ΤΟ ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΤΙΚΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1897
Μια από τις πιο ζοφερές περιόδους της τουρκοκρατίας στην Κρήτη ήταν η πενταετία 1890-1895. Οι ντόπιοι χριστιανικοί πληθυσμοί είχαν αρχίσει να εκδηλώνουν, έμπρακτα έντονες αντιδράσεις υπό την περιχαράκωση μιας σειράς δικαιωμάτων τα οποία τους είχαν παραχωρηθεί από τον σουλτάνο, μετά από τη μεσολαβήσει των Μεγάλων Δυνάμεων και όλα έδειχναν ότι άλλη μία κρίση του Ανατολικού Ζητήματος ήταν σε εξέλιξη.
Στις 8 Ιανουαρίου ο Σουλτάνος μετά από πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων επικύρωσε το σχέδιο οργανώσεως της χωροφυλακής και στις 11 Ιανουαρίου συμπληρώθηκε το σχέδιο της οργανώσεως της Κρητικής Δικαιοσύνης. ‘Όλα αυτά επαύξησαν τις αδικοπραγίες των Τούρκων κατά των Χριστιανών. Στις 23 Ιανουαρίου επιτέθηκαν 500 Τούρκοι κατά των Χριστιανών στο Ακρωτήρι και πολιόρκησαν τη Χαλέπα. Οι Χριστιανοί για να σωθούν ορισμένοι αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε εκκλησίες και άλλοι στα προξενεία και στα πλοία.
Στο μεταξύ ο Έλληνας Πρόξενος των Χανίων Ν. Γεννάδης, μετά την άρνηση των Ναυάρχων για την αποβίβαση αγημάτων τηλεγράφησε στην Ελληνική Κυβέρνηση για την κατεπείγουσα αποστολή “πλοίων και στρατού κατοχής” για την προστασία των Χριστιανών.
Στις 25 Ιανουαρίου οι Χριστιανοί κατάφεραν να διατηρήσουν τις θέσεις τους γύρω από τα Χανιά, έλυσαν την πολιορκία της Χαλέπας και κατέλαβαν όλη τη γύρω πεδιάδα. Ίδρυσαν προσωρινή κυβέρνηση για το τμήμα αυτό και με ψήφισμα τους κήρυξαν την ένωση της Κρήτης με την Ελεύθερη Ελλάδα.
Τα γεγονότα στην Κρήτη είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα. Η κοινή γνώμη και η αντιπολίτευση απαίτησαν από την κυβέρνηση τη λήψη μέτρων. Στις 25 Ιανουαρίου ο γενικός πρόξενος Χανίων Ν. Γεννάδης τηλεγράφησε ότι “η πυρκαγιά και η σφαγή θα εξολοθρεύσει όλους τους χριστιανούς”. Όλα αυτά ανάγκασαν την κυβέρνηση της Ελλάδας να πάρει νέα μέτρα.
Η αποστολή Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κρήτη και η κατοχή της νήσου από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις
Η αποστολή της Ελληνικής κατοχής της νήσου ανατέθηκε στον υπασπιστή του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, ο οποίος με βάση τις διαταγές που έλαβε έπρεπε να καταλάβει την Κρήτη “εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων” και να προβεί στην αποκατάσταση της τάξεως εκεί. Η συγκρότηση του Εκστρατευτικού Σώματος που διατέθηκε, ήταν η εξής :
Το Εκστρατευτικό Σώμα μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς στον Πειραιά στις 1300 της 1ης Φεβρουαρίου και άρχισε αμέσως να επιβιβάζεται στα ατμόπλοια “Πέλοψ”, “Θησεύς” και “Θέτις” τα οποία απέπλευσαν στις 1630 για την Κρήτη. Συγχρόνως απέπλευσε και παρακολούθησε τα ατμόπλοια μέχρι τη Μήλο και το αγγλικό αντιτορπιλικό “Dragon”, το οποίο στη συνέχεια έλαβε κατεύθυνση προς την Κρήτη.
Την ίδια ημέρα οι Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα, λόγω της αποστολής στρατού στην Κρήτη, προέβησαν σε κοινό διάβημα και διακοίνωσαν στον Υπουργό Εξωτερικών, ότι παρόμοιες ενέργειες τυγχάνουν της αποδοκιμασίας όλων των Κυβερνήσεων και ακόμη ότι οι τελευταίες θα άφηναν τις συνέπειες αυτής της πράξεως να βαρύνουν την Ελληνική Κυβέρνηση.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Σκουζές απάντησε με ρηματική διακοίνωση ότι η αφόρητη κατάσταση στην Κρήτη δικαιολογούσε τις αποφάσεις που είχε λάβει η Ελληνική Κυβέρνηση.
Στο μεταξύ ο Συνταγματάρχης Βάσσος, μετά από πληροφορίες που έλαβε στη Μήλο, ότι ενδεχομένως ο Άγγλος Ναύαρχος Χάρρις θα εμπόδιζε την αποβίβαση του σώματος στα Χανιά και αφού όπλισε και παρέλαβε μαζί του150 Κρήτες πρόσφυγες, που είχαν καταφύγει εκεί φρόντισε και συναντήθηκε κοντά στην Αντίμηλο με τον αρχηγό της Τορπιλικής Μοίρας, Πρίγκηπα Γεώργιο. Εκεί ενημερώθηκε λεπτομερέστερα για την κατάσταση τροποποίησε το αρχικό σχέδιο ενεργείας του και κατευθύνθηκε προς τη δυτική πλευρά του κόλπου των Χανίων, στην επαρχία Κισσάμου.
Στις 2300 της 2ης Φεβρουαρίου τα τρία πλοία προσέγγισαν με σβησμένα τα φώτα στον όρμο Κολυμπαρίου, κοντά στη Μονή Γωνιάς και άρχισε αμέσως η αποβίβαση των αντρών και του πολεμικού υλικού, το οποίο μεταφέρθηκε στις αποθήκες της Μονής. Σε αυτή εγκαταστάθηκε προσωρινά και το Αρχηγείο του Σώματος.
Την επόμενη 3ης Φεβρουαρίου, έφτασε στο Κολυμπάρι με τη μοιραρχίδα “Ύδρα” (η οποία ακολουθούνταν από τον “Αλφειό”), ο Μοίραρχος Ράινεκ με το Γενικό Πρόξενο Χανίων Ν. Γεννάδη. Μετά από σύσκεψη αποφασίστηκε να εφαρμοστεί το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Συνταγματάρχης Βάσσος. Σύμφωνα με αυτό, οι ελληνικές δυνάμεις νωρίς το πρωί της 4ης Φεβρουαρίου θα έπρεπε να έχουν καταλάβει τα υψώματα της Χαλέπας.
Ακολούθως μετά από δοξολογία πού εψάλη στη Μονή, με παρουσία χιλιάδων Κρητών και την ανάγνωση της “Προκηρύξεως προς τον λαόν της Κρήτης” του Αρχηγού Βάσσου, άρχισε στις 1500 η κίνηση του Σώματος προς τα Χανιά, από την παραλιακή οδό. Μετά από πορεία 3 ωρών η δύναμη έφτασε στη γέφυρα του ποταμού Πλατανιά (Ιαρδανού). Εκεί ο Συνταγματάρχης Βάσσος πληροφορήθηκε και από Προκήρυξη της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, που έφερε ο αξιωματικός της Διεθνούς Χωροφυλακής στους κατοίκους του χωριού Πλατανιάς και από έγγραφο του Μοιράρχου Ράινεκ, ότι η πόλη των Χανίων είχε τεθεί από τις 3 Φεβρουαρίου υπό την προστασία των Ναυάρχου των Μεγάλων Δυνάμεων. Μετά από οδηγίες των κυβερνήσεών τους, κάθε ενέργεια εναντίον της πόλεως απαγορευόταν, μετά από αυτά εγκατέστησε τη δύναμή του στο χωριό Πλατανιάς και την τηλεγράφησε στην κυβέρνηση, ζητώντας οδηγίες.
Η διεθνή κατοχή της πόλεως των Χανίων πραγματοποιήθηκε από τους Ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων στις 3 Φεβρουαρίου μετά από οδηγίες των Κυβερνήσεών τους.
Ειδικότερα μετά την αποχώρηση από την νήσο του Γενικού Διοικητή Γ. Βέροβιτς πασά την 1η Φεβρουαρίου, ο Στρατιωτικός Διοικητής Ισμαήλ πασάς ανέλαβε επίθεση εναντίον των Κρητών που πολιορκούσαν τη Χαλέπα και τα Χανιά. Στις συγκρούσεις όμως στις 2 και 3 Φεβρουαρίου οι Τούρκοι ανατράπηκαν και η πολιορκία των Χανίων έγινε στενότερη.
Επειδή η πτώση της πόλεως φαινόταν επικείμενη η Τουρκία δεν έφερε αντίρρηση στις προτάσεις των Δυνάμεων για τη διεθνή κατοχή της πόλεως. Έτσι οι Ναύαρχοι αποβίβασαν άγημα 500 αντρών το οποίο την κατέλαβε, ενώ οι σημαίες των Δυνάμεων τοποθετήθηκαν δίπλα στην τουρκική, στις επάλξεις του φρουρίου των Χανίων.
Στη συνέχεια ως νέος Γενικός Διοικητής Κρήτης στάθηκε από την Οθωμανική Κυβέρνηση, ύστερα από έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Φωτιάδης πασάς. Ακόμα, η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε στις Δυνάμεις για την ελληνική αποστολή εκστρατευτικού σώματος, επειδή ύστερα από την επιβολή της διεθνούς κατοχής και τη συμφωνία που είχε προηγηθεί δεν μπορούσε να αποστείλει νέες στρατιωτικές δυνάμεις στο νησί. Ταυτόχρονα όμως προώθησε το Στρατηγείο του Στρατού Θεσσαλίας, υπό τον Ετέμ πασά, κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Τέλος, ως αρχηγό του επιτελείου τοποθέτησε τον Σεϊφουλάχ μπέη, πρώην στρατιωτικό ακόλουθο της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα, ο οποίος λόγω της θέσεως του αυτής ήταν γνώστης του εσωτερικού της χώρας.
Στις 5 Φεβρουαρίου η διεθνής κατοχή επεκτάθηκε και σε άλλες παραλιακές πόλεις και φρούρια της νήσου. Οι Ναύαρχοι επίσης καθόρισαν ουδέτερη ζώνη (ακτίνας 6 χιλιομέτρων) γύρω από το φρούριο των Χανίων και απαγόρευσαν οποιαδήποτε εχθροπραξία μέσα σε αυτή.
Η Ελληνική Κυβέρνηση από την πλευρά της, έδωσε οδηγίες στο Συνταγματάρχη Βάσσο να αποφύγει να έρθει σε σύρραξη με τις δυνάμεις των ευρωπαϊκών αγημάτων που είχαν αποβιβάσει οι Ναύαρχοι.
Στις 4 Φεβρουαρίου έφτασαν από την Αθήνα στο στρατόπεδο του Πλατανιά 600 εθελοντές με αρχηγό τον Κρητικό οπλαρχηγό Χατζή-Μιχάλη Γιάνναρη. Σε αυτόν, ο Συνταγματάρχης Βάσσος ανέθεσε να μεταβεί στα χωριά Αλικιανού και Λάκκους για να επιτηρεί τις τουρκικές θέσεις του πύργου Αγιάς και του φρουρίου Ανίμπαλι.
Οι 120 από τους παραπάνω εθελοντές ήταν φοιτητές, υπό το Λοχαγό Πυροβολικού Ζυμβρακάκη Εμμανουήλ, τους οποίους ο Βάσσος οργάνωσε σε λόχο ξεχωριστό, αφού ανακάλεσε στην ενεργό υπηρεσία του στρατού τον αρχηγό τους. Το ίδιο έκανε και για τον Ταγματάρχη Πυροβολικού Μανουσογιαννάκη Εμμανουήλ. Σ’ αυτόν ανέθεσε τη διοίκηση του πυροβολικού, καθώς και τη διοίκηση σώματος εθελοντών (υπό τον οπλαρχηγό Δασκαλογιάννη) και ανάλογου αποσπάσματος τακτικού στρατού τα οποία θα χρησίμευαν ως συμπληρωματική δύναμη του Πυροβολικού. Άλλα σώματα εθελοντών τέθηκαν υπό τη διοίκηση διαφόρων αξιωματικών του Σώματος.
Έπειτα από αναγνωρίσεις των εχθρικών θέσεων και δυνάμεων εκτιμήθηκε ότι στο στρατόπεδο στο χωριό Πλατανιάς δεν ήταν ασφαλές, ούτε από τη θάλασσα, λόγω της ισχυρής παρουσίας πλοίων των ξένων στολών μπροστά από το στρατόπεδο, ούτε από την ξηρά, όπου τα τουρκικά στρατεύματα κατείχαν σειρά ισχυρών θέσεων, ως εξής :
Ανατολικά, κατά μέτωπο του στρατοπέδου το φρούριο των Χανίων με δύναμη 8.000 άντρες και 6 πυροβολαρχίες.
Νοτιοανατολικά, στα υψώματα πάνω από τη Σούδα, το φρούριο της Μαλάξας και δυτικότερα από αυτή ο πύργος Κερατίδι. Στη συνέχεια το φρούριο Ανίμπαλι και το οχυρωμένο ύψωμα Μετόχι Σαράτσι μπροστά από αυτό. Ο οχυρός στρατώνας των Λειβαδίων και ο πύργος Αγία Επισκοπή (Αγιά). Όλη αυτή η σειρά των εθνικών θέσεων εκτείνονταν μέχρι τον ποταμό κοντά στο χωριό Αλικιανός και διέθετε 3.000 άντρες τακτικού στρατού και 14 πυροβόλα.
Νοτιοδυτικά, από το στρατόπεδο το φρούριο των Βουκολιών (με ένα τάγμα Πεζικού) στην επαρχία Κισσάμου και νότια από αυτό (22 χιλιόμετρα) στην επαρχία Σελίνου το φρούριο του Σταυρού με ένα λόχο και 2 πυροβόλα. Τέλος η πόλη της Κανδάνου με δύο πυροβόλα, της οποίας οι κάτοικοι και ο τακτικός στρατός ανέρχονταν σε 1.500 πολεμιστές.
Για την εξασφάλιση και του στρατοπέδου στον Πλατανιά όσο και των υλικών που ήταν αποθηκευμένα στη Μονή Γωνιάς, καθώς και για την επίτευξη απρόσκοπτης επικοινωνίας με το εσωτερικό της νήσου, ο Συνταγματάρχης Βάσσος αποφάσισε, ύστερα από υποδείξεις των εντοπίων οπλαρχηγών, να εξουδετερώσει το αριστερό νοτιοδυτικό άκρο της εχθρικής γραμμής, καταλαμβάνοντας το φρούριο των Βουκολιών.
Η Μάχη των Βουκολιών και Λειβαδίων.
Για την επιχείρηση κατά των Βουκολιών συγκροτήθηκε στις
5 Φεβρουαρίου, στον Πλατανιά, μικτό απόσπασμα υπό τις διαταγές του Ταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντινίδη Ιωάννη, το οποίο αποτελούνταν από :
- Το Ι/7 Τάγμα Πεζικού
- Ουλαμό Πυροβολικού (τα 2 λυόμενα πυροβόλα)
- Διμοιρία Μηχανικού
- Τμήμα χειρουργείου
- Το Λόχο Φοιτητών (υπό τον Λοχαγό Ζυμβρακάκη Εμμαν.)
- Διάφορα σώματα Κρητών και ξένων εθελοντών (3.000 άντρες)
Σχεδ.5. Μάχη Βουκολιών(6 Φεβρουαρίου 1897)
Το απόσπασμα κινήθηκε αυθημερόν, στις 1500 και με σύντονη πορεία έφτασε στις 1900 στο χωριό Γαβαλομούρι, όπου μετά από ολονύκτιες αναγνωρίσεις κατέλαβε θέσεις γύρω από το φρούριο των Βουκολιών. Βορειοανατολικά και βορειοδυτικά από αυτό εγκαταστάθηκαν τμήματα του Αποσπάσματος, ενώ ένας λόχος προωθήθηκε δυτικά ως ενέδρα. Η υπόλοιπη περίσχεση του φρουρίου ανατέθηκε στα σώματα Κρητών.
Την επομένη 6 Φεβρουαρίου, μετά από επανειλημμένες αρνήσεις του Τούρκου φρουράρχου Φουάτ, διοικητή του 1/34 Τάγματος που κατείχε το φρούριο να παραδοθεί, άρχισε τις 0800 η προσβολή του με βολές πυροβολικού. Λόγω όμως των περιορισμένων αποτελεσμάτων, απαιτήθηκε νέα τάξη των πυροβόλων, σε πλησιέστερη προς το φρούριο θέση, που είχε εντοπισθεί από τις αναγνωρίσεις της νύχτας οπότε οι βολές επέβησαν καταστροφικές για τους Τούρκους. Η κατάσταση των τελευταίων έγινε ακόμα πιο δυσχερής, όταν τις απογευματινές ώρες τμήμα Ευζώνων μαζί με σώμα Κρητών κυρίευσε, με την υποστήριξη πυροβολικού το υπ’ αριθ. Ι εξωτερικό έργο, ανατολικά του φρουρίου. Η μάχη όμως παρά τις αυξανόμενες απώλειες των Τούρκων συνεχίστηκε μέχρι το βράδυ, γεγονός που ήταν σε βάρος των πολιορκητών, αφού αργά ή γρήγορα θα κατέφθαναν τουρκικές ενισχύσεις για τους πολιορκημένους.
Έτσι, κατά τη διάρκεια της νύχτας, δόθηκε διαταγή στα σώματα των Κρητών, που επιτηρούσαν την οδό που έφερε από το φρούριο προς τα Χανιά, να απομακρυνθούν από εκεί και να αφήσουν ελεύθερη την διαφυγή των πολιορκημένων. Συγχρόνως όμως τοποθέτησαν ενέδρες από σώματα Κρητών κοντά στο ύψωμα Κάστελλος, με εντολή να εμποδίσουν και να συλλάβουν τους Τούρκους που θα διέρρεαν και θα κατευθυνόταν προς τα Χανιά.
Κατά τα μεσάνυχτα ο Ταγματάρχης Φουάτ με την υπόλοιπη φρουρά (200 άντρες περίπου) εξήλθε από το φρούριο και από την αφύλακτη πλευρά κινήθηκε προς τα Χανιά. Καθ’ οδόν όμως περικυκλώθηκε στην κορυφή του υψώματος Κάστελλος από τους εδρεύοντες Κρήτες και απορρίπτοντας τις προτάσεις παραδόσεως, εξακολούθησε να αμύνεται γενναία όλη την ημέρα της 7ης Φεβρουαρίου. Την επόμενη (8 Φεβρουαρίου), ο Φουάτ φονεύθηκε και όσοι από τους άντρες του απέμειναν παραδόθηκαν.
Στο μεταξύ, το πρωί της 7ης Φεβρουαρίου, οι Κρήτες αντιλήφθηκαν ότι το φρούριο ήταν κενό το κατέλαβαν. Μέσα σε αυτό βρέθηκαν πάνω από 100 Τούρκοι νεκροί. Ουσιαστικά το εκεί τουρκικό 1ο Τάγμα του 34ου Συντάγματος Πεζικού διαλύθηκε. Οι ελληνικές απώλειες ήταν : από τα σώματα Κρητών 15 νεκροί και 37 τραυματίες και από τον τακτικό στρατό 2 τραυματίες. Τα τουρκικά εφόδια και πολεμικό υλικό αφέθηκα στη διάθεση των σωμάτων Κρητών, ενώ το φρούριο ανατινάχθηκε.
Την πολιορκία των Βουκολιών πληροφορήθηκε ο Τούρκος Στρατιωτικός Διοικητής στα Χανιά τη νύχτα 6/7 Φεβρουαρίου και έσπευσε να συγκροτήσει και να αποστείλει προς βοήθεια σώμα από 1.500 οπλίτες με 3 πυροβόλα και 2.500 ατάκτους Τουρκοκρήτες.
Ο Συνταγματάρχης Βάσσος, που είχε προβλέψει ότι οι Τούρκοι δε θα σέβονταν και θα παραβίαζαν την ουδέτερη ζώνη γύρω από τα Χανιά, είχε ήδη διατάξει τα τμήματά του να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Ακόμη είχε παραγγείλει στον Οπλαρχηγό Χατζή-Μιχάλη Γιάνναρη να επιτηρεί τις φρουρές Αγιάς, Ανίμπαλι και Σαράτσι και να τον ειδοποιήσει για κάθε ύποπτη κίνηση των Τούρκων.
Το πρωί της 7ης Φεβρουαρίου οι ελληνικές προφυλακές ανέφεραν ότι παρατηρείται ασυνήθιστη κίνηση Τούρκων παρατηρείται έξω από τα Χανιά και στρατωνισμοί τμημάτων κοντά στον ελαιώνα των Χανίων.
Σχ.6.Μάχη Λειβαδίων και Καστέλλου (7-8 Φεβρουαρίου 1897).
Αργότερα στις 1000 και αφού οι Τούρκοι είχαν προσβάλει τα σώματα Κρητών που αμύνονταν στις οχυρές θέσεις Μονοκούμαρο και Μονοδένδρι, ο Συνταγματάρχης Βάσσος απέστειλε προς ενίσχυσή τους, αρχικά το Λόχο Ευζώνων και μετά το Τάγμα Μηχανικού( μείον Λόχος), υπό τον Ταγματάρχη Τζαβέλλα Ιωάννη.
Μετά το μεσημέρι, ύστερα από αναφορά σε νέες τουρκικές δυνάμεις πιέζουν τις παραπάνω θέσεις, ο ίδιος ο Συνταγματάρχης Βάσσος, επικεφαλής του Ι/1 Τάγματος, έσπευσε προς τα εκεί, αφού άφησε στο στρατόπεδο το πυροβολικό, ένα λόχο Μηχανικού και ένα σώμα Κρητών υπό τον Ταγματάρχη Μανουσογιαννάκη.
Η τουρκική διάταξη είχε ως εξής :
– Στο κέντρο, μπροστά από τον ελαιώνα των Χανίων 4 τάγματα, δυνάμεως περίπου 2.000 αντρών. Ένα άλλο τουρκικό τάγμα με 4 πυροβόλα κατείχε τον οχυρό στρατώνα των Λειβαδίων και το παρακείμενο Χάνι.
– Στο βόρειο πλευρό, από τα δεξιά της παρατάξεως του τακτικού στρατού μέχρι και τα οχυρώματα των Κόκκινων Τουρλιών είχαν ταχθεί σώματα άτακτων Τουρκοκρητών. Σε διάφορες αποστάσεις μπροστά από αυτά, άλλα σώματα ατάκτων κατείχαν μεμονωμένες οικίες, περιβόλους η ερείσματα από ξηρολιθιά, ενώ άλλα ήταν αναπτυγμένα σε ακροβολιστική τάξη στην παρυφή παρακείμενου μικρού ελαιώνα.
-Το νότιο(αριστερό) πλευρό, που το κατείχε ο τακτικός στράτος, στοιχιζόταν στα οχυρωμένα υψώματα Μετόχι Σαράτσι, στο ισχυρότατο φρούριο Ανίμπαλι, (1 τάγμα Πεζικού) και τέλος στον πύργο Αγιάς.
Η συνολική δύναμη του εχθρού υπολογιζόταν σε έξι χιλιάδες άντρες, με 14 πυροβόλα ορειβατικά.
Μετά την εκτίμηση του πεδίου μάχης τα ελληνικά τμήματα διατάχθηκαν να προωθηθούν από το Μονοκούμαρο και χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα εκεί χαράδρα κατέβηκαν και αναπτύχθηκαν στην πεδιάδα.
Αμέσως το δεξιό της ελληνικής διατάξεως, μαζί με το σώμα Κρητών του Οπλαρχηγού Χατζημιχάλη, προσέλαβε στα νότια τον πύργο Αγιάς. Η φρουρά καθώς και το σώμα Τούρκοκρητών έξω από τον πύργο μετά από μία μικρή αντίσταση υποχώρησαν, ο πύργος κυριεύτηκε και πυρολύθηκε.
Στο διάστημα αυτό το κέντρο κατευθύνθηκε προς τον απέναντι τουρκικό στρατώνα των Λειβαδίων, ενώ το αριστερό (Ι/1 Τάγμα) εξουδετέρωσε διαδοχικά τα οχυρά σημεία που κατείχε ο εχθρός στις υπώρειες των ορέων και απώθησε μετά από πείσμονα αντίσταση, τους Τουρκοκρήτες από το μικρό ελαιώνα.
Στη συνέχεια τα άκρα της ελληνικής παρατάξεως, μετά την ανατροπή των εχθρικών αντιστάσεων, συνέκλιναν τις προσπάθειές τους προς το κέντρο και ειδικά προς το στρατώνα των Λειβαδίων. Το δεξιό ύστερα από σύντομη προσπάθεια κατέλαβε το στρατώνα να και έτρεψε τη φρουρά του σε φυγή, γεγονός που ανάγκασε και την υπόλοιπη τούρκικη παράταξη σε άτακτη υποχώρηση προς τα Χανιά. Ύστερα από αυτό, τα σώματα Τουρκοκρητών, παρότι ήταν τα μόνα που πολέμησαν με πείσμα αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τη σύμπτυξη των υπόλοιπων δυνάμεων.
Μετά τη μάχη τα ελληνικά τμήματα, αφού πυρπόλησαν το στρατώνα και τα τουρκικά κτίρια που καταλήφθηκαν και άφησαν μικρή φρουρά στο ύψωμα Μονοκούμαρο, επέστρεψαν κατά τα μεσάνυχτα στο στρατόπεδο Πλατανιά.
Οι απώλειες των ελληνικών τακτικών τμημάτων και των σωμάτων Κρητών κατά τη μάχη των Λειβαδιών ήταν τρεις ανθυπολοχαγοί νεκροί, ένας ανθυπασπιστής τραυματίας και πάνω από 100 οπλίτες νεκροί και τραυματίες.
Οι Τούρκοι υπέστησαν βαρύτερες απώλειες, περίπου 600 άντρες νεκροί και τραυματίες, ενώ εγκατέλειψαν στο στρατώνα σχεδόν όλο το πολεμικό υλικό, εκτός από τα πυροβόλα.
Ο Συνταγματάρχης Βάσσος τηλεγράφησε λεπτομερώς τα αποτελέσματα των δυο μαχών στην Αθήνα, τα οποία προκάλεσαν μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό στο λαό. Στις 11 Φεβρουαρίου έλαβε τα συγχαρητήρια του Βασιλιά Γεωργίου, τα οποία κοινοποίησε με “Διαταγή της Ημέρας” στα τμήματα του, εκφράζοντας συγχρόνως και την προσωπική του υπερηφάνεια γιατί ηγείται τέτοιων ανδρών.
Τα Αποτελέσματα του αγώνα στην Κρήτη το 1897.
Η πάγια και ομόφωνη πολιτική στάση των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Κρατών είχε ως αποτέλεσμα την παράταση της ζωής της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ συγχρόνως αποτελούσε ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο για την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού. Διαιωνίζοντας τον μεταξύ τους ανταγωνισμό Τούρκων και Ελλήνων του νησιού.
Η αρνητική στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης στις 24 Φεβρουαρίου «περί ανακλήσεως του Ελληνικού Στρατού από την Κρήτη» και υποστηρίζοντας την «ένωση» του νησιού με την Ελλάδα και δηλώνοντας την μη αποδοχή των προθέσεων των Μεγάλων Δυνάμεων για “αυτονομία” της Κρήτης, ήταν οι βασικοί λόγοι που η Ελλάδα υπέγραψε την αποτυχία του αγώνα.
Η ηρωική πορεία Κρητών και Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος δεν κατάφερε να διαφοροποιήσει το καθεστώς του νησιού και να πετύχει την ειρήνη και την ένωση του με την Ελλάδα. Οδήγησε σε δυσμενή θέση την Ελλάδα, και αποτέλεσε τον προάγγελο ενός νέου πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Απρίλιο του 1897.
Στο σημείο αυτό αξιόλογο είναι να τονίσουμε ότι το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα στην Κρήτη το 1897 είναι η πρώτη μορφή συγκρότησης και πολεμικής δράσης Τακτικού Στρατού στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Αθήνα 1993.