώμη.
Επίλογος
Το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της μεταγενέστερης εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941, η οποία ματαίωσε οριστικά την προσπάθεια των Ιταλών να παρουσιάσουν ως δική τους, οποιαδήποτε επιτυχία εναντίον της Ελλάδας. Η απόκρουση της μεγάλης Εαρινής Επίθεσης υπήρξε η πρώτη στρατιωτική ήττα του λεγόμενου Άξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην πολεμική ιστορία και των δυο αντιπάλων, το Ύψωμα 731 υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα πεδία μάχης ολόκληρου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι στρατιώτες το ονόμασαν «Γολγοθά» (κρανίου τόπο) γιατί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών το βουνό ανασκάφθηκε από τους βομβαρδισμούς σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα να μεταβληθεί οριστικά η γεωλογική του μορφή. Μπορεί να χαμήλωσε από τους καταιγιστικούς βομβαρδισμούς πέντε μέτρα, όμως αυτοί που πολέμησαν πάνω του είχαν αποδειχθεί πραγματικοί γίγαντες. Το τίμημα αυτής της μάχης ήταν οι συνολικές απώλειες των ελληνικών δυνάμεων που ανήλθαν σε 1.243 νεκρούς και 4.016 τραυματίες, ενώ των ιταλικών δυνάμεων σε 11.800 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών.
Οι αξιωματικοί και οπλίτες που υπερασπίστηκαν με σθένος και ομοψυχία σε όλα τα επίπεδα, από τον ανώτατο ηγέτη ως τον τελευταίο μαχητή, το ύψωμα 731, καθώς και τα κοντινά υψώματα, δεν έκαναν απλώς το καθήκον τους Με τη θυσία και τη νίκη τους έδωσαν νόημα στην έννοια «κατοχή εδάφους», αντιμετωπίζοντας μάλιστα έναν εχθρό πολλαπλάσιο και καλύτερα εξοπλισμένο. Η εξαιρετική φθορά και οι απώλειες των ιταλικών τμημάτων που επιτέθηκαν στο ύψωμα 731, αιτιολογεί και την απόφασή τους να αναγείρουν στην περιοχή αυτή γενικό μνημείο πεσόντων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο χώρος απεκλήθη «Ιερή Ζώνη», λόγω των τρομερών απωλειών που υπέστησαν τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις επιθέσεις για την κατάληψή του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Χειμεριναί επιχειρήσεις - Ιταλικής επίθεση Μαρτίου (7 Ιανουαρίου – 26 Ματίου 1941, Αθήνα 1966.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η συμβολή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 2009.
Γεώργιος Κίτσος, Εαρινή Ιταλική Επίθεση 731, Έκδοση Συλλόγου Υπαλλήλων Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς Εν Αθήναι 1949.
Γεώργιος Τζουβάλας (Αντγος ε.α.), Το Ύψωμα 731, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2004.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ 1978.
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.681Α/Γ/33, (Μάχη Υψώματος 731).
–, Φ.681Γ/Γ/217, (Εχθρική ενέργεια εις Ύψωμα 731).
–, Φ.682/Β/5β, (Ιστορικό της πολεμικής δράσης του ΙΙ Τάγματος του 5ου Συντάγματος της 15/10/1941 για την περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου).
Εικόνες
- Ο Μουσολίνι παρακολουθεί την Εαρινή Επίθεση (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Στρατηγός Βραχνός ,Διοικητής Ι Μεραρχίας (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Το Ύψωμα 731 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Έλληνες μαχητές του 1940-41 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Έφοδος με εφ’ όπλου λόγχη (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Πεδινή Πυρ/χία βάλλει κατά εχθρικής ορεινής θέσης στην Τρεμπεσίνα τον Μάρτιο του 1941 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Στα Χαρακώματα (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
Σχεδιαγράμματα
- Σχεδιάγραμμα με αρίθμηση 23 του βιβλίου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οι κυριότερες μάχες του Ελληνικού Στρατού (1897-1955),Αθήνα 2012.
- Σχεδιάγραμμα με αρίθμηση 22 του βιβλίου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941,Αθήνα 1985.
Ουέιβελ: «Μετά τη σύμπτυξη των δυνάμεων τις οποίες αναφέρετε
τι απομένει στη Μακεδονία και τη Θράκη για να αντισταθεί κατά
της γερμανικής εισβολής;»
Παπάγος: «Τα οχυρά και η στοιχειώδης προκάλυψη»
Συνομιλία Αρχιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού, Α. Παπάγου, με τον
Αρχηγό των Βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, Στρατηγό
Ουέιβελ, Ανάκτορα Ταοϊου, 22 Φεβρουαρίου1941
Εισαγωγή
«Μάχη των Οχυρών» ονομάστηκε ο τετραήμερος αμυντικός αγώνας των υπερασπιστών της αποκαλούμενης «Γραμμής Μεταξά» έναντι των γερμανικών δυνάμεων οι οποίες την 0515 της 6ης Απριλίου 1941 επιτέθηκαν απροειδοποίητα εναντίον της Ελλάδας. Η Γερμανία, έχοντας ήδη αποφασίσει να εισβάλει στην ΕΣΣΔ, αναγκάστηκε, με αφορμή την οριστική αποτυχία της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, να επέμβει προκειμένου να ελέγξει πλήρως τα Βαλκάνια, μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας της ρωσικής εκστρατείας. Προς αυτό το σκοπό ενεργοποίησε το «Γερμανό- Ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας», γνωστό και ως «Χαλύβδινο Σύμφωνο» και έσπευσε να συνδράμει την Ιταλία εισβάλοντας ταυτόχρονα στην Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα υλοποιώντας το σχέδιο με την κωδική ονομασία «ΜΑΡΙΤΑ».
Η απροσδόκητη στρατιωτική κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας εντός μιας εβδομάδας οδήγησε, τελικά, στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης σφραγίζοντας την μοίρατων ελληνικών δυνάμεων του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) που αμύνονταν στα οχυρά. Την 0800 της 9 ης Απριλίου 1941 η γερμανική 2 η Τεθωρακισμένη Μεραρχία εισήλθε στη Θεσσαλονίκη. Αποκομμένος από την υπόλοιπη χώρα και με τις γερμανικές δυνάμεις να έχουν υπερφαλαγγίσει τις ελληνικές ο Αντιστράτηγος Μπακόπουλος διατάχθηκε από το Γενικό Στρατηγείο να διακόψει τις επιχειρήσεις. Ο ίδιος διαπραγματεύθηκε την παράδοση των δυνάμεων του ΤΣΑΜ προκειμένου να αποφύγει την μάταιη θυσία αίματος. Την 1400 υπογράφτηκε η παράδοση και την 1600 επιβλήθηκε η κατάπαυση πυρός.
Προς αναγνώριση του ηρωικού αγώνα των υπερασπιστών οι όροι της παράδοσης έδιναν στους Αξιωματικούς το δικαίωμα να κρατήσουν τα ξίφη τους και τα ελληνικά τμήματα να αποχωρήσουν χωρίς να συλληφθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Σε αρκετές περιπτώσεις η παράδοση των οχυρών έγινε με την απόδοση τιμών από γερμανικά τμήματα προς τους αποχωρούντες Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες. Παρά την τελική έκβαση οι πράξεις γενναιότητας των μαχητών των οχυρών κέρδισαν το σεβασμό των αντιπάλων και με την πάροδο του χρόνου εγγράφηκαν στη συλλογική μνήμη του λαού ως οι “Θερμοπύλες του βορά”.
Εικόνα 1. Αποχώρηση Ελλήνων στρατιωτών από το οχυρό Ρούπελ. Ενδεικτικό του ηθικού των Ελλήνων το χαμόγελο του στρατιώτη. Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Πολιτικό - στρατιωτική κατάσταση πριν την εισβολή.
Γερμανία.
Οι σχεδιασμοί των Γερμανών για τις επιχειρήσεις στην βαλκανική είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Νοέμβριο του 1940 όταν οριστικοποιήθηκε η απόφαση για εισβολή στην ΕΣΣΔ υπό την κωδική ονομασία επιχείρηση «ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ». Μετά τους ατυχείς χειρισμούς και την αποτυχία των Ιταλών στην βαλκανική τους εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας η ανώτατη διοίκηση της Βέρμαχτ εξαρτούσε πλέον την έναρξη των επιχειρήσεων εναντίον της ΕΣΣΔ από την εξασφάλιση του ελέγχου της βαλκανικής καθώς, σύμφωνα με τα σχέδια, έπρεπε να εξασφαλιστεί το δεξιό πλευρό της γερμανικής προέλασης της Ομάδας Στρατιών Νότου από πιθανές Συμμαχικές ενέργειες. Περαιτέρω έπρεπε πάση θυσία να διατηρηθεί ο έλεγχος των πολύτιμων ρουμάνικων πετρελαιοπηγών από τις οποίες εξαρτιόνταν ο ανεφοδιασμός της Βέρμαχτ (Wehrmacht). Τέλος υπήρχε η εκτίμηση πως η παρουσία γερμανικών δυνάμεων στα Βαλκάνια θα ανάγκαζε την Τουρκία να προσχωρήσει στον Άξονα. Συνεπώς, με δεδομένους τους αποτυχημένους χειρισμούς των Ιταλών, ο χώρος της βαλκανικής χερσονήσου προσέλαβε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.
Σχεδιάγραμμα 1. Το γερμανικό σχέδιο «ΜΑΡΙΤΑ» Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Η Γερμανία προετοιμάστηκε για τις επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας καταρχήν τις γραμμές συγκοινωνιών της προς τα Βαλκάνια. Αυτό το πέτυχε ασκώντας σταθερό πολιτικό έλεγχο στην Ουγγαρία, την Βουλγαρία και την Ρουμανία. Την 23 Νοεμβρίου 1940 η Ρουμανία προσχώρησε στον Άξονα ακολουθούμενη από την Βουλγαρία την 1 η Μαρτίου 1941, η οποία έλαβε ως αντάλλαγμα την δέσμευση της Γερμανίας για παραχώρηση της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας με την λήξη των επιχειρήσεων. Η σημασία που απέδιδε ο Χίτλερ στην βαλκανική εκστρατεία αντανακλάται στον όγκο των δυνάμεων που διατέθηκαν. Η 12 η Στρατιά υπό τον Στρατάρχη Βίλχελμ φον Λίστ, η οποία είχε αναλάβει την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, περιελάμβανε τους εξής σχηματισμούς: το XL Σώμα Στρατού Αρμάτων (Δ. Βουλγαρία), το XVII Ορεινό Σώμα Στρατού (Ν. Βουλγαρία), το XXX Σώμα Στρατού Πεζικού (Ν.Α Βουλγαρία) και την 16 η Μεραρχία Αρμάτων. Επικουρικά είχαν διατεθεί η 1 η Ομάδα Αρμάτων και το L Σώμα Στρατού.
Εναντίον της Ελλάδας το γερμανικό σχέδιο επιθέσεως βασίζονταν στην προϋπόθεση ότι, λόγω του κύριου βάρους που είχε δοθεί στο αλβανικό μέτωπο, οι ελληνικές δυνάμεις θα στερούνταν επαρκούς έμψυχου δυναμικού καθώς και υλικών μέσων προκειμένου να αμυνθούν στα σύνορα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Σε εφαρμογή του δόγματος του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg), που είχαν ήδη εφαρμόσει με επιτυχία στη Γαλλία, η επίθεση σχεδιάστηκε στη βάση της απόκτησης υπεροχής μέσω υπερκερωτικού ελιγμού ο οποίος θα οδηγούσε τις τεθωρακισμένες δυνάμεις στα νώτα των αναμενόμενων αμυντικών τοποθεσιών. Παράλληλα ειδικά εκπαιδευμένες και έμπειρες δυνάμεις θα προσέβαλαν κατά μέτωπο τις οχυρές τοποθεσίες.
Προς υλοποίηση των προαναφερθέντων ο φον Λίστ διέθεσε στις επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδας τρία Σώματα Στρατού. Το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τη 2 η Μεραρχία Αρμάτων, την 5 η και την 6 η Ορεινές Μεραρχίες, την 72 η Μεραρχία Πεζικού και το ενισχυμένο 125 ο Σύνταγμα Πεζικού, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη δυτική πλευρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων με σκοπό τη διάσπαση της «Γραμμής Μεταξά», την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και την απομόνωση ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας. Η 2 η Μεραρχία Αρμάτων ειδικότερα θα διέσχιζε γιουγκοσλαβικό έδαφος προκειμένου να στραφεί προς νότο και στη συνέχεια Θεσσαλονίκη. Το ΧΧΧ Σώμα Στρατού θα επιτίθονταν κατά της «Γραμμής Μεταξά» από τα ανατολικά με σκοπό να καταλάβει τη Δυτική Θράκη και τα κατόπιν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Το XL Σώμα Στρατού θα προέλαυνε στον άξονα Μοναστήρι-Φλώρινα- Γρεβενά, προκειμένου να απειλήσει τις ελληνικές δυνάμεις του μετώπου της Αλβανίας και τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στο Βέρμιο από τα νώτα. Σε ό,τι αφορούσε στις μηχανοκίνητες δυνάμεις οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει 1.365 ελαφρά, 344 μέσα και 198 βαρέα άρματα ενώ η όλη επιχείρηση θα υποστηριζόταν από περίπου 1.000 αεροπλάνα. Ενδεικτικά η ελληνική πλευρά διέθετε 27 ελαφρά άρματα στη διάθεση της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας η οποία είχε το ρόλο εφεδρείας της γραμμής άμυνας Μπέλες – Νέστου.
Ελλάδα
Τα προβλήματα που απασχολούσαν την ελληνική πλευρά, ενόψει της γερμανικής απειλής, ήταν η εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας και το ύψος της βρετανικής βοήθειας. Μετά από σειρά συσκέψεων της ελληνικής και βρετανικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αποφασίστηκε η άμυνα να διεξαχθεί στη οχυρωμένη «Γραμμή Μεταξά» και στην τοποθεσία Βερμίου. Η παρουσία συμμαχικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο θα αποτελούσε πρόκληση για τους Γερμανούς. Έτσι, αποφασίστηκε η αποβίβασή τους να πραγματοποιηθεί όταν τα γερμανικά στρατεύματα θα εισέρχονταν στη Βουλγαρία. Εξαιτίας όμως αυτής της καθυστέρησης οι βρετανικές δυνάμεις, ισχνές σε αριθμό ανδρών και ισχύ πυρός, δεν είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια,
Οι Βρετανοί σύμμαχοι είχαν συμφωνήσει από την 4η Μαρτίου 1941 να συνδράμουν την Ελλάδα στη βάση ενός σχεδίου αμύνης το οποίο αποτελούσε καρπό πολύπλοκων και επώδυνων διαπραγματεύσεων. Το υπόψη σχέδιο προέβλεπε πως, προκειμένου να σταλούν στην Ελλάδα βρετανικές δυνάμεις, ο κύριος σκοπός των επιχειρήσεων θα ήταν η άμυνα στη τοποθεσία Καϊμακτσαλάν – Βέρμιο – Αλιάκμονας την οποία θα υπεράσπιζε ο κύριος όγκος των διαθέσιμων ελληνικών δυνάμεων και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα. Αντί της εγκατάλειψης της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, που είχαν αρχικά προτείνει οι Βρετανοί, συμφωνήθηκε η επιβράδυνση του εχθρού στην οχυρωμένη μεθοριακή γραμμή Μπέλες – Νέστος με τις ελάχιστες δυνατές δυνάμεις (3 μεραρχίες). Συνεπώς η άμυνα της οχυρής τοποθεσίας Μπέλες – Νέστου επαφίονταν, κυρίως, στις ελληνικές δυνάμεις των οχυρών και την αντοχή των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι έπρεπε να αποκρούσουν την γερμανική επίθεση εναντίον των εδαφών τους προκειμένου να μην διέρχονταν οι Γερμανοί μέσω Γιουγκοσλαβίας στα μετόπισθεν της γραμμής άμυνας.
Κατά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης ο όγκος των ελληνικών δυνάμεων (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας – ΤΣΔΜ και Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου – ΤΣΗ) βρίσκονταν στο Αλβανικό μέτωπο έχοντας μόλις αποκρούσει την εαρινή επίθεση των Ιταλών (επιχείρηση «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ»). Σύμφωνα με τα σχέδια στην οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες-Νέστος («Γραμμή Μεταξά») είχε αναπτυχθεί το Τακτικό Συγκρότημα Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, το οποίο διέθετε τις XVIII, XIV και VII Μεραρχίες Πεζικού, την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, την Ταξιαρχία Έβρου και το Απόσπασμα Κρουσίων. Αποστολή του ΤΣΑΜ, σύμφωνα με τις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου, ήταν η σταθερή άμυνα επί της οχυρωμένης τοποθεσίας και, σε περίπτωση αδυναμίας εξασφάλισης της τοποθεσίας, σύμπτυξη των δυνάμεων του προς Θεσσαλονίκη. Το Απόσπασμα Κρουσίων θα απαγόρευε τη γερμανική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσίας Μπέλες. Ανατολικά του Στρυμόνα ήταν η VII και η XIV Μεραρχίες Πεζικού ενώ δυτικά του Στρυμόνα ήταν η XVIII. Στην ευρύτερη περιοχή της Ξάνθης ήταν ανεπτυγμένη η Ταξιαρχία Νέστου. Ως εφεδρεία τηρούνταν η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, νότια της λίμνης Δοϊράνης.
Η κατάσταση των ελληνικών μεραρχιών απείχε πολύ από όσο επέβαλλε η κατάσταση. Η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία ήταν ελαττωμένης σύνθεσης, αποτελούνταν δε από λάφυρα του Αλβανικού μετώπου η ποιότητα και η ποσότητα των οποίων ήταν πολύ κάτωτου μέσου όρου. Στις υπόλοιπες μεραρχίες η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Οι αξιωματικοί των Μονάδων ήταν κατά 80% έφεδροι, η μέση δύναμη των Ταγμάτων ήταν περίπου 500 άνδρες, στην πλειοψηφία τους ντόπιοι επίστρατοι με ελάχιστη ή καθόλου πολεμική εμπειρία, οι Μόνιμοι Ανθυπολοχαγοί που διοικούσαν λόχους είχαν μόλις αποφοιτήσει από την Σχολή ενώ ο οπλισμός των Μονάδων ήταν πεπαλαιωμένος. Ενδεικτική της χαώδους διαφοράς σε ισχύ πυρός είναι η σύγκριση του αριθμού των αρμάτων: 27 ελαφρά άρματα συνολικά στην διάθεση των ελληνικών δυνάμεων έναντι 1365 ελαφρών, 344 μέσων και 198 βαρέων αρμάτων που είχαν οι Γερμανοί. Σε ό,τι αφορά στην αεροπορική κάλυψη η Ελλάδα δεν διέθετε αεροπλάνα στο συγκεκριμένο μέτωπο.
Σχεδιάγραμμα 2: η διάταξη των ελληνικών δυνάμεων του ΤΣΑΜ την 6 Απριλίου 1941 Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, σχεδιάγραμμα προσαρμοσμένο σε χάρτη Google Earth για την καλύτερη απεικόνιση του ανάγλυφου.
Σχεδιάγραμμα 3. Η διάταξη όλων των ελληνικών και συμμαχικών δυνάμεων την παραμονή της εισβολής. Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, σχεδιάγραμμα της ΔΙΣ προσαρμοσμένο σε χάρτη της Google Earth
Η “Γραμμή Μεταξά”
Κατά την έναρξη των γερμανικών επιχειρήσεων εναντίον της Ελλάδος στην οριογραμμή των συνόρων Ελλάδας – Βουλγαρίας είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό ένα γιγαντιαίο, ως προς τους πόρους και τη δυσκολία υλοποίησης, αμυντικό έργο. Σκοπός του ήταν η προστασία της χώρας από αιφνίδια εχθρική ενέργεια εκ μέρους της Βουλγαρίας. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Από το σύνολο των 417 χιλιομέτρων της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου η οχυρωμένη τοποθεσία κάλυπτε, με διάφορα έργα, 215 χιλιόμετρα. Τη ραχοκοκαλιά αυτής της γραμμής αποτελούσαν είκοσι ένα, σύγχρονα για την εποχή, αυτόνομα, περίκλειστα οχυρά τα οποία διέθεταν δυνατότητα άμυνας προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα οχυρά, μαζί με τα έργα που τα συμπλήρωναν, έγιναν μετέπειτα γνωστά ως «Γραμμή Μεταξά».
Τα πολιτικά και στρατιωτικά επιχειρήματα για την κρισιμότητα της οχύρωσης της μεθορίου προέκυπταν από τη γεωγραφία της χώρας καθώς η βόρεια Ελλάδα ήταν – και είναι - εύκολο να προσβληθεί από την πλευρά της Βουλγαρίας και της τότε Γιουγκοσλαβίας σε τρία σημεία. Τα σημεία αυτά, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, είναι η διάβαση του Στρυμόνα, η κοιλάδα του Αξιού και η διάβαση του Μοναστηρίου. Κάθε διείσδυση εισβολέα μέσω των 2 κοιλάδων θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την κατάληψη της Κεντρικής και της Ανατολικής Μακεδονίας καθώς και της δυτικής Θράκης. Συμπερασματικά, ελλείψει του αναγκαίου στρατηγικού βάθους στην βόρεια Ελλάδα η αποφυγή με κάθε τρόπο μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης ήταν ζωτικής σημασίας.
Σχεδιάγραμμα 3. Το πρόβλημα της έλλειψης στρατηγικού βάθους στην ελληνική μεθόριο. Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Σχεδιάγραμμα 4. Διαβάσεις προς Ελλάδα από βορά. Το οδικό δίκτυο δεν έχει αλλάξει . Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, σχεδιάγραμμα προσαρμοσμένο και προσανατολισμένο σε χάρτη Google Earth.
Η σχεδίαση της οχύρωσης της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου υλοποιήθηκε με βάση ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές:
α) Η οχύρωση απέβλεπε στην αρχική αντιμετώπιση αντίπαλου Στρατού με οργάνωση και δυνατότητες όπως των όμορων βαλκανικών χωρών (Βουλγαρία), οι οποίες ήταν γνωστές, συγκεκριμένες και σαφώς περιορισμένες σε σχέση με εκείνες των Δυτικών στρατών των μεγάλων κρατών (Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία)
β) Οι παθητικές αμυντικές δυνατότητες που θα παρείχε η γραμμή των οχυρών θα αξιοποιούνταν μέσω αντεπιθέσεων του τακτικού Ελληνικού Στρατού, ο οποίος, επιπλέον, θα κάλυπτε τα πλευρά της αμυντικής διάταξης και θα παρείχε την αναγκαία εγγύς προστασία στα οχυρά ενάντια στις εχθρικές ενέργειες κατάληψής τους.
γ) Την άμυνα της τοποθεσίας θα συμπλήρωναν το πυροβολικό των μετόπισθεν, οι θέσεις του οποίου, όπως και οι τομείς πυρών υποστήριξης, είχαν αναγνωριστεί και οργανωθεί σε βάθος. Την προσβολή των οχυρών από αέρος θα απέτρεπε η αεροπορική κάλυψη με καταδιωκτικά αεροσκάφη.
Από τα προηγούμενα καθίσταται σαφές ότι τα οχυρά είχαν σχεδιαστεί να λειτουργούν ως μέρος ενός συνολικού σχεδίου ενεργητικής και παθητικής άμυνας στο οποίο ζωτικό ρόλο είχαν οι εφεδρείες. Ο απολύτως κρίσιμος παράγοντας και αναγκαία προϋπόθεση κάθε αμυντικού σχεδίου ήταν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα διέρχονταν εχθρικές δυνάμεις από την Γιουγκοσλαβία οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να φτάσουν στα πλευρά και τα νώτα της γραμμής άμυνας του Αλιάκμονα και να αποκόψουν από τον ηπειρωτικό κορμό όλες τις δυνάμεις που θα αμύνονταν από την Θεσσαλονίκη μέχρι την Θράκη.
Παρά την στρατηγική σημασία της τοποθεσίας και παρά τα διδάγματα του Α ́ΠΠ μέχρι το 1935 δεν είχε δοθεί η δέουσα προσοχή και δεν υπήρχαν ολοκληρωμένες μελέτες για την αμυντική οργάνωση του εδάφους. Το 1935, μετά την εισβολή της Ιταλίας στηνΑιθιοπία, έγινε κατανοητό πως το διεθνές περιβάλλον ασφαλείας έφθινε καθημερινά. Το 1936, με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιωάννη Μεταξά, τα αμυντικά οχυρωματικά έργα των ελληνοβουλγαρικών συνόρων είχαν κριθεί ως έργα μείζονος εθνικής σημασίας και άρχισαν να υλοποιούνται με φρενήρεις ρυθμούς. Ο Μεταξάς είχε ιδία άποψη για την σημασία της συγκεκριμένης περιοχής γεγονός που τον οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια για την ολοκλήρωση των έργων η οποία δεν είχε προηγούμενο στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού και του Μηχανικού ειδικότερα.
Προκειμένου να επισπευτούν στο μέγιστο δυνατό οι χρόνοι ολοκλήρωσης των οχυρών συχνά συγχωνεύονταν όλα τα στάδια υλοποίησης: η μελέτη κατασκευής, η χάραξη επί του εδάφους και το οικοδομικό έργο μαζί με την αναγκαία κατασκευή διαβάσεων για την μεταφορά των υλικών. Η πίεση χρόνου μεγάλωνε όσο η διεθνής πολιτικοστρατιωτική κατάσταση επιδεινώνονταν. Την ολοκλήρωση των έργων δυσχέραινε σημαντικά η ανάγκη υπερνίκησης σχεδόν ανυπέρβλητων εδαφικών περιορισμών, συνέπεια του γεγονότος της επιλογής της τοποθεσίας ενός εκάστου. Κορυφογραμμές και ορεινές διαβάσεις, άκρως δυσπρόσιτα ορεινά εδάφη στα οποία δεν υπήρχε μέχρι τότε οδική πρόσβαση. Ακόμη και η μεταφορά των αναγκαίων οικοδομικών υλικών στις τοποθεσίες αποτέλεσε άθλο για την ολοκλήρωση του οποίου χρησιμοποιήθηκαν μέχρι και καμήλες, ως ανθεκτικότερες και ικανότερες να μεταφέρουν μεγάλα φορτία σε αυτό τον τύπο εδαφών. Επιπρόσθετα, η διαδικασία προμήθειας των υλικών, τόσο για την κατασκευή όσο και για τον πολεμικό εξοπλισμό των οχυρών, συναντούσε σημαντικά προβλήματα εξαιτίας καθυστερήσεων στις παραδόσεις εκ μέρους των ξένων προμηθευτών οι οποίοι ήδη αντιμετώπιζαν πιέσεις από τις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες έδρευαν.
Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί του μεγέθους των έργων και της προσπάθειας: 1,5 δις δραχμές (1939) ή αλλιώς το 10% του ετήσιου προϋπολογισμού της χώρας, 115 χλμ. διάνοιξης και κατασκευής νέων οδών, 92 χλμ. επισκευή παλαιού δικτύου, 24 χλμ. υπόγειες στοές, 13 χλμ. υπόγειες εγκαταστάσεις διαβίωσης, 900.000 κυβικά μέτρα εκσκαφές, 66.000 τόνοι τσιμέντου, 12.000 τόνοι σιδηροπλισμός, 180.000 κυβικά μέτρα σκυροδέματα, 17 χλμ. σωλήνων αερισμού, 75 χλμ σωλήνων ύδρευσης, 90 χλμ. συρματοπλέγματος.
Η «Γραμμή Μεταξά» περιλάμβανε είκοσι ένα αυτόνομα οχυρά, προκεχωρημένες οργανωμένες θέσεις άμυνας, όπως πολυβολεία και πυροβολεία με σκέπαστρα ή χωρίς, παρατηρητήρια πυροβολικού και τα συνήθη έργα εκστρατείας, όπως σειρές αντιαρματικών κωλυμάτων και συρματοπλέγματα, χαρακώματα μάχης και τάφροι συγκοινωνίας. Τα αντιαρματικά κωλύματα περιελάμβαναν συνδυασμό τάφρων, τσιμεντένιων κώνων (δόντια) και σιδηροτροχιών προσεδεμένων με τσιμέντο στο κέντρο (αχινός) Εξαιρετική σημασία είχε δοθεί στις επικοινωνίες, καθώς κάθε οχυρό είχε πλέον των δυο διαφορετικών γραμμών επικοινωνίας τόσο με τα άλλα οχυρά όσο και με τις θέσεις των Στρατηγείων στα μετόπισθεν και τις Διοικήσεις Πυροβολικού. Τα καλώδια των τηλεφωνικών γραμμών, 1216 χιλιόμετρα γραμμών εκτός οχυρών, είχαν τοποθετηθεί στα δύο μέτρα, βάθος το οποίο, εκ των υστέρων, αποδείχτηκε ανεπαρκές για την προστασία από τους βομβαρδισμούς. Τα οχυρά είχαν αυτονομία 10 ημερών σε τρόφιμακαι πόσιμο νερό. Οι εγκαταστάσεις διαβίωσης παρείχαν όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις ενώ ο αέρας φιλτράρονταν με ειδικές συσκευές. Η ηλεκτροδότηση των μηχανημάτων, των διαβιβάσεων και του φωτισμού εξασφαλίζονταν από ηλεκτρογεννήτριες.
Το 1941 τα οχυρωματικά έργα είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. Την παραμονή της εισβολής των Γερμανών η κατάσταση είχε ως εξής: το μόνο οχυρό που θεωρούνταν ημιτελές ήταν το Ποποτλίβιτσα, το οποίο όμως παρείχε δυνατότητα αντιστάσεως. Τα έργα του συγκροτήματος Ρούπελ είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί εκτός από μικρά συμπληρωματικά έργα νωτιαίας άμυνας, το οχυρό Κάλη είχε σχεδόν αποπερατωθεί εκτός ενός έργου δεύτερης γραμμής ενώ όλα τα υπόλοιπα οχυρά θεωρούνταν ολοκληρωμένα σε ό,τι αφορά στις κατασκευές έργων. Μόλις διαφάνηκε η πιθανότητα της γερμανικής απειλής τα οχυρωματικά έργα επεκτάθηκαν προς τα δυτικά από τη λίμνη Δοϊράνη μέχρι την ανατολική όχθη του Αξιού ποταμού όμως υπό την πίεση του χρόνου υλοποιήθηκαν μόνο περιορισμένα έργα εκστρατείας όπως αντιαρματικές τάφροι και ορισμένα σκυρόδετα επίγεια έργα.
Τα οχυρά επάνδρωναν 329 Αξιωματικοί και 9740 οπλίτες οι οποίοι είχαν τοποθετηθεί σε αυτά πολύ νωρίτερα από την έναρξη των επιχειρήσεων των Γερμανών. Η εντοπιότητα των περισσότερων οπλιτών, ο χρόνος που είχαν να εξοικειωθούν με τα οχυρά και η καθημερινή εκπαίδευση υπό τις οδηγίες των Διοικητών των οχυρών είχε ως αποτέλεσμα να καταστούν μια θανάσιμη δύναμη ενάντια σε κάθε εχθρό. Σε περισσότερες των μια περιπτώσεων οι στρατιώτες των οχυρών πολέμησαν σε συνθήκες πλήρους συσκότισης ή εκκαθάρισαν εξωτερικούς χώρους των οχυρών χωρίς τη συνδρομή εφεδρικών δυνάμεων. Αν όμως το ανθρώπινο δυναμικό ήταν πλήρες και ετοιμοπόλεμο σε ό,τι αφορά στα αποθέματα των οχυρών σε πολεμικό υλικό (πυρομαχικά, οπλισμός, ανταλλακτικά οπλισμού καθώς και άλλα αναγκαία υλικά) παρατηρούνταν σημαντικές ελλείψεις. Οι ελλείψεις παρουσιάζονταν σε κρίσιμα υλικά: αποθέματα πυρομαχικών, εφεδρικά πολυβόλα και αντιαεροπορικά όπλα. Όλες οι ελλείψεις ήταν γνωστές αλλά αναπόφευκτες καθώς μεγάλο μέρος του αποθέματος πυρομαχικών και αριθμός οπλισμού είχε μεταφερθεί νωρίτερα στο Αλβανικό Μέτωπο για την απόκρουση της επιχείρησης «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ» και δεν αναπληρωθεί ούτε επιστραφεί.
Εικόνα 2. Το οχυρό Ιστίμπεη.
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Εικόνα 3. Πολυβολείο οχυρού Παρταλούσκα.
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Εικόνα 4. Αντιαρματικά κωλύματα (τύπου «δόντια δράκου») στο οχυρό Παρταλούσκα
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Η γερμανική επίθεση
«Δεν θρηνώ ως στρατιώτης διότι η θυσία ήταν επιβεβλημένη, αλλά
κλαίω ως άνθρωπος διότι εκ του Συντάγματος μου απέμειναν ολίγοι
μόνο άνδρες»
Γερμανός διοικητής του 125 ου ενισχυμένου Συντάγματος, μετά την
παράδοση του Οχυρού Ρούπελ.
6 η Απριλίου 1941 – Ημέρα 1 η
Την 0515 της 6 ης Απριλίου οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε ολόκληρο το μέτωπο από τα σύνορα Ελλάδας – Βουλγαρίας – Γιουγκοσλαβίας μέχρι βόρεια της Κομοτηνής. Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε εναντίον των οχυρών Μπέλες και Ρούπελ.
Εναντίον του Μπέλες οι Γερμανοί έστειλαν 2 ορεινές Μεραρχίες (την 5η και την 6η ) και εναντίον του συγκροτήματος του οχυρού Ρούπελ το 125ο ενισχυμένο Σύνταγμα το οποίο είχε πολεμήσει στη γραμμή “Μαζινό” και είχε σημαντική εμπειρία εναντίον οχυρωμένων τοποθεσιών. Το γερμανικό σχέδιο ενεργείας περιελάμβανε διαδοχικά κύματα βομβαρδισμών από αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως (Στούκας) και πυροβολικό. Υπό την κάλυψη των συνεχόμενων πυρών και βομβαρδισμών είχε σχεδιαστεί να προωθηθούν οι δυνάμεις του πεζικού. Παρά τα καταιγιστικά πυρά το συγκρότημααντιστάθηκε νικηφόρα στις επιθέσεις. Οι απώλειες του την πρώτη ημέρα ήταν 6 νεκροί και 36 τραυματίες ενώ είχαν καταστραφεί 3 αντιαρματικά πυροβόλα και τρία πολυβόλα.
Ομοίως ισχυρά πυρά δέχθηκαν τα οχυρά Ιστίμπεη και Κελκαγιά στο αριστερό άκρο της αμυντικής τοποθεσίας. Οι μάχες έλαβαν επικές διαστάσεις όταν τα οχυρά απομονώθηκαν από τις δυνάμεις της XVIII Μεραρχίας που τα υποστήριζε. Κατά το βράδυ της πρώτης μέρας επιχειρήσεων στο Ιστίμπεη όλα τα μετωπικά όπλα και όργανα παρατηρήσεως είχαν καταστραφεί και οι μαχητές είχαν αποσυρθεί στις υπόγειες στοές με τον ατομικό οπλισμό τους. Το οχυρό Κελκαγιά το βράδυ της ίδιας μέρας βρίσκεται σε ακόμη δυσμενέστερη θέση καθώς είχε περικυκλωθεί και ο οπλισμός του είχε τεθεί εκτός μάχης ενώ επί του οχυρού είχαν βρεθεί εχθρικές δυνάμεις. Στον άλλο τομέα αμύνης, στα δεξιά της στενωπού Ρούπελ, το κύριο βάρος των επιθέσεων δέχτηκε το συγκρότημα του Οχυρού Περιθώρι το οποίο στο τέλος της ημέρας βρέθηκε με κατεστραμμένα αρκετά έργα του αλλά είχε κατορθώσει να απωθήσει συνδυασμένες εχθρικές ενέργειες δυο ταγμάτων.
Όμως ο αγώνας ήταν εξαρχής άνισος. Ήδη από το βράδυ της 6 ης Απριλίου η γερμανική 6 η Ορεινή Μεραρχία έφτασε σε υψόμετρο 2100 μέτρων και διέσχισε μια, θεωρούμενη απρόσιτη μέχρι εκείνη τη στιγμή, ορεινή διάβαση. Την 7 η Απριλίου είχε εισχωρήσει στην κοιλάδα Ροδοπόλεως και έφτασε τη σιδηροδρομική γραμμή προς Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε την 7 η Απριλίου η υπερκέραση της άμυνας του Οχυρού «Ρούπελ» από την 5 η Ορεινή Μεραρχία, η οποία εξέθεσε την διάβαση σε επίθεση από τα νότια. Ταυτόχρονα η 72 η Μεραρχία Πεζικού το βράδυ της 9 η Απριλίου έφτασε στην περιοχή Β.Α των Σερρών. Το τελικό αποτέλεσμα των συνδυασμένων ενεργειών της πρώτης ημέρας ήταν η διάσπαση του αριστερού της αμυντικής τοποθεσίας, η περικύκλωση των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκαγιά, τα οποία είχαν τεθεί πρακτικά εκτός μάχης και η κατάληψη της κορυφογραμμής του Μπέλες από την 6η Ορεινή Μεραρχία. Η γραμμή άμυνας είχε ήδη υπερφαλαγγιστεί.
Σχεδιάγραμμα 5: Η διάβαση του Μπέλες και η εισχώρηση της 6 ης Ορεινής Μεραρχίας στην κοιλάδα Ροδοπόλεως και η περικύκλωση των οχυρών Κελκαγιά και Ιστίμπεη. Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.
7 η Απριλίου 1941 – Ημέρα 2 η
Παρόλο που οι γερμανικές δυνάμεις τους είχαν υπερφαλαγγίσει οι υπερασπιστές των οχυρών αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα και παρέμειναν στις θέσεις τους αμυνόμενοι. Οι γερμανοί χρειάστηκε να αγωνιστούν σκληρά για κάθε μέτρο εδάφους καθώς κάθε μεμονωμένο σημείο στηρίγματος της «Γραμμής Μεταξά» απαίτησε συνδυασμό μετωπικών και υπερκερωτικών ενεργειών καθώς και ισχυρή αεροπορική υποστήριξη μέχρι να εξουδετερωθεί. Χαρακτηριστικό της έντασης των μαχών είναι το γεγονός πως το ενισχυμένο 125 ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο είχε πολεμήσει εναντίον των Γάλλων στη «Γραμμή Μαζινό», επιτέθηκε μετωπικά στο οχυρό «Ρούπελ» υπό την κάλυψη αεροπορικών βομβαρδισμών που προηγήθηκαν. Από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκε ο αγωγός υδρεύσεως και δυο πολυβόλα. Το πιο κρίσιμο πλήγμα όμως ήταν η διείσδυση δυο Λόχων στα μετόπισθεν του οχυρού και η κατάληψη του Κλειδίου. Τελικά το 125 ο Σύνταγμα Πεζικού υπέστη τέτοιο αριθμό απωλειών ώστε αναγκάστηκε να αποσυρθεί από παραπέρα δράση μόλις κατόρθωσε να επιτύχει τον αντικειμενικό του σκοπό ενώ το οχυρό συνέχισε να αντιστέκεται με επιτυχία στις προσπάθειες κατάληψης του.
Στο αριστερό άκρο της τοποθεσίας ολοκληρώθηκε η εκκένωση του θύλακος Μπέλες από τις δυνάμεις της XVIII Μεραρχίας ενώ κατελήφθησαν από τις γερμανικέςδυνάμεις τα οχυρά Κελκαγιά και Ιστίμπεη που είχαν τεθεί εκτός μάχης την προηγούμενη ημέρα. Ως αποτέλεσμα της απώλειας των δυο οχυρών και της σύμπτυξης της Μεραρχίας βρέθηκε απομονωμένο το Οχυρό Αρπαλούκι. Οι Γερμανοί εστίασαν εκεί τους βομβαρδισμούς τους και προετοιμάζονταν για ενέργεια κατάληψης. Μετά από αίτηση του Διοικητή του Οχυρού διατάχθηκε η εγκατάλειψη του. Οι Γερμανοί κατόρθωσαν να εισέλθουν στο οχυρό Περιθώρι αλλά αποδεκατίστηκαν από την φρουρά του οχυρού καθώς ο επικεφαλής Αξιωματικός διέταξε συσκότιση. Οι υπερασπιστές του οχυρού, καλά εκπαιδευμένοι από την ειρηνική περίοδο, αιφνιδίασαν τους Γερμανούς οι οποίοι στο σκοτάδι υπέστησαν πανωλεθρία.
Εικόνα 5: Η εφημερίδα «Ακρόπολις» ενημερώνει το κοινό για την αντίσταση και την ήττα των Γερμανών στο οχυρό Περιθώρι .
Πηγή: Αρχείο ΕΛΙΑ
Στο δεξί άκρο της αμυντικής τοποθεσίας επαναλήφθηκε η συνδυασμένη γερμανική επίθεση στο οχυρό Περιθώρι. Μετά από σκληρές μάχες κατορθώνουν τελικά να εισχωρήσουν Γερμανοί οι υπερασπιστές του όμως κατορθώνουν μετά από δίωρη μάχη εντός του οχυρού να τους εκδιώξουν. Σημειώνονται σημαντικές ζημιές σε πολυβόλα και όργανα παρατήρησης οι οποίες μειώνουν περαιτέρω την μαχητική ισχύ του Οχυρού το οποίο παρά ταύτα παραμένει απόρθητο.
Με το ηθικό να παραμένει υψηλό και εξαιτίας της πείσμονος αντίστασης των υπερασπιστών των οχυρών η τοποθεσία Μπέλες – Νέστος, παρά την κατάληψη των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκάγια παρέμεινε ουσιαστικά αρραγής. Η μάχη των οχυρών όμως έχει ήδη κριθεί σε άλλο μέτωπο. Το βράδυ της 7ης Απριλίου καταρρέει η γιουγκοσλαβική αντίσταση με αποτέλεσμα την αποδέσμευση επιπρόσθετων δυνάμεων για το Ελληνικό Μέτωπο. Ταυτόχρονα ξεκινά η προέλαση της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας μέσω Γιουγκοσλαβίας προς νότο, δυτικά της λίμνης Δοϊράνης, διαμέσου της κοιλάδας του Αξιού προς Θεσσαλονίκη.
8 η Απριλίου 1941 – Ημέρα 3 η
Τα οχυρά Ρούπελ και Περιθώρι δοκιμάζονται σκληρά για τρίτη συνεχόμενη ημέρα αλλά εξακολουθούν να αντιστέκονται νικηφόρα. Στο αριστερό άκρο της τοποθεσίας οι Γερμανοί ολοκληρώνουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσειςκαταλαμβάνοντας το Οχυρό Ποποτλίβιτσα και εγκαθίστανται πλησίον των νώτων του συγκροτήματος Ρούπελ.
Παρά την κατάληψη του οχυρού Ποποτλιβίτσα οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν ούτε την τρίτη ημέρα να διασπάσουν την οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες – Νέστος. Αντιθέτως η “Γραμμή Μεταξά” φαίνεται να έχει κλονιστεί αλλά εξακολουθεί να αντέχει ακόμη παρά τις τρεις ημέρες αδιάκοπων βομβαρδισμών και πυρών πυροβολικού. Στο δεξί άκρο κοντά στο δοκιμαζόμενο οχυρό Περιθώρι, η VII Mεραρχία έχει βελτιώσει τις αμυντικές θέσεις της και είναι σε θέση να εκτοξεύει στοχευμένες αντεπιθέσεις για την αποσόβηση του κινδύνου που αποτελεί το εχθρικό πεζικό στα οχυρά.
Όμως την στιγμή που οι Ορεινές Μεραρχίες αγωνίζονταν για κάθε μέτρο εδάφους ενάντιων των υπερασπιστών η ΙΙ Τεθωρακισμένη Μεραρχία προελαύνοντας μέσω της Γιουγκοσλαβίας πέρασε τα ελληνικά σύνορα χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση. Υπερφαλάγγισε την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία και στις 2230 βρίσκονταν 20 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη απαιτώντας την άνευ όρων παράδοση της πόλης.
Σχεδιάγραμμα 6: Η κίνηση της ΙΙ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας μέσω Γιουγκοσλαβίας Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
9 η Απριλίου 1941 – Ημέρα 4 η
Την 9 η Απριλίου 1941 η ΙΙ Τεθωρακισμένη Μεραρχία βρισκόταν έξω από την Θεσσαλονίκη, το XVII Σώμα Στρατού προωθούνταν αργά αλλά σταθερά διαμέσου της «Γραμμής Μεταξά» ενώ το ΧΧΧ Σώμα Στρατού είχε φτάσει στο Νέστο ποταμό. Προ του κινδύνου να αιχμαλωτισθεί το σύνολο του προσωπικού του ΤΣΑΜ το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την διακοπή των επιχειρήσεων. Η συνθηκολόγηση υπογράφτηκε από τον αντιστράτηγο Μπακόπουλο και τον διοικητή της ΙΙ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στρατηγό Βέιλ (Rudolf Veiel).
Εικόνα 6. Γερμανικά άρματα της ΙΙ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
Επίλογος
Κατά την διάρκεια των μαχών τα οχυρά υπέστησαν και άντεξαν επί τρεις ημέρες τα αλλεπάλληλα κύματα βομβαρδισμού από αέρος και τα συγκεντρωτικά πυρά πυροβολικού. Οι υπερασπιστές τους, χωρίς εφεδρείες και με σοβαρές ελλείψεις σε πυρομαχικά και βαρύ οπλισμό, αγωνίστηκαν με πείσμα και απαράμιλλο θάρρος ενάντια στις διαδοχικές προσπάθειες κατάληψης που εξαπέλυαν οι ειδικά εκπαιδευμένες δυνάμεις πεζικού και μηχανικού των Γερμανών.
329 Αξιωματικοί και 9740 οπλίτες, το προσωπικό που επάνδρωνε τα οχυρά, στάθηκαν ενάντια σε 2 γερμανικά Σώματα Στρατού, αήττητα μέχρι εκείνη τη στιγμή και για τέσσερις ημέρες κράτησαν την τιμή ενός λαού στα χέρια τους. Όταν τελικά υπέκυψαν το έκαναν με το κεφάλι ψηλά και αναγκάζοντας τον εχθρό να αποδεχτεί πως αυτοί οι μαχητές ήταν τουλάχιστον ισάξιοι οποιουδήποτε δικού του.
Η πειθαρχημένη μέχρις εσχάτων αντίσταση των μαχητών των οχυρών έλαβε, με το πέρασμα του χρόνου, θέση στην εθνική συλλογική μνήμη αντίστοιχη της μάχης των Θερμοπυλών καθώς για άλλη μια φορά λίγοι στάθηκαν απέναντι σε πολλούς κρατώντας τις θέσεις τους αποφασισμένοι να πέσουν μέχρις ενός. Για τους Έλληνες των μετόπισθεν και ειδικότερα για τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής οι μαχητές των Οχυρών ήταν οι δικοί τους ήρωες, αντίστοιχοι των υπερασπιστών του Υψώματος 731 που πριν ένα μήνα είχαν αποκρούσει την ιταλική επίθεση.
Εικόνα 7. «Έκθεσις επί της Οργανώσεως και Δράσεως του Οχυρού Ρούπελ.».
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
Πηγές (αδημοσίευτες)
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ
Φ 663/Α/1α «Έκθεση επί της οργανώσεως και δράσεως του Οχυρού Ρούπελ».
Φ 612/Α/33 «Κίνηση Γερμανικών Στρατευμάτων στην είσοδο Στενωπού Ρούπελ».
Φ 663/ΙΒ/1 α «Έκθεση πολεμικών γεγονότων των Οχυρών Αρπαλούκι από 6-8/4/1941
υπό του Τχη Καραπάνου».
Φ 663/Γ/1 «Έκθεσις επί των συνθηκών διεξαγωγής του αγώνος του Οχυρού Ιστίμπεη
κατά την 6 η και 7 η Απριλίου 1941».
Φ 629/Α/5 «Πρωτόκολλο Διαπραγματεύσεων Παραδόσεως μεταξύ Διοικητή ΤΣΑΜ και
Διοικητού μιας Τεθωρακισμένης γερμανικής Μεραρχιας».
Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (ΙΑΥΕ)
Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα, αρ.123. σς.101-105
Βιβλιογραφία
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες στην Ανατολικήν Μακεδονία και Δυτικήν Θράκη, Αθήνα, 1956
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940 – 1941,
Αθήνα 1984
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού 1923 – 1940, Αθήνα 1963.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Συμβολή της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, 2009.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οχύρωσις Παραμεθορίου Ζώνης 1937-1940, Αθήνα, 1955
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Τεχνική Πλευρά της Οχύρωσης της Παραμεθόριας Ζώνης, Αθήνα, 1987
ΓΕΣ/7 ο ΕΓ, Οι Γερμανικές Εκστρατείες στα Βαλκάνια, Αθήνα, 1993
Τάσιος Θ., Η Οχύρωση των Βορείων Συνόρων μας 1936-40, Ενημερωτικό Δελτίο ΤΕΕ Τεύχος
2196
Η Μάχη της Κρήτης αφορά στα πολεμικά γεγονότα του Β ́ΠΠ που έλαβαν χώρα στη νήσο ΚΡΗΤΗ κατά τη χρονική περίοδο από την 20 Μαΐου μέχρι 1 Ιουνίου 1941.
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου την ευθύνη ασφάλειας της Κρήτης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Κυβέρνησης, ανέλαβε η Βρετανία, λόγω της γεωγραφικής θέσης και της στρατηγικής σημασίας που είχε η νήσος για τα βρετανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Η V Μεραρχία, η οποία στάθμευε μέχρι τότε στην Κρήτη, επιστρατεύτηκε και μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου και χρησιμοποιήθηκε στο Αλβανικό Θέατρο Επιχειρήσεων.
Στο τέλος Απριλίου του 1941, και ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη κυριευθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, τη διοίκηση των Βρετανο-Eλληνικών Δυνάμεων Κρήτης ανέλαβε ο Διοικητής της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Υποστράτηγος Φράιμπεργκ. Μέχρι τότε οριστικά σχέδια για την άμυνα της νήσου δεν είχαν εκπονηθεί και οι προπαρασκευές για την αντιμετώπιση σοβαρής εχθρικής εισβολής ελάχιστα είχαν προχωρήσει, παρ’ όλο που η γερμανική επίθεση θεωρούνταν ως επικείμενη. Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά την ενίσχυσή της και από τις δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν σε περίπου 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς, μειονεκτούσε όμως σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω της παραδεκτής αναλογίας. Πέρα απ’ αυτό αεροπορία στη νήσο δεν υπήρχε, ενώ τα διατιθέμενα πυροβόλα και άρματα ήταν ανεπαρκή.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ μελέτησε την κατάσταση και ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής την άμεση αποστολή στη νήσο όπλων, πυρομαχικών και λοιπών μέσων και εφοδίων, καθώς και την παροχή αεροπορικής και ναυτικής υποστήριξης. Δυστυχώς, από τα υλικά που στάλθηκαν στη νήσο έφτασαν λιγότερα από τα μισά, εξαιτίας της δράσης της εχθρικής αεροπορίας.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις Κρήτης, με βάση τη σπουδαιότητα και την ευπάθεια των στρατηγικών σημείων της νήσου, κατανεμήθηκαν στους Τομείς Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Αποστολή τους ήταν η άμυνα της νήσου, απαγορεύοντας στον εχθρό τη χρησιμοποίηση των αεροδρομίων και λιμένων της.
Η Κρήτη απασχόλησε σοβαρά και τον Χίτλερ πολύ πριν η Γερμανία εκδηλώσει έμπρακτα τις προθέσεις της κατά της Ελλάδας. Ο Χίτλερ πίστευε ότι καταλαμβάνοντας την Κρήτη θα εξασφάλιζε ταχεία επιτυχία στην Ανατολική Μεσόγειο και ότι η επίθεση κατά της νήσου έπρεπε να πραγματοποιηθεί με αεραποβατική ενέργεια, με την αξιοποίηση του επίλεκτου σώματος των αλεξιπτωτιστών. Έτσι στις 25 Απριλίου 1941 εκδόθηκε η «υπ’ αριθμ. 28» διαταγή γενικών κατευθύνσεων με τη συνθηματική ονομασία «ΕΡΜΗΣ», που αφορούσε στην επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης.
Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων, που θα έπαιρναν μέρος στην επίθεση, ανερχόταν σε 22.750 άντρες, 1.370 αεροσκάφη και 70 πλοία. Την επιχείρηση θα υποστήριζε και μικρός αριθμός ιταλικών αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα από τη Δωδεκάνησο, ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι, θα αποβιβαζόταν στις ανατολικές ακτές της νήσου. Η
ενέργεια αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου, όταν η τύχη της νήσου είχε ήδη κριθεί.
Η γερμανική επίθεση από τον αέρα κατά της Κρήτης, άρχισε το πρωί της 20ής Μαΐου. Μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, πολυάριθμα σμήνη μεταφορικών αεροσκαφών άρχισαν να πραγματοποιούν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Χανίων— Μάλεμε. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσγείωση ανεμοπλάνων με αερομεταφερόμενα τμήματα. Επακολούθησε σκληρός αγώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Γερμανοί κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στα ανατολικά του Ταυρωνίτη ποταμού και να θέσουν υπό τα πυρά τους τοαεροδρόμιο Μάλεμε και το ύψ. 107, δηλαδή το ζωτικό έδαφος της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας. Ύστερα απ' αυτό, οι βρετανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τη νύχτα 20/21 Μαΐου το ύψ. 107 και
συμπτύχθηκαν νοτιοανατολικά.
Στις περιοχές Ρεθύμνου και Ηρακλείου η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε από τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας. Οι
αλεξιπτωτιστές σ' αυτές τις περιοχές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και δεν μπόρεσαν να σημειώσουν καμιά επιτυχία.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ, εξαιτίας μη έγκαιρης ενημέρωσής του από το Διοικητή της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, αγνοώντας την κρίσιμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στον Τομέα Μάλεμε, βράδυνε να επέμβει για την αποκατάσταση της τοποθεσίας. Έτσι η αντεπίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 0330 της 22ας Μαΐου για την ανακατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε και του υψ. 107, απέτυχε.
Ύστερα από την αποτυχία αυτή και την προώθηση των συνεχώς ενισχυόμενων γερμανικών δυνάμεων προς τα βορειοανατολικά, οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν τη νύχτα 23/24 Μαΐου σε νέα τοποθεσία ανατολικότερα.
Από την ημέρα εκείνη η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς, ενώ η τύχη της νήσου είχε πλέον κριθεί. Παρ' όλα αυτά ο αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν ενεργά και οι κάτοικοι της νήσου, συνεχίστηκε σκληρός μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε άρχισε η εκκένωση της Κρήτης από τις βρετανικές δυνάμεις. Η αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των Βρετανών περατώθηκε στις 23:20 της 31ης Μαΐου. Οι Βρετανοί, πουπαρέμειναν στη νήσο, καθώς και τα ελληνικά τμήματα, συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, απ' όπου στη συνέχεια διέφυγαν στη Μέση Ανατολή.
Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του Ελληνικού Στρατού, είχε η εθελοντική συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις ενός τμήματος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Σχεδόν όλοι οι πρωτοετείς Ευέλπιδες (300 άνδρες), μαζί με τους αξιωματικούς τους, διέσχισαν τη νότια Ελλάδα και στις 29 Απριλίου 1941 έφτασαν με βενζινόπλοια στο Κολυμπάρι Χανίων. Με την άφιξή της στην Κρήτη, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων υπό τον Αντισυνταγματάρχη Λουκά Κίτσο, υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών στα Χανιά και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην περιοχή μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χ. Κολυμπάρι. Κατά την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων το Τάγμα Ευελπίδων έλαβε το «βάπτισμα του πυρός», δεχόμενο αλλεπάλληλες επιθέσεις από τμήματα του II Γερμανικού Τάγματος Εφόδου, τις οποίες και απέκρουσε με επιτυχία, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθεμένους. Εξαιτίας όμως των απωλειών της και της έλλειψης πυρομαχικών, η Σχολή υποχρεώθηκε τη νύχτα 20/21 Μαΐου να συμπτυχθεί προς την περιοχή του χ. Δελιανά, όπου εγκαταστάθηκε αμυντικά. Το Τάγμα Ευελπίδων, μετά την κατάληψη των Χανίων, μετακινήθηκε προς τα Λευκά Όρη με την ελπίδα να διαφύγει στη Μ. Ανατολή και να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Η πορεία του μέσα από τις απόκρημνες διαβάσεις των Λευκών Ορέων διήρκεσε οκτώ ημέρες. Πριν από τα Σφακιά ο διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και αφού τους ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει πλωτό μέσο για να φύγουν από την Κρήτη, τους είπε ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της Κυβέρνησης από τη στιγμή εκείνη η Σχολή διαλυόταν. Οι Ευέλπιδες, αφού έκρυψαν σε ασφαλές μέρος την πολεμική σημαία της Σχολής, αποχώρησαν διασκορπιζόμενοι στη ευρύτερη περιοχή Εμπρός Νερό – Ασκύφου.
Την 1η Ιουνίου 1941, μετά από αγώνα πέραν των δέκα ημερών, έληξε η Μάχη της Κρήτης με επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων, παρά τη γενναιότητα με την οποία πολέμησαν οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις και την πείσμονα αντίσταση του ηρωικού κρητικού λαού, του οποίου το θάρρος, η τόλμη και το πνεύμα αυτοθυσίας υπήρξαν ανυπέρβλητα και προκάλεσαν το θαυμασμό τόσο των Ελλήνων, όσο και όλων των Συμμάχων.
Το τίμημα όμως της νίκης αυτής ήταν τόσο σοβαρό, ώστε μέχρι το τέλος του πολέμου οι Γερμανοί δεν ξανατόλμησαν παρόμοια ενέργεια. Η Κρήτη, όπως αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Διοικητής του XI Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Στούντεντ, υπήρξε «ο Τάφος των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών».
Βιβλιογραφία
Η ιστορική πραγματικότητα της μάχης της Κρήτης αποτυπώνεται μέσα από προσωπικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες αυτές περιέχονται στο βιβλίο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού «Μνήμες Πολέμου 1897-1974, Αθήνα, 2012» και είναι προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι καταγράφουν τα γεγονότα μέσα από μια προσωπική, ενδεχομένως πιο συναισθηματική και εκ των πραγμάτων υποκειμενική ματιά.
Εκατοντάδες σκοτεινές μορφές εκσφενδονίζονταν από τις πλευρές των αεροπλάνων, ρίχνονταν για ένα δευτερόλεπτο σαν βολίδες και μετά άνθιζαν μέσα στο χρώμα. Ήταν αλεξιπτωτιστές και ο ουρανός φαινόταν να είναι γεμάτος απ’ αυτούς. Πράσινα, άσπρα, καφέ, μπλε, κίτρινα και κόκκινα αλεξίπτωτα έπεφταν σαν κομφετί και ήδη οι μονάδες μας στην ανατολική περίμετρο του αεροδρομίου ανάμεναν αυτούς με όπλα και πολυβόλα.
Μάρκου Γ. Πολιουδάκη, Η μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, Αθήνα 1983, σελ. 122
Δίπλα στο σπίτι ήτον ένας μεγάλος ελαιώνας σπαρμένος στάρι. Υποψιάστηκα ότι ίσως νάναι Γερμανοί.
Λέω λοιπόν του Νικολή, του προσδιορίζω και του λέω. – Θα κάμεις κύκλο, θα πας απ’ αυτό το μέρος, θα πιάσεις αυτή την ελιά, τούδειξα δε (μ)πιστεύω νάναι Γερμανοί, ας λάβομε τα μέτρα μας, διότι ίσως να μας έμεινε καμιά ομάδα στη (μ)προηγούμενη μάχη, η οποία μας εδιέφυγε κι είναι εκεί οχυρωμένη.
Μόλις έφθανε ο Νικολής στο σημείο όπου ήτον η ελιά, απού το στάρι μέσα εσηκώθηκ’ ένας Γερμανός, εσημάδεψε το Νικολή, εσημάδεψα κι εγώ αμέσως το Γερμανό. Ο Νικολής εσκοτώθηκε απ’ το Γερμανό και ο Γερμανός, όπως τον είδα κατόπιν, εσκοτώθηκε από μένα, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι εγώ δεν είχα πιστέψει ότι εσκοτώθηκε. Τότε εκατέβηκα στο δρόμο, ο οποίος με προφύλασσε, και αρχίνηξα και έριχνα χεροβοβίδες χώρις να λάβω μέτρα προφυλάξεως, διότι ο δρόμος με προφύλασσε. Έριξα τη (μ)πρώτη, τη δεύτερη, τη (ν)τρίτη, τη (μ)πέμπτη. Στην έχτη έφταξα στο προαύλιο που είχε πέσει η έχτη χεροβοβίδα. Την έβδομη χεροβοβίδα έπεσε μες στο σπίτι. Τότε παρουσιάστηκε ένα μαντίλι και οι Γερμανοί παραδίδουνται. Ο Μπισκαδουράκης ο στρατιώτης μούχε φύγει.
Τότε ερχόντανε απού το Ηράκλειο μεγάλες ομάδες, παιδιά, γυναίκες, γέροι, και βγαίνανε προς τα όξω.
Τος εφώναξα λοιπόν τω Γερμανώ ελληνικά και τος – ε – λέω.
– Να βγαίνετε ένας-ένας όξω, ν’ αφήνει το όπλο (ν)του μέσα. Υπολόγιζα ότι οι Γερμανοί αυτοί δεν μπορούσε παρά να ξέρει ένας από όλους ελληνικά.
Οι Γερμανοί εβγήκανε από μέσα δώδεκα νομάτοι, αλλά είχανε σκοτωθεί και τραυματισθεί απ’ τσι χεροβοβίδες περί τσι 15 Γερμανοί.
Αντώνη Κ. Σανουδάκη, Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς. Ο αρχηγός της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης. Τα πολεμικά του απομνημονεύματα, εκδόσεις «Κνωσός», Αθήνα 1979, σελ. 107
Όλες οι μαχόμενες δυνάμεις συνεχώς βρίσκονταν κάτω από τη σκιά της γερμανικής αεροπορίας. Τα αλλεπάλληλα σμήνη των μαχητικών βομβαρδιστικών και καταδιωχτικών αεροπλάνων ολημερίς αλώνιζαν την περιοχή ανενόχλητα και σκορπούσαν φωτιά και ατσάλι. Οι κρότοι των πολυβολισμών και των βομβών μαζί με το συνεχή εκνευριστικό βόμβο των κινητήρων τριβέλιζαν το μυαλό και σπούσαν τα νεύρα των υπερασπιστών. Τα JU 52 σέρνονταν ράθυμα πάνω από τα κεφάλια μας. Το περίβλημά τους φαινόταν πως ήταν λεπτό, και με το λιανοτούφεκο είχες τη βεβαιότητα πως θα το τρυπήσεις. Κι αν μπορούσες να το βρεις, στο τεπόζιτο της βενζίνας ή στην καμπίνα του αεροπόρου, το πέσιμό του ήταν σίγουρο.
Μάρκου Γ. Πολιουδάκη, Η μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, σελ. 296
Ήπηρα όλες μου τσι δυνάμεις, οι οποίες υπολόγιζα πως ήτονε 1.500 περίπου άνδρες, ήτον πολλοί στρατιώτες, οι οποίοι εφύγανε κι ήρθανε μαζί μου και μικροί αξιωματικοί του στρατού.
Επήγα λοιπόν και εχτύπησα απού το (ν)Τεκέ πλησίον στη Φορτέτζα, εκεί που έχει ο γιατρός ο Χατζάκης τη βίλα (ν)του, ανεμεσός του χτήματος αυτού και του Νησιώτη το χτήμα, και ήκοψα τσι Γερμανούς εις δύο τεμάχια.
Κι έτσι απομονώθηκαν οι Γερμανοί, οι οποίοι είχανε καταλάβει τον Άη Γιάννη και ήπιασα αιχμαλώτους εικοσιδυό, αν θυμούμαι καλά, Γερμανούς.
Ήπηρα τον οπλισμό (ν)τος και άφησα το Μπίρη το (γ)Κωστή, αξιωματικός τότες του στρατού, με το γιο μου να τσι φυλάσσει και να τσι παραδώσουνε, και τα όπλα, τα οποία τος ήπηρα, τάδωκα σε κάποιο Παπα-δάκη, που αργότερα τον ετουφεκίσαν οι Γερμανοί, να τα φυλάξει σ’ ένα μέρος και να τα παραδώσει αργότερα.
Αντώνη Κ. Σανουδάκη, Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς, σελ. 112-113
Ενώ εμείς βαδίζαμε κατά την διάρκεια της νύχτας προς τα Σφακιά, κάποια χωριά καιγόντουσαν από τις βόμβες των αεροπλάνων και οι κάτοικοι πρέπει να γνώριζαν ότι αποχωρούσαμε. Ντρεπόμουνα που εγκατέλειπα στην τύχη του αυτόν τον γενναίο λαό. Ήταν βαθύ σκοτάδι όταν φτάσαμε σ’ ένα χωριό που είχε πηγάδι αλλά χωρίς τα μέσα για να ανεβάσουμε το νερό. Έτσι αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε τους σκοινοκαθαρτήρες (με τους οποίους καθαρίζαμε τις κάννες των όπλων), δεμένους τον ένα με τον άλλο και στην άκρη δεμένες τις καλοκαιρινές κάσκες μας, με τις οποίες τραβούσαμε επάνω το νερό και το πίναμε με τα κράνη μας. Ακόμη θυμάμαι τη γεύση από ιδρώτα που είχε το νερό που έπινα.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα - Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 312
Εδώ να βλέπεις κορίτσι να έχει σταυρωτά τα φυσεκλίκια. Κι’ οι γυναίκες. Εδώ στην Χερσόνησο και με δρεπάνια κατεβήκαν οι γυναίκες και με ξύλα και με τι δεν εκατεβήκανε. Εδώ έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία οι Γερμανοί τον καιρό που κατεβήκανε επαέ.
Όταν ακούσαμε ότι επέσανε οι αλεξιπτωτιστές εδώ στον κάμπο στο Λασσήθι η μακάρια γυναίκα μου γλακά και μου λέει πάρε το μπιστόλι και γλάκα (τρέχε), μια δασκάλα εδώ στο χωριό εβάστανε ένα τρίφτη (ξύλο) τρία μέτρα γλάκανε κι’ αυτή να πάει κι’ αυτή μαζί. Εδώ ο κόσμος υπέφερε πολλά, πάρα πολλά. Οι αλεξιπτωτιστές πέφτανε από δω από την Χερσόνησο να πάνε στα Χανιά, από το Ηράκλειο και μέσα εκαταστρέψανε πολύ κόσμο αλλά τσι κατάστρεψε κι’ αυτούς ο Θεός. Μας εγάπανε ο Θεός. Δεν υπολογίζανε οι ανθρώποι τίποτας απολύτως.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα - Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 132
Τα κορίτσια του Γαλατά έδωσαν δείγματα αληθινής αυταπαρνήσεως και αυτοθυσίας. Όπως επληροφορήθηκα μια ομάδα κοριτσιών που αποτελούνταν από κορίτσια των καλυτέρων οικογενειών του Γαλατά όπως ήσαν η Ελένη Σμυρλάκη, η Φωφώ Τοράκη, η Δέσποινα ...; και άλλα πολλά των οποίων τα ονόματα μου διαφεύγουν έτρεχαν με επί κεφαλής την ηρωίδα Κα Κατσούλη (μητέρα 4 παιδιών) και έφερναν τραυματίες. Τους ενοσήλευαν, εφρόντιζαν για το φαγητό τους αδιαφορούντες τελείως για τούς κινδύνους που διέτρεχαν. Γιατί η μάχη είχεν επεκταθή αργότερακαι μέσα στον Γαλατά. Πολλές τότε εθυσίασαν τις προίκες των. Έσχιζαν ολοκαίνουργια σεντόνια, τα έκαναν λουρίδες, για επιδέσμους, και όταν τις ρωτούσαν γιατί κατέστρεψαν πράγματα χρήσιμα και πολύτιμα που κόστισαν τόσα χρήματα και θα τους χρειάζονταν μια μέρα, απαντούσαν σαν αληθινές Ελληνοπούλες. «Τι να τις κάνουμε τις προίκες σαν σκλαβωθούμε; Έπειτα τ’ αδέρφια μας οι στρατιώτες μας κινδυνεύουν και εμείς θα κυττάξουμε προίκες;»
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα - Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 233-234
Μόλις χάραξε, σκορπιστήκαμε και αρχίσαμε να γυρεύουμε καταφύγιο ανάμεσα στους θάμνους ή πάνω στα δέντρα, για την περίπτωση που θα μας βομβάρδιζαν ή θα μας πολυβολούσαν τα αεροπλάνα. Για μια ακόμη φορά είχαμε ανάγκη από νερό. Είδαμε ένα παιδί που ζούσε σ’ εκείνα τα βουνά και του ζητήσαμε νερό. Έφυγε και σε λίγο ξαναγύρισε μ’ ένα μεγάλο μπιτόνι που κουβαλούσε στον ώμο του –ήταν υπέροχο με τη δίψα που είχαμε– και ένας φίλος μου είχε μια κάλτσα γεμάτη με ζάχαρη που την φάγαμε όλη.
Ένιωθα πολύ καλύτερα μετά το νερό και την ζάχαρη. Δώσαμε στο αγόρι μερικές δραχμές για να πληρώσουμε αλλά δεν τις δέχτηκε -ήταν ένας όμορφος έφηβος, περίπου 16 χρονών.
Σ’ όλη τη διάρκεια της πορείας μας στα Λευκά Όρη, ξεκουραζόμαστε 10 λεπτά για κάθε 50 λεπτά πεζοπορίας. Είμαστε τόσο κουρασμένοι που έπρεπε να προσέχουμε να μην αφήσουμε ξωπίσω κανέναν από τους συντρόφους μας που τους είχε πάρει ο ύπνος. Κάθε φορά που κάναμε στάση, ακούγαμε ακόμη τον ήχο του ποδοβολητού κάτω στη βουνοπλαγιά.
Θα ήθελα πολύ να ξαναεπισκεφτώ την Ελλάδα και την Κρήτη. Νομίζω ότι οι άνθρωποί της συγκαταλέγονται ανάμεσα στον πιο πιστό και ειλικρινή λαό του κόσμου. Άνθρωποι φτωχοί διακινδύνεψαν την ζωή τους για την ελευθερία και βοήθησαν πολλούς Βρεταννούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς που παρέμειναν στην Κρήτη.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα - Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 312-313
Ανεβαίνουμε το δρόμο προς το φαράγγι της Νίμπρος. Περασμένα μεσάνυχτα πλησιάζουμε το χωριό. Μια σιωπή έχει απλωθεί παντού. Μόνο τα βήματά μας ακούγονται ρυθμικά πάνω στο δρόμο ακολουθώντας τον ρυθμό της καρδιάς. Ο κάθε ένας μετις σκέψεις του, με τους πόνους του, με τη φαρμακωμένη σιωπή του.
Κοντά στο χωριό διακρίνουμε τώρα κάτι ίσκιους να μας περιμένουνε. Πλησιάζουμε. Μας προσφέρουνε από ένα καύκαλο ψωμί, μερικές εληές κι ένα ποτήρι κρασί στον καθένα. Είναι γυναίκες Σφακιανές από αυτές που είχαν κατεβεί στην μάχη. Θαρρείς πως είναι οι Μυροφόρες του Ευαγγελίου καθώς μας δίνουνε την προσφορά τους. Όμως τούτες δεν κρατούν μύρα, παρά στους δυνατούς ώμους τους έχουν κρεμασμένα τα τουφέκια. Τα χέρια τους είναι σκληρά και ροζιασμένα καθώς μας αγγίζουν. Έχουνε δεμένα αντρίκια μαντήλια στο κεφάλι και στα στήθια πέφτουν σα τα φίδια της Μέδουσας τα κατάμαυρα μαλλιά τους. Στέκουμε και με θαυμασμό προσπαθούμε να συνθέσουμε τη μορφή της κάθε μιας στο σκοτάδι. Είναι αδύνατον.
Γιατί δεν είναι μήτε οι Μυροφόρος μήτε οι θρυλικές Αμαζόνες του μύθου. Είναι πλάσματα ζωντανά. Είναι η ίδια η Κρήτη! Μια από αυτές μας φωνάζει.
– Όποιος δεν μπορεί να κρατήσει πια το τουφέκι του ή να το σπάσει ή να το παραδώσει σε μας, για να μη πέσει στα χέρια των Γερμανών. Θα το χρειαστούμε εμείς, αύριο πάλι. Η μάχη για μας δεν τελείωσε...
– Γροικάς μου λέει ο Βάμβουκας ήντα λέει η κοπελιά;
– Εγώ το γροικώ του απαντώ. Αλλά αυτό πρέπει κάποτε να το ακούση και η Ιστορία.
Τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως όλα χαθήκανε και πλησιάζει το τέλος.
Κάτι δικοί μας πληροφορούνε ότι όλη τη νύχτα οι Άγγλοι μπαίνανε στα πολεμικά και φεύγανε. Και πως κάτω στα Σφακιά έχουν κάνει μια ζώνη ασφαλείας και δεν επιτρέπουνε στους Έλληνες να πλησιάσουνε. Για να φύγουνε πρώτα οι δικοί τους. Και πως εν τω μεταξύ οι Γερμανοί τους έχουνε βουλιάξει πολλά μεγάλα πολεμικά και πως η μέρα που θάρθη θα είναι κρίσιμη για όσους βρίσκονται σε αυτή την περιοχή.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα - Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 315-316
Για 2 1/2 μήνες κρυβόμαστε στα Χανιά, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι. Ένα σίγουρο καταφύγιο στο οποίο συχνά αναγκαζόμαστε να επανέλθουμε ήταν το σπίτι του Μήτσου Αντωνακάκη και της γυναίκας του Αρτεμισίας κοντά στο λιμάνι. Μας υποδέχονταν σαν να είμαστε παιδιά τους και εδώ είναι που κατάλαβα τι σημαίνει η φιλοξενία και το θάρρος του λαού της Κρήτης. Μας είχαν δείξει τον τρόπο να το σκάσουμε σε περίπτωση που οι Γερμανοί μπαίναν στο σπίτι γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν και ότι θα τους εκτελούσαν μαζί με όλη τους την οικογένεια. Την ίδια στάση κράτησε όλος οπληθυσμός της Κρήτης, που μετά την εισβολή των Γερμανών έκρυβε και βοηθούσε τους Βρεταννούς στρατιώτες βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή του. Μπορούσαμε να κινούμαστε εντελώς ελεύθερα ανάμεσά τους, αφού ξέραμε ότι όλοι μας υποστήριζαν. Θυμάμαι μια φορά που ταξίδευα με λεωφορείο στα Χανιά και οι Γερμανοί μας σταμάτησαν και μας έβαλαν στη σειρά για σωματική έρευνα. Δεν κουβαλούσα απλώς το ρεβόλβερ μου και κάτι λίγα πολεμοφόδια αλλά είχα επίσης επάνω μου και χρυσές λίρες και προπαγανδιστικά φυλλάδια. Ο Μάρκος, ο Έλληνας φίλος μου, πέρασε μπροστά μου για να ψάξουν πρώτα εκείνον, με σκοπό στη συνέχεια να βρει κάποιο τρόπο για να με απαλλάξει από όλα αυτά τα ενοχοποιητικά στοιχεία που είχα επάνω μου - αλλά οι Γερμανοί τον εμπόδισαν. Ήμουνα τώρα στην γραμμή έξι μόνο πόδια μακριά από τον άνθρωπο που ερευνούσαν, όρθιος δίπλα στην ανοιχτή πόρτα του λεωφορείου. Γλίστρησα το όπλο μου αργά από την τσέπη μου και το έριξα ανάμεσα στα εργαλεία του οδηγού. Εκείνος κοίταξε έκπληκτος πρώτα το ρεβόλβερ και μετά εμένα. Έγνεψε σε μια κοπέλα, επιβάτη του λεωφορείου, και την έβαλε να καθήσει πάνω στα εργαλεία. Πέρασα την έρευνα χωρίς πρόβλημα και όταν ερεύνησαν και το λεωφορείο δεν ζήτησαν από την κοπέλα να μετακινηθεί. Όταν φτάσαμε στα Χανιά ο οδηγός έστειλε κάποιον να τρέξει πίσω μου για να μου δώσει το ρεβόλβερ και το μήνυμα “να είσαι πιο προσεκτικός την επόμενη φορά”. Κώστα Ν. Χατζηπατέρα - Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 363-36
Μεγάλης σημασίας, όχι μόνο για την ιστορία της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ), αλλά και του Ελληνικού Στρατού, ήταν η εθελοντική συμμετοχή της πρώτης στις πολεμικές επιχειρήσεις. Επρόκειτο για 300 πρωτοετείς Ευέλπιδες μαζί με τους Αξιωματικούς τους, οι οποίοι αφού διέσχισαν την Πελοπόννησο με οδικά μέσα κατάφεραν να επιβιβαστούν από το Γύθειο σε πλωτά μέσα και να αποπλεύσουν για την Κρήτη. Στις 29 Απριλίου 1941, μετά από πολλές δυσκολίες, οι Ευέλπιδες αφίχθησαν στο Κολυμπάρι Χανίων.
Η είδηση ότι η Σχολή των Ευελπίδων είχε φύγει για την Κρήτη προκάλεσε αίσθηση. Ο ελεγχόμενος από τους Γερμανούς ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας, στην προσπάθεια του να παραπληροφορήσει, μετέδιδε σε συνεχείς αναφορές του ότι η Σχολή καταστράφηκε ολοσχερώς από τις γερμανικές δυνάμεις. Βέβαια, παρά τον βομβαρδισμό ενός μικρού τμήματος των Ευελπίδων, η είδηση ήταν απολύτως ψευδής και παραπλανητική. Η τολμηρή ενέργεια των νεαρών Ευελπίδων να μεταβούν εθελοντικά στην Κρήτη για να συνεχίσουν εκεί τον αγώνα κατά των εισβολέων, σχολιάστηκε ευμενώς από τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς:
«Τους μαχητάς της Κρήτης ήλθον να ενισχύσουν και 300 Ευέλπιδες με τους Αξιωματικούς των, οι οποίοι μετά ένδοξον πορείαν μέσω Πελοποννήσου και εις πείσμα των Γερμανών, οι οποίοι επεδίωξαν (χωρίς να το επιτύχουν) την καταστροφήν των, κατέχουν από σήμερα θέσιν εις τα επάλξεις του Φρουρίου Κρήτης».
[Ρ/Φ Σταθμός BBC Λονδίνου: Εκπομπή της 30 Απριλίου 1941 (ώρα 09:15)]
«Η ψυχή των ηρώων της αρχαίας Ελλάδος δεν έλειψε κι από τους σύγχρονους Έλληνες. Μετά την Αλβανία και τα οχυρά η Κρήτη θα δώση το τελευταίο χτύπημα εις τους Ναζήδες του Χίτλερ. Τα παλληκάρια της, εκείνα που φθάνουν καθημερινά από την Ελλάδα στην Κρήτη, θα πολεμήσουν αποφασιστικά, αν ο Χίτλερ τολμήση να κτυπήση εκεί...300 Ευέλπιδες πέρασαν από την Ελλάδα στην Κρήτη με την απόφαση να θυσιασθούν, αλλά να μην αφήσουν να περάση ο εχθρός στη στερνή ελεύθερη γη».
[Ρ/Φ Σταθμός Μόσχας: Εκπομπή της 2 Μαΐου 1941 (ώρα 10:20)]
«Οι ήρωες των Θερμοπυλών, Μαραθώνος και Σαλαμίνος δεν ήταν δυνατόν να μείνουν και σήμερον χωρίς μιμητάς, αντάξιους απογόνους. Το παράδειγμα των 300 Ευελπίδων, που παρά την αντίδρασιν της διοικήσεως των έφυγαν σαν πουλιά από το κλουβί των, μαζί με την ένδοξη σημαία των για την Κρήτη και έφθασαν τώρα σίγουρα εκεί για να συμβάλλουν με τις δυνάμεις των στην άμυνα της νήσου,θα πείσει ασφαλώς τον Χίτλερ, πως αν ποτέ τολμήση ως εκεί, αι ορδαί του θα συντριβούν, όπως και του Ξέρξου, από την αλύγιστη δύναμι των νεωτέρων Ελλήνων. Γιατί σαν τους αδάμαστους 300 Ευέλπιδες έχει πολλούς, έχει χιλιάδες το φρούριο της Κρήτης, νέους, γέρους, γυναίκες, παιδιά, μυριάδες ολόκληρες, που θα αποδείξουν, όπως και στον γκάνγκστερ συνέταιρο του στα βουνά της Ηπείρου και στον ίδιο ακόμη χθες στα οχυρά της Μακεδονίας, πως οι νέοι Έλληνες γνωρίζουν το ίδιο, όπως και οι αρχαίοι πρόγονοι των, να δημιουργήσουν στους βαρβάρους επιδρομείς Μαραθώνες, Σαλαμίνες, Πλαταιές».
Δ. Κακλαμάνος (Πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο) Ραδιοφωνικό σχόλιο της 1 ης Μαΐου 1941 (ώρα 21:15)
Με την άφιξή της στη Μεγαλόνησο, η Σχολή υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών στα Χανιά. Αφού συγκροτήθηκε σε Τάγμα των δύο (2) Λόχων, ξεκίνησε άμεσα εντατική εκπαίδευση η οποία επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι και τις 20 Μαΐου 1941, όπου θα πραγματοποιείτο η ορκωμοσία και οι Ευέλπιδες θα λάμβαναν τα φύλλα πορείας για να κατανεμηθούν αριθμητικά στα Συντάγματα Πεζικού της Κρήτης. Τα καθήκοντα του Διοικητή της Σχολής είχε αναλάβει από τις 2 Μαΐου 1941, ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κίτσος Λουκάς.
Από το πρωί της 20 ης Μαΐου – ημέρα της καθορισθείσας ορκωμοσίας των πρωτοετών Ευελπίδων, η οποία τελικά λόγω της εξέλιξης των γεγονότων δεν πραγματοποιήθηκε, και μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, άρχισαν να πραγματοποιούνται ρίψεις Γερμανών αλεξιπτωτιστών των μονάδων της 7 ης Αεροκίνητης Μεραρχίας στις περιοχές αεροδρομίου Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Οι Ευέλπιδες αντιμετώπισαν με ψυχραιμία την αεροκίνητη επιθετική ενέργεια του εχθρού και ευθύς αμέσως κινήθηκαν προς την αμυντική τους εγκατάσταση, στην περιοχή μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χ. Κολυμπάρι, της χερσονήσου Ροδοπού.
Ενώ οι ρίψεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών συνεχίζονταν στην περιοχή του Μάλεμε, ένας ενισχυμένος με βαριά όπλα λόχος κινήθηκε προς το Κολυμπάρι για να καλύψει τα πλευρά των γερμανικών τμημάτων στο αεροδρόμιο και στο ζωτικής σημασίας, Ύψωμα 107. Όπως ήταν επακόλουθο, ο εχθρικός λόχος, σύντομα, έλαβε επαφή με τον αμυνόμενο 1 ο Λόχο της Σχολής στα υψώματα της Μονής Γωνιάς, και ουσιαστικά τότε ήταν που οι νεαροί Ευέλπιδες έλαβαν το «βάπτισμα του πυρός», αντιμετωπίζοντας μεσθένος, θάρρος και αποφασιστικότητα τις πρώτες επιθέσεις των Γερμανών.
Άξια αναφοράς, είναι η ηρωική προσπάθεια του Ευέλπιδος Ιης Πέτρου Κωστόπουλου, ο οποίος κατέβασε τη χιτλερική σημαία από μια θέση και, μαχόμενος με γενναιότητα, εξουδετέρωσε τέσσερις Γερμανούς αλεξιπτωτιστές που επιχείρησαν να την υψώσουν και πάλι.
Ο επικίνδυνος κλοιός των Γερμανών γύρω από την αμυντική διάταξη των Ευελπίδων κατέστησε την παραμονή στις αρχικές θέσεις των δεύτερων εντελώς αδύνατη, καθώς ελλείψει πυρομαχικών, η εξόντωση ή η αιχμαλωσία τους, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη. Έτσι, αποφασίστηκε η αποχώρηση της Σχολής και η κίνησή της προς νότο τη νύκτα με την κάλυψη του σκότους. Το βράδυ της 20 ης Μαΐου, άρχισε η αθόρυβη αποχώρηση μέσα από περιοχές ελεγχόμενες από τους Γερμανούς. Μετά από πολύωρη πορεία, οι Ευέλπιδες έφτασαν στο χωριό Δελιανά, όπου και εγκαταστάθηκαν αμυντικά.
Το Τάγμα Ευελπίδων μετά την κατάληψη των Χανίων μετακινήθηκε προς τα Λευκά Όρη με την ελπίδα να διαφύγει στη Μ. Ανατολή και να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Η γεμάτη κινδύνους πορεία του μέσα από τις απόκρημνες διαβάσεις των Λευκών Ορέων διήρκεσε οκτώ ημέρες ακολουθώντας το γενικό δρομολόγιο: Δελιανά – Κακόπετρος – Σέμπρωνας – Χωστή – Μεσκλά – Λάκκοι – Θέρισος –Δρακόνα – Ραμνή. Από εκεί, αφού έλαβε σχετική εντολή, η Σχολή προωθήθηκε προς τα Σφακιά.
Σε έναν χώρο στάθμευσης πριν τα Σφακιά, ο διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και τους είπε: «Ελπίδες του Έθνους, ατενίσατε προς την ελευθερίαν της φυλής μας. Έχετε πεποίθησιν δι’ αυτήν. Η 29 η Μαΐου, ημέρα αποφράς δια δευτέραν φοράν, κρίνει την τύχη της Πατρίδος μας. Ελπίδες του Έθνους, την ημέραν ταύτην, διαλύεσθε εις τον ακρογωνιαίον λίθον της Ελλάδας, τα Σφακιά της Κρήτης, της Πατρίδος μας πλέον μη υπαρχούσης ελευθέρας. Το μόνο Ελληνικόν συντεταγμένον ένοπλον Τμήμα είστε σεις. Σε σας έλαχε ο κλήρος να διεκδικήσετε την ελευθερίαν μας μέχρι της τελευταίας σπιθαμής της Ελληνικής γης. Σας εύχομαι να είστε σεις οι απελευθερωτές της Πατρίδας. Ο κ. Υποδιοικητής ευθύς αμέσως θα σας δώσει οδηγίας. Ελπίδες του Έθνους. Προσοχή. Ατενίσατε προς την ελευθερίαν της Πατρίδος. Τους Ζυγούς λύσατε. Μαρς!!» Από εκείνη τη στιγμή η Σχολή διαλύθηκε.
Οι Ευέλπιδες. αφού έκρυψαν σε ασφαλές μέρος τη σημαία της Σχολής αποχώρησαν διασκορπιζόμενοι στην ευρύτερη περιοχή Εμπρός Νερό – Ασκύφου. Μετά από μια ύστατη προσπάθεια επιβίβασης αρκετών Ευελπίδων σε βρετανικά πολεμικά πλοία, μόνο δώδεκα με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό (ΠΖ) Κωνσταντίνο Πρασσά κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν κατά ομάδες και περιπλανήθηκαν για αρκετές ημέρες στην Κρήτη. Πολλοί συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων, του Μάλεμε, των Αγίων Αποστόλων και Σούδας Χανίων, και του Ρεθύμνου.
Οι Ευέλπιδες, πιστοί στις μακραίωνες παραδόσεις του Έθνους, δεν στάθηκαν βουβοί θεατές. Από την αρχή όρθωσαν και αυτοί, μαζί με τον ελληνικό λαό, το νεανικό τους ανάστημα με ένα και μοναδικό σκοπό: το συνεχή και ανελέητο αγώνα κατά των κατακτητών για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας, είτε αγωνιζόμενοι μέσα από τις γραμμές της εθνικής αντίστασης, είτε πολεμώντας με τις μονάδες του νέου Ελληνικού Στρατού της Μέσης Ανατολής στη Βόρεια Αφρική, στην Ιταλία και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Συμπερασματικά, για την μάχη της Κρήτης, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: τα κενά στην αμυντική οργάνωση του νησιού η οποία ήταν αποκλειστική ευθύνη των Βρετανών, η απουσία των ανδρών της Vης Μεραρχίας Κρήτης -του φυσικού υπερασπιστή της νήσου, η οποία βρισκόταν αποκλεισμένη στην ηπειρωτική Ελλάδα-, η παντελής έλλειψη οργάνωσης και εξοπλισμού της πολιτοφυλακής, η απόλυτη αεροπορική κυριαρχία των Γερμανών, και η έλλειψη επικοινωνιών από συμμαχικής πλευράς, ήταν αυτά που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ των ναζιστικών στρατευμάτων.
Ωστόσο, παρά την αρνητική της έκβαση, η Μάχη της Κρήτης κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στη γερμανική στρατιωτική μηχανή. Το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών, το οποίο, μέχρι τότε, είχε επιτύχει σημαντικά κατορθώματα με μικρό κόστος, έχοντας αιφνιδιαστεί από την αντίσταση που επέδειξε ο λαός της Κρήτης, γνώρισε απώλειες πολύ μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες. Η Κρήτη έγινε «ο τάφος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών», όπως άλλωστε αναγκάστηκε να ομολογήσει και ο Διοικητής του XI Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας, Αντιπτέραρχος Στούντεντ, και η αφορμή για τον μετέπειτα παροπλισμό τους. Έκτοτε και, παρά τις ανάγκες που προέκυψαν, οι Γερμανοί δεν προέβησαν σε ευρείας κλίμακας χρήση αλεξιπτωτιστών και αερομεταφερόμενων στρατευμάτων. Η Μάχη της Κρήτης συνέτριψε ένα από τα πολυτιμότερα όπλα του Χίτλερ, κατέρριψε τον μύθο του αήττητου των Δυνάμεων του Άξονα και συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην ανατροπή των στρατηγικών σχεδίων της Γερμανίας.
Η ιστορική πραγματικότητα της συμμετοχής των Ευελπίδων στη μάχη της Κρήτης αποτυπώνεται μέσα από προσωπικές μαρτυρίες, όπως αυτές είναι καταγεγραμμένες στο βιβλίο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού «Μνήμες Πολέμου»:
Τις απογευματινές ώρες η πίεση των Γερμανών επί της Διλοχίας της ΣΣΕ ήτο ισχυρή, επεδίωκαν την συνένωση με τους αλεξιπτωτιστάς που είχαν προσγειωθεί στα μετόπισθεν της διλοχίας στην περιοχή του Καστελλίου Κισσάμου.
Εκείνη την ώρα, οι ελεύθεροι σκοπευτές της Χερσονήσου Ροδοπού γλίστρησαν με θαυμαστή ευχέρεια, από οδεύσεις που μόνο αυτοί γνώριζαν, στα μετόπισθεν των Γερμανών, και τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.
Με το σούρουπο, η πίεσις των Γερμανών κατά της Διλοχίας της ΣΣΕ που είχε φτάσει στο όριο της διασπάσεως, άρχισε σιγά-σιγά να υποχωρεί, γεγονός που επέτρεψε στη Διλοχία να αποσυρθεί τις νυκτερινές ώρες της 20/21 Μαΐου 1941 από την Χερσόνησο της Ροδοπού και να εγκατασταθεί αμυντικώς στα Δελιανά αφού επέτυχε, καθ’ όλη την διάρκεια της 20ής Μαΐου, να εμποδίσει την συνένωση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών των περιοχών Ταυρωνίτη και Καστελλίου, καθώς και την διεύρυνση του αερογεφυρώματος, βασικού αντικειμενικού σκοπού της πρώτης ημέρας των επιχειρήσεων.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα - Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», EFSTATHIADIS GROUP S.A., Αθήνα 1992, σελ. 112.
Ο Ανθ/στής - Εύελπις ΙΙ Πιπέρης, σκοτώθηκε σε μια έφοδο μπροστά στις Φυλακές Αγυιάς. Ο τραγικός θάνατός του φέρνει πάντα δάκρυα στα μάτια σ’όσους τον πληροφορούνται. Σκέψου, να σώνεται σιγά-σιγά το είναι σου, ο εαυτός σου. Να νοιώθεις πως κυλά, πως φεύγει, πως χάνεται το πολύτιμο υγρό της ζωής σου, το αίμα σου που σε συντηρεί και με απελπισία να μη μπορείς ν’ αντιδράσεις. Έτσι ακριβώς, μ’ αυτό τον τραγικό τρόπο, πόσα παλικάρια χάθηκαν με την παντελή έλλειψη τραυματιοφορέων στη μάχη και γενικά με την έλλειψη κάθε νοσοκομειακής και ιατρικής περιθάλψεως!!... Ούτε καν πρώτες βοήθειες μπορούσε κανείς να προσφέρει σ’ αυτούς τους δυστυχείς. Ήταν αδύνατο να κάνει κανείς τίποτε κάτω από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς των αεροπλάνων που, σαν λυσσασμένα, επί ώρες ξερνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας, ανθρώπους, σίδερο και φωτιά!! Στο Γαλατά, αυτοί που θάψανε τον Πιπέρη μού είπαν το εξής συγκινητικό: Του βρήκαν, λέει, στα ξυλιασμένα χέρια του μια καρτούλα (ένα τόσο δα καρτ-βιζίτ), γραμμένο με ένα ψιλό ξυλαράκι και με το αίμα του! (τι μακάβριο μελάνι!) το οποίο έγραφε: «Πεθαίνω από αιμορραγία!.. Πηγαίνετε στην οδό (τάδε στα Χανιά). Παρακαλέστε τους να στείλουνε τα πράγματά μου στο σπίτι... Και να τους πούνε ότι πέθανα για την Πατρίδα... Στην Κρήτη...».
Γεωργίου Π. Μπερδέκλη, Αναμνήσεις ενός ευέλπιδος (1940-1944), εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1995, σελ. 109.
Όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένος σ’ ένα καναπέ ενός φτωχικού χωριατόσπιτου, με το τραύμα μου ήδη δεμένον. Έμπροσθέν μου ίστατο ένας γέρων, μία γριούλα με βουρκωμένα τα μάτια της και ο συνάδελφος μου. Ούτος φορούσε το ματωμένο χιτώνιό μου και μου χαμογελούσε. Έσκυψε, με φίλησε και έσπευσε να εξακολούθηση την μάχην.
Γεωργίου Π. Μπερδέκλη, Αναμνήσεις ενός ευέλπιδος (1940- 1944), σελ. 82.
Εισαγωγή
O Πόλεμος της Κορέας αποτέλεσε μια πολεμική σύγκρουση μεταξύ των δύο κρατών της διηρημένης Κορέας, που ξεκίνησε την 25 Ιουνίου 1950. Η γραμμή διαίρεσης της Κορέας σε Βόρειο και Νότιο ήταν ο 38ος παράλληλος της Κορεατικής Χερσονήσου. Η παραβίαση των συνόρων και η εισβολή της Βόρειας Κορέας στα εδάφη της Νότιας Κορέας προκάλεσε την υποχώρηση των δυνάμεων της δεύτερης και την έναρξη του πολέμου, ο οποίος διήρκησε μέχρι την 27 Ιουλίου 1953.
Η Ελλάδα, το 1950, στο πλαίσιο εφαρμογής των αποφάσεων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), απέστειλε στη χερσόνησο της Κορέας μία στρατιωτική δύναμη, ειδικής συνθέσεως, η οποία ονομάστηκε Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος (ΕΚΣΕ).
Το ΕΚΣΕ αποτελούσε την πρώτη ελληνική αποστολή στo πλαίσιο του ΟΗΕ και περιελάμβανε δυνάμεις του στρατού ξηράς και της αεροπορίας. Η αρχική δύναμη του ΕΚΣΕ ήταν περίπου 1000 ανδρών και αποτελούνταν από το Επιτελείο – τη Διοίκηση και το Τάγμα Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος, καθώς και σμήνος της αεροπορίας δύναμης 67 ατόμων και 7 αεροσκαφών C-47. Ως επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος τοποθετήθηκε ο Συνταγματάρχης (ΠΖ) Δασκαλόπουλος Ιωάννης, ενώ διοικητής του τάγματος ήταν ο Αντισυνταγματάρχης (ΠΖ) Αρμπούζης Διονύσιος.
Το απόγευμα της επόμενης ημέρας (15 Νοε 1950) το ΕΚΣΕ μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς (από την περιοχή στρατωνισμού στο Ρουφ) στον Πειραιά όπου επιβιβάστηκε στο αμερικανικό οπλιταγωγό «Τζένεραλ Χαν» και ύστερα από διάπλου 24 ημερών, κατέπλευσε την 09 09:00 Δεκεμβρίου 1950 στο λιμένα Πουσάν (Pusan) της Νοτίου Κορέας. Η δύναμη του ΕΚΣΕ την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν 840 άτομα.
Κατά το αρχικό χρονικό διάστημα παραμονής στην συμμαχική περίμετρο του Πουσάν στη Νότια Κορέα συμπληρώθηκαν οι ελλείψεις σε επιχειρησιακά υλικά, (οχήματα, ασύρματοι, οπλισμός, πυρομαχικά, υλικά διαβίωσης και μέσα ΔΜ). Την 14 Δεκ 1950 το ΕΚΣΕ μεταστάθμευσε στην περιοχή της Σουβόν (Suwon) σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων νοτίως της Σεούλ (Seoul) - η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή βρισκόταν υπό εχθρική κατοχή - και παρέμεινε μέχρι την 30 Δεκεμβρίου 1950, οπότε και μετακινήθηκε για να εισέλθει στον αγώνα. Σε όλο το χρονικό διάστημα παραμονής στη Σουβόν το τάγμα ασχολούταν με επιχειρησιακή εκπαίδευση.
Είσοδος του ΕΚΣΕ στον Αγώνα – Συμμετοχή στις Επιχειρήσεις
Από την 18 Δεκεμβρίου 1950 το ΕΚΣΕ υπήχθη υπό το 7ο Αμερικανικό Σύνταγμα Ιππικού της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Ιππικού, ως το τέταρτο τάγμα του 7ου Συντάγματος Ιππικού. Συνέβαλε αποφασιστικά στην σταθεροποίηση του μετώπου, ενήργησε επιθετικές αναγνωρίσεις στην περιοχή Σαγιόν-Νι και το ύψωμα 406 βόρεια της πόλης Ικτσόν όπου και είχε τις πρώτες απώλειες από εχθρικά πυρά, απέκρουσε στο ύψωμα 381, κοντά στο Ικτσόν, ισχυρή επίθεση κινεζικού συντάγματος μετά από σθεναρή άμυνα, πραγματοποιώντας την πρώτη του μεγάλη πολεμική επιχείρηση.
Οι μάχες στις οποίες συμμετείχε το ΕΚΣΕ ήταν σκληρές και αιματηρές, διεξάγονταν σε άγνωστο έδαφος και σε ιδιαίτερα δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες, με δριμύ ψύχος και χιόνια το χειμώνα και συνεχείς βροχές την άνοιξη, που μετέβαλαν την περιοχή επιχειρήσεων σε ιδιαίτερα δύσβατο έδαφος. Παρά τις δύσκολες συνθήκες και τον πολυαριθμότερο εχθρό που αντιμετώπιζε, το ηθικό των ανδρών του ΕΚΣΕ ήταν ακμαίο και η μαχητικότητά του σε υψηλό επίπεδο, με κύριο χαρακτηριστικό την θέληση και το πείσμα για την νίκη. Οι συνεχείς επιτυχίες στο πεδίο της μάχης προκάλεσαν τον θαυμασμό των συμμάχων:
«Το Ελληνικό τμήμα, πρωτοπόρον μεταξύ των ενεργούντων Συμμαχικών Στρατευμάτων εις τον κεντρικό τομέα του μετώπου, ως αιχμή εμβόλου επιθετικής μάζης, κερδίζει αποφασιστικήν νίκη και ανοίγει τον δρόμον εις τα Συμμαχικά στρατεύματα προς Χοκτσόν – Τσουνγκτσόν, σπουδαιότατο κόμβο της Νοτίου Κορέας» (Συμμαχικό Ανακοινωθέν - Αρχείο ΔΙΣ/Φ.161/18/Α/4).
Μάχη του Υψώματος Χάρρυ (Νύχτα 17/18 Ιουνίου 1953)
Μία από τις σκληρότερες μάχες του πολέμου πραγματοποιήθηκε στο θρυλικό ύψωμα «Χάρρυ», λίγες μόνο εβδομάδες πριν την υπογραφή ανακωχής και τον τερματισμό του πολέμου στην Κορεατική Χερσόνησο.
Την 17 Μαΐου 1953 το Τάγμα του Εκστρατευτικού Σώματος, κατόπιν διαταγής του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος, στο οποίο είχε υπαχθεί, κινήθηκε προς την γραμμή «Μιζούρι» όπου και εγκαταστάθηκε αμυντικώς. Την 16 Ιουνίου μετακινήθηκε στην αμυντική τοποθεσία του 2ου Αμερικανικού Τάγματος, στον τομέα του οποίου ήταν το ύψωμα «Χάρρυ». Στη νέα τοποθεσία ασχολήθηκε κυρίως με την βελτίωση της οργάνωσης του εδάφους, και την εγκατάσταση ενεδρών και ακροαστικών φυλακίων σε επίκαιρα σημεία.
Λόγω της επικείμενης ανακωχής η οποία θα προέβλεπε ως γραμμή διαχωρίσεως των δύο αντιπάλων, την κατεχόμενη εκατέρωθεν τοποθεσία κατά την στιγμή υπογραφής της ανακωχής, αμφότεροι οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν όσο μπορούσαν πιο ευνοϊκά την κατάσταση.
Δεδομένου ότι με την ανακωχή, οι αντίπαλοι θα υποχωρούσαν ο καθένας δυο χιλιόμετρα από την γραμμή επαφής, για να δημιουργηθεί η αποστρατικοποιημένη ζώνη, πάσχιζαν να διατηρούν ισχυρά φυλάκια σε υψώματα τακτικής σημασίας που δέσποζαν κατά μήκος του μετώπου και παρείχαν το πλεονέκτημα της παρατήρησης σε βάθος εντός της αντίπαλης τοποθεσίας.
Αυτό σήμαινε, ότι ο αντίπαλος που μειονεκτούσε σε έδαφος, έπρεπε να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο για να καλύψει τις δυνάμεις του από παρατηρούμενα πυρά πυροβολικού και να οργανώσει την άμυνά του στα πρώτα κατάλληλα υψώματα. Οι Κινέζοι λοιπόν, που είχαν κενά στη διάταξή τους, προσπαθούσαν να καταλάβουν ή να ανακαταλάβουν τέτοια υψώματα που διατηρούσαν οι συμμαχικές δυνάμεις όσο μπορούσαν πιο γρήγορα με επανειλημμένες επιθετικές ενέργειες.
Ένα τέτοιο ύψωμα, μεταξύ των άλλων, ήταν το ύψωμα με την κωδική ονομασία «Χάρρυ» (Harry). Το ύψωμα το κατείχαν από τις αρχές Ιουνίου οι Πορτορικανοί του 2ου Τάγματος του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος. Από τις 10 μέχρι τις 13 Ιουνίου το 15ο Σύνταγμα κατά τις επιχειρήσεις κατάληψης του «Χάρρυ» από τους Κινέζους, χρησιμοποίησε για την άμυνά του περιοδικά και τα τρία (3) οργανικά αμερικανικά τάγματά του, με συνολικές απώλειες πλέον των 250 νεκρών και 400 τραυματιών. Λόγω της κρισιμότητας της καταστάσεως στην οποία είχε περιέλθει το αμερικανικό τάγμα αποφασίσθηκε την 13 Ιουνίου 1953, όπως αντικατασταθεί από το ελληνικό τάγμα.
Με υψόμετρο γύρω στα 350 μέτρα, το ύψωμα «Χάρρυ», βρισκόταν περίπου 400 μέτρα μπροστά από το Πρόσθιο Όριο Τοποθεσίας (ΠΟΤ) των συμμαχικών στρατευμάτων και ήταν το ψηλότερο ύψωμα που κατείχαν οι σύμμαχοι, σε ακτίνα 2 χιλιομέτρων. Από αυτό μπορούσαν να ελέγχουν όλες τις προσβάσεις προς την αμυντική τους γραμμή. Αποτελούσε τη νότια απόληξη ενός μεγαλύτερου ορεινού όγκου με ψηλότερο σημείο το ύψωμα "Σταρ" (Star) που το κατείχαν εκείνη την περίοδο οι Κινέζοι. Η απόσταση μεταξύ των δύο υψωμάτων δεν ξεπερνούσε σε ευθεία γραμμή τα 300 μέτρα.
Οι εχθρικές ενέργειες κατά του υψώματος «Χάρρυ» αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου επιθετικής δράσης που απέβλεπε στη διάσπαση της αμυντικής τοποθεσίας της 3ης Αμερικανικής Μεραρχίας. Με την κατάληψη του υψώματος η άμυνα επί της τοποθεσίας θα ήταν δυσχερής και ο εχθρός θα μπορούσε να ελέγχει με πυρά το οδικό δίκτυο σε μεγάλη έκταση και σε βάθος 10 χιλιομέτρων. Γι’ αυτό το λόγο το ύψωμα «Χάρρυ» αποτελούσε στρατηγικό στόχο καθώς άνοιγε τον δρόμο προς της Σεούλ πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας.
Το ελληνικό τάγμα χωρίς καμιά χρονοτριβή και με άκρα μυστικότητα και μεθοδικότητα, ξεκίνησε την οργάνωση εδάφους με ταυτόχρονη αποκατάσταση των ζημιών που είχαν προκληθεί από τη σφοδρότητα των βομβαρδισμών του εχθρού. Έτσι το πρωί της 16 Ιουνίου είχε ολοκληρώσει την εγκατάστασή του στο ύψωμα. Ο διοικητής του τάγματος τροποποίησε το σχέδιο πυρός και άλλαξε τη διάταξη κατοχής της τοποθεσίας, μελέτησε και οργάνωσε ισχυρές αντεπιθέσεις από συγκρότημα πεζικού και αρμάτων μάχης, τα οποία το τάγμα ζήτησε και έλαβε άμεσα. Τα γεγονότα που ακολούθησαν τον δικαίωσαν πλήρως.
Την νύχτα της 17/18 Ιουνίου άρχισε η προσπάθεια από τους Κινέζους για την κατάληψη του, με σφοδρό βομβαρδισμό σε όλο το μέτωπο του ελληνικού τάγματος. Οι Κινέζοι όπως και τις προηγούμενες νύκτες, μετά από ισχυρή προπαρασκευή πυροβολικού εκτέλεσαν έφοδο κατά κύματα, πιστεύοντας ότι ο μεγάλος αριθμός των πεζών τους θα καταφέρει καίριο αποτέλεσμα. Τα πυρά των αμυνομένων ήταν καταιγιστικά, οι φραγμοί πυροβολικού και όλμων ενεργοποιήθηκαν αλλά δεν σταμάτησαν την επιθετική ορμή.
Τα πτώματα των Κινέζων συσσωρεύονταν, αλλά παρά τις σοβαρές απώλειες, έστειλαν νέο κύμα. Οι αμυνόμενοι εκτελούσαν πυρά κατά βούληση, στον προκαθορισμένο τομέα τους ενώ τα ομαδικά όπλα έβαλλαν σύμφωνα με το σχέδιο πυρός. Οι χειροβομβίδες απασφαλίζονταν και αφήνονται να κυλούν προς την κατηφόρα διαδοχικά, αποδεκατίζοντας όσους συναντούσαν κατά την έκρηξή τους. Οι Κινέζοι έχοντας πλησιάσει τα βόρεια ορύγματα και ετοιμάζονταν για το τελευταίο άλμα, αρχίζοντας την εκσφενδόνιση χειροβομβίδων. Τότε οι Έλληνες εφόρμησαν με "εφ' όπλου λόγχη" και ακολούθησε μάχη σώμα με σώμα.
Παρά την αριθμητική υπεροχή τους, οι Κινέζοι αιφνιδιάστηκαν από αυτή την ξαφνική αντεπίθεση των Ελλήνων, που κατέβαιναν με τις ξιφολόγχες τους την πλαγιά με ορμή μέσα στο σκοτάδι, και υποχώρησαν, ανοίγοντας την απόσταση από την αμυντική τοποθεσία και δίνοντας έτσι την ευκαιρία στο πυροβολικό να τους κτυπά ανελέητα στις προκαθορισμένες συγκεντρώσεις.
Οι Κινέζοι διαλύθηκαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αλλά δεν το έβαλαν κάτω.
Μετά από λίγη ώρα επανέλαβαν μια πιο μαζική επίθεση στα βόρεια ορύγματα. Μπήκαν μέσα στις πρώτες θέσεις και με το πυροβολικό τους προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα δακτύλιο ασφαλείας για να σταθεροποιηθούν.
Τότε ο Έλληνας διοικητής αποφάσισε να εμπλέξει την εφεδρεία του, ένα ελληνικό λόχο και ένα αμερικανικό ουλαμό αρμάτων, που πλευροκόπησαν τα κινεζικά τμήματα και τα ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις που είχαν καταλάβει. Το ξημερώματα της 18 Ιουνίου, οι Κινέζοι ηττημένοι οριστικά, και έχοντας τεράστιες απώλειες, υποχώρησαν και εγκατέλειψαν κάθε άλλη προσπάθεια για κατάληψη του Υψώματος «Χάρρυ».
Οι Έλληνες κράτησαν και άρχισαν να μετράνε τις πληγές τους. Όλοι περίμεναν μεγάλες απώλειες και ειδικά οι Αμερικανοί που είχαν δει τους λόχους τους να αποδεκατίζονται. Οι ελληνικές απώλειες κατά την παραμονή του ΕΚΣΕ στην Κορέα ήταν 6 νεκροί (1 Αξιωματικός και 5 οπλίτες) και 19 τραυματίες. Οι συνολικές απώλειες των συμμάχων κατά τη διεξαχθείσα μάχη του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος και του Ελληνικού Τάγματος ήταν 102 νεκροί και 553 τραυματίες. Από πλευράς εχθρού οι συνολικές απώλειες από 10 μέχρι 18 Ιουνίου ήταν 223 νεκροί καταμετρηθέντες, 1450 νεκροί κατά υπολογισμό και 3800 τραυματίες κατά υπολογισμό. Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι μετά την υπογραφή της συμφωνίας ανακωχής την 27 Ιουλίου 1953, το ύψωμα, χαρακτηρίστηκε «ουδέτερο», εξαιρέθηκε της κατοχής, και οι δύο πλευρές αποχώρησαν από εκεί.
Παρόλα αυτά, η θυσία δεν ήταν τελείως άσκοπη και είχε έμμεσα αποτελέσματα όπως φάνηκε αργότερα. Εξ αιτίας αυτής της αντίστασης, η εύφορη κοιλάδα Κουμ-Χουά, παρέμεινε στα χέρια των Νοτιοκορεατών.
Επίλογος
Για το πολεμικό έργο που συντέλεσε το ΕΚΣΕ του απονεμήθηκαν ιδιαίτερες τιμητικές διακρίσεις, ελληνικές και συμμαχικές. Επίσης πολλοί Αξιωματικοί και οπλίτες τιμήθηκαν με προαγωγές επ’ ανδραγαθία και απονομές ελληνικών, αμερικανικών, νοτιο-κορεατικών, βελγικών, κολομβιανών και του Ο.Η.Ε. παρασήμων, μεταλλίων και εύφημων μνειών.
Με τις διακρίσεις αυτές αναγνωρίσθηκε πλέον και επισήμως η υπό του ΕΚΣΕ αντιπροσώπευση του Ελληνικού Στρατού στο διεθνή στίβο του αγώνα για την ελευθερία, κατά τις επιχειρήσεις στην Κορέα.
Αργότερα η Νότια Κορέα για να δείξει την ευγνωμοσύνη της ανέγειρε στην τοποθεσία Γιοντζού Κυούν Τζι Ντο (την περίφημη Κοιλάδα των Ηρώων), κοντά στη Σεούλ μεγαλοπρεπές μνημείο των πεσόντων Ελλήνων μαχητών, σε μια πλάκα του οποίου υπάρχει η επιγραφή:
«οι γενναίοι αυτοί στρατιώται της Ελλάδος, ενεσάρκωσαν το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ΄ελεύθερον το εύψυχον. Τιμή και δόξα τοις πεσούσι πολεμισταίς!».
Βιβλιογραφία
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΟΧΟΥ
Η δράση του Ιερού Λόχου στο Αιγαίο αποτελεί μία από τις πιο ένδοξες σελίδες των αγώνων του Έθνους που έγραψε με αίμα μία μικρή μονάδα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής όταν η Ελλάδα ζούσε τον εφιάλτη της τριπλής κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
14 ΦΕΒ - 30 ΣΕΠ 1944 ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μία από τις πιο ένδοξες σελίδες των αγώνων του Έθνους που έγραψε με αίμα μία μικρή μονάδα των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής όταν η Ελλάδα ζούσε τον εφιάλτη της τριπλής κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί η δράση του Ιερού Λόχου στο Αιγαίο.
ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΙΕΡΟΥ ΛΟΧΟΥ – ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Η συγκέντρωση στη Μέση Ανατολή μεγάλου αριθμού αξιωματικών από την κατεχόμενη Ελλάδα και η ενεργή επιθυμία όλων να συμμετάσχουν στον αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων, οδήγησε στην πρόταση της δημιουργίας μίας επίλεκτης μονάδας αποτελούμενης αποκλειστικά από αξιωματικούς διακρινόμενους για το ήθος, το θάρρος και την επαγγελματική τους αξία, ώστε να εισέλθουν γρήγορα στο θέατρο των επιχειρήσεων. Αρχικά συγκροτήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1942 στην Παλαιστίνη με την αρχική επωνυμία «Λόχος Επιλέκτων Αθανάτων» ως Λόχος Πολυβόλων. Η διοίκησή του ανατέθηκε προσωρινά στον Επίλαρχο Στεφανάκη Αντώνιο. Τον ίδιο μήνα μεταστάθμευσε σε στρατόπεδο κοντά στο Κάιρο, έλαβε την ονομασία «ΙΕΡΟΣ ΛΟΧΟΣ», ενώ ενσωματώθηκαν και άλλοι ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί. Ορίστηκε το ειδικό σήμα που θα έφεραν οι Ιερολοχίτες στο στήθος τους με το σπαρτιατικό ρητό «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΊ ΤΑΣ» και καθιερώθηκε ο μπεζ μπερές. Διοικητής του τοποθετήθηκε ο Συνταγματάρχης Πεζικού Τσιγάντες Χριστόδουλος. Μετακινήθηκε σε στρατόπεδο κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ, απέβαλλε τη σύνθεση του Λόχου Πολυβόλων και τον μήνα Νοέμβριο ασχολήθηκε με ειδική εκπαίδευση που περιλάμβανε αντικείμενα αλεξιπτωτιστή, καταστροφών, οπλομηχανημάτων, οδήγησης, αποβάσεων κλπ. Στις 24 Νοεμβρίου 1942 αναχώρησε για να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις της Δυτικής Ερήμου. Την δύναμή του αποτελούσαν 130 αξιωματικοί, 40 μάχιμοι και 30 βοηθητικοί οπλίτες.
Τον Απρίλιο του 1943 ο Ιερός Λόχος λαμβάνει διαταγή να επιστρέψει στην Αίγυπτο όπου μετά από σύντομη αναδιοργάνωση και εκπαίδευση επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί στις επιχειρήσεις που σχεδίαζαν οι Σύμμαχοι για την απελευθέρωση του Αιγαίου. Οι επιχειρήσεις της Βόρειας Αφρικής αποτέλεσαν τη νικηφόρα έναρξη των αγώνων του. Παρά το γεγονός ότι συμμετείχε την περίοδο της αρχικής συγκροτήσεώς του με μεγάλες δυσχέρειες και ελλείψεις, η απόδοσή του στο πεδίο της μάχης έγινε αντικείμενο θαυμασμού και γενικότερης αναγνώρισης από τους Συμμάχους. Οι απώλειές του υπήρξαν σχετικά μικρές και ανήλθαν σε 3 νεκρούς, 9 τραυματίες και 11 αγνοούμενους.
Έως τα μέσα Οκτωβρίου του 1943 ο Λόχος με τη νέα του σύνθεση και την υπαγωγή του στη Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών περιελάμβανε Ομάδα Διοικήσεως, τρία Καταδρομικά Τμήματα και ένα Τμήμα Βάσεως. Το προσωπικό αποτελούσαν πλέον 327 Ιερολοχίτες με κατάλληλο οπλισμό και μεταφορικά μέσα για την εκπλήρωση καταδρομικών αποστολών. Ο Συνταγματάρχης Τσιγάντες διατήρησε τη διοίκηση, ενώ ως διοικητές των καταδρομικών τμημάτων τοποθετήθηκαν αντίστοιχα οι Αντισυνταγματάρχης Ιππικού Καλλίνσκης Ανδρέας, Αντισυνταγματάρχες Πεζικού Μεσσηνόπουλος Φώτιος και Τριανταφυλλάκος Τρύφωνας. Με αυτή τη σύνθεση ο Ιερός Λόχος ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε αποστολές αιφνιδιαστικών καταδρομών με τμήματα ομάδων και διμοιριών, εναντίον στόχων μικρής αμυντικής ικανότητας. Το προσωπικό ήταν ικανό για ειδικές επιχειρήσεις με συνδυασμένη επίγεια, θαλάσσια και εναέρια ενέργεια. Ανεξαρτήτως ειδικότητας, κάθε Ιερολοχίτης χειριζόταν με ευχέρεια όλα τα διατιθέμενα είδη οπλισμού, είχε τη δυνατότητα συμμετοχής σε ιδιότυπα καταδρομικά αποσπάσματα και είχε εκπαιδευθεί και σε κανονικό αγώνα Πεζικού.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Την 8η Σεπτεμβρίου 1943 οι δυνάμεις της ιταλικής χερσονήσου παραδόθηκαν άνευ όρων στα συμμαχικά στρατεύματα. Οι Γερμανοί υποψιαζόμενοι ότι θα πράξουν το ίδιο και οι ιταλικές φρουρές των νησιών του Αιγαίου, ενίσχυσαν την παρουσία τους στο Αρχιπέλαγος. Το νέο συμμαχικό σχέδιο επιχειρήσεων προέβλεπε την διείσδυση καταδρομικών δυνάμεων στις νήσους του Αιγαίου για την παρενόχληση των φρουρών τους και τον προσεταιρισμό των Ιταλών ή τον εξαναγκασμό σε συνθηκολόγηση, με τη χρησιμοποίηση στολίσκου ελαφρών σκαφών και βάση εξορμήσεως την Κύπρο ή τις μικρασιατικές ακτές. Όμως, στο τέλος Νοεμβρίου 1943 οι Γερμανοί είχαν τη σταθερή κατοχή ολόκληρου του Αιγαίου μεταφέροντας δυνάμεις από την ηπειρωτική Ελλάδα, διαλύοντας τις 3 ιταλικές Μεραρχίες και κάνοντας την κίνηση των συμμαχικών πλοίων στην περιοχή αδύνατη.
ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΠΟ 14 ΦΕΒ ΈΩΣ 30 ΣΕΠ 1944
Η απόφαση χρησιμοποίησης του Ιερού Λόχου ελήφθη τελικά τον Φεβρουάριο του 1944, μετά την ματαίωση των σχεδίων για την συμμαχική απόβαση στην ηπειρωτική Ελλάδα. Απώτερος σκοπός ήταν η ανάληψη καταδρομικών επιχειρήσεων ευρείας κλίμακας για την προσβολή των θαλάσσιων συγκοινωνιών του εχθρού, την εξουδετέρωση φυλακίων, την καταστροφή αποθηκών και εφοδίων και τον εκνευρισμό και καταπόνηση των φρουρών των νήσων. Με την απόφαση αυτή, ο Ιερός Λόχος αναδιοργανώνεται και εκπαιδεύεται ως Μοίρα Καταδρομών. Η νέα σύνθεση, εκτός από Τμήμα Διοικήσεως, τρία Καταδρομικά Τμήματα και Τμήμα Βάσεως, περιλάμβανε Τμήμα Όλμων, Εφεδρεία, Τμήμα Μηχανικού (Καταστροφών) και Τμήμα Διαβιβάσεων. Κάθε Τμήμα είχε Ομάδα Διοικήσεως και 3 Διμοιρίες Καταδρομών. Το προσωπικό, ο οπλισμός και τα μέσα ήταν τέτοια ώστε να επιτυγχάνεται η άσκηση διοικήσεως, η ευελιξία και η μεγάλη ισχύς πυρός, για την αποτελεσματική εκπλήρωση καταδρομικών αποστολών. Η δύναμή του έφτανε πλέον τους 423 Ιερολοχίτες.
Οι κυριότερες δράσεις που εκτέλεσε η Μονάδα το έτος 1944 με το I Καταδρομικό Τμήμα ήταν οι εξής:
Η πρώτη Καταδρομή στη Σάμο τον Μάρτιο με καταστροφή εχθρικών πλοιαρίων στο Πυθαγόρειο και στους όρμους Μαραθόκαμπο και Κοκκάρι. Τον ίδιο μήνα η αναγνωριστική ενέργεια στη Χίο και στους Φούρνους με την εν πλω σύλληψη εξοπλισμένου γερμανικού ιστιοφόρου με το φορτίο και το πλήρωμά του, η επιτυχής αναγνώριση και συλλογή πληροφοριών στις Οινούσσες, η μεταφορά τροφίμων και φαρμάκων στους κατοίκους των Φούρνων και της Ικαρίας και η σύλληψη δύο ακόμα εχθρικών πλοιαρίων. Παράλληλα, η αναγνώριση στην Ικαρία και την Λέσβο με συλλογή πληροφοριών. Κατά την διάρκεια της δράσης του αιχμαλώτισε εχθρικό ιστιοφόρο με τρόφιμα και πλοίο συνοδείας με τη φρουρά του. Ο Μάρτιος ολοκληρώθηκε με την καταδρομή στα Ψαρά και την επίθεση στο γερμανικό φυλάκιο της νήσου.
Ο Απρίλιος ξεκίνησε με την καταδρομική επιχείρηση στη Λέσβο ως εγχείρημα αντιπερισπασμού το οποίο διατάχθηκε εξαιτίας συμπλοκών των κατοίκων της Αγιάσου με τους Γερμανούς. Τα αποτελέσματα υπήρξαν εντυπωσιακά, με την επιτυχή προσβολή διερχόμενου γερμανικού αυτοκινήτου, επίθεση εναντίον της κατοικίας των υπαλλήλων της Γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας και των φυλακών της, εξόντωση της φρουράς και απελευθέρωση 12 κρατουμένων. Ταυτόχρονα, άλλο τμήμα επιτέθηκε εναντίον των φυλακών του Διδασκαλείου και απελευθέρωσε τους κρατουμένους. Τον Απρίλιο του 1944 οι περιπολίες και οι καταδρομικές ενέργειες εναντίον κινούμενων εχθρικών σκαφών στους θαλάσσιους χώρους, μεταξύ Χίου - Λέσβου και Χίου - Σάμου είχαν ως αποτέλεσμα την αιχμαλωσία 7 πλοιαρίων που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των Γερμανών. Συνέδραμε την Βρετανική Ταξιαρχία Καταδρομών μετά από αίτημά της, στις καταδρομικές ενέργειες της Ίου και της Αμοργού.
Τον Μάιο συγκρότησε μεικτή ελληνοβρετανική ομάδα και διεξήγαγε καταδρομή στην Πάρο με 7 νεκρούς Γερμανούς και τεράστιες υλικές ζημιές για τον εχθρό. Στα τέλη Μαΐου και αρχές Ιουνίου επιχείρησε δεύτερη καταδρομή στη Σάμο, κατέστρεψε εχθρική εφοδιοπομπή και εξουδετέρωσε την φρουρά του φυλακίου του Μαραθόκαμπου. Την ίδια περίοδο διεξήγαγε καταδρομή στη Χίο με στόχους στην πόλη και τον λιμένα του νησιού και δύναμη 49 Ιερολοχιτών με επικεφαλής τον Διοικητή του I Καταδρομικού Τμήματος. Ως αποτέλεσμα της δράσης ήταν η ανατίναξη των εγκαταστάσεων του νεωρίου και 13 πλοιαρίων. Το I Τμήμα ολοκλήρωσε την δράση του με καταδρομές στη Λαγκάδα Χίου και στη Γέρα Λέσβου τον Ιούνιο και την καταστροφή των γερμανικών φυλακίων και 3 πλοιαρίων.
Από τα μέσα Ιουνίου το I Καταδρομικό Τμήμα αποσύρθηκε σταδιακά και αντικαταστάθηκε από το II, το οποίο ενισχυόμενο με Διαβιβαστές και ομάδα όλμων μετονομάστηκε σε «Απόσπασμα Αιγαίου». Παράλληλα, η ενίσχυση με 30 αξιωματικούς και οπλίτες της Βρετανικής Ταξιαρχίας Καταδρομών οδήγησε στην επιχειρησιακή ανάληψη ολόκληρου του Αρχιπελάγους. Οι σημαντικότερες δράσεις που εκτέλεσε αυτό το τμήμα του Ιερού Λόχου κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, ήταν οι εξής: Η καταδρομή στην Κάλυμνο τον Ιούλιο με επίθεση εναντίον του φυλακίου. Τον ίδιο μήνα η καταδρομή στη Σύμη με επίθεση στη γερμανική φρουρά, καταστροφή των εγκαταστάσεών της και ανατίναξη των πλωτών μέσων της. Σημειώνεται ότι η προαναφερθείσα καταδρομή χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη πολύ καλά οργανωμένη επιχείρηση ευρείας μορφής. Εκτός από τις απώλειες του εχθρού σε προσωπικό με πολλούς νεκρούς και σύλληψη αιχμαλώτων, η Ομάδα Καταστροφών προξένησε σημαντικές υλικές ζημιές σε πλοιάρια στο νεώριο, στις αποθήκες πυρομαχικών, σε βαρέα όπλα, στις αμυντικές οργανώσεις του φρουρίου και στις τηλεφωνικές γραμμές. Έως τις 24 Αυγούστου το «Απόσπασμα Αιγαίου» εξέπεμψε αναγνωριστικές περιπόλους για συλλογή πληροφοριών στις νήσους Κω, Τήλο, Νίσυρο, Σάμο, Σύμη, Αστυπάλαια, Ικαρία, Φούρνους, Ίο, Νάξο, Πάρο, Αμοργό, Θήρα, Μήλο, Σίφνο, Σέριφο, Μύκονο και Άνδρο. Στα τέλη Αυγούστου το II Καταδρομικό Τμήμα αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από το III, στο οποίο είχε αναλάβει διοίκηση ο Ταγματάρχης Πυροβολικού Δημόπουλος Παύλος.
Την ίδια περίοδο οι Γερμανοί προσπαθούσαν να απαγκιστρώσουν τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους για να τις μεταφέρουν στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ ταυτόχρονα ξεκινούσαν από τους Συμμάχους οι επιχειρήσεις απελευθέρωσης των νησιών. Η δράση του III Καταδρομικού Τμήματος χαρακτηρίστηκε κυρίως από έντονη περιπολιακή δραστηριότητα με αναγνωρίσεις και μικρές καταδρομικές ενέργειες. Κυριότερες από αυτές ήταν η καταδρομή στη Θήρα, τον μήνα Αύγουστο, με την καταστροφή των εχθρικών εγκαταστάσεων και η καταδρομή στην Κω με αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του φυλακίου του Θυμιανού, εξουδετέρωση της φρουράς και ανατίναξη των εγκαταστάσεών του.
Η καταδρομική επιχείρηση εναντίον της φρουράς της Μυκόνου από 25 έως 28 Σεπτεμβρίου, με την εξόντωση σημαντικού μέρους του εχθρικού προσωπικού και την πυρπόληση των αποθηκών πυρομαχικών και τροφίμων, οδήγησε στην παράδοση των εναπομεινάντων Γερμανών και στην απελευθέρωση της νήσου στις 30 Σεπτεμβρίου 1944.
Στο πλαίσιο εκκενώσεως των γερμανικών δυνάμεων από το ΒΑ Αιγαίο, υπό την συνεχόμενη πίεση του Ιερού Λόχου, εντάσσεται η απελευθέρωση της Χίου και της Λέσβου το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 1944.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ
Το καλοκαίρι του 1944 έλαβε χώρα η νέα αναδιοργάνωση του Ιερού Λόχου και η ανάπτυξή του σε Σύνταγμα Καταδρομών. Περιλάμβανε πλέον Επιτελείο Διοικήσεως, Μοίρα Διοικήσεως και δύο Μοίρες Καταδρομών (Α΄ και Β΄). Με τη νέα σύνθεση η δύναμή του ανήλθε στους 1.084 άνδρες. Το συμμαχικό στρατηγείο για να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση προς τις γερμανικές φρουρές των κατεχόμενων νήσων συγκρότησε δύο εκστρατευτικά σώματα: Την Δύναμη «Β» από την Α΄ Μοίρα Καταδρομών (εκτός του III Τμήματος που συμμετείχε στις επιχειρήσεις του Αιγαίου) με Διοικητή τον Υποδιοικητή του Ιερού Λόχου Συνταγματάρχη Κετσέα Θεμιστοκλή και την Δύναμη «Γ» με άνδρες της Β΄ Μοίρας Καταδρομών και Διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Μεσσηνόπουλο, η οποία θα αποτελούσε μέρος του βρετανικού σώματος που θα αποβιβαζόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Η Δύναμη Β αποβιβάστηκε στις 2 και 3 Οκτωβρίου στη Χίο και ανέλαβε επιχειρήσεις σε όλο το Αιγαίο, από τη Θάσο και τη Σαμοθράκη έως το σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων για την απελευθέρωση των νησιών.
Στη Σάμο, ενώ οι γερμανικές δυνάμεις είχαν εκκενώσει το νησί, παρέμειναν περίπου 1.000 Ιταλοί που είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς και τους είχε δοθεί η υπόσχεση μεταφοράς στη Λέρο. Η οξύνοια και η ταχύτατη αντίδραση του Διοικητή του Ιερού Λόχου ο οποίος μετέβη προσωπικά στο νησί, οδήγησε στην αναίμακτη παράδοση των όπλων από την ιταλική φρουρά στις 4 Οκτωβρίου 1944.
Παράλληλα με τις παραπάνω ενέργειες, ο Ιερός Λόχος ανέπτυξε περιπολιακή δραστηριότητα σε όλες τις νήσους του Αιγαίου που κατέχονταν από τους Γερμανούς, αλλά και επιχειρήσεις που σκόπευαν στην επιβεβαίωση της εκκένωσης των νήσων από τα κατοχικά στρατεύματα. Σε αυτό το πλαίσιο των ενεργειών εντάσσεται η απελευθέρωση της Νάξου και της Λήμνου με αποσπάσματα της Δύναμης Β, η επιχείρηση στην Τήλο (Επισκοπή) με καταδρομική ενέργεια εναντίον της γερμανικής φρουράς, οι αναγνωριστικές δραστηριότητες από 5 έως 19 Νοεμβρίου 1944 στις νήσους Μήλο, Σίφνο, Πάτμο, Σκόπελο, Μακρόνησο, Κω, Λειψούς, Δονούσα, Αμοργό, Αστυπάλαια και Φαρμακονήσι. Η συνεχής πίεση των Ιερολοχιτών με καταδρομικές ενέργειες εναντίον των Γερμανών, σε συνδυασμό με τους συμμαχικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς τους πρώτους μήνες του 1945, είχε ως αποτέλεσμα την παράδοση της Μήλου, η οποία ολοκληρώθηκε στις 12 Μαΐου 1945. Η παράδοση της γερμανικής φρουράς της Μήλου αποτέλεσε γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, καθώς με τις συνεχόμενες επιδρομές δυνάμεων Ιερολοχιτών, στο νησί είχε απομονωθεί για 6 μήνες δύναμη 522 Γερμανών.
Η καταδρομή στη Νίσυρο, η δεύτερη επιχείρηση στην Τήλο, η συνεχής περιπολιακή δραστηριότητα κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 1945, οι καταδρομικές επιχειρήσεις σε διάφορα σημεία της νήσου Ρόδου, η επιχείρηση της Αλίμνιας Ρόδου - όπου σύμφωνα με έκθεση των Βρετανών αποτέλεσε καταδρομική επιχείρηση κατά την οποία το σχέδιο που είχε καταρτισθεί εφαρμόστηκε στο σύνολό του - οδήγησαν στην απομόνωση των γερμανικών φρουρών των Δωδεκανήσων. Στις 8 Μαΐου 1945 ο Γερμανός Στρατηγός Wagner (Βάγκνερ) παρέδωσε άνευ όρων σε αντιπροσωπεία Ελλήνων, Βρετανών και Γάλλων όλη τη γερμανική δύναμη των Δωδεκανήσων και συνεργαζόμενα ιταλικά τμήματα. Μετά την παράδοση, στις 9 Μαΐου δύναμη Ιερολοχιτών και Βρετανών αναχώρησε για την Κω και τη Λέρο για να παραλάβει τις νήσους από τους Γερμανούς. Έως την 15η Ιουνίου ολόκληρη η δύναμη του Ιερού Λόχου είχε συγκεντρωθεί στη βάση του στη Χίο σημειώνοντας τη λήξη των καταδρομικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο και το τέλος της πολεμικής δράσης του. Οι συνολικές απώλειες του Ιερού Λόχου από την έναρξη των επιχειρήσεων ήταν 12 νεκροί εκ των οποίων 7 αξιωματικοί, 55 τραυματίες εκ των οποίων 28 αξιωματικοί και 32 αιχμάλωτοι ή εξαφανισθέντες εκ των οποίων 10 αξιωματικοί.
Στις 7 Αυγούστου 1945 σε τελετή στο Πεδίο του Άρεως απονεμήθηκε μετάλλιο στη σημαία του Ιερού Λόχου και αποκαλυπτήρια αναμνηστικής πλάκας που εντοιχίσθηκε στο μνημείο των Ιερολοχιτών. Οι μεταθέσεις και απολύσεις των αξιωματικών και των οπλιτών τελείωσαν την 15η Σεπτεμβρίου 1945 και η ημέρα αυτή θεωρείται ως επίσημη ημερομηνία διάλυσης του Ιερού Λόχου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η δράση και τα πολεμικά κατορθώματα των Ιερολοχιτών κατατάσσονται μεταξύ των πλέον αξιομνημόνευτων γεγονότων της σύγχρονης ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας. Το πνεύμα τους διδάσκει και θα παραδειγματίζει τις επόμενες γενιές των Ελλήνων για το πώς θα αγωνίζονται για να απολαμβάνουν το αγαθό της Ελευθερίας. Ο Ιερός Λόχος με τους αγώνες του και το αίμα των πολεμιστών του έθεσε τη σφραγίδα της Ελλάδος σε ολόκληρο το Αιγαίο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ (1941-1945) ΕΛ ΑΛΑΜΕΪΝ, ΡΙΜΙΝΙ, ΑΙΓΑΙΟ, Αθήνα 1995Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΩΝ ΠΕΡΙΠΟΛΩΝ ΙΕΡΟΥ ΛΟΧΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΟΧΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΙΕΡΟΥ ΛΟΧΟΥ
ΔΙΑΤΑΓΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΥΠ' ΑΡΙΘΜ. 58
ΕΓΓΡΑΦΟ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΒΡΕΤΑΝΟΥΣ
ΕΚΘΕΣΙΣ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑΣ ΠΕΡΙΠΟΛΟΥ ΤΟΥ ΥΠΛΧΟΥ ΖΕΡΒΟΓΙΑΝΝΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΣΤΟΝ ΤΑΞΧΟ ΤΣΙΓΑΝΤΕ
Στρατιωτικό - Ιστορικό Πλαίσιο
Η μάχη της Δοϊράνης, έλαβε χώρα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το διήμερο 18 και 19 Σεπτεμβρίου 1918. Ήταν μια επιθετική επιχείρηση τμημάτων της Αντάντ1 εναντίον βουλγαρικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο, στην ευρύτερη περιοχή της ομώνυμης λίμνης. Η επιχείρηση υλοποιήθηκε από τη Βρετανοελληνική Στρατιά, ένα τμήμα της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής, που συγκροτούνταν από εννέα μεραρχίες: τέσσερις βρετανικές, πέντε ελληνικές καθώς και ένα ελληνικό σύνταγμα ιππικού.
Η επιχείρηση αποτελούσε μέρος του σχεδίου γενικής επίθεσης σε όλο το εύρος του Μακεδονικού Μετώπου του Γάλλου στρατηγού Φρανσέ ντ’ Εσπρέ (Louis Franchet d’ Espèrey), αρχιστράτηγου της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής. Το σχέδιο απέβλεπε στην διάσπαση του μετώπου και την καταδίωξη του αντιπάλου σε μεγάλο βάθος. Η ανάληψη γενικής επιθέσεως αποφασίστηκε από τις κυβερνήσεις των Συμμάχων μετά από λεπτομερή αξιολόγηση της πολιτικής και στρατιωτικής κατάστασης. Οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναβάθμιση της στρατηγικής αξίας του Μακεδονικού Μετώπου ήταν απόρροια των εξελίξεων στο Δυτικό και στο Ιταλικό Μέτωπο.
Συγκεκριμένα, στο Δυτικό Μέτωπο οι Γερμανοί, την άνοιξη του 1918, μετά την νίκη τους επί των Ρώσων, έθεσαν σε εφαρμογή την επιχείρηση «ΜΙΧΑΗΛ» και ανέλαβαν επίθεση σε όλο το Θέατρο Επιχειρήσεων. Η επιχείρηση σημείωσε, αρχικά, επιτυχία. Το Μάιο του 1918, μετά τη μάχη του Μάρνη, οι γερμανικές δυνάμεις βρίσκονταν, πλέον, κοντά στο Παρίσι. Τακτικά η επιχείρηση ήταν μια σημαντική νίκη των Γερμανών. Στρατηγικά όμως, η υλοποίηση της επιχείρησης σηματοδότησε την αρχή του τέλους των Κεντρικών Δυνάμεων2, καθώς εξώθησε τη Γερμανία, η οποία ήταν με διαφορά η ισχυρότερη της συμμαχίας, σε μια προσπάθεια πέρα των τότε υφιστάμενων δυνατοτήτων της.
Ειδικότερα, την άνοιξη του 1918 η Γερμανία δεν διέθετε γραμμές διοικητικής μέριμνας που να εκτείνονται σε βάθος εντός του γαλλικού εδάφους ενώ ταυτόχρονα υπέφερε από σημαντικές ελλείψεις σε κρίσιμα εφόδια. Περαιτέρω η επέκταση των γερμανικών τμημάτων στο έπακρο των επιχειρησιακών δυνατοτήτων τους και η ταυτόχρονη εξάντληση των εφεδρειών τους τα κατέστησε ευάλωτα σε Συμμαχική αντεπίθεση. Παράλληλα οι ανάγκες της επιχείρησης σε αριθμό ανδρών υποχρέωσαν στην απόσυρση του συνόλου σχεδόν των γερμανικών δυνάμεων από το Ιταλικό και το Μακεδονικό Μέτωπο. Συμπερασματικά η τακτική επιτυχία των Γερμανών εκτός του ότι ήταν πρόσκαιρη, καθώς οι δυνάμεις της δεν είχαν δυνατότητες εκμετάλλευσης της νίκης τους, δημιούργησε μια σειρά στρατηγικής φύσης προβλημάτων σε όλα τα μέτωπα του πολέμου.
Στον αντίποδα οι Σύμμαχοι, ενισχυμένοι με αμερικανικές δυνάμεις, εκμεταλλεύτηκαν το σφάλμα των Γερμανών και αντεπιτέθηκαν σε όλο το Δυτικό Μέτωπο συντρίβοντας τα γερμανικά τμήματα στον Μάρνη και στην Αμιένη. Ταυτόχρονα στο Ιταλικό Μέτωπο, οι αυστριακές δυνάμεις που επιχειρούσαν προς νότο καθηλώθηκαν από τις συμμαχικές ιταλικές. Έχοντας ανακτήσει την υπεροχή στο Δυτικό και Ιταλικό Μέτωπο και αντιλαμβανόμενες την ευκαιρία αξιοποίησης της στρατιωτικής αδυναμίας των Κεντρικών Δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο οι συμμαχικές κυβερνήσεις εξουσιοδότησαν τον ντ’ Εσπρέ να προχωρήσει σε γενική επίθεση. Η ιδέα ήταν να τεθούν οι Κεντρικές Δυνάμεις μεταξύ «σφύρας και άκμονος» και ο ντ’ Εσπρέ θα ήταν αυτός που θα σφυροκοπούσε.
Η ταχύτητα εκδήλωσης της επίθεσης ήταν κρίσιμης σημασίας. Τη συγκεκριμένη στιγμή οι Σύμμαχοι διέθεταν σημαντική αριθμητική και ποιοτική υπεροχή. Συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1918 η Στρατιά Ανατολής διέθετε συνολικά περίπου 655.800 στρατιώτες και 1540 πυροβόλα, στις οποίες από την άνοιξη του 1918 συμπεριλαμβάνονταν και οι δέκα ελληνικές μεραρχίες. Απέναντι στις δυνάμεις της Αντάντ οι Κεντρικές Δυνάμεις παρέτασσαν 420.000 στρατιώτες και 1.345 πυροβόλα. Η απόσυρση όμως των Γερμανών είχε αλλάξει την σύνθεση των δυνάμεων: 356.000 στρατιώτες ήταν Βούλγαροι οι οποίοι θεωρούνταν χαμηλής μαχητικής αξίας.
Το σχέδιο του ντ’ Εσπρέ εκτός των στρατιωτικών παραμέτρων έλαβε υπόψη του και τις εθνικές βλέψεις των κρατών των οποίων τα στρατεύματα συμμετείχαν στον πόλεμο. Συνεπεία αυτού ανέθεσε την κύρια επίθεση στις Γαλλοσερβικές δυνάμεις στο κέντρο του μετώπου καθώς ο Σερβικός Στρατός αναμένονταν να πολεμήσει με σθένος για την ανακατάληψη εθνικών εδαφών. Ο Ελληνικός Στρατός, του οποίου οι εθνικές βλέψεις στρέφονταν προς την Ανατολική Μακεδονία, τοποθετήθηκε στον τομέα του Στρυμόνα, ενώ στις μειωμένες βρετανικές δυνάμεις ανατέθηκαν υποστηρικτικές και εκκαθαριστικές αποστολές, κυρίως αυτή της αξιοποίησης του πυροβολικού.
Η Μάχη της Δοϊράνης 18 – 19 Σεπτεμβρίου 1918
Εντός του παραπάνω πλαισίου έλαβε χώρα το διήμερο 18 και 19 Σεπτεμβρίου 1918 η μάχη της Δοϊράνης. Η μάχη διεξήχθη μεταξύ τμημάτων της Βρετανοελληνικής Στρατιάς και της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς στην περιοχή μεταξύ του Αξιού ποταμού και της ομώνυμης λίμνης. Η περιοχή ήταν ισχυρά οχυρωμένη καθώς ο εχθρός είχε οργανώσει τρεις διαδοχικές γραμμές άμυνας οι οποίες περιελάμβαναν από μία έως τρεις γραμμές συρματοπλεγμάτων.
Η γενική επίθεση στο μέτωπο ξεκίνησε την 14 Σεπτεμβρίου και πέτυχε γρήγορα τη διάσπαση των αμυντικών θέσεων στον τομέα της Γαλλοσερβικής Στρατιάς. Συγκεκριμένα το βράδυ της 16 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν την επίθεση στην περιοχή της Δοϊράνης, το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί στην εχθρική διάταξη είχε ανάπτυγμα 25 χιλιομέτρων και μέσο βάθος 7 χιλιομέτρων. Κατά την αρχική αυτή φάση η Βρετανοελληνική Στρατιά είχε περιορισθεί στην καθήλωση του εχθρού μπροστά από το μέτωπο της καθώς και στην προπαρασκευή για ανάληψη επίθεσης σύμφωνα με το σχέδιο.
Η Βρετανοελληνική Στρατιά αποτελούνταν από δύο σώματα στρατού, το ΧΙΙ και το XVI, στα οποία υπάγονταν συνολικά πέντε ελληνικές μεραρχίες και ένα ελληνικό σύνταγμα ιππικού. Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης το XII Βρετανικό Σώμα Στρατού θα εκτελούσε επίθεση δυτικά της Δοϊράνης της οποίας θα ηγούνταν η Μεραρχία Σερρών και η 22η Βρετανική Μεραρχία, ενώ το XVI θα επιτίθονταν ανατολικά της λίμνης με τη Μεραρχία Κρήτης στην πρώτη γραμμή. Σκοπός των επιθέσεων ήταν καταρχήν να αγκιστρώσουν τις εχθρικές δυνάμεις προκειμένου να μην μπορούν να ενισχύσουν το μέτωπο στο σημείο που είχε επιτευχθεί το ρήγμα από τις Γαλλοσερβικές δυνάμεις. Στη συνέχεια προβλέπονταν προέλαση προς την κοιλάδα του Αξιού ποταμού προκειμένου να αποκόψουν την αποχώρηση του εχθρού.
Το XII Βρετανικό Σώμα Στρατού εκδήλωσε την επίθεσή του την 0500 της 18 Σεπτεμβρίου 1918. Η προπαρασκευή του πυροβολικού που προηγήθηκε διήρκησε δύο ημέρες. Το βρετανικό πυροβολικό κατέστρεψε τα συρματοπλέγματα της πρώτης και δεύτερης εχθρικής γραμμής ενώ επέφερε σοβαρές βλάβες στην τρίτη εχθρική γραμμή άμυνας. Την επίθεση ανέλαβαν η Μεραρχία Σερρών και η 22η Βρετανική Μεραρχία οι οποίες την πρώτη ημέρα της μάχης έδωσαν σκληρό αγώνα και υπέστησαν τρομακτικές απώλειες χωρίς ωστόσο να σημειώσουν εδαφικά κέρδη ή να κατορθώσουν να διασπάσουν την εχθρική άμυνα. Ενδεικτικά σημειώνεται πως το ελληνικό 3ο Σύνταγμα Σερρών, το οποίο είχε δοθεί ως ενίσχυση στην 22η Βρετανική Μεραρχία, είχε 15 αξιωματικούς και 131 οπλίτες νεκρούς καθώς και 44 αξιωματικούς και 620 οπλίτες τραυματίες.
Κατά την δεύτερη ημέρα της μάχης η Μεραρχία Σερρών κατόρθωσε να διεισδύσει στα κύρια αμυντικά έργα της εχθρικής τοποθεσίας αλλά οι υπόλοιπες βρετανικές δυνάμεις της 22ης Μεραρχίας αποδεκατίστηκαν και αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν. Ως συνέπεια αυτού η Μεραρχία Σερρών δέχτηκε καταιγιστικά πυρά από το σύνολο των εχθρικών δυνάμεων και υποχρεώθηκε σε σύμπτυξη. Η επίθεση στον δυτικό τομέα είχε αποτύχει ενώ οι συνολικές απώλειες των Βρετανών ανήλθαν σε 165 αξιωματικούς και 3.155 οπλίτες νεκρούς και τραυματίες και της Μεραρχίας Σερρών σε 173 αξιωματικούς και 2.514 οπλίτες. Μετά από τη μάχη η Μεραρχία Σερρών μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν για αναδιοργάνωση.
Παράλληλα, το XVI Βρετανικό Σώμα Στρατού εξαπέλυσε την επίθεσή του από την άλλη κατεύθυνση την 0300 της 18 Σεπτεμβρίου. Την επίθεση είχε αναλάβει η Μεραρχία Κρήτης. Η Μεραρχία ξεκίνησε την προέλαση της χωρίς προπαρασκευή από το πυροβολικό το οποίο μέχρι και το πρώτο φως δεν είχε εμπλακεί στον αγώνα. Παρά τις διαδοχικές προσπάθειες των εμπρός τμημάτων κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν κατέστη δυνατή η διάσπαση της εχθρικής άμυνας ενώ η Μεραρχία υπέστη σημαντικές απώλειες. Την επομένη ημέρα δεν πραγματοποιήθηκε καμία επιθετική επιχείρηση και τη νύχτα της 19 προς 20 Σεπτεμβρίου αντικαταστάθηκε και έφτασε σε χωριό του Κιλκίς για αναδιοργάνωση. Οι απώλειες της Μεραρχίας ανήλθαν στους 11 αξιωματικούς και 131 οπλίτες νεκρούς καθώς και 33 αξιωματικούς και 540 οπλίτες τραυματίες.
Η επιθετική επιχείρηση στην περιοχή της Δοϊράνης είχε αποτύχει. Οι αιτίες της αποτυχίας είναι αρκετές. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το ελληνικό προσωπικό της στρατιάς δεν είχε συνεργαστεί άλλη φορά με συμμαχικές δυνάμεις και δεν γνώριζε τις μεθόδους με τις οποίες ενεργούσαν τα βρετανικά στρατεύματα. Επίσης, η περιοχή, εκτός του ότι ήταν ισχυρά οργανωμένη, ήταν και άγνωστη στα ελληνικά στρατεύματα, καθώς δεν είχαν το κατάλληλο χρόνο για να εκτελέσουν τις απαραίτητες αναγνωρίσεις πριν την επίθεση. Σε κάθε περίπτωση η μάχη ήταν μια βαριά ήττα με υψηλό αριθμό απωλειών για τους Συμμάχους. Ο Έλληνας αρχιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής διαμαρτυρήθηκε στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο τονίζοντας πως τα ελληνικά στρατεύματα, παρόλο που ηγήθηκαν των επιθετικών ενεργειών, εγκαταλείφθηκαν από τους Βρετανούς με αποτέλεσμα να υποστούν βαριές απώλειες.
Όμως παρά το υψηλό τίμημα και την αποτυχία διάσπασης της εχθρικής άμυνας ο μείζον αντικειμενικός σκοπός της αγκίστρωσης των εχθρικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή επιτεύχθηκε. Καθηλωμένοι στις θέσεις τους και αμυνόμενοι οι Βούλγαροι δεν κατόρθωσαν να αποστείλουν έγκαιρα εφεδρείες προς αποκατάσταση του μετώπου στο σημείο του ρήγματος. Συνεπεία αυτού ο ντ’ Εσπρέ έσπευσε να εκμεταλλευτεί το κενό διεισδύοντας σε βάθος στα Βαλκάνια με σκοπό την συντριβή των εχθρικών δυνάμεων.
Την 28 Σεπτεμβρίου 1918, δέκα ημέρες μετά την μάχη της Δοϊράνης η Βουλγαρία συνθηκολόγησε. Ακολούθησε την 30 Οκτωβρίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Μούδρο. Η Αυστροουγγαρία βρέθηκε σε πολιτική αναταραχή εξαιτίας της προέλασης της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής και απώλεσε την εσωτερική συνοχή της. Η Δυαδική Μοναρχία τελικά υπέστη συντριπτική ήττα στο πεδίο την 24 Οκτωβρίου και συνθηκολόγησε στις 3 Νοεμβρίου. Τέλος η Γερμανία, υπό το φως των εξελίξεων στα μέτωπα του πολέμου, κατέρρευσε πολιτικά και συνθηκολόγησε την 11 Νοεμβρίου 1918. Την ίδια ημέρα ενημερώθηκε ο ντ’ Εσπρέ για το πέρας των επιθετικών ενεργειών. Το σφυρί είχε χτυπήσει στο αμόνι. Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε λήξει και η αρχή του τέλους είχε ξεκινήσει στο Μακεδονικό Μέτωπο.
1 Αντάντ ή «Εγκάρδια Συννενόηση» ήταν η συμμαχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανία (1904). Μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μετατράπηκε στην Τριπλή Αντάντ με την εισδοχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας καθώς και της Σερβίας και του Βελγίου, Αργότερα συνασπίστηκαν η Ιαπωνία (1914), η Ιταλία (1915), η Ρουμανία (1916), οι ΗΠΑ και η Ελλάδα (1917)
2 Η συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων ή Τετραπλή Συμμαχία αποτελούνταν από την Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία
Εισαγωγή
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, με βάση το είδος των επιχειρήσεων που ανέλαβαν οι δύο αντίπαλοι, διαιρείται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος, από τις 28 Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου 1940 αφορά στην εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης και την απόκρουσή της από τις ελληνικές δυνάμεις, εντός του ελληνικού εδάφους. Ταυτόχρονα και με βάση το γεωγραφικό χώρο των επιχειρήσεων, διακρίνονται τρεις τομείς στους οποίους διεξήχθησαν αυτές. Ο τομέας της Ηπείρου (από το Ιόνιο Πέλαγος έως Ν.Δ. όρους Σμόλικα), της Πίνδου (από τον Σμόλικα έως τον Γράμμο) και της Δυτικής Μακεδονίας. Η αντεπίθεση της Μεραρχίας Ιππικού, διεξήχθη κατά την 1η περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου, στον τομέα της Πίνδου.
Η συγκρότηση της Μεραρχίας Ιππικού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
Διοικητής της Μεραρχίας ήταν ο Υποστράτηγος Γεώργιος Στανωτάς, με Επιτελάρχη τον Αντισυνταγματάρχη Σόλωνα Γκίκα. Στη Μεραρχία υπάγονταν: η Ταξιαρχία Ιππικού με διοικητή τον Συνταγματάρχη Σωκράτη Δημάρατο, το 1ο Σύνταγμα Ιππικού με διοικητή τον Συνταγματάρχη Σωτήριο Παπαθανασίου, το 3ο Σύνταγμα Ιππικού με διοικητή τον Συνταγματάρχη Ιάσωνα Νομικό, το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού με διοικητή τον Συνταγματάρχη Επαμεινώνδα Ασημακόπουλο, μία Ορειβατική Α/Α Πυροβολαρχία 20 χιλ. Rheinmetall, μια Ίλη Μηχανικού, την Ίλη Διαβιβάσεων Ταξιαρχίας και Μεραρχίας, μια Μοίρα Ελαφρών Αυτοκινήτων, τον Όρχο Πυροβολικού, το Απόσπασμα Επιμελητείας, το Υγειονομικό Απόσπασμα και το Κτηνιατρικό Απόσπασμα. Επιπλέον αυτών, λοιπές Μονάδες της Μεραρχίας Ιππικού που ενεπλάκησαν στις επιχειρήσεις μέχρι το τέλος του πολέμου τον Απρίλιο του 1941 ήταν: η Έφιππος Μοίρα Πολυβόλων, η Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού των 65 χιλ., η Μοίρα Έφιππου Πυροβολικού, 2 Ουλαμοί Α/Α Πυροβολικού των 37 χιλ. και μια Μηχανοκίνητη Πυροβολαρχία Σκόντα των 75 χιλ.
Ο οπλισμός των Συνταγμάτων Ιππικού περιλάμβανε, τυφέκια και αραβίδες Mannlicher, υποπολυβόλα Thompson, οπλοπολυβόλα και πολυβόλα Hotchkiss και όλμους Brandt. Κατά τη διάρκεια του πολέμου διατέθηκαν στα Συντάγματα αντιαρματικά τυφέκια και ιταλικοί όλμοι μικρού διαμετρήματος. Σύμφωνα με τις αναφορές των διοικητών, που συντάχθηκαν με τη λήξη του πολέμου, ο οπλισμός ήταν καινούργιος και λειτούργησε πολύ καλά. Στο δυναμικό των οχημάτων του Μηχανοκίνητου Συντάγματος Ιππικού περιλαμβάνονταν: οχήματα αναγνωρίσεως της Mercedes Benz, φορτηγά οχήματα 3 τόνων Daimler M-BLG 65/3, φορτηγά Chevrolet 2,5 τόνων, λοιπά αυτοκίνητα επιβατικά και κινητά συνεργεία από επίταξη, τρίκυκλα FN (βελγικά) και δίκυκλα BMW. Τα Συντάγματα Ιππικού, καθώς και οι Μοίρες Πυροβολικού, στηρίζονταν κυρίως στον ίππο, διαθέτοντας λίγα οχήματα. Ως παράδειγμα, τα 1ο και 3ο Συντάγματα Ιππικού διέθεταν συνολικά 1.730 κτήνη και 30 οχήματα, η Έφιππη Μοίρα Πολυβόλων διέθετε 1.206 κτήνη και 17 οχήματα. Η κήρυξη του πολέμου βρήκε το όπλο του ιππικού στην μεταβατική περίοδο από τον ίππο στη μηχανοκίνηση και το γεγονός αυτό προκάλεσε δυσκολίες ως προς την υλοποίηση των πολεμικών σχεδίων, ιδιαίτερα σε έναν χώρο όπως ο ορεινός όγκος της Πίνδου. Η ικανότητα των κτηνών να εξορμούν σε παντοειδή εδάφη εξουδετερωνόταν διότι δεν ήταν δυνατό να συντονιστεί εύκολα με τις κινήσεις των οχημάτων σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο οδικό δίκτυο. Αντιστρόφως, πρόσκομμα στην ταχεία και εις βάθος κίνηση των οχημάτων, αποτελούσε η ανάγκη στάσεων για την ύδρευση, σίτιση και ανάπαυση των κτηνών.
Ο Διοικητής της Μεραρχίας, Υπτγος Γεώργιος Στανωτάς, ήταν πολύπειρος στρατιωτικός, έχοντας διακριθεί με το Ιππικό στα πεδία μαχών κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αντίστοιχη πολεμική εμπειρία είχαν και οι διοικητές της Ταξιαρχίας και των Συνταγμάτων Ιππικού της Μεραρχίας.
Επιχειρήσεις 1-8 Νοεμβρίου 1940
Η Μεραρχία Ιππικού άρχισε να συγκεντρώνεται στην περιοχή μεταξύ Μετσόβου και Καλαμπάκας από την 1 Νοεμβρίου 1940. Εν τω μεταξύ, ενισχύθηκε με το 4ο Σύνταγμα Πεζικού, μείον ένα τάγμα (Τχης Χατζηδάκης), με ένα τάγμα του 7ου Συντάγματος Πεζικού (Τχης Παπαδημητρίου) και μια πυροβολαρχία των 155 χιλ. και τέθηκε υπό τις άμεσες διαταγές του Αρχιστρατήγου. Αποστολή της Μεραρχίας ήταν η άμυνα στην περιοχή μεταξύ των υψωμάτων της Κουκουρούτζας και του χωριού Βωβούσα με σκοπό να εμποδίσει την κατάληψη της οδού Ιωαννίνων – Μετσόβου – Καλαμπάκας από τις ιταλικές δυνάμεις που κατευθύνονταν νότια. Οι Ιταλοί, στις 2 Νοεμβρίου κατέλαβαν το χωριό Δίστρατο και κινήθηκαν νοτιότερα προς Βωβούσα. Την πληροφορία αυτή η Μεραρχία την έλαβε από τον 3/51 Λόχο του Αποσπάσματος Πίνδου (Λγός Παππάς), που βρισκόταν στη Βωβούσα. Στις 3 Νοεμβρίου, οι μονάδες της Μεραρχίας υπό συνεχή και ραγδαία βροχή και χωρίς μεταγωγικά κινήθηκαν κατά τη νύχτα στην περιοχή, όπου ενεπλάκησαν με τα ιταλικά τμήματα. Ο αγώνας συνεχίστηκε και στις 4 Νοεμβρίου, εξαναγκάζοντας τους Ιταλούς να υποχωρήσουν προς το Δίστρατο, με σοβαρές απώλειες (35 νεκροί, 50 αιχμάλωτοι).
Η Ταξιαρχία Ιππικού αποτελούμενη αρχικά από μία ίλη και την μηχανοκίνητη πυροβολαρχία Σκόντα, κινήθηκε στις 30 Οκτωβρίου προς Κοζάνη όπου τέθηκε υπό τις διαταγές του Β΄ Σώματος Στρατού και από εκεί προωθήθηκε την 1 Νοεμβρίου στο χωριό Δούτσικο. Ή ίλη κατέλαβε τα υψώματα δυτικά αυτού και η πυροβολαρχία τάχθηκε εντός του χωριού. Αποστολή της Ταξιαρχίας ήταν να εξασφαλίσει τις διαβάσεις από τη Σαμαρίνα έως τα Γρεβενά και να αποτελέσει απειλή για τα εχθρικά τμήματα που θα κινούνταν νότια προς Δίστρατο από τη Σαμαρίνα. Σταδιακά συμπληρώθηκε η συγκρότησή της. Στις 2 Νοεμβρίου, έφθασε στην περιοχή το 1ο Σύνταγμα Ιππικού, η Β΄ Ομάδα Αναγνωρίσεως (Ανχης Φιλοποίμην Κόκκινος), μια ελαφρά ίλη του Μηχανοκίνητου Συντάγματος Ιππικού, η Διοίκηση του 7ου Συνάγματος Πεζικού με το ΙΙΙ/7 Τάγμα και μια πυροβολαρχία πεδινού πυροβολικού. Την ίδια ημέρα τμήματα της Ταξιαρχίας εκδήλωσαν επιθετική ενέργεια κατά των Ιταλών στο ύψωμα Ρέντα η οποία όμως αποκρούσθηκε. Την επομένη, η επίθεση επαναλήφθηκε με περισσότερες δυνάμεις και μέχρι το βράδυ της 3 Νοεμβρίου είχε καταληφθεί η Σαμαρίνα και τα υψώματα βορειοδυτικά αυτής, αποκόπτοντας το δρομολόγιο του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών από Σαμαρίνα προς Δίστρατο και Βωβούσα. Στις 4 Νοεμβρίου εντάχθηκε στη δύναμη της Ταξιαρχίας και το 5ο Σύνταγμα Πεζικού.
Τα τμήματα της Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού είχαν καταφέρει να εγκλωβίσουν τον εχθρό στο Δίστρατο, κινούμενα από δύο αντίθετες κατευθύνσεις προς αυτό, η Μεραρχία από το νότο και το χωριό Βωβούσα και η Ταξιαρχία από βορά και το χωριό Σαμαρίνα. Από τις 6 Νοεμβρίου η Μεραρχία υπάχθηκε στο Α΄ Σώμα Στρατού και διατάχθηκε να εκκαθαρίσει την περιοχή του Σμόλικα, ενεργώντας με τη μέγιστη δύναμή της και υπερνικώντας κάθε δυσχέρεια ανεφοδιασμού των τμημάτων της, με πρώτο αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη και εκκαθάριση του Δίστρατου. Ο Διοικητής της Μεραρχίας, συγκρότησε τμήμα καταδίωξης για το σκοπό αυτό.
Η Ταξιαρχία Ιππικού αγωνιζόμενη κατά του 8ου Συντάγματος Αλπινιστών, πέτυχε την απώθηση αυτού από τα υψώματα του Βουζίου και της Γομάρας και από τις περιοχές της Σαμαρίνας και του Δίστρατου και έλαβε επαφή στο Δίστρατο με τα τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού. Στις 8 Νοεμβρίου 1940 καταλήφθηκε το Δίστρατο από τον 11ο Λόχο του ΙΙΙ/7 Τάγματος της Ταξιαρχίας Ιππικού. Το μεσημέρι έφθασαν και τα πρώτα τμήματα του 4ου Συνάγματος της Μεραρχίας Ιππικού. Οι Ιταλοί τράπηκαν σε φυγή ενώ συνελήφθησαν πολλοί αιχμάλωτοι και τραυματίες.
Επιχειρήσεις 9-17 Νοεμβρίου 1940
Από τις 10 Νοεμβρίου, οι εχθρικές δυνάμεις άρχισαν να συμπτύσσονται ακολουθούμενες κατά πόδας από τα τμήματα της Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού. Προς δυτικά, από το Δίστρατο έως την Κόνιτσα υπήρχε μόνο μια ημιονική οδός: Δίστρατο – Άρματα – Πάδες – Παλαιοσέλι – Ελεύθερο – Κόνιτσα. Εκτός της οδού αυτής, από τη βόρεια πλευρά, δεν ήταν δυνατό να γίνουν κινήσεις, διότι οι κλιτύες του Σμόλικα ήταν απότομες. Νοτίως, παράλληλα με το δρομολόγιο βρισκόταν ο Αώος ποταμός, του οποίου η στάθμη είχε ανέβει εμποδίζοντας τη σύνδεση των τμημάτων της Μεραρχίας Ιππικού με αυτά της VIII Μεραρχίας, συγκεκριμένα με το απόσπασμα Ανχη Φριζή. Ωστόσο, ελαφρό τμήμα της Ταξιαρχίας Ιππικού (Ουλαμός Ζαρογιάννη), που είχε προωθηθεί από την κορυφογραμμή του Σμόλικα, βρέθηκε στα νώτα των συμπτυσσόμενων εχθρικών τμημάτων και τα ανάγκασε να δώσουν μάχη δυτικά του χωριού Ελεύθερο με τα προωθημένα ελληνικά τμήματα. Κατά τη μάχη εκμηδενίστηκε ένα τάγμα αλπινιστών του 8ου Συντάγματος και το ιταλικό σύνταγμα πυροβολικού που το υποστήριζε. Φονεύθηκαν 300 και συνελήφθησαν 500 αιχμάλωτοι. Η Ταξιαρχία Ιππικού από τις 11 Νοεμβρίου παρέμεινε σε ανάπαυση στη Σαμαρίνα, στη διάθεση του Β΄ Σώματος Στρατού, ασχολούμενη με την ανασυγκρότηση των τμημάτων της.
Στις 11 Νοεμβρίου τμήματα της Μεραρχίας Ιππικού κατέλαβαν τα υψώματα ανατολικά της Κόνιτσας, μετά από σκληρή μάχη. Από τις 13 έως και τις 16 Νοεμβρίου, παρά την Ιταλική αντίσταση η Μεραρχία προωθήθηκε στην Κόνιτσα. Η κίνηση του συνόλου των τμημάτων της Μεραρχίας προς τα χωριά Παλαιοσέλι και Ελεύθερο που βρίσκονταν πριν την Κόνιτσα έγινε υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Οι δυσχέρειες ανεφοδιασμού σε τρόφιμα και νομή ήταν μεγάλες ενώ τα κτήνη ήταν τελείως εξαντλημένα και πληγωμένα. Ζητήθηκαν επιπλέον τρόφιμα για τους κατοίκους των δύο χωριών οι οποίοι κινδύνευαν να πεθάνουν από την ασιτία λόγω της καταστροφής και αρπαγής των αποθεμάτων τους από τους Ιταλούς.
Στις 07:00 της 16 Νοεμβρίου, το 3ο Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στην Κόνιτσα όπου είχε εγκαταλειφθεί μεγάλος όγκος οπλισμού, πυρομαχικών αλλά και έξι πυροβόλα του εχθρού. Οι Ιταλοί βομβάρδιζαν συνεχώς τα ελληνικά τμήματα από αέρος, μέχρι τις 14:00, επιφέροντας απώλειες έναν νεκρό και τέσσερεις οπλίτες τραυματίες. Ο εχθρός πριν αποσυρθεί από το ελληνικό έδαφος έδωσε την τελευταία μάχη στο χωριό Μάζι, όπου και εκεί ηττήθηκε από το 3ο Σύνταγμα Ιππικού. Εκεί οι ελληνικές δυνάμεις ήρθαν αντιμέτωπες με ισχυρά πυρά όλμων και πυροβολικού, έχοντας πολλούς τραυματίες περί τους 65. Μεταξύ αυτών, τραυματίστηκε ελαφρά και ο Διοικητής του Συντάγματος, Σχης Ιάσων Νομικός. Μέχρι τις 17 Νοεμβρίου η Μεραρχία Ιππικού είχε εκδιώξει στον τομέα της τον εχθρό από το εθνικό έδαφος και την επομένη θα εισερχόταν στο Αλβανικό έδαφος.
Η Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού κατά την πρώτη φάση των επιχειρήσεων στην Μάχη της Πίνδου, συνέβαλλαν στο μέγιστο στην υλοποίηση του σχεδίου των ελληνικών δυνάμεων. Ανέκοψαν την εχθρική προέλαση αλλά και εξανάγκασαν τον εχθρό σε σύμπτυξη, διαλύοντας μεγάλο μέρος της Μεραρχίας Αλπινιστών. Οι επιτυχίες αυτές συνέβαλλαν στην αναζωπύρωση του ηθικού των μαχόμενων δυνάμεων που είχε ως αποτέλεσμα την τελική ολοκληρωτική επικράτηση στον πόλεμο κατά των Ιταλών.
Η ένδοξη πολεμική δράση της Μεραρχίας και της Ταξιαρχίας Ιππικού δεν περιορίστηκε στην αντεπίθεση της Πίνδου και συνεχίστηκε έως το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Κατά τη δεύτερη περίοδο του, συγκεκριμένα από τις 18 Νοεμβρίου 1940 έως τις 6 Ιανουαρίου 1941, η Μεραρχία Ιππικού συμμετείχε στον επιθετικό αγώνα του Ελληνικού Στρατού, προς απώθηση των Ιταλών εκτός του εθνικού εδάφους και καταδίωξής τους εντός της Αλβανίας. Η Μεραρχία κινήθηκε επιθετικά επιτυγχάνοντας κάθε αντικειμενικό σκοπό με αποκορύφωμα, στις 3 Δεκεμβρίου 1940, την κατάληψη της Πρεμετής. Κατά την τρίτη περίοδο, από τις 7 Ιανουαρίου 1941 έως τις 5 Απριλίου 1941 που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τις προσπάθειες του Ελληνικού Στρατού να διατηρήσει την αμυντική του γραμμή και να αντιμετωπίσει την Εαρινή Επίθεση των Ιταλών, η Μεραρχία Ιππικού την περίοδο αυτή κινήθηκε προς την περιοχή της Κορυτσάς, όπου έφθασε στις 24 Φεβρουαρίου 1941. Στη συνέχεια και μέχρι τις 3 Απριλίου 1941 οργανώθηκε αμυντικά στην περιοχή του Πόγραδετς. Στις 8 Απριλίου 1941, και ενώ είχε εκδηλωθεί η επίθεση της Γερμανίας κατά της Ελλάδας, το Γενικό Στρατηγείο διέταξε τη Μεραρχία να κινηθεί προς τη Φλώρινα. Στις 10 Απριλίου συγκρούστηκε με τα επιτιθέμενα γερμανικά τμήματα στην περιοχή Πισοδερίου και στις 15 Απρίλιου συμπτύχθηκε προς Καστοριά, αποκρούοντας τις επιθετικές προσπάθειες των Γερμανών στην περιοχή Δισπηλίου. Η σύμπτυξη της Μεραρχίας συνεχίστηκε προς Μέτσοβο όπου αφίχθηκε στις 20 Απριλίου. Εκεί οι Μονάδες διαλύθηκαν, λόγω της ανακωχής η οποία είχε υπογραφεί.
Βιβλιογραφία
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η ιταλική εισβολή (28 Οκτωβρίου μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), Αθήνα 1960.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985.
Πηγές
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.715/Α/1, Ευρετήριο δυνάμεως Μεραρχίας Ιππικού κατά τον Πόλεμο 1940-1941.
–, Φ.715/Α/3, Έκθεση Μεραρχίας Ιππικού από 28 Οκτ. 1940 έως 20 Απρ. 1941.
–, Φ.715/Α/6, Έκθεση Επχου Παναγιώτη Βοσνιάδου, Διευθυντή ΙΙ Γρ. Μεραρχίας Ιππικού.
–, Φ.715/Α/7, Η Μεραρχία Ιππικού από της συγκροτήσεώς της (28 Οκτωβρίου 1940) μέχρι της συγκεντρώσεώς της στο Μέτσοβο.
–, Φ.715/Β/2, Υπόμνημα του Αντισυνταγματάρχη Δημήτριου Κασσάνδρα προς τον Πρόεδρο του Στρατιωτικού Συμβουλίου, Αντιστράτηγου Καθενιώτη, σχετικά με την προαγωγή του.
–, Φ.715/Ι/1, Περιληπτική Έκθεση του Συνταγματάρχη Επαμεινώνδα Ασημακόπουλου, Διοικητή του Μηχανοκίνητου Συντάγματος Ιππικού.
–, Φ.715/ΣΤ/4, Έκθεση επί της αποδόσεως τωνΥλικών Πυροβολικού και Αυτοκινήτων του Μηχανοκίνητου Συντάγματος Ιππικού.
Εικόνες
Αντιστράτηγος Στανωτάς Γεώργιος, Διοικητής της Μεραρχίας Ιππικού (Αρχείο Βιογραφικών Σημειωμάτων του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
Συνταγματάρχης Δημάρατος Σωκράτης, Διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού (Αρχείο Βιογραφικών Σημειωμάτων του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
Το ελληνικό ιππικό διέρχεται τον ποταμό Καλαμά στις 30 Οκτωβρίου 1940 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
31/10/40 Διαταγή του Γενικού Στρατηγείου προς Τ.Σ.Δ.Μ. και Μεραρχίας Ιππικού
4 /11/40 Διαταγή Β΄ΣΣ προς Ταξιαρχία Ιππικού για την κατάληψη του Διστράτου.
5/11/40 Διαταγή Ταξιαρχίας Ιππικού προς 1ο Σύνταγμα Ιππικού για τον έλεγχο της διάβασης των Αρμάτων.
5/11/40 Διαταγή του Γενικού Στρατηγείου προς Β΄ΣΣ, Μεραρχία Ιππικού, VIII Μεραρχία
6/11/40 Γενική Διαταγή Επιχειρήσεων Υπ΄ Αριθ. 7 της Ταξιαρχίας Ιππικού.
8/11/40 Αναφορά της Ταξιαρχίας Ιππικού προς το Β΄ ΣΣ.
10/11/40 Ημερήσια Διαταγή της Ταξιαρχίας Ιππικού
12/11/40 Ημερήσια Διαταγή Β΄ Σώματος Στρατού
13/11/40 Διαταγή του Γενικού Στρατηγείου προς Β΄ΣΣ και Τ.Σ.Δ.Μ.
14/11/40 Χειρόγραφη Διαταγή της Ταξιαρχίας Ιππικού προς Α΄ΣΣ.
Σχεδιαγράμματα
Σχεδιαγράμματα με αρίθμηση 12, 13, 15 και 18, του τόμου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Η Ιταλική εισβολή (28 Οκτωβρίου Μέχρι 13 Νοεμβρίου 1940), Αθήνα 1960.
Σχεδιάγραμμα στο οποίο αναφαίνεται η επιθετική κίνηση των Μεραρχίας και Ταξιαρχίας Ιππικού τον Νοέμβριο 1940 προς κατάληψη των χωριών Δίστρατο, Βωβούσα, Σαμαρίνα, Κόνιτσα (Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.715/Α/6).
Σχεδιάγραμμα τάξης του Α/Α Πυροβολικού, της Πυροβολαρχίας 20 χιλ. Rheinmetall της Μεραρχίας Ιππικού τον Νοέμβριο 1940 (Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.715/ΣΤ/2).
Μαρίνα Σ. Τσιρτσίκου
Μ.Υ. ΠΕ-ΚΕ/Α΄, Ιστορικός
Η Μάχη της Χειμάρρας 20-22 Δεκ 1940
Τον Οκτώβριο του 1940, οι δυνάμεις του Άξονα1 (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) είχαν καταλάβει το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Δανία και την Πολωνία. Η Ιταλία, από τις αρχές Απριλίου του 1939, είχε καταλάβει την Αλβανία, εγκαθιστώντας στα Τίρανα φιλοϊταλική κυβέρνηση υπό τον Πρωθυπουργό Σεφτσέτ ή Σεφκέτ Μπέη Βερλάτσι (Shefqet bej Vërlaci,1877-1946). Τον Απρίλιο του 1939, στην Αλβανία αποβιβάστηκαν τρεις μεραρχίες με πολλά ελαφρά άρματα, προκαλώντας την ανησυχία της Βρετανίας και της Γαλλίας, οι οποίες έσπευσαν να εγγυηθούν για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Ελλάδας και της Ρουμανίας. Ωστόσο, μετά τη δυσμενή εξέλιξη της Μάχης της Δουνκέρκης (26 Μαΐου 1940 - 5 Ιουνίου 1940) μεταξύ των Δυνάμεων του Άξονα και των συμμαχικών δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο), η μεν Γαλλία αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τη Γερμανία (22 Ιουνίου 1940), η δε Βρετανία, που είχε καταφέρει να περιορίσει τις απώλειες στο ανθρώπινο δυναμικό της, μπορούσε να παρέχει περιορισμένη βοήθεια στην Ελλάδα.
Στα Βαλκάνια, τον Οκτώβριο του 1940, η Γιουγκοσλαβία εκδήλωσε φιλική πολιτική προς τον Άξονα, ενώ η Ρουμανία, που είχε καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα στις 7 Οκτωβρίου, συνεργαζόταν πλέον πολιτικά μαζί του. Η Ελλάδα, έχοντας περιέλθει σε δυσχερή θέση, καθώς δεν ήταν πλέον εφικτή η εφαρμογή του Βαλκανικού Συμφώνου του 1934 (Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία), καλείτο να προετοιμαστεί στρατιωτικά για υπεράσπιση της εδαφικής κυριότητάς της. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση. Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε με επιτυχία, αποκρούοντας την εισβολή των ιταλικών δυνάμεων στη Μάχη της Πίνδου (28 Οκτωβρίου 1940 – 13 Νοεμβρίου 1940), στη Μάχη Ελαία – Καλαμά (2 Νοεμβρίου – 8 Νοεμβρίου 1940) και εισχώρησε βαθιά στο ιταλοκρατούμενο αλβανικό έδαφος. Στη συνέχεια, οι ελληνικές δυνάμεις εισήλθαν στην Κορυτσά (22 Νοεμβρίου 1940), στο Πόγραδετς (30 Νοεμβρίου 1940), στο Αργυρόκαστρο, το Δελβίνο και τους Άγιους Σαράντα (5-12 Δεκεμβρίου 1940).
Η Μάχη της Χειμάρρας
Η Χειμάρρα βρίσκεται στα νότια της Αλβανίας, μεταξύ των Αγίων Σαράντα και του Ακρωτηρίου Λιγκουέττα (Γλώσσα Αυλώνος). Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου αποτέλεσε ένα δύσκολο πεδίο μάχης. Επειδή περικλείεται από τα Ακροκεραύνια όρη διακρίνεται για το δύσβατο της περιοχής και τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η Μάχη της Χειμάρρας έλαβε χώρα ενάντια στην ιταλική εισβολή από τις 20 έως τις 22 Δεκεμβρίου του 1940. Η νικηφόρα έκβασή της άνοιξε τον δρόμο στις ελληνικές δυνάμεις προς την κατεύθυνση του Αυλώνος και ενίσχυσε την ανησυχία της ιταλικής ηγεσίας για το αξιόμαχο του Ελληνικού Στρατού.
Στις 13 και 14 Δεκεμβρίου 1940, οι μονάδες του Α΄ Σώματος Στρατού προέβησαν στην προπαρασκευή των επόμενων επιθετικών επιχειρήσεων, παρά τη συνεχιζόμενη κακοκαιρία, τις εδαφικές δυσχέρειες και τη σθεναρή ιταλική αντίσταση. Σε γενικές γραμμές το σχέδιο ενέργειάς του στόχευε, πρώτον στην κατάληψη του κόμβου Τεπελενίου και την εκκαθάριση των κοιλάδων Δρίνου και Ζαγοριά από τη IV Μεραρχία. Ως απώτερο σκοπό είχε την αποκοπή της οδού Τεπελενίου – Αυλώνος, καθώς και την αγκίστρωση των εχθρικών δυνάμεων στην περιοχή. Δεύτερον, με τις δυνάμεις της III Μεραρχίας αποσκοπούσε στη διάνοιξη της κοιλάδας του Σιουσίτσα ποταμού, μέσω της κατάληψης του αυχένα Κούτσι και την ταυτόχρονη ενέργεια στον παραλιακό τομέα, ώστε επίσης να αγκιστρωθούν οι εχθρικές δυνάμεις της περιοχής. Με τη διαταγή της 15ης Δεκεμβρίου, το Α΄ Σώμα Στρατού ανέθετε στις Μεραρχίες την άμεση εκτέλεση των παραπάνω επιθετικών ενεργειών.
Στις 13 Δεκεμβρίου, το ΙΙΙ/40 Σύνταγμα Ευζώνων (40ό Σύνταγμα Πεζικού, Απόσπασμα του Συνταγματάρχου Θρασύβουλου Τσακαλώτου) προώθησε το Ι/42 Τάγμα στην περιοχή Φτέρα – Τζόρα προς αντικατάσταση της Α΄ Ομάδας Αναγνωρίσεως και το ΙΙ/40 Τάγμα στον ορεινό όγκο Μάλι Ιτέρας με απώτερο σκοπό την υπερκέραση του αυχένα Κούτσι μέσω της κατάληψης του ορεινού όγκου Παπαθιάς. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό της Μεραρχίας, η έναρξη της επιθετικής ενέργειας οριζόταν για το πρωί της 15ης Δεκεμβρίου. Το 12ο Σύνταγμα με την επίθεσή του θα αποσκοπούσε στην κατάληψη της γραμμής ύψωμα 117 – Μάλι ε Βάριτ – ύψωμα 613 κοντά στη θάλασσα. Αρχικά, το 40ό Σύνταγμα Ευζώνων θα διατηρούσε τις θέσεις του στην κορυφογραμμή Γκαλίστι – Κονιάκ, αλλά και προς Φτέρα – Τζόρα, μέχρι να έφταναν τμήματα της IV Μεραρχίας στα δεξιά του. Στη συνέχεια, θα κατευθυνόταν προς Τζόρα – Μάλι ε Τζόρετ, με απώτερο σκοπό την κατάληψη της γραμμής Μάλι ε Τζόρετ – Παπαθιά. Ωστόσο, σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή του Αποσπάσματος Θρασύβουλου Τσακαλώτου, στη ζώνη δράσης του δεξιού Αποσπάσματος οι εδαφικές δυσχέρειες ήταν σοβαρές.
Ανεξαρτήτως των λοιπών δυσχερειών ανεφοδιασμού αίτινες είχον φθάσει εις το κατακόρυφον, ετίθετο αρχικώς το πρόβλημα πως το πυροβολικόν θα διήρχετο και δη υπό τα όμματα του εχθρού τον ορεινόν όγκον Γκαλίτσι, με μόνην όδευσιν δύσβατον και κλιμακοειδή από Τατεζάτι προς Κονιάκ και εκειθεν προς Φτυέρα. Η χρησιμοποίηση της οδεύσεως Μπόρσι – Φτέρα αδύνατος, διότι ο εχθρός κατείχε το Μπόρσι, η δε επίθεσις εις τον αυχένα Κούσσι, απετέλει πραγματικώς σφήνωσιν εντός του κλοιού, ενισχυθέντος διά της επιμόνου οχυρώσεως υπό του εχθρού, μετά σειράς συρματοπλεγμάτων. Αυτή ήτο και έδει να θεωρήται απόρθητος κατά μέτωπον. Το Απόσπασμα, κατερχόμενον προς τον κλοιόν τούτον, θα ευρίσκευτο, όπως και ευρέθη, υπό τας κάτωθι συνθήκας: Προ του μετώπου του ο εχθρός κατείχε τον αυχένα Μάλιε Τζόρετ και πολύ οπίσω εις το πλευρόν του Συντάγματος, το Καστέλο Μπόρσι. Υπό τους ανωτέρο όρους, επεβάλλετο πρώτον η άνοδος του πυροβολικού εις το όρος Γκαλίτσι (1500 μ.), η υποστήριξις εκείθεν των ενεργειών του Συντάγματος και η προσπάθεια (προ πάσης ενσφηνώσεως εις τον κλοιόν, ούτινος υπερέκειντο οι ορεινοί όγκοι Μάλι Τζόρετ Μάλιε Τζόρετ – ύψωμα 1400 και Μάλι Ιτέρας), της υπερκεράσεως του αυχένος. Αι δυσχέρειαι διά την τάξιν του πυροβολικού αποτελούσιν, ως προς την εξουδετέρωσιν, μνημειώδη προσπάθειαν, τιμώσαν το Ελληνικόν πυροβολικόν. Η ανάβασις εγένετο, το μεν επί των ώμων των στρατιωτών, το δε επί των ημιόνων.2
Στις 14 Δεκεμβρίου, η κατάσταση δεν παρουσίασε καμία μεταβολή. Τα τμήματα της Μεραρχίας ασχολούνταν με την προπαρασκευή για την επίθεση της επόμενης ημέρας. Ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια της ημέρας η Ιταλική Αεροπορία είχε έντονη δραστηριότητα, προβαίνοντας στον βομβαρδισμό σταθμών διοικήσεων, αλλά και κάθε εμφανή στόχου. Από το πρωί της επόμενης ημέρας, επιτέθηκαν τα Ι και ΙΙ Τάγματα του 12ου Συντάγματος για την κατάληψη των ανατολικών και δυτικών υψωμάτων του χωριού Κιπαρό. Ωστόσο, η επίθεση απέτυχε για το ΙΙ/12 Τάγμα, αφενός εξαιτίας της κακής επιλογής βάσης εξορμήσεως, αν και το πυροβολικό παρείχε σημαντική υποστήριξη, αφετέρου εξαιτίας της άμεσης αντίδρασης των ιταλικών τμημάτων. Ενώ, το Ι/12 Τάγμα κατόρθωσε τη μερική προσέγγιση των ανατολικών κλιτών του υψώματος 613.
Την ίδια περίπου ώρα, το Απόσπασμα του Συνταγματάρχου Τσακαλώτου, αν και έλαβε επαφή με τις ιταλικές θέσεις στον αυχένα Κούτσι, μέσω του Ι/42 Τάγματος, εντούτοις κινήθηκε αργά με το ΙΙ/40 Τάγμα προς το Μάλι Ιτέρας εξαιτίας της εχθρικής αντίστασης και του χιονιού, που είχε ύψος 0,80-1,20 μ. Ταυτόχρονα, το 41ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Σιένα κατείχε την ισχυρά προστατευμένη περιοχή μεταξύ Μάλι ε Τζόρετ και Μάλι Ιτέρας με χαρακώματα και συρματοπλέγματα μήκους 2.000 μέτρων. Ειδικότερα, στο Μάλι ε Τζόρετ είχε εγκατασταθεί μια διλοχία, ενώ το ύψωμα Παπαθιά, που επίσης ήταν αμυντικά οργανωμένο με συρματοπλέγματα, κατείχε το 141 Τάγμα Μελανοχιτώνων, που διέθετε και λόχους όλμων. Από τις 15 έως 17 Δεκεμβρίου, το 12ο Σύνταγμα, υπό των δυσχερών συνθηκών χιονοθύελλας και πυκνής ομίχλης που δεν επέτρεπαν την υποστήριξη του μαχόμενου μέρα και νύχτα Πεζικού από το Πυροβολικό, εκδήλωσε όλες τις μορφές επιθετικής δράσης – συνεχείς, από κοντά, καθώς και αποκρούσεις αντεπιθέσεων. Οι απώλειες των Ιταλών ήταν σημαντικές, αλλά και του 12ου Συντάγματος, αφού έχασε 4 αξιωματικούς και 49 οπλίτες, και τραυματίστηκαν 13 αξιωματικοί και 301 οπλίτες.
Το Α΄ Σώμα Στρατού επειδή γνώριζε ότι ο ορεινός όγκος Παπαθιάς αποτελούσε απειλή για τα πλευρά των ΙΙΙ και IV Μεραρχιών διέταξε για τις 17 Δεκεμβρίου τη συνδυασμένη ενέργεια του δεξιού τμήματος της ΙΙΙ Μεραρχίας και του αριστερού τμήματος της IV Μεραρχίας με απώτερο σκοπό την κατάληψή του. Η αποστολή ανατέθηκε στο σώμα του Συνταγματάρχη Τσακαλώτου, ο οποίος έστειλε μια διλοχία του ΙΙ/40 Τάγματος προς εξακρίβωση της εχθρικής δύναμης, που κατείχε το ύψωμα, και συνακόλουθα της δυνατότητας υπερκέρασής του. Ωστόσο, η διλοχία δεν κατόρθωσε να προωθηθεί αρκετά τόσο εξαιτίας του δύσβατου χιονιού όσο και εξαιτίας της επιθετικής αντίδρασης των ιταλικών δυνάμεων, που ήταν εγκατεστημένες στο ύψωμα Μάλι Ιτέρας. Ως εκ τούτου, ο Συνταγματάρχης Τσακαλώτος, αντιλαμβανόμενος ότι η υπερκέραση ήταν αδύνατη, αποφάσισε την εκπόρθηση του υψώματος της Παπαθιάς διά του αυχένα Κούτσι. Σύμφωνα με το σχέδιό του, η επίθεση θα διεξαγόταν από τα Ι/42 και ΙΙ/40 Τάγματα βόρεια προς τα υψώματα Τζόρα και από το ΙΙΙ/40 Τάγμα βόρεια προς τα υψώματα Φτέρα. Απώτερος σκοπός του ήταν η εξασφάλιση της προώθησης της διλοχίας του Αποσπάσματός του και η τήρηση της επαφής με την εχθρική δύναμη που βρισκόταν στο Μάλι Ιτέρας.
Το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου, το Απόσπασμα του Συνταγματάρχη Τσακαλώτου εκδήλωσε την επίθεσή του με αποτέλεσμα τη στενή επαφή με την οργανωμένη τοποθεσία της εχθρικής δύναμης, πλησίον των συρματοπλεγμάτων. Ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκε η πλευρική ενέργεια της IV Μεραρχίας από Παπαθιά προς Κούτσι, με συνέπεια το Απόσπασμα Τσακαλώτου να περιέλθει σε εχθρικό κλοιό, βαλλόμενο από το εχθρικό πυροβολικό. Η δυσμενής κατάσταση, που περιήλθε, επέβαλε την ταχύτερη έξοδό του από τον κλοιό. Την επόμενη ημέρα, αποφασίστηκε αιφνιδιαστική επίθεση, κατά τη νύκτα της 19ης προς 20ής Δεκεμβρίου, μέσω των προπόδων των ορεινών όγκων Μάλι ε Τζόρετ και Μάλι Ιτέρας. Ένας ουλαμός Πεζικού επίλεκτων αντρών, του ΙΙ/40 Τάγματος υπό τον Λοχαγό Δημήτριον Κουρκουμπά, θα αναρριχούνταν τις απόκρημνες πλαγιές του Μάλι ε Τζόρετ από το χωριό Τζόρα, απασχολώντας τις εχθρικές δυνάμεις, που βρίσκονταν επί του υψώματος, κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Στις 19 Δεκεμβρίου, τμήματα της ΙΙΙ Μεραρχίας που ενεργούσαν στον παραλιακό τομέα, ύστερα από σκληρό αγώνα και με μεγάλες απώλειες κατέλαβαν το ύψωμα Γκιάμι. Την αυγή της ίδιας ημέρας βορειότερα, το Απόσπασμα Τσακαλώτου, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, εκδήλωσε πετυχημένη αιφνιδιαστική επίθεση κατά του σημαντικού στόχου Μάλι ε Τζόρετ, που ήταν ισχυρά οργανωμένο από τις ιταλικές δυνάμεις και βρισκόταν ανατολικά του αυχένα Κούτσι και της Χειμάρρας. Σε όλη τη διάρκεια της ημέρας διεξήχθη σκληρός αγώνας στα υψώματα Μάλι ε Τζόρετ και Μάλι Ιτέρας, καθώς και στο εσωτερικό του αυχένα Κούτσι. Κατά τις νυχτερινές ώρες ο αγώνας διακόπηκε. Ο Λοχαγός Κουρκουμπάς με τον ουλαμό του, αφού εκτόπισε τις εχθρικές δυνάμεις από το Μάλι ε Τζόρετ, αποσύρθηκε στο χωριό Τζόρα. Στον αυχένα Κούτσι συνελήφθηκαν περίπου 200 αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους ήταν και ο Διοικητής Άμυνας, Αντισυνταγματάρχης Ζαν Ντομένικο (Jan Domenico). Επίσης, καταλήφθηκε μια πυροβολαρχία και σημαντικό πολεμικό υλικό. Οι απώλειες του Αποσπάσματος ανήλθαν σε 1 αξιωματικό και 13 οπλίτες νεκρούς, 6 αξιωματικούς και 95 οπλίτες τραυματίες.
Στις 20 Δεκεμβρίου, το Απόσπασμα Τσακαλώτου έλεγχε τον αυχένα Κούτσι. Η διλοχία του ΙΙ/40 Τάγματος συνέχισε να αμύνεται σθεναρά και να απασχολεί τις εχθρικές δυνάμεις επί του Μάλι Ιτέρας. Την επόμενη ημέρα, ο Τσακαλώτος συνέχισε με την ανασυγκρότηση των τμημάτων και την προπαρασκευή της κίνησής του προς Καλαράτι. Επιπρόσθετα, έλαβε μέτρα για την εξουδετέρωση των εχθρικών δυνάμεων επί του Μάλι Ιτέρας, διαθέτοντας το ΙΙΙ/40 για την κύκλωση του υψώματος Παπαθιά με κατεύθυνση προς Κούτσι και έναν λόχο με ομάδα όλμων από Φτέρα. Την ίδια ημέρα, οι δυνάμεις της Μεραρχίας κατέλαβαν βορειοδυτικά της Χειμάρρας το ύψωμα Τσίπιστα.
Το μεσημέρι της 21ης Δεκεμβρίου, ο Συνταγματάρχης Τσακαλώτος έστειλε σημείωμα στη γαλλική γλώσσα στον Ιταλό διοικητή στο ύψωμα Παπαθιά, με το οποίο του ζητούσε να παραδοθεί. Η ιταλική διοίκηση, μετά από δωδεκάωρη επιθετική προσπάθεια ήρθε σε επικοινωνία με τον διοικητή του ΙΙΙ/40 Τάγματος και τον πληροφόρησε ότι ολόκληρο το 141 Τάγμα Μελανοχιτώνων –δύναμης 29 αξιωματικών και 677 οπλιτών– βρισκόταν επί του υψώματος της Παπαθιάς. Αφού στον Ιταλό διοικητή έγινε σαφές ότι το σώμα του είχε περιέλθει σε κρίσιμη θέση, καθώς η Ελληνική Μεραρχία είχε προχωρήσει περισσότερο από τριάντα χιλιόμετρα δυτικά, το 141 Τάγμα Μελανοχιτώνων παραδόθηκε, λήγοντας με ελληνική επιτυχία τη μάχη στον αυχένα Κούτσι.
Την αυγή της 22ας Δεκεμβρίου, οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τη Χειμάρρα. Ο ντόπιος πληθυσμός υποδέχθηκε τα ελληνικά σώματα με ενθουσιασμό. Μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας, η Μεραρχία κατέλαβε τη γραμμή ανατολικά των αντερεισμάτων ύψωμα Κπουτς – χ. Γκουσμάρι – χ. Προγκονάτι – Μπούζαε Σεφέρ Αγαΐτ. Το Απόσπασμα Τσακαλώτου συνέχισε να κινείται χωρίς αντίσταση προς Καλαράτι με το ΙΙ/40 Τάγμα και προς Μπολιένα με το Ι/42 Τάγμα, τα οποία και κατέλαβε μέχρι τις 27 Δεκεμβρίου.
Η επιτυχής έκβαση του σκληρού αγώνα, που διεξήχθη στην περιοχή της Χειμάρρας, είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί με την κατάληψη του αυχένα Κούτσι διευκολύνθηκε η πρόσβαση στην κοιλάδα Σιουσίτσα και προς τα περίχωρα του Αυλώνος. Οι ιταλικές δυνάμεις είχαν μεγάλες απώλειες σε αιχμαλώτους, νεκρούς και πολεμικό υλικό. Στις 24 Δεκεμβρίου, ο Ιταλός Πρωθυπουργός Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini, 1883-1945) έστειλε στον Ιταλό Διοικητή Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero, 1880-1943) το ακόλουθο τηλεγράφημα:
Ο,τιδήποτε σας συμβή διατάσσω ν’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων στον τομέα Προγκονάτι – Τεπελένι – Κλεισούρα, ακόμη και αν αύριον ήθελεν είσθαι ούτω τελείως περικυκλωμένος. Σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνον διά την μετά πλήρους κατανοήσεως εκτέλεσιν της διαταγής μου.3
Στις 6 Ιανουαρίου, το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο κοινοποίησε στις Μεγάλες Μονάδες την, από τα τέλη Δεκεμβρίου, απόφασή του να ανασταλούν οι μεγάλες επιθετικές επιχειρήσεις. Το δριμύτατο ψύχος είχε προκαλέσει μεγάλες δυσκολίες στις συγκοινωνίες και συνακόλουθα στους ανεφοδιασμούς και στις διακομιδές.
Βιβλιογραφία
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον,το τέλος μιας εποποιίας, Απρίλιος 1941, Αθήναι 1959, σελ. 399.
– Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, η Ελληνική Αντεπίθεσης (14 Νοεμβρίου 1940 – 6 Ιανουαρίου 1941), Αθήναι 1966, σελ. 171-173, 182-185, 284-288.
– Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985, σελ. 26-27, 101-103, 108.
ΓΕΣ/ΔΙΣ & Λύκειο των Ελληνίδων, Αγαπητές Ελληνίδες! Γράμματα από το Αλβανικό Μέτωπο προς το Λύκειο των Ελληνίδων, Αθήνα 2019, σελ. 82-83.
Λάμπρου, Σπύρου, Η Χειμάρρα (Τοπωνύμια – Λαογραφία – Ιστορία), Εθνικός Σύνδεσμος Χειμαρριωτών «Τ’ Ακροκεραύνια», χ.τ. χ.χ, σελ. 17, 186, 192-200.
Τσακαλώτος, Θρασύβουλος, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, Πώς κερδίσαμε τους αγώνας μας 1940-1949, εκ των Τυπογραφείων της «Ακροπόλεως», Αθήναι 1960, σελ.120-130.
Πηγές
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.684/Β/1, Έκθεση Πεπραγμένων του 6ου Συντάγματος της ΙΙΙ Μεραρχίας της 30/07/1941, από 30/10/1940 έως 22/01/1941.
– Φ.684/Ε/1, Έκθεση Πεπραγμένων του 40ού Συντάγματος Ευζώνων της 01/07/1941, κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου 1940-1941 (με συνημμένες διαταγές).
1 Το «Τριμερές Σύμφωνο» (27 Σεπτεμβρίου 1940), που υπογράφτηκε μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας συνέβαλε στη γενίκευση της σύρραξης σε παγκόσμιο επίπεδο (ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985, σ. 26).
2ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον, η Ελληνική Αντεπίθεσης (14 Νοεμβρίου 1940 – 6 Ιανουαρίου 1941), Αθήναι 1966, σ. 172.
3 ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985, σελ.103.
ΤΟ ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1897
Μια από τις πιο ζοφερές περιόδους της τουρκοκρατίας στην Κρήτη ήταν η πενταετία 1890-1895. Οι ντόπιοι χριστιανικοί πληθυσμοί είχαν αρχίσει να εκδηλώνουν, έμπρακτα έντονες αντιδράσεις υπό την περιχαράκωση μιας σειράς δικαιωμάτων τα οποία τους είχαν παραχωρηθεί από τον σουλτάνο, μετά από τη μεσολαβήσει των Μεγάλων Δυνάμεων και όλα έδειχναν ότι άλλη μία κρίση του Ανατολικού Ζητήματος ήταν σε εξέλιξη.
Στις 8 Ιανουαρίου ο Σουλτάνος μετά από πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων επικύρωσε το σχέδιο οργανώσεως της χωροφυλακής και στις 11 Ιανουαρίου συμπληρώθηκε το σχέδιο της οργανώσεως της Κρητικής Δικαιοσύνης. ‘Όλα αυτά επαύξησαν τις αδικοπραγίες των Τούρκων κατά των Χριστιανών. Στις 23 Ιανουαρίου επιτέθηκαν 500 Τούρκοι κατά των Χριστιανών στο Ακρωτήρι και πολιόρκησαν τη Χαλέπα. Οι Χριστιανοί για να σωθούν ορισμένοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε εκκλησίες και άλλοι στα προξενεία και στα πλοία.
Στο μεταξύ ο Έλληνας Πρόξενος των Χανίων Ν. Γεννάδης, μετά την άρνηση των Ναυάρχων για την αποβίβαση αγημάτων τηλεγράφησε στην Ελληνική Κυβέρνηση για την κατεπείγουσα αποστολή “πλοίων και στρατού κατοχής” για την προστασία των Χριστιανών.
Στις 25 Ιανουαρίου οι Χριστιανοί κατάφεραν να διατηρήσουν τις θέσεις τους γύρω από τα Χανιά, έλυσαν την πολιορκία της Χαλέπας και κατέλαβαν όλη τη γύρω πεδιάδα. Ίδρυσαν προσωρινή κυβέρνηση για το τμήμα αυτό και με ψήφισμα τους κήρυξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελεύθερη Ελλάδα.
Τα γεγονότα στην Κρήτη είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα. Η κοινή γνώμη και η αντιπολίτευση απαίτησαν από την κυβέρνηση τη λήψη μέτρων. Στις 25 Ιανουαρίου ο γενικός πρόξενος Χανίων Ν. Γεννάδης τηλεγράφησε ότι “η πυρκαγιά και η σφαγή θα εξολοθρεύσει όλους τους χριστιανούς”. Όλα αυτά ανάγκασαν την κυβέρνηση της Ελλάδας να πάρει νέα μέτρα.
Η αποστολή Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κρήτη και η κατοχή της νήσου από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις
Η αποστολή της Ελληνικής κατοχής της νήσου ανατέθηκε στον υπασπιστή του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, ο οποίος με βάση τις διαταγές που έλαβε έπρεπε να καταλάβει την Κρήτη “εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων” και να προβεί στην αποκατάσταση της τάξεως εκεί. Η συγκρότηση του Εκστρατευτικού Σώματος που διατέθηκε, ήταν η εξής :
Το Εκστρατευτικό Σώμα μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς στον Πειραιά στις 1300 της 1ης Φεβρουαρίου και άρχισε αμέσως να επιβιβάζεται στα ατμόπλοια “Πέλοψ”, “Θησεύς” και “Θέτις” τα οποία απέπλευσαν στις 1630 για την Κρήτη. Συγχρόνως απέπλευσε και παρακολούθησε τα ατμόπλοια μέχρι τη Μήλο και το αγγλικό αντιτορπιλικό “Dragon”, το οποίο στη συνέχεια έλαβε κατεύθυνση προς την Κρήτη.
Την ίδια ημέρα οι Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα, λόγω της αποστολής στρατού στην Κρήτη, προέβησαν σε κοινό διάβημα και διακοίνωσαν στον Υπουργό Εξωτερικών, ότι παρόμοιες ενέργειες τυγχάνουν της αποδοκιμασίας όλων των Κυβερνήσεων και ακόμη ότι οι τελευταίες θα άφηναν τις συνέπειες αυτής της πράξεως να βαρύνουν την Ελληνική Κυβέρνηση.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Σκουζές απάντησε με ρηματική διακοίνωση ότι η αφόρητη κατάσταση στην Κρήτη δικαιολογούσε τις αποφάσεις που είχε λάβει η Ελληνική Κυβέρνηση.
Στο μεταξύ ο Συνταγματάρχης Βάσσος, μετά από πληροφορίες που έλαβε στη Μήλο, ότι ενδεχομένως ο Άγγλος Ναύαρχος Χάρρις θα εμπόδιζε την αποβίβαση του σώματος στα Χανιά και αφού όπλισε και παρέλαβε μαζί του150 Κρήτες πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει εκεί φρόντισε και συναντήθηκε κοντά στην Αντίμηλο με τον αρχηγό της Τορπιλικής Μοίρας, Πρίγκηπα Γεώργιο. Εκεί ενημερώθηκε λεπτομερέστερα για την κατάσταση τροποποίησε το αρχικό σχέδιο ενεργείας του και κατευθύνθηκε προς τη δυτική πλευρά του κόλπου των Χανίων, στην επαρχία Κισσάμου.
Στις 2300 της 2ης Φεβρουαρίου τα τρία πλοία προσέγγισαν με σβησμένα τα φώτα στον όρμο Κολυμπαρίου, κοντά στη Μονή Γωνιάς και άρχισε αμέσως η αποβίβαση των αντρών και του πολεμικού υλικού, το οποίο μεταφέρθηκε στις αποθήκες της Μονής. Σε αυτή εγκαταστάθηκε προσωρινά και το Αρχηγείο του Σώματος.
Την επόμενη 3ης Φεβρουαρίου, έφτασε στο Κολυμπάρι με τη μοιραρχίδα “Ύδρα” (η οποία ακολουθούνταν από τον “Αλφειό”), ο Μοίραρχος Ράινεκ με το Γενικό Πρόξενο Χανίων Ν. Γεννάδη. Μετά από σύσκεψη αποφασίστηκε να εφαρμοστεί το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Συνταγματάρχης Βάσσος. Σύμφωνα με αυτό, οι ελληνικές δυνάμεις νωρίς το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου θα έπρεπε να έχουν καταλάβει τα υψώματα της Χαλέπας.
Ακολούθως μετά από δοξολογία πού εψάλη στη Μονή, με παρουσία χιλιάδων Κρητών και την ανάγνωση της “Προκηρύξεως προς τον λαόν της Κρήτης” του Αρχηγού Βάσσου, άρχισε στις 1500 η κίνηση του Σώματος προς τα Χανιά, από την παραλιακή οδό. Μετά από πορεία 3 ωρών η δύναμη έφτασε στη γέφυρα του ποταμού Πλατανιά (Ιαρδανού). Εκεί ο Συνταγματάρχης Βάσσος πληροφορήθηκε και από Προκήρυξη της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, που έφερε ο αξιωματικός της Διεθνούς Χωροφυλακής στους κατοίκους του χωριού Πλατανιάς και από έγγραφο του Μοιράρχου Ράινεκ, ότι η πόλη των Χανίων είχε τεθεί από τις 3 Φεβρουαρίου υπό την προστασία των Ναυάρχου των Μεγάλων Δυνάμεων. Μετά από οδηγίες των κυβερνήσεών τους, κάθε ενέργεια εναντίον της πόλεως απαγορευόταν, μετά από αυτά εγκατέστησε τη δύναμή του στο χωριό Πλατανιάς και την τηλεγράφησε στην κυβέρνηση, ζητώντας οδηγίες.
Η διεθνή κατοχή της πόλεως των Χανίων πραγματοποιήθηκε από τους Ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων στις 3 Φεβρουαρίου μετά από οδηγίες των Κυβερνήσεών τους.
Ειδικότερα μετά την αποχώρηση από την νήσο του Γενικού Διοικητή Γ. Βέροβιτς πασά την 1η Φεβρουαρίου, ο Στρατιωτικός Διοικητής Ισμαήλ πασάς ανέλαβε επίθεση εναντίον των Κρητών που πολιορκούσαν τη Χαλέπα και τα Χανιά. Στις συγκρούσεις όμως στις 2 και 3 Φεβρουαρίου οι Τούρκοι ανατράπηκαν και η πολιορκία των Χανίων έγινε στενότερη.
Επειδή η πτώση της πόλεως φαινόταν επικείμενη η Τουρκία δεν έφερε αντίρρηση στις προτάσεις των Δυνάμεων για τη διεθνή κατοχή της πόλεως. Έτσι οι Ναύαρχοι αποβίβασαν άγημα 500 αντρών το οποίο την κατέλαβε, ενώ οι σημαίες των Δυνάμεων τοποθετήθηκαν δίπλα στην τουρκική, στις επάλξεις του φρουρίου των Χανίων.
Στη συνέχεια ως νέος Γενικός Διοικητής Κρήτης στάθηκε από την Οθωμανική Κυβέρνηση, ύστερα από έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Φωτιάδης πασάς. Ακόμα, η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε στις Δυνάμεις για την ελληνική αποστολή εκστρατευτικού σώματος, επειδή ύστερα από την επιβολή της διεθνούς κατοχής και τη συμφωνία που είχε προηγηθεί δεν μπορούσε να αποστείλει νέες στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί. Ταυτόχρονα όμως προώθησε το Στρατηγείο του Στρατού Θεσσαλίας, υπό τον Ετέμ πασά, κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Τέλος, ως αρχηγό του επιτελείου τοποθέτησε τον Σεϊφουλάχ μπέη, πρώην στρατιωτικό ακόλουθο της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα, ο οποίος λόγω της θέσεως του αυτής ήταν γνώστης του εσωτερικού της χώρας.
Στις 5 Φεβρουαρίου η διεθνής κατοχή επεκτάθηκε και σε άλλες παραλιακές πόλεις και φρούρια της νήσου. Οι Ναύαρχοι επίσης καθόρισαν ουδέτερη ζώνη (ακτίνας 6 χιλιομέτρων) γύρω από το φρούριο των Χανίων και απαγόρευσαν οποιαδήποτε εχθροπραξία μέσα σε αυτή.
Η Ελληνική Κυβέρνηση από την πλευρά της, έδωσε οδηγίες στο Συνταγματάρχη Βάσσο να αποφύγει να έρθει σε σύρραξη με τις δυνάμεις των ευρωπαϊκών αγημάτων που είχαν αποβιβάσει οι Ναύαρχοι.
Στις 4 Φεβρουαρίου έφτασαν από την Αθήνα στο στρατόπεδο του Πλατανιά 600 εθελοντές με αρχηγό τον Κρητικό οπλαρχηγό Χατζή-Μιχάλη Γιάνναρη. Σε αυτόν, ο Συνταγματάρχης Βάσσος ανέθεσε να μεταβεί στα χωριά Αλικιανού και Λάκκους για να επιτηρεί τις τουρκικές θέσεις του πύργου Αγιάς και του φρουρίου Ανίμπαλι.
Οι 120 από τους παραπάνω εθελοντές ήταν φοιτητές, υπό το Λοχαγό Πυροβολικού Ζυμβρακάκη Εμμανουήλ, τους οποίους ο Βάσσος οργάνωσε σε λόχο ξεχωριστό, αφού ανακάλεσε στην ενεργό υπηρεσία του στρατού τον αρχηγό τους. Το ίδιο έκανε και για τον Ταγματάρχη Πυροβολικού Μανουσογιαννάκη Εμμανουήλ. Σ’ αυτόν ανέθεσε τη διοίκηση του πυροβολικού, καθώς και τη διοίκηση σώματος εθελοντών (υπό τον οπλαρχηγό Δασκαλογιάννη) και ανάλογου αποσπάσματος τακτικού στρατού τα οποία θα χρησίμευαν ως συμπληρωματική δύναμη του Πυροβολικού. Άλλα σώματα εθελοντών τέθηκαν υπό τη διοίκηση διαφόρων αξιωματικών του Σώματος.
Έπειτα από αναγνωρίσεις των εχθρικών θέσεων και δυνάμεων εκτιμήθηκε ότι στο στρατόπεδο στο χωριό Πλατανιάς δεν ήταν ασφαλές, ούτε από τη θάλασσα, λόγω της ισχυρής παρουσίας πλοίων των ξένων στολών μπροστά από το στρατόπεδο, ούτε από την ξηρά, όπου τα τουρκικά στρατεύματα κατείχαν σειρά ισχυρών θέσεων, ως εξής :
Ανατολικά, κατά μέτωπο του στρατοπέδου το φρούριο των Χανίων με δύναμη 8.000 άντρες και 6 πυροβολαρχίες.
Νοτιοανατολικά, στα υψώματα πάνω από τη Σούδα, το φρούριο της Μαλάξας και δυτικότερα από αυτή ο πύργος Κερατίδι. Στη συνέχεια το φρούριο Ανίμπαλι και το οχυρωμένο ύψωμα Μετόχι Σαράτσι μπροστά από αυτό. Ο οχυρός στρατώνας των Λειβαδίων και ο πύργος Αγία Επισκοπή (Αγιά). Όλη αυτή η σειρά των εθνικών θέσεων εκτείνονταν μέχρι τον ποταμό κοντά στο χωριό Αλικιανός και διέθετε 3.000 άντρες τακτικού στρατού και 14 πυροβόλα.
Νοτιοδυτικά, από το στρατόπεδο το φρούριο των Βουκολιών (με ένα τάγμα Πεζικού) στην επαρχία Κισσάμου και νότια από αυτό (22 χιλιόμετρα) στην επαρχία Σελίνου το φρούριο του Σταυρού με ένα λόχο και 2 πυροβόλα. Τέλος η πόλη της Κανδάνου με δύο πυροβόλα, της οποίας οι κάτοικοι και ο τακτικός στρατός ανέρχονταν σε 1.500 πολεμιστές.
Για την εξασφάλιση και του στρατοπέδου στον Πλατανιά όσο και των υλικών που ήταν αποθηκευμένα στη Μονή Γωνιάς, καθώς και για την επίτευξη απρόσκοπτης επικοινωνίας με το εσωτερικό της νήσου, ο Συνταγματάρχης Βάσσος αποφάσισε, ύστερα από υποδείξεις των εντοπίων οπλαρχηγών, να εξουδετερώσει το αριστερό νοτιοδυτικό άκρο της εχθρικής γραμμής, καταλαμβάνοντας το φρούριο των Βουκολιών.
Η Μάχη των Βουκολιών και Λειβαδίων.
Για την επιχείρηση κατά των Βουκολιών συγκροτήθηκε στις
5 Φεβρουαρίου, στον Πλατανιά, μικτό απόσπασμα υπό τις διαταγές του Ταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντινίδη Ιωάννη, το οποίο αποτελούνταν από :
Το Ι/7 Τάγμα Πεζικού
Ουλαμό Πυροβολικού (τα 2 λυόμενα πυροβόλα)
Διμοιρία Μηχανικού
Τμήμα χειρουργείου
Το Λόχο Φοιτητών (υπό τον Λοχαγό Ζυμβρακάκη Εμμαν.)
Διάφορα σώματα Κρητών και ξένων εθελοντών (3.000 άντρες)
Σχεδ.5. Μάχη Βουκολιών(6 Φεβρουαρίου 1897)
Το απόσπασμα κινήθηκε αυθημερόν, στις 1500 και με σύντονη πορεία έφτασε στις 1900 στο χωριό Γαβαλομούρι, όπου μετά από ολονύκτιες αναγνωρίσεις κατέλαβε θέσεις γύρω από το φρούριο των Βουκολιών. Βορειοανατολικά και βορειοδυτικά από αυτό εγκαταστάθηκαν τμήματα του Αποσπάσματος, ενώ ένας λόχος προωθήθηκε δυτικά ως ενέδρα. Η υπόλοιπη περίσχεση του φρουρίου ανατέθηκε στα σώματα Κρητών.
Την επομένη 6 Φεβρουαρίου, μετά από επανειλημμένες αρνήσεις του Τούρκου φρουράρχου Φουάτ, διοικητή του 1/34 Τάγματος που κατείχε το φρούριο να παραδοθεί, άρχισε τις 0800 η προσβολή του με βολές πυροβολικού. Λόγω όμως των περιορισμένων αποτελεσμάτων, απαιτήθηκε νέα τάξη των πυροβόλων, σε πλησιέστερη προς το φρούριο θέση, που είχε εντοπισθεί από τις αναγνωρίσεις της νύχτας οπότε οι βολές επέβησαν καταστροφικές για τους Τούρκους. Η κατάσταση των τελευταίων έγινε ακόμα πιο δυσχερής, όταν τις απογευματινές ώρες τμήμα Ευζώνων μαζί με σώμα Κρητών κυρίευσε, με την υποστήριξη πυροβολικού το υπ’ αριθ. Ι εξωτερικό έργο, ανατολικά του φρουρίου. Η μάχη όμως παρά τις αυξανόμενες απώλειες των Τούρκων συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ, γεγονός που ήταν σε βάρος των πολιορκητών, αφού αργά ή γρήγορα θα κατέφθαναν τουρκικές ενισχύσεις για τους πολιορκημένους.
Έτσι, κατά τη διάρκεια της νύχτας, δόθηκε διαταγή στα σώματα των Κρητών, που επιτηρούσαν την οδό που έφερε από το φρούριο προς τα Χανιά, να απομακρυνθούν από εκεί και να αφήσουν ελεύθερη την διαφυγή των πολιορκημένων. Συγχρόνως όμως τοποθέτησαν ενέδρες από σώματα Κρητών κοντά στο ύψωμα Κάστελλος, με εντολή να εμποδίσουν και να συλλάβουν τους Τούρκους που θα διέρρεαν και θα κατευθυνόταν προς τα Χανιά.
Κατά τα μεσάνυχτα ο Ταγματάρχης Φουάτ με την υπόλοιπη φρουρά (200 άντρες περίπου) εξήλθε από το φρούριο και από την αφύλακτη πλευρά κινήθηκε προς τα Χανιά. Καθ’ οδόν όμως περικυκλώθηκε στην κορυφή του υψώματος Κάστελλος από τους εδρεύοντες Κρήτες και απορρίπτοντας τις προτάσεις παραδόσεως, εξακολούθησε να αμύνεται γενναία όλη την ημέρα της 7ης Φεβρουαρίου. Την επόμενη (8 Φεβρουαρίου), ο Φουάτ φονεύθηκε και όσοι από τους άντρες του απέμειναν παραδόθηκαν.
Στο μεταξύ, το πρωί της 7ης Φεβρουαρίου, οι Κρήτες αντιλήφθηκαν ότι το φρούριο ήταν κενό το κατέλαβαν. Μέσα σε αυτό βρέθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι νεκροί. Ουσιαστικά το εκεί τουρκικό 1ο Τάγμα του 34ου Συντάγματος Πεζικού διαλύθηκε. Οι ελληνικές απώλειες ήταν : από τα σώματα Κρητών 15 νεκροί και 37 τραυματίες και από τον τακτικό στρατό 2 τραυματίες. Τα τουρκικά εφόδια και πολεμικό υλικό αφέθηκα στη διάθεση των σωμάτων Κρητών, ενώ το φρούριο ανατινάχθηκε.
Την πολιορκία των Βουκολιών πληροφορήθηκε ο Τούρκος Στρατιωτικός Διοικητής στα Χανιά τη νύχτα 6/7 Φεβρουαρίου και έσπευσε να συγκροτήσει και να αποστείλει προς βοήθεια σώμα από 1.500 οπλίτες με 3 πυροβόλα και 2.500 ατάκτους Τουρκοκρήτες.
Ο Συνταγματάρχης Βάσσος, που είχε προβλέψει ότι οι Τούρκοι δε θα σέβονταν και θα παραβίαζαν την ουδέτερη ζώνη γύρω από τα Χανιά, είχε ήδη διατάξει τα τμήματά του να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Ακόμη είχε παραγγείλει στον Οπλαρχηγό Χατζή-Μιχάλη Γιάνναρη να επιτηρεί τις φρουρές Αγιάς, Ανίμπαλι και Σαράτσι και να τον ειδοποιήσει για κάθε ύποπτη κίνηση των Τούρκων.
Το πρωί της 7ης Φεβρουαρίου οι ελληνικές προφυλακές ανέφεραν ότι παρατηρείται ασυνήθιστη κίνηση Τούρκων παρατηρείται έξω από τα Χανιά και στρατωνισμοί τμημάτων κοντά στον ελαιώνα των Χανίων.
Σχ.6.Μάχη Λειβαδίων και Καστέλλου (7-8 Φεβρουαρίου 1897).
Αργότερα στις 1000 και αφού οι Τούρκοι είχαν προσβάλει τα σώματα Κρητών που αμύνονταν στις οχυρές θέσεις Μονοκούμαρο και Μονοδένδρι, ο Συνταγματάρχης Βάσσος απέστειλε προς ενίσχυσή τους, αρχικά το Λόχο Ευζώνων και μετά το Τάγμα Μηχανικού( μείον Λόχος), υπό τον Ταγματάρχη Τζαβέλλα Ιωάννη.
Μετά το μεσημέρι, ύστερα από αναφορά σε νέες τουρκικές δυνάμεις πιέζουν τις παραπάνω θέσεις, ο ίδιος ο Συνταγματάρχης Βάσσος, επικεφαλής του Ι/1 Τάγματος, έσπευσε προς τα εκεί, αφού άφησε στο στρατόπεδο το πυροβολικό, ένα λόχο Μηχανικού και ένα σώμα Κρητών υπό τον Ταγματάρχη Μανουσογιαννάκη.
Η τουρκική διάταξη είχε ως εξής :
- Στο κέντρο, μπροστά από τον ελαιώνα των Χανίων 4 τάγματα, δυνάμεως περίπου 2.000 αντρών. Ένα άλλο τουρκικό τάγμα με 4 πυροβόλα κατείχε τον οχυρό στρατώνα των Λειβαδίων και το παρακείμενο Χάνι.
- Στο βόρειο πλευρό, από τα δεξιά της παρατάξεως του τακτικού στρατού μέχρι και τα οχυρώματα των Κόκκινων Τουρλιών είχαν ταχθεί σώματα άτακτων Τουρκοκρητών. Σε διάφορες αποστάσεις μπροστά από αυτά, άλλα σώματα ατάκτων κατείχαν μεμονωμένες οικίες, περιβόλους η ερείσματα από ξηρολιθιά, ενώ άλλα ήταν αναπτυγμένα σε ακροβολιστική τάξη στην παρυφή παρακείμενου μικρού ελαιώνα.
-Το νότιο(αριστερό) πλευρό, που το κατείχε ο τακτικός στράτος, στοιχιζόταν στα οχυρωμένα υψώματα Μετόχι Σαράτσι, στο ισχυρότατο φρούριο Ανίμπαλι, (1 τάγμα Πεζικού) και τέλος στον πύργο Αγιάς.
Η συνολική δύναμη του εχθρού υπολογιζόταν σε έξι χιλιάδες άντρες, με 14 πυροβόλα ορειβατικά.
Μετά την εκτίμηση του πεδίου μάχης τα ελληνικά τμήματα διατάχθηκαν να προωθηθούν από το Μονοκούμαρο και χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα εκεί χαράδρα κατέβηκαν και αναπτύχθηκαν στην πεδιάδα.
Αμέσως το δεξιό της ελληνικής διατάξεως, μαζί με το σώμα Κρητών του Οπλαρχηγού Χατζημιχάλη, προσέλαβε στα νότια τον πύργο Αγιάς. Η φρουρά καθώς και το σώμα Τούρκοκρητών έξω από τον πύργο μετά από μία μικρή αντίσταση υποχώρησαν, ο πύργος κυριεύτηκε και πυρολύθηκε.
Στο διάστημα αυτό το κέντρο κατευθύνθηκε προς τον απέναντι τουρκικό στρατώνα των Λειβαδίων, ενώ το αριστερό (Ι/1 Τάγμα) εξουδετέρωσε διαδοχικά τα οχυρά σημεία που κατείχε ο εχθρός στις υπώρειες των ορέων και απώθησε μετά από πείσμονα αντίσταση, τους Τουρκοκρήτες από το μικρό ελαιώνα.
Στη συνέχεια τα άκρα της ελληνικής παρατάξεως, μετά την ανατροπή των εχθρικών αντιστάσεων, συνέκλιναν τις προσπάθειές τους προς το κέντρο και ειδικά προς το στρατώνα των Λειβαδίων. Το δεξιό ύστερα από σύντομη προσπάθεια κατέλαβε το στρατώνα να και έτρεψε τη φρουρά του σε φυγή, γεγονός που ανάγκασε και την υπόλοιπη τούρκικη παράταξη σε άτακτη υποχώρηση προς τα Χανιά. Ύστερα από αυτό, τα σώματα Τουρκοκρητών, παρότι ήταν τα μόνα που πολέμησαν με πείσμα αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τη σύμπτυξη των υπόλοιπων δυνάμεων.
Μετά τη μάχη τα ελληνικά τμήματα, αφού πυρπόλησαν το στρατώνα και τα τουρκικά κτίρια που καταλήφθηκαν και άφησαν μικρή φρουρά στο ύψωμα Μονοκούμαρο, επέστρεψαν κατά τα μεσάνυχτα στο στρατόπεδο Πλατανιά.
Οι απώλειες των ελληνικών τακτικών τμημάτων και των σωμάτων Κρητών κατά τη μάχη των Λειβαδιών ήταν τρεις ανθυπολοχαγοί νεκροί, ένας ανθυπασπιστής τραυματίας και πάνω από 100 οπλίτες νεκροί και τραυματίες.
Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτερες απώλειες, περίπου 600 άντρες νεκροί και τραυματίες, ενώ εγκατέλειψαν στο στρατώνα σχεδόν όλο το πολεμικό υλικό, εκτός από τα πυροβόλα.
Ο Συνταγματάρχης Βάσσος τηλεγράφησε λεπτομερώς τα αποτελέσματα των δυο μαχών στην Αθήνα, τα οποία προκάλεσαν μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό στο λαό. Στις 11 Φεβρουαρίου έλαβε τα συγχαρητήρια του Βασιλιά Γεωργίου, τα οποία κοινοποίησε με “Διαταγή της Ημέρας” στα τμήματα του, εκφράζοντας συγχρόνως και την προσωπική του υπερηφάνεια γιατί ηγείται τέτοιων ανδρών.
Τα Αποτελέσματα του αγώνα στην Κρήτη το 1897.
Η πάγια και ομόφωνη πολιτική στάση των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Κρατών είχε ως αποτέλεσμα την παράταση της ζωής της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ συγχρόνως αποτελούσε ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο για την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού. Διαιωνίζοντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό Τούρκων και Ελλήνων του νησιού.
Η αρνητική στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης στις 24 Φεβρουαρίου «περί ανακλήσεως του Ελληνικού Στρατού από την Κρήτη» και υποστηρίζοντας την «ένωση» του νησιού με την Ελλάδα και δηλώνοντας την μη αποδοχή των προθέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων για “αυτονομία” της Κρήτης, ήταν οι βασικοί λόγοι που η Ελλάδα υπέγραψε την αποτυχία του αγώνα.
Η ηρωική πορεία Κρητών και Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος δεν κατάφερε να διαφοροποιήσει το καθεστώς του νησιού και να πετύχει την ειρήνη και την ένωση του με την Ελλάδα. Οδήγησε σε δυσμενή θέση την Ελλάδα, και αποτέλεσε τον προάγγελο ενός νέου πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Απρίλιο του 1897.
Στο σημείο αυτό αξιόλογο είναι να τονίσουμε ότι το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στην Κρήτη το 1897 είναι η πρώτη μορφή συγκρότησης και πολεμικής δράσης Τακτικού Στρατού στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Αθήνα 1993.
Εισαγωγή
Η είσοδος της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1940, μετά την κήρυξη του πολέμου εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας, φανέρωσε εξ αρχής τις απειλητικές της διαθέσεις, καθώς κατηγορούσε την Ελλάδα για δήθεν προσφορά βοήθειας στους αντιπάλους της. Έτσι, λοιπόν, κλιμάκωσε τις ενέργειές της και μετέφερε ισχυρές δυνάμεις προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η ελληνική στρατιωτική ηγεσία ενίσχυσε τους μεθοριακούς σχηματισμούς της εν αναμονή της επικείμενης ιταλικής εισβολής. Μετά από σωρεία σοβαρών πολιτικών και στρατιωτικών προκλήσεων, η φασιστική Ιταλία κήρυξε την 28η Οκτωβρίου 1940 τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, κατόπιν άρνησης της Ελληνικής Κυβέρνησης να αποδεχθεί την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην επικράτειά της.
Η ελληνοϊταλική σύρραξη, που ακολούθησε, εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:
Α΄ Περίοδος (28 Οκτωβρίου - 13 Νοεμβρίου 1940)
Β΄ Περίοδος (14 Νοεμβρίου 1940 - 6 Ιανουαρίου 1941)
Γ΄ Περίοδος (7 Ιανουαρίου - 26 Μαρτίου 1941)
Στην Γ΄ Περίοδο των ελληνοιταλικών συγκρούσεων συγκαταλέγονται οι επιθετικές επιχειρήσεις του Β΄ Σώματος Στρατού (Β΄ΣΣ) στην κατεύθυνση Κλεισούρα – Βεράτι με σκοπό την ανακατάληψη της Κλεισούρας, καθώς και η μεγάλη σε έκταση Εαρινή Επίθεση των Ιταλών, η οποία τελικά δεν απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα για τις ιταλικές δυνάμεις.
Στο πλαίσιο της Εαρινής Ιταλικής Επίθεσης κατά των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία εντάσσεται και η μάχη που έλαβε χώρα στο Ύψωμα 731, μια μάχη που καθόρισε τόσο την τελική έκβαση της ιταλικής επίθεσης όσο και τον απαράμιλλο ηρωισμό που επέδειξαν οι Έλληνες μαχητές κατά τη διεξαγωγή της.
Προετοιμασία αντίπαλων δυνάμεων κατά την Γ΄ φάση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου
Η συνεχιζόμενη προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και οι αλλεπάλληλες ελληνικές επιτυχίες δημιούργησαν ανησυχίες στην ιταλική ηγεσία και ανάγκασαν τον Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) να αντικαταστήσει τον στρατιωτικό διοικητή του θεάτρου επιχειρήσεων της Αλβανίας Στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu) με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού Στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Ο Μουσολίνι έφερε βαρέως την ήττα του στρατού του στην Αλβανία και αδημονούσε να καταγάγει και αυτός θεαματικές νίκες ώστε να ενισχυθεί το κύρος του.
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1941, το μέτωπο, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών (ομίχλη, χιονοθύελλες, δριμύ ψύχος), σταθεροποιήθηκε σε μια γραμμή που ξεκινούσε από το Πόγραδετς και κατέληγε στα βόρεια της Χειμάρρας. Ενώπιον, λοιπόν, του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί και για την αναπτέρωση του ηθικού του ιταλικού στρατού, ο Μουσολίνι προετοίμαζε εντατικά τις ένοπλες δυνάμεις του για να επιφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα εναντίον των Ελλήνων. Έτσι, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου μεταφέρθηκαν στην Αλβανία δέκα νέες ιταλικές μεραρχίες. Δεκάδες πλοία αποβίβαζαν στα αλβανικά λιμάνια εφόδια, πυρομαχικά, αυτοκίνητα και μέσα πυρός ενώ ο Μουσολίνι καλούσε, παράλληλα, όλη την ελίτ του φασιστικού κόμματος να καταταγεί στον στρατό προς επάνδρωση των δυνάμεων στο μέτωπο της Αλβανίας.
Στις αρχές Μαρτίου 1941, ο ίδιος ο Μουσολίνι έφθασε στην Αλβανία προκειμένου να εποπτεύσει προσωπικά από κοντά τις επιχειρήσεις. Γνωρίζοντας την απόφαση της Γερμανίας να επέμβει στην Ελλάδα, αποφάσισε να προλάβει τη σύμμαχό της διασπώντας την ελληνική γραμμή άμυνας και προελαύνοντας προς το ελληνικό έδαφος. Διέταξε, λοιπόν, την οργάνωση της μεγαλύτερης ως τότε επιχείρησης εναντίον των Ελλήνων με το όνομα “Primavera”, δηλαδή «Άνοιξη», που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών.
Οι ιταλικές προετοιμασίες είχαν γίνει αντιληπτές και το Γενικό Στρατηγείο είχε διατάξει το Β΄ ΣΣ να εγκατασταθεί αμυντικά μεταξύ Αώου και Άψου ποταμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο που εκπονήθηκε από τον Στρατηγό Καβαλλέρο, η επιχείρηση θα εκδηλωνόταν στις 9 Μαρτίου 1941, στη ζώνη του Β΄ ΣΣ, σε ένα μέτωπο έξι χιλιομέτρων, με στόχο τη διάσπαση του μετώπου από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι αποσκοπώντας στη διάνοιξη της κοιλάδας του Ντεσνίτσα ποταμού. Την κύρια προσπάθεια είχε αναλάβει το ιταλικό VIII Σώμα Στρατού, υπό τον Στρατηγό Γκαστόνε Γκαμπάρα (Gastone Gambara). Οι ιταλικές δυνάμεις, με 4 μεραρχίες και 2 τάγματα Μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο σε εφεδρείες, θα επιτίθεντο στο κέντρο της ελληνικής διάταξης, μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι, στον τομέα, δηλαδή, της I Ελληνικής Μεραρχίας, που πολεμούσε αδιαλείπτως με διοικητή τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό. Απέναντι από τις ιταλικές δυνάμεις αμυνόταν το Β΄ΣΣ με έξι μεραρχίες Πεζικού.
Η εξέλιξη της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών και η αντίσταση του Ελληνικού Στρατού.
Στις 06:30 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Υπήρξε σφοδρότατος βομβαρδισμός σε όλο το μέτωπο του Β΄ΣΣ. Ιδιαίτερα, στον τομέα της Ι Μεραρχίας, όπου ο ιταλικός στρατός κατηύθυνε την κύρια προσπάθειά του για τη δημιουργία ρήγματος, υπήρξε ορυμαγδός εκρήξεων βλημάτων του εχθρικού πυροβολικού, η προπαρασκευή του οποίου διήρκεσε δυόμισι ώρες. Μαζί τους επιχειρούσαν και σχηματισμοί ιταλικών αεροσκαφών που βομβάρδιζαν συνεχώς τις ελληνικές θέσεις της πρώτης γραμμής και τα μετόπισθεν. Η δέσμη πυρών που συγκεντρώθηκε στα Υψώματα 717 και 731, καθώς και οι ακόλουθες αλλεπάλληλες επιθέσεις, δεν έφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όμως, η γραμμή αντίστασης των Ελλήνων βαλλόταν κυριολεκτικά σε όλο το εύρος της. Ο καπνός και η σκόνη δεν επέτρεπαν ούτε τη λειτουργία των οπτικών μέσων επικοινωνίας. Με νέα προσπάθεια οι Ιταλοί κατέλαβαν το Ύψωμα 717, το οποίο όμως ανακαταλήφθηκε ύστερα από ελληνική αντεπίθεση. Στις 14:00 και στις 16:50 εκδηλώθηκαν δύο επιθέσεις κατά των υψωμάτων 731 και Κιάφε-Λουζίτ με σημαντικές απώλειες όμως των επιτιθέμενων ιταλικών τμημάτων.
Την 10η και 11η Μαρτίου οι ιταλικές δυνάμεις συνέχισαν τις ολοήμερες προσπάθειές τους χωρίς ουσιαστικά (για τους Ιταλούς) αποτελέσματα.
Την 11η Μαρτίου η επιθετική προσπάθεια ξεκίνησε στις 04.30 με την ίδια σφοδρότητα κατά του Υψώματος 731 και του Μπρέγκου Ραπίτ. Η ιταλική κίνηση έγινε ιδιαίτερα αντιληπτή από τα τμήματα του αντιαρματικού πυροβολικού που ήταν παρατεταγμένα στη χαράδρα, αναγκάζοντας τις ιταλικές δυνάμεις να παραδοθούν κατά τις μεσημβρινές ώρες.
Την 12η Μαρτίου εκδηλώθηκε νυχτερινή, αυτή τη φορά, επίθεση των Ιταλών κατά του Υψώματος 731, η οποία αντιμετωπίστηκε με πυκνό φραγμό πυρών. Την 13η Μαρτίου, μέχρι το μεσημέρι, όλο το μέτωπο της Ι Μεραρχίας παρουσίαζε τη συνήθη δράση βομβαρδισμών πυροβολικού και όλμων. Στις 15:30 σημειώθηκε ακόμα μία προσπάθεια των ιταλικών δυνάμεων να καταλάβουν το Ύψωμα 731 και το Μπρέγκου Ραπίτ ενώ την επιχείρηση κάλυπτε η ιταλική αεροπορία. Ο αγώνας διήρκεσε ως το απόγευμα, οπότε και οι επιτιθέμενοι ανατράπηκαν οριστικά. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και την 14η Μαρτίου προσπαθώντας οι Ιταλοί να καταλάβουν με κάθε μέσο το Ύψωμα 731. Μπορεί ο βομβαρδισμός να γινόταν σε όλο τον κεντρικό τομέα, η επιχείρηση όμως επικεντρώθηκε στο ύψωμα αυτό, το οποίο αποτέλεσε το κλειδί της όλης τοποθεσίας, καθώς βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας αποτελώντας εδαφικό εφαλτήριο για την εκτόξευση της επιθετικής ενέργειας από Νότο προς Βορρά.
Κατά τη διάρκεια των ιταλικών επιθέσεων και των ελληνικών αντεπιθέσεων, ιδιαίτερες στιγμές ηρωισμού και φρίκης καταγράφηκαν στο Ύψωμα 731 που το υπεράσπιζαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού. Ο Έλληνας αξιωματικός που σταμάτησε τους Ιταλούς επιδρομείς με σχέδιο και ανδρεία εκτινάσσοντας στα ύψη το φρόνημα των ανδρών του ήταν ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, Διοικητής του 2 Τάγματος του 5ου Συντάγματος. Η διαταγή προς τους στρατιώτες του ήταν σαφής και δραματική: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω. Τότε μόνο θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσία μας, όταν αποθάνομεν άπαντες επί των θέσεων μας». Οι Ιταλοί προχώρησαν κατά διαδοχικά κύματα με σκοπό να καταλάβουν οπωσδήποτε το Ύψωμα 731, παρά τις απώλειές τους. Τα αμυνόμενα ελληνικά τμήματα αντέδρασαν με άμεση αντεπίθεση. Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι εκρήξεις των πυρών πυροβολικού συνεχίστηκαν και η ιταλική αεροπορία έβαλε πανταχόθεν με αμείωτη σφοδρότητα. Ήταν η έβδομη επίθεση των Ιταλών στο Ύψωμα 731 και τα ελληνικά όπλα εξακολουθούσαν να θριαμβεύουν αναπτερώνοντας το ηθικό των μαχόμενων τμημάτων.
Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς
Βαθμιαία χαλάρωση και διακοπή της Ιταλικής επίθεσης (16-26 Μαρτίου 1941)
Την 15η Μαρτίου μέχρι τις 13:00 επικράτησε ηρεμία. Λίγο αργότερα, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε και πάλι να βάλει κατά των υψωμάτων 731, Μπρέγκου Ραπίτ και κατά διαστήματα κατά του Κιάφε-Λουζίτ και Μαζιάνι. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ανελέητος. Νέα επίθεση αποκρούστηκε στις 21:00 με χρήση χειροβομβίδων και άμεσων αντεπιθέσεων. Ήταν η έβδομη ημέρα της ιταλικής επίθεσης, εξαιρετικά αποφασιστική, καθώς η πλήρης αναποτελεσματικότητα των επιθετικών ενεργειών τους έπεισε τελικά την ιταλική ηγεσία ότι και η επιχείρηση “Primavera”, ως σχέδιο, απέτυχε παταγωδώς. Γι’ αυτό και αποφάσισε τη βαθμιαία αναστολή επιχειρήσεων. Από τις 16 έως και τις 18 Μαρτίου το μέτωπο του Β΄ΣΣ παρουσίαζε τη συνήθη προ της επιθέσεως δραστηριότητα. Μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, ξημέρωσε η 19η Μαρτίου 1941 και ως τότε οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το εχθρικό πυροβολικό και οι όλμοι ενέτειναν τα πυρά τους. Τίποτα δεν κατέστη ικανό να διασπάσει την ελληνική άμυνα. Η ιταλική προσπάθεια άρχισε να ατονεί, για να εκφυλιστεί τελείως από τις 25 Μαρτίου 1941 και ένθεν, καθώς στις 26 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο συμμαχικό στρατόπεδο. Εκτιθέμενοι, λοιπόν, οι Ιταλοί και από τα ανατολικά σταμάτησαν τις επιθέσεις. Ο Μουσολίνι, με διάχυτο πνεύμα απογοήτευσης, καθώς το φασιστικό καθεστώς δεν κατάφερε να διατηρήσει το κύρος του και την πολιτική του θέση, επέστρεψε στη Ρώμη.
Επίλογος
Το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της μεταγενέστερης εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941, η οποία ματαίωσε οριστικά την προσπάθεια των Ιταλών να παρουσιάσουν ως δική τους οποιαδήποτε επιτυχία εναντίον της Ελλάδας. Η απόκρουση της μεγάλης Εαρινής Επίθεσης υπήρξε η πρώτη στρατιωτική ήττα του λεγόμενου Άξονα στον Β΄ ΠΠ.
Στην πολεμική ιστορία και των δυο αντιπάλων το Ύψωμα 731 υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα πεδία μάχης ολόκληρου του Β΄ΠΠ. Οι στρατιώτες το ονόμασαν «Γολγοθά» (κρανίου τόπο) γιατί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών το βουνό ανασκάφθηκε από τους βομβαρδισμούς σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα να μεταβληθεί η γεωλογική του μορφή. Το τίμημα αυτής της μάχης ήταν οι συνολικές απώλειες των ελληνικών δυνάμεων που ανήλθαν σε 1.243 νεκρούς και 4.016 τραυματίες, ενώ των ιταλικών δυνάμεων σε 11.800 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών.
Οι αξιωματικοί και οπλίτες που υπερασπίστηκαν με σθένος και ομοψυχία σε όλα τα επίπεδα, το Ύψωμα 731, καθώς και τα κοντινά υψώματα, δεν έκαναν απλώς το καθήκον τους Με τη θυσία και τη νίκη τους έδωσαν νόημα στην έννοια «κατοχή εδάφους», αντιμετωπίζοντας μάλιστα έναν εχθρό πολλαπλάσιο και καλύτερα εξοπλισμένο. Η εξαιρετική φθορά και οι απώλειες των ιταλικών τμημάτων που επιτέθηκαν στο Ύψωμα 731 αιτιολογούν και την απόφασή τους να αναγείρουν στην περιοχή αυτή γενικό μνημείο πεσόντων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο χώρος απεκλήθη «Ιερή Ζώνη», λόγω των τρομερών απωλειών που υπέστησαν τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις επιθέσεις για την κατάληψή του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΗΓΕΣ
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Χειμεριναί επιχειρήσεις - Ιταλικής επίθεση Μαρτίου (7 Ιανουαρίου – 26 Μαρτίου 1941, Αθήνα 1966.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η συμβολή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 2009.
Γεώργιος Κίτσος, Εαρινή Ιταλική Επίθεση 731, Έκδοση Συλλόγου Υπαλλήλων Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς Εν Αθήναι 1949.
Γεώργιος Τζουβάλας (Αντγος ε.α.), Το Ύψωμα 731, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2004.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ 1978.
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.681Α/Γ/33, (Μάχη Υψώματος 731).
–, Φ.681Γ/Γ/217, (Εχθρική ενέργεια εις Ύψωμα 731).
–, Φ.682/Β/5β, (Ιστορικό της πολεμικής δράσης του ΙΙ Τάγματος του 5ου Συντάγματος της 15/10/1941 για την περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου).
Εικόνες
- Ο Μουσολίνι παρακολουθεί την Εαρινή Επίθεση (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Στρατηγός Βραχνός, Διοικητής Ι Μεραρχίας (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Το Ύψωμα 731 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Έλληνες μαχητές του 1940-41 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Έφοδος με εφ’ όπλου λόγχη (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Πεδινή Πυρ/χία βάλλει κατά εχθρικής ορεινής θέσης στην Τρεμπεσίνα τον Μάρτιο του 1941 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Στα Χαρακώματα (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).
- Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, Διοικητής 2 Τάγματος του 5ου Συντάγματος (Α. Καπανιάρης, Δημήτριος Γ. Κασλάς, Η στρατιωτική διαδρομή, το πρόσωπο, η εποχή, 2009).
Σχεδιαγράμματα
- Σχεδιάγραμμα με αρίθμηση 23 του βιβλίου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οι κυριότερες μάχες του Ελληνικού Στρατού (1897-1955),Αθήνα 2012.
- Σχεδιάγραμμα με αρίθμηση 22 του βιβλίου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941,Αθήνα 1985.
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ
(6-9 Απριλίου 1941)
Ουέιβελ: «Μετά τη σύμπτυξη των δυνάμεων τις οποίες αναφέρετε
τι απομένει στη Μακεδονία και τη Θράκη για να αντισταθεί κατά
της γερμανικής εισβολής;»
Παπάγος: «Τα οχυρά και η στοιχειώδης προκάλυψη»
Συνομιλία Αρχιστράτηγου του Ελληνικού Στρατού, Α. Παπάγου, με τον
Αρχηγό των Βρετανικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, Στρατηγό
Ουέιβελ, Ανάκτορα Ταοϊου, 22 Φεβρουαρίου 1941
Εισαγωγή
«Μάχη των Οχυρών» ονομάστηκε ο τετραήμερος αμυντικός αγώνας των υπερασπιστών της αποκαλούμενης «Γραμμής Μεταξά» έναντι των γερμανικών δυνάμεων οι οποίες την 0515 της 6ης Απριλίου 1941 επιτέθηκαν απροειδοποίητα εναντίον της Ελλάδας. Η Γερμανία, έχοντας ήδη αποφασίσει να εισβάλει στην ΕΣΣΔ, αναγκάστηκε, με αφορμή την οριστική αποτυχία της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα, να επέμβει προκειμένου να ελέγξει πλήρως τα Βαλκάνια, μια από τις βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας της ρωσικής εκστρατείας. Προς αυτό το σκοπό ενεργοποίησε το «Γερμανό-Ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας», γνωστό και ως «Χαλύβδινο Σύμφωνο» και έσπευσε να συνδράμει την Ιταλία εισβάλοντας ταυτόχρονα στην Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα υλοποιώντας το σχέδιο με την κωδική ονομασία «ΜΑΡΙΤΑ».
Η απροσδόκητη στρατιωτική κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας εντός μιας εβδομάδας οδήγησε, τελικά, στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης σφραγίζοντας την μοίρα των ελληνικών δυνάμεων του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) που αμύνονταν στα οχυρά. Την 0800 της 9ης Απριλίου 1941 η γερμανική 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία εισήλθε στη Θεσσαλονίκη. Αποκομμένος από την υπόλοιπη χώρα και με τις γερμανικές δυνάμεις να έχουν υπερφαλαγγίσει τις ελληνικές ο Αντιστράτηγος Μπακόπουλος διατάχθηκε από το Γενικό Στρατηγείο να διακόψει τις επιχειρήσεις. Ο ίδιος διαπραγματεύθηκε την παράδοση των δυνάμεων του ΤΣΑΜ προκειμένου να αποφύγει την μάταιη θυσία αίματος. Την 1400 υπογράφτηκε η παράδοση και την 1600 επιβλήθηκε η κατάπαυση πυρός.
Προς αναγνώριση του ηρωικού αγώνα των υπερασπιστών οι όροι της παράδοσης έδιναν στους Αξιωματικούς το δικαίωμα να κρατήσουν τα ξίφη τους και τα ελληνικά τμήματα να αποχωρήσουν χωρίς να συλληφθούν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Σε αρκετές περιπτώσεις η παράδοση των οχυρών έγινε με την απόδοση τιμών από γερμανικά τμήματα προς τους αποχωρούντες Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες. Παρά την τελική έκβαση οι πράξεις γενναιότητας των μαχητών των οχυρών κέρδισαν το σεβασμό των αντιπάλων και με την πάροδο του χρόνου εγγράφηκαν στη συλλογική μνήμη του λαού ως οι “Θερμοπύλες του βορά”.
Εικόνα 1. Αποχώρηση Ελλήνων στρατιωτών από το οχυρό Ρούπελ. Ενδεικτικό του ηθικού των Ελλήνων το χαμόγελο του στρατιώτη.
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Πολιτικό - στρατιωτική κατάσταση πριν την εισβολή.
Γερμανία.
Οι σχεδιασμοί των Γερμανών για τις επιχειρήσεις στην βαλκανική είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Νοέμβριο του 1940 όταν οριστικοποιήθηκε η απόφαση για εισβολή στην ΕΣΣΔ υπό την κωδική ονομασία επιχείρηση «ΜΠΑΡΜΠΑΡΟΣΑ». Μετά τους ατυχείς χειρισμούς και την αποτυχία των Ιταλών στην βαλκανική τους εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας η ανώτατη διοίκηση της Βέρμαχτ εξαρτούσε πλέον την έναρξη των επιχειρήσεων εναντίον της ΕΣΣΔ από την εξασφάλιση του ελέγχου της βαλκανικής καθώς, σύμφωνα με τα σχέδια, έπρεπε να εξασφαλιστεί το δεξιό πλευρό της γερμανικής προέλασης της Ομάδας Στρατιών Νότου από πιθανές Συμμαχικές ενέργειες. Περαιτέρω έπρεπε πάση θυσία να διατηρηθεί ο έλεγχος των πολύτιμων ρουμάνικων πετρελαιοπηγών από τις οποίες εξαρτιόνταν ο ανεφοδιασμός της Βέρμαχτ (Wehrmacht). Τέλος υπήρχε η εκτίμηση πως η παρουσία γερμανικών δυνάμεων στα Βαλκάνια θα ανάγκαζε την Τουρκία να προσχωρήσει στον Άξονα. Συνεπώς, με δεδομένους τους αποτυχημένους χειρισμούς των Ιταλών, ο χώρος της βαλκανικής χερσονήσου προσέλαβε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.
Σχεδιάγραμμα 1. Το γερμανικό σχέδιο «ΜΑΡΙΤΑ»
Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Η Γερμανία προετοιμάστηκε για τις επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας καταρχήν τις γραμμές συγκοινωνιών της προς τα Βαλκάνια. Αυτό το πέτυχε ασκώντας σταθερό πολιτικό έλεγχο στην Ουγγαρία, την Βουλγαρία και την Ρουμανία. Την 23 Νοεμβρίου 1940 η Ρουμανία προσχώρησε στον Άξονα ακολουθούμενη από την Βουλγαρία την 1η Μαρτίου 1941, η οποία έλαβε ως αντάλλαγμα την δέσμευση της Γερμανίας για παραχώρηση της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας με την λήξη των επιχειρήσεων. Η σημασία που απέδιδε ο Χίτλερ στην βαλκανική εκστρατεία αντανακλάται στον όγκο των δυνάμεων που διατέθηκαν. Η 12η Στρατιά υπό τον Στρατάρχη Βίλχελμ φον Λίστ, η οποία είχε αναλάβει την διεξαγωγή των επιχειρήσεων, περιελάμβανε τους εξής σχηματισμούς: το XL Σώμα Στρατού Αρμάτων (Δ. Βουλγαρία), το XVII Ορεινό Σώμα Στρατού (Ν. Βουλγαρία), το XXX Σώμα Στρατού Πεζικού (Ν.Α Βουλγαρία) και την 16η Μεραρχία Αρμάτων. Επικουρικά είχαν διατεθεί η 1η Ομάδα Αρμάτων και το L Σώμα Στρατού.
Εναντίον της Ελλάδας το γερμανικό σχέδιο επιθέσεως βασίζονταν στην προϋπόθεση ότι, λόγω του κύριου βάρους που είχε δοθεί στο αλβανικό μέτωπο, οι ελληνικές δυνάμεις θα στερούνταν επαρκούς έμψυχου δυναμικού καθώς και υλικών μέσων προκειμένου να αμυνθούν στα σύνορα Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας. Σε εφαρμογή του δόγματος του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg), που είχαν ήδη εφαρμόσει με επιτυχία στη Γαλλία, η επίθεση σχεδιάστηκε στη βάση της απόκτησης υπεροχής μέσω υπερκερωτικού ελιγμού ο οποίος θα οδηγούσε τις τεθωρακισμένες δυνάμεις στα νώτα των αναμενόμενων αμυντικών τοποθεσιών. Παράλληλα ειδικά εκπαιδευμένες και έμπειρες δυνάμεις θα προσέβαλαν κατά μέτωπο τις οχυρές τοποθεσίες.
Σχεδιάγραμμα 2. Η γερμανική επίθεση σε όλο το μέτωπο
Πηγή: Σχεδιάγραμμα ΔΙΣ προσαρμοσμένο σε χάρτη της Google Maps
Προς υλοποίηση των προαναφερθέντων ο φον Λίστ διέθεσε στις επιχειρήσεις εναντίον της Ελλάδας τρία Σώματα Στρατού. Το XVIII Ορεινό Σώμα Στρατού, αποτελούμενο από τη 2η Μεραρχία Αρμάτων, την 5η και την 6η Ορεινές Μεραρχίες, την 72η Μεραρχία Πεζικού και το ενισχυμένο 125ο Σύνταγμα Πεζικού, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στη δυτική πλευρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων με σκοπό τη διάσπαση της «Γραμμής Μεταξά», την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και την απομόνωση ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας. Η 2η Μεραρχία Αρμάτων ειδικότερα θα διέσχιζε γιουγκοσλαβικό έδαφος προκειμένου να στραφεί προς νότο και στη συνέχεια Θεσσαλονίκη. Το ΧΧΧ Σώμα Στρατού θα επιτίθονταν κατά της «Γραμμής Μεταξά» από τα ανατολικά με σκοπό να καταλάβει τη Δυτική Θράκη και τα κατόπιν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου. Το XL Σώμα Στρατού θα προέλαυνε στον άξονα Μοναστήρι-Φλώρινα-Γρεβενά, προκειμένου να απειλήσει τις ελληνικές δυνάμεις του μετώπου της Αλβανίας και τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στο Βέρμιο από τα νώτα. Σε ό,τι αφορούσε στις μηχανοκίνητες δυνάμεις οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει 1.365 ελαφρά, 344 μέσα και 198 βαρέα άρματα ενώ η όλη επιχείρηση θα υποστηριζόταν από περίπου 1.000 αεροπλάνα. Ενδεικτικά η ελληνική πλευρά διέθετε 27 ελαφρά άρματα στη διάθεση της XIX Μηχανοκίνητης Μεραρχίας η οποία είχε το ρόλο εφεδρείας της γραμμής άμυνας Μπέλες – Νέστου.
Ελλάδα
Τα προβλήματα που απασχολούσαν την ελληνική πλευρά, ενόψει της γερμανικής απειλής, ήταν η εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας και το ύψος της βρετανικής βοήθειας. Μετά από σειρά συσκέψεων της ελληνικής και βρετανικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αποφασίστηκε η άμυνα να διεξαχθεί στη οχυρωμένη «Γραμμή Μεταξά» και στην τοποθεσία Βερμίου. Η παρουσία συμμαχικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο θα αποτελούσε πρόκληση για τους Γερμανούς. Έτσι, αποφασίστηκε η αποβίβασή τους να πραγματοποιηθεί όταν τα γερμανικά στρατεύματα θα εισέρχονταν στη Βουλγαρία. Εξαιτίας όμως αυτής της καθυστέρησης οι βρετανικές δυνάμεις, ισχνές σε αριθμό ανδρών και ισχύ πυρός, δεν είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια.
Οι Βρετανοί σύμμαχοι είχαν συμφωνήσει από την 4η Μαρτίου 1941 να συνδράμουν την Ελλάδα στη βάση ενός σχεδίου αμύνης το οποίο αποτελούσε καρπό πολύπλοκων και επώδυνων διαπραγματεύσεων. Το υπόψη σχέδιο προέβλεπε πως, προκειμένου να σταλούν στην Ελλάδα βρετανικές δυνάμεις, ο κύριος σκοπός των επιχειρήσεων θα ήταν η άμυνα στη τοποθεσία Καϊμακτσαλάν – Βέρμιο – Αλιάκμονας την οποία θα υπεράσπιζε ο κύριος όγκος των διαθέσιμων ελληνικών δυνάμεων και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα. Αντί της εγκατάλειψης της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, που είχαν αρχικά προτείνει οι Βρετανοί, συμφωνήθηκε η επιβράδυνση του εχθρού στην οχυρωμένη μεθοριακή γραμμή Μπέλες – Νέστος με τις ελάχιστες δυνατές δυνάμεις (3 μεραρχίες). Συνεπώς η άμυνα της οχυρής τοποθεσίας Μπέλες – Νέστου επαφίονταν, κυρίως, στις ελληνικές δυνάμεις των οχυρών και την αντοχή των Γιουγκοσλάβων, οι οποίοι έπρεπε να αποκρούσουν την γερμανική επίθεση εναντίον των εδαφών τους προκειμένου να μην διέρχονταν οι Γερμανοί μέσω Γιουγκοσλαβίας στα μετόπισθεν της γραμμής άμυνας.
Κατά την έναρξη της γερμανικής επίθεσης ο όγκος των ελληνικών δυνάμεων (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας – ΤΣΔΜ και Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου – ΤΣΗ) βρίσκονταν στο Αλβανικό μέτωπο έχοντας μόλις αποκρούσει την εαρινή επίθεση των Ιταλών (επιχείρηση «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ»). Σύμφωνα με τα σχέδια στην οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες-Νέστος («Γραμμή Μεταξά») είχε αναπτυχθεί το Τακτικό Συγκρότημα Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ), υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, το οποίο διέθετε τις XVIII, XIV και VII Μεραρχίες Πεζικού, την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Ταξιαρχία Νέστου, την Ταξιαρχία Έβρου και το Απόσπασμα Κρουσίων. Αποστολή του ΤΣΑΜ, σύμφωνα με τις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου, ήταν η σταθερή άμυνα επί της οχυρωμένης τοποθεσίας και, σε περίπτωση αδυναμίας εξασφάλισης της τοποθεσίας, σύμπτυξη των δυνάμεων του προς Θεσσαλονίκη. Το Απόσπασμα Κρουσίων θα απαγόρευε τη γερμανική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη σε περίπτωση διάρρηξης της τοποθεσίας Μπέλες. Ανατολικά του Στρυμόνα ήταν η VII και η XIV Μεραρχίες Πεζικού ενώ δυτικά του Στρυμόνα ήταν η XVIII. Στην ευρύτερη περιοχή της Ξάνθης ήταν ανεπτυγμένη η Ταξιαρχία Νέστου. Ως εφεδρεία τηρούνταν η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία, νότια της λίμνης Δοϊράνης, η οποία είχε εξοπλιστεί κυρίως με ιταλικό υλικό που είχε κυριευθεί κατά τις επιχειρήσεις στο αλβανικό μέτωπο.
Η κατάσταση των ελληνικών μεραρχιών απείχε πολύ από όσο επέβαλλε η κατάσταση. Η XIX Μηχανοκίνητη Μεραρχία ήταν ελαττωμένης σύνθεσης, αποτελούνταν δε από λάφυρα του Αλβανικού μετώπου η ποιότητα και η ποσότητα των οποίων ήταν πολύ κάτωτου μέσου όρου. Στις υπόλοιπες μεραρχίες η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Οι αξιωματικοί των Μονάδων ήταν κατά 80% έφεδροι, η μέση δύναμη των Ταγμάτων ήταν περίπου 500 άνδρες, στην πλειοψηφία τους ντόπιοι επίστρατοι με ελάχιστη ή καθόλου πολεμική εμπειρία, οι Μόνιμοι Ανθυπολοχαγοί που διοικούσαν λόχους είχαν μόλις αποφοιτήσει από την Σχολή ενώ ο οπλισμός των Μονάδων ήταν πεπαλαιωμένος. Ενδεικτική της χαώδους διαφοράς σε ισχύ πυρός είναι η σύγκριση του αριθμού των αρμάτων: 27 ελαφρά άρματα συνολικά στην διάθεση των ελληνικών δυνάμεων έναντι 1365 ελαφρών, 344 μέσων και 198 βαρέων αρμάτων που είχαν οι Γερμανοί. Σε ό,τι αφορά στην αεροπορική κάλυψη η Ελλάδα δεν διέθετε αεροπλάνα στο συγκεκριμένο μέτωπο.
Σχεδιάγραμμα 3. Η διάταξη των δυνάμεων την παραμονή της εισβολής.
Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, σχεδιάγραμμα της ΔΙΣ προσαρμοσμένο σε χάρτη της Google Earth
Η “Γραμμή Μεταξά”
Κατά την έναρξη των γερμανικών επιχειρήσεων εναντίον της Ελλάδος στην οριογραμμή των συνόρων Ελλάδας – Βουλγαρίας είχε ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό ένα γιγαντιαίο, ως προς τους πόρους και τη δυσκολία υλοποίησης, αμυντικό έργο. Σκοπός του ήταν η προστασία της χώρας από αιφνίδια εχθρική ενέργεια εκ μέρους της Βουλγαρίας.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Από το σύνολο των 417 χιλιομέτρων της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου η οχυρωμένη τοποθεσία κάλυπτε, με διάφορα έργα, 215 χιλιόμετρα. Τη ραχοκοκαλιά αυτής της γραμμής αποτελούσαν είκοσι ένα, σύγχρονα για την εποχή, αυτόνομα, περίκλειστα οχυρά τα οποία διέθεταν δυνατότητα άμυνας προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα οχυρά, μαζί με τα έργα που τα συμπλήρωναν, έγιναν μετέπειτα γνωστά ως «Γραμμή Μεταξά», από το όνομα του εμπνευστή της.
Η «Γραμμή Μεταξά» εκτός των οχυρών περιλάμβανε προκεχωρημένες οργανωμένες θέσεις άμυνας, όπως πολυβολεία και πυροβολεία με σκέπαστρα ή χωρίς, παρατηρητήρια πυροβολικού και τα συνήθη έργα εκστρατείας, όπως σειρές αντιαρματικών κωλυμάτων και συρματοπλέγματα, χαρακώματα μάχης και τάφροι συγκοινωνίας. Τα αντιαρματικά κωλύματα περιελάμβαναν συνδυασμό τάφρων, τσιμεντένιων κώνων (δόντια) και σιδηροτροχιών προσδεμένων με τσιμέντο στο κέντρο (αχινός).
Εικόνα 2. Το οχυρό Ιστίμπεη.
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Εικόνα 3. Πολυβολείο οχυρού Παρταλούσκα.
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Εικόνα 4. Αντιαρματικά κωλύματα (τύπου «δόντια δράκου») στο οχυρό Παρταλούσκα
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Εξαιρετική σημασία είχε δοθεί στις επικοινωνίες, καθώς κάθε οχυρό είχε πλέον των δυο διαφορετικών γραμμών επικοινωνίας τόσο με τα άλλα οχυρά όσο και με τις θέσεις των Στρατηγείων στα μετόπισθεν και τις Διοικήσεις Πυροβολικού. Τα καλώδια των τηλεφωνικών γραμμών είχαν τοποθετηθεί στα δύο μέτρα, βάθος το οποίο, εκ των υστέρων, αποδείχτηκε ανεπαρκές για την προστασία από τους βομβαρδισμούς. Τα οχυρά είχαν αυτονομία 10 ημερών σε τρόφιμα και πόσιμο νερό. Οι εγκαταστάσεις διαβίωσης παρείχαν όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις ενώ ο αέρας φιλτράρονταν με ειδικές συσκευές.
Η ηλεκτροδότηση των μηχανημάτων, των διαβιβάσεων και του φωτισμού εξασφαλίζονταν από ηλεκτρογεννήτριες. Σε ό,τι αφορά στον πραγματικό βαθμό ολοκλήρωσης των οχυρωματικών έργων την παραμονή της εισβολής των Γερμανών η κατάσταση είχε ως εξής: το μόνο οχυρό που θεωρούνταν ημιτελές ήταν το Ποποτλίβιτσα, το οποίο όμως παρείχε δυνατότητα αντιστάσεως. Τα έργα του συγκροτήματος Ρούπελ είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί εκτός από μικρά συμπληρωματικά έργα νωτιαίας άμυνας, το οχυρό Κάλη είχε σχεδόν αποπερατωθεί εκτός ενός έργου δεύτερης γραμμής ενώ όλα τα υπόλοιπα οχυρά θεωρούνταν ολοκληρωμένα σε ό,τι αφορά στις κατασκευές έργων. Σημαντικές ελλείψεις παρουσιάζονταν σε αποθέματα πυρομαχικών, εφεδρικά πολυβόλα και αντιαεροπορικά όπλα καθώς μεγάλο μέρος του αποθέματος είχε μεταφερθεί νωρίτερα στο Αλβανικό Μέτωπο για την απόκρουση της επιχείρησης «ΠΡΙΜΑΒΕΡΑ» και δεν είχε επιστραφεί.
Η γερμανική επίθεση
«Δεν θρηνώ ως στρατιώτης διότι η θυσία ήταν επιβεβλημένη, αλλά
κλαίω ως άνθρωπος διότι εκ του Συντάγματος μου απέμειναν ολίγοι
μόνο άνδρες»
Γερμανός διοικητής του 125ου ενισχυμένου Συντάγματος, μετά την
παράδοση του Οχυρού Ρούπελ.
6η Απριλίου 1941 – Ημέρα 1η
Την 0515 της 6ης Απριλίου οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε ολόκληρο το μέτωπο από τα σύνορα Ελλάδας – Βουλγαρίας – Γιουγκοσλαβίας μέχρι βόρεια της Κομοτηνής. Η κύρια προσπάθεια των Γερμανών εκδηλώθηκε εναντίον της κορυφογραμμής Μπέλες και του οχυρού Ρούπελ.
Σχεδιάγραμμα 5: Η διάβαση του Μπέλες και η εισχώρηση της 6ης Ορεινής Μεραρχίας στην κοιλάδα Ροδοπόλεως και η περικύκλωση των οχυρών Κελκαγιά και Ιστίμπεη.
Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.
Κατά μήκος της κορυφογραμμής Μπέλες οι Γερμανοί έστειλαν 2 ορεινές Μεραρχίες την 5η και την 6η. Συγκεκριμένα η 6η ανέλαβε την διάβαση της κορυφογραμμής ενώ η 5η επικεντρώθηκε στον τομέα του Ρούπελ, εναντίον του συγκροτήματος του οχυρού Ρούπελ του οποίου είχε σταλεί το 125ο ενισχυμένο Σύνταγμα το οποίο είχε πολεμήσει στη γραμμή “Μαζινό” και είχε σημαντική εμπειρία εναντίον οχυρωμένων τοποθεσιών. Το γερμανικό σχέδιο ενεργείας περιελάμβανε διαδοχικά κύματα βομβαρδισμών από αεροπλάνα καθέτου εφορμήσεως (Στούκας) και πυροβολικό. Υπό την κάλυψη των συνεχόμενων πυρών και βομβαρδισμών είχε σχεδιαστεί να προωθηθούν οι δυνάμεις του πεζικού. Παρά τα καταιγιστικά πυρά το συγκρότημα αντιστάθηκε νικηφόρα στις επιθέσεις. Οι απώλειες του την πρώτη ημέρα ήταν 6 νεκροί και 36 τραυματίες ενώ είχαν καταστραφεί 3 αντιαρματικά πυροβόλα και τρία πολυβόλα.
Ομοίως ισχυρά πυρά δέχθηκαν τα οχυρά Ιστίμπεη και Κελκαγιά στο αριστερό άκρο της αμυντικής τοποθεσίας. Οι μάχες έλαβαν επικές διαστάσεις όταν τα οχυρά απομονώθηκαν από τις δυνάμεις της XVIII Μεραρχίας που τα υποστήριζε. Κατά το βράδυ της πρώτης μέρας επιχειρήσεων στο Ιστίμπεη όλα τα μετωπικά όπλα και όργανα παρατηρήσεως είχαν καταστραφεί και οι μαχητές είχαν αποσυρθεί στις υπόγειες στοές με τον ατομικό οπλισμό τους. Το οχυρό Κελκαγιά το βράδυ της ίδιας μέρας βρίσκεται σε ακόμη δυσμενέστερη θέση καθώς είχε περικυκλωθεί και ο οπλισμός του είχε τεθεί εκτός μάχης ενώ επί του οχυρού είχαν βρεθεί εχθρικές δυνάμεις. Στον άλλο τομέα αμύνης, στα δεξιά της στενωπού Ρούπελ, το κύριο βάρος των επιθέσεων δέχτηκε το συγκρότημα του Οχυρού Περιθώρι το οποίο στο τέλος της ημέρας βρέθηκε με κατεστραμμένα αρκετά έργα του αλλά είχε κατορθώσει να απωθήσει συνδυασμένες εχθρικές ενέργειες δυο ταγμάτων.
Όμως ο αγώνας ήταν εξαρχής άνισος. Ήδη από το βράδυ της 6ης Απριλίου η γερμανική 6η Ορεινή Μεραρχία έφτασε σε υψόμετρο 2100 μέτρων και διέσχισε μια, θεωρούμενη απρόσιτη μέχρι εκείνη τη στιγμή, ορεινή διάβαση. Την 7η Απριλίου είχε εισχωρήσει στην κοιλάδα Ροδοπόλεως και έφτασε τη σιδηροδρομική γραμμή προς Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε την 7η Απριλίου η υπερκέραση της άμυνας του Οχυρού «Ρούπελ» από την 5η Ορεινή Μεραρχία, η οποία εξέθεσε την διάβαση σε επίθεση από τα νότια. Ταυτόχρονα η 72η Μεραρχία Πεζικού το βράδυ της 9η Απριλίου έφτασε στην περιοχή Β.Α των Σερρών. Το τελικό αποτέλεσμα των συνδυασμένων ενεργειών της πρώτης ημέρας ήταν η διάσπαση του αριστερού της αμυντικής τοποθεσίας, η περικύκλωση των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκαγιά, τα οποία είχαν τεθεί πρακτικά εκτός μάχης και η κατάληψη της κορυφογραμμής του Μπέλες από την 6η Ορεινή Μεραρχία. Η γραμμή άμυνας είχε ήδη υπερφαλαγγιστεί.
7η Απριλίου 1941 – Ημέρα 2η
Παρόλο που οι γερμανικές δυνάμεις τους είχαν υπερφαλαγγίσει οι υπερασπιστές των οχυρών αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα και παρέμειναν στις θέσεις τους αμυνόμενοι. Οι γερμανοί χρειάστηκε να αγωνιστούν σκληρά για κάθε μέτρο εδάφους καθώς κάθε μεμονωμένο σημείο στηρίγματος της «Γραμμής Μεταξά» απαίτησε συνδυασμό μετωπικών και υπερκερωτικών ενεργειών καθώς και ισχυρή αεροπορική υποστήριξη μέχρι να εξουδετερωθεί. Χαρακτηριστικό της έντασης των μαχών είναι το γεγονός πως το ενισχυμένο 125ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο είχε πολεμήσει εναντίον των Γάλλων στη «Γραμμή Μαζινό», επιτέθηκε μετωπικά στο οχυρό «Ρούπελ» υπό την κάλυψη αεροπορικών βομβαρδισμών που προηγήθηκαν. Από τους βομβαρδισμούς καταστράφηκε ο αγωγός υδρεύσεως και δυο πολυβόλα. Το πιο κρίσιμο πλήγμα όμως ήταν η διείσδυση δυο Λόχων στα μετόπισθεν του οχυρού και η κατάληψη του Κλειδίου. Τελικά το 125ο Σύνταγμα Πεζικού υπέστη τέτοιο αριθμό απωλειών ώστε αναγκάστηκε να αποσυρθεί από παραπέρα δράση μόλις κατόρθωσε να επιτύχει τον αντικειμενικό του σκοπό ενώ το οχυρό συνέχισε να αντιστέκεται με επιτυχία στις προσπάθειες κατάληψης του.
Στο αριστερό άκρο της τοποθεσίας ολοκληρώθηκε η εκκένωση του θύλακος Μπέλες από τις δυνάμεις της XVIII Μεραρχίας ενώ κατελήφθησαν από τις γερμανικές δυνάμεις τα οχυρά Κελκαγιά και Ιστίμπεη που είχαν τεθεί εκτός μάχης την προηγούμενη ημέρα. Ως αποτέλεσμα της απώλειας των δυο οχυρών και της σύμπτυξης της Μεραρχίας βρέθηκε απομονωμένο το Οχυρό Αρπαλούκι. Οι Γερμανοί εστίασαν εκεί τους βομβαρδισμούς τους και προετοιμάζονταν για ενέργεια κατάληψης. Μετά από αίτηση του Διοικητή του Οχυρού διατάχθηκε η εγκατάλειψη του. Οι Γερμανοί κατόρθωσαν να εισέλθουν στο οχυρό Περιθώρι αλλά αποδεκατίστηκαν από την φρουρά του οχυρού καθώς ο επικεφαλής Αξιωματικός διέταξε συσκότιση. Οι υπερασπιστές του οχυρού, καλά εκπαιδευμένοι από την ειρηνική περίοδο, αιφνιδίασαν τους Γερμανούς οι οποίοι στο σκοτάδι υπέστησαν πανωλεθρία.
Εικόνα 5: Η εφημερίδα «Ακρόπολις» ενημερώνει το κοινό για την αντίσταση και την ήττα των Γερμανών στο οχυρό Περιθώρι .
Πηγή: Αρχείο ΕΛΙΑ
Με το ηθικό να παραμένει υψηλό και εξαιτίας της πείσμονος αντίστασης των υπερασπιστών των οχυρών η τοποθεσία Μπέλες – Νέστος, παρά την κατάληψη των οχυρών Ιστίμπεη και Κελκάγια παρέμεινε ουσιαστικά αρραγής. Η μάχη των οχυρών όμως έχει ήδη κριθεί σε άλλο μέτωπο. Το βράδυ της 7ης Απριλίου καταρρέει η γιουγκοσλαβική αντίσταση με αποτέλεσμα την αποδέσμευση επιπρόσθετων δυνάμεων για το Ελληνικό Μέτωπο. Ταυτόχρονα ξεκινά η προέλαση της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας μέσω Γιουγκοσλαβίας προς νότο, δυτικά της λίμνης Δοϊράνης, διαμέσου της κοιλάδας του Αξιού προς Θεσσαλονίκη.
8η Απριλίου 1941 – Ημέρα 3η
Τα οχυρά Ρούπελ και Περιθώρι δοκιμάζονται σκληρά για τρίτη συνεχόμενη ημέρα αλλά εξακολουθούν να αντιστέκονται νικηφόρα. Στο αριστερό άκρο της τοποθεσίας οι Γερμανοί ολοκληρώνουν τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις καταλαμβάνοντας το Οχυρό Ποποτλίβιτσα και εγκαθίστανται πλησίον των νώτων του συγκροτήματος Ρούπελ.
Παρά την κατάληψη του οχυρού Ποποτλιβίτσα οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν ούτε την τρίτη ημέρα να διασπάσουν την οχυρωμένη τοποθεσία Μπέλες – Νέστος. Αντιθέτως η “Γραμμή Μεταξά” φαίνεται να έχει κλονιστεί αλλά εξακολουθεί να αντέχει ακόμη παρά τις τρεις ημέρες αδιάκοπων βομβαρδισμών και πυρών πυροβολικού. Στο δεξί άκρο κοντά στο δοκιμαζόμενο οχυρό Περιθώρι, η VII Mεραρχία έχει βελτιώσει τις αμυντικές θέσεις της και είναι σε θέση να εκτοξεύει στοχευμένες αντεπιθέσεις για την αποσόβηση του κινδύνου που αποτελεί το εχθρικό πεζικό στα οχυρά.
Όμως την στιγμή που οι Ορεινές Μεραρχίες αγωνίζονταν για κάθε μέτρο εδάφους ενάντιων των υπερασπιστών η ΙΙ Τεθωρακισμένη Μεραρχία προελαύνοντας μέσω της Γιουγκοσλαβίας πέρασε τα ελληνικά σύνορα χωρίς να συναντήσει ουσιαστική αντίσταση. Υπερφαλάγγισε την ΧΙΧ Μηχανοκίνητη Μεραρχία και στις 2230 βρίσκονταν 20 χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη απαιτώντας την άνευ όρων παράδοση της πόλης.
Σχεδιάγραμμα 6: Η κίνηση της ΙΙ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας μέσω Γιουγκοσλαβίας
Πηγή: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
9η Απριλίου 1941 – Ημέρα 4η
Την 9η Απριλίου 1941 η ΙΙ Τεθωρακισμένη Μεραρχία βρισκόταν έξω από την Θεσσαλονίκη, το XVII Σώμα Στρατού προωθούνταν αργά αλλά σταθερά διαμέσου της «Γραμμής Μεταξά» ενώ το ΧΧΧ Σώμα Στρατού είχε φτάσει στο Νέστο ποταμό. Προ του κινδύνου να αιχμαλωτισθεί το σύνολο του προσωπικού του ΤΣΑΜ το Γενικό Στρατηγείο διέταξε την διακοπή των επιχειρήσεων. Η συνθηκολόγηση υπογράφτηκε από τον αντιστράτηγο Μπακόπουλο και τον διοικητή της ΙΙ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στρατηγό Βέιλ (Rudolf Veiel).
Εικόνα 6. Γερμανικά άρματα της ΙΙ Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
Επίλογος
Κατά την διάρκεια των μαχών τα οχυρά υπέστησαν και άντεξαν επί τρεις ημέρες τα αλλεπάλληλα κύματα βομβαρδισμού από αέρος και τα συγκεντρωτικά πυρά πυροβολικού. Οι υπερασπιστές τους, χωρίς εφεδρείες και με σοβαρές ελλείψεις σε πυρομαχικά και βαρύ οπλισμό, αγωνίστηκαν με πείσμα και απαράμιλλο θάρρος ενάντια στις διαδοχικές προσπάθειες κατάληψης που εξαπέλυαν οι ειδικά εκπαιδευμένες δυνάμεις πεζικού και μηχανικού των Γερμανών.
329 Αξιωματικοί και 9740 οπλίτες, το προσωπικό που επάνδρωνε τα οχυρά, στάθηκαν ενάντια σε 2 γερμανικά Σώματα Στρατού, αήττητα μέχρι εκείνη τη στιγμή και για τέσσερις ημέρες κράτησαν την τιμή ενός λαού στα χέρια τους. Όταν τελικά υπέκυψαν το έκαναν με το κεφάλι ψηλά και αναγκάζοντας τον εχθρό να αποδεχτεί πως αυτοί οι μαχητές ήταν τουλάχιστον ισάξιοι οποιουδήποτε δικού του.
Η πειθαρχημένη μέχρις εσχάτων αντίσταση των μαχητών των οχυρών έλαβε, με το πέρασμα του χρόνου, θέση στην εθνική συλλογική μνήμη αντίστοιχη της μάχης των Θερμοπυλών καθώς για άλλη μια φορά λίγοι στάθηκαν απέναντι σε πολλούς κρατώντας τις θέσεις τους αποφασισμένοι να πέσουν μέχρις ενός. Για τους Έλληνες των μετόπισθεν και ειδικότερα για τους ντόπιους κατοίκους της περιοχής οι μαχητές των Οχυρών ήταν οι δικοί τους ήρωες, αντίστοιχοι των υπερασπιστών του Υψώματος 731 που πριν ένα μήνα είχαν αποκρούσει την ιταλική επίθεση.
Εικόνα 7. «Έκθεσις επί της Οργανώσεως και Δράσεως του Οχυρού Ρούπελ.».
Πηγή: Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού.
1. ΙΑΥΕ (Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών), 1940-41 Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα, αρ.123. σς.101-105. Στην υπόψη συγκέντρωση συμμετείχαν επίσης οι εξής: στρατηγός Ντηλ, Αρχηγός του Βρετανικού Αυτοκρατορικού Επιτελείου, Λάνμορ, Στρατάρχης της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας και Ναύαρχος Τερλ.
2. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου (1940-1941), σ. 175.
3. ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες στην Ανατολικήν Μακεδονία και Δυτικήν Θράκη, Αθήνα, 1956
4. Φ 629/Α/5 «Πρωτόκολλο Διαπραγματεύσεων Παραδόσεως μεταξύ Διοικητή ΤΣΑΜ και Διοικητού μιας Τεθωρακισμένης γερμανικής Μεραρχιας».
Πηγές (αδημοσίευτες)
Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ
Φ 663/Α/1α «Έκθεση επί της οργανώσεως και δράσεως του Οχυρού Ρούπελ».
Φ 612/Α/33 «Κίνηση Γερμανικών Στρατευμάτων στην είσοδο Στενωπού Ρούπελ».
Φ 663/ΙΒ/1α «Έκθεση πολεμικών γεγονότων των Οχυρών Αρπαλούκι από 6-8/4/1941 υπό του Τχη Καραπάνου».
Φ 663/Γ/1 «Έκθεσις επί των συνθηκών διεξαγωγής του αγώνος του Οχυρού Ιστίμπεη κατά την 6η και 7η Απριλίου 1941».
Φ 629/Α/5 «Πρωτόκολλο Διαπραγματεύσεων Παραδόσεως μεταξύ Διοικητή ΤΣΑΜ και Διοικητού μιας Τεθωρακισμένης γερμανικής Μεραρχιας».
Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (ΙΑΥΕ)
Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα, αρ.123. σς.101-105
Βιβλιογραφία
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες στην Ανατολικήν Μακεδονία και Δυτικήν Θράκη, Αθήνα, 1956
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940 – 1941, Αθήνα 1984
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού 1923 – 1940, Αθήνα 1963.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Συμβολή της Ελλάδας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, 2009.
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οχύρωσις Παραμεθορίου Ζώνης 1937-1940, Αθήνα, 1955
ΓΕΣ/7ο ΕΓ, Οι Γερμανικές Εκστρατείες στα Βαλκάνια, Αθήνα, 1993