Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΞΗΡΑΣ

Οι πρώτες προσπάθειες οργάνωσης τακτικού στρατού (1821-1831)

Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Η ανάγκη της συγκρότησης τακτικού στρατού προέκυψε ταυτόχρονα με την κήρυξη της επανάστασης. Τεράστια συμβολή στην προσπάθεια αυτή παρείχαν οι φιλέλληνες ξένοι στρατιωτικοί.
Πρόδρομος των τακτικών σωμάτων ήταν ο «Ιερός Λόχος» που συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας. Οι περισσότεροι από τους άνδρες του έπεσαν μαχόμενοι κατά τη μάχη του Δραγατσανίου. Στα ίδια πρότυπα ο Δημήτριος Υψηλάντης με ομάδα ομογενών και φιλελλήνων συγκρότησε στην Καλαμάτα τακτικό σώμα δυνάμεως ημιτάγματος και τμήματος πυροβολικού υπό τον Γάλλο Ταγματάρχη Baleste. Το Σώμα έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στην κατάληψη του Ναυπλίου και της Ακροκορίνθου και διαλύθηκε στα τέλη του Ιανουαρίου 1822.
Η Α΄ Εθνοσυνέλευση με το ψήφισμα «Περί Οργανώσεως του Στρατού», αποφάσισε τη σύσταση των πρώτων Όπλων: Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού. Έτσι, συγκροτήθηκε το πρώτο Σύνταγμα Πεζικού, αξιωματικοί του οποίου ήταν πολλοί φιλέλληνες ενώ διοικητής ορίστηκε ο Ιταλός Συνταγματάρχης Tarella. Το Σύνταγμα συμμετείχε σε εκστρατεία στη δυτική Ελλάδα και καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά στη μάχη του Πέτα.
Με την εκταμίευση των δανείων αναλήφθηκε νέα προσπάθεια σύστασης τακτικού σώματος. Με την κατάταξη εθελοντών σχηματίστηκε ένα τάγμα δυνάμεως περίπου 500 ανδρών υπό τον Συνταγματάρχη Παναγιώτη Ρόδιο ενώ ταυτόχρονα συγκροτήθηκε νέο τμήμα πυροβολικού υπό τον Olivier Voutier.
Το 1825 τη διοίκηση ανέλαβε ο Γάλλος Συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος, συγκροτώντας δύο τάγματα δυνάμεως περίπου 400 ανδρών το καθένα. Με το νέο νόμο περί στρατολόγησης και με την κατάταξη πολλών εθελοντών η δύναμή του έφτασε τους 4.000 άνδρες. Συγκροτήθηκαν τέσσερα τάγματα πεζικού, τρεις ίλες ιππικού, μία πυροβολαρχία και τμήμα ελαφρού πεζικού. Τον Μάρτιο του 1826 τμήμα του έλαβε μέρος στην πολιορκία της Καρύστου, ενώ τον Αύγουστο του ίδιου έτους συμμετείχε στη μάχη του Χαϊδαρίου. Η ηρωικότερη δράση του ήταν η διάσπαση του εχθρικού κλοιού κατά την πολιορκία της Ακρόπολης και ο ανεφοδιασμός της φρουράς με άνδρες και πυρομαχικά.
Η άφιξη του Καποδίστρια εγκαινίασε νέα περίοδο στην οργάνωση του τακτικού στρατού. Το 1828 συγκρότησε το «Πολεμικό Συμβούλιο», ως συμβουλευτικό όργανο ενώ το επόμενο έτος ίδρυσε τη «Γραμματεία επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων» (Υπουργείο Πολέμου). Ταυτόχρονα, επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση των άτακτων στρατευμάτων, με τον «Οργανισμό των Χιλιαρχιών». Αυτά τα τμήματα συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Στερεάς, ενώ μετά την τελευταία μάχη της επανάστασης διαλύθηκαν και ανασυντάχθηκαν σταδιακά σε δεκατρία ελαφρά τάγματα πεζικού. Η αντικατάσταση του Φαβιέρου από τον Βαυαρό Συνταγματάρχη Karl Heideck, η συγκρότηση του πρώτου τάγματος πυροβολικού, η οργάνωση της επιμελητείας και, τέλος, η σύσταση για πρώτη φορά τμήματος μηχανικού, σηματοδότησαν τις κυριότερες οργανωτικές ενέργειες του Κυβερνήτη. Κορωνίδα των ενεργειών του αποτέλεσε η ίδρυση του «Λόχου των Ευελπίδων», τον Ιούλιο του 1828 στο Ναύπλιο και σε αντικατάστασή του τον Ιανουάριο του 1829 το «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον», που αποτέλεσε τον πρόδρομο της σημερινής Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων.

Το πρώτο ελληνικό τακτικό σώμα συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στις 3 Μαρτίου 1821, στο Ιάσιο της Μολδαβίας με την ονομασία «Ιερός Λόχος». Σε όλη τη διάρκεια του έτους 1823, δεν έγινε δυνατή η ανασυγκρότηση του Τακτικού Στρατού, για καθαρά οικονομικούς λόγους. Μόνο τον Ιούλιο του 1824, με τη συνομολόγηση δανείου από την Αγγλία, ξεπεράστηκαν τα εμπόδια και η Κυβέρνηση προέβη στην ανασύσταση του Τακτικού Στρατού.

Ο Στρατός επί βασιλείας του Όθωνα (1831-1863)

Η δολοφονία του Καποδίστρια είχε άμεσες συνέπειες και στο στράτευμα. Τα ελαφρά τάγματα διαλύθηκαν, σχηματίζοντας ένοπλες ομάδες, ενώ οι ελάχιστες μονάδες που υπήρχαν δεν παρείχαν εγγυήσεις για την άμυνα και την ασφάλεια.
Ο Όθωνας αφίχθη στην Ελλάδα το 1833 συνοδευόμενος από βαυαρική φρουρά δυνάμεως περίπου 4.000 ανδρών και την Αντιβασιλεία, η οποία προέβη άμεσα σε ενέργειες ανασυγκρότησης του τακτικού στρατού.
Από τα πρώτα διατάγματα ήταν η ψήφιση του «Νέου Οργανισμού του Στρατού», ο οποίος καθόριζε τη σύνθεση και τη δύναμη του στρατεύματος ως εξής: Πεζικό, αποτελούμενο από οκτώ Τάγματα. Ιππικό, δυνάμεως ενός Συντάγματος. Πυροβολικό, αποτελούμενο από ένα Τάγμα και τη Διεύθυνση Κεντρικού Οπλοστασίου. Μηχανικό, συγκροτούμενο σε δύο Λόχους Σκαπανέων. Επίσης, δημιουργήθηκαν δέκα τάγματα «Ακροβολιστών» από προσωπικό των άτακτων σωμάτων. Για πρώτη φορά συστάθηκε Σώμα Χωροφυλακής, ενώ στο πλαίσιο των μέτρων μέριμνας για τους Αγωνιστές, δημιουργήθηκε ο «Λόχος Απομάχων». Παράλληλα, οργανώθηκε η Γραμματεία επί των Στρατιωτικών, ιδρύθηκε το Σώμα Γενικών Επιτελών και θεσμοθετήθηκε ο Γενικός Επιθεωρητής Στρατού.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα, επήλθαν τροποποιήσεις στον Οργανισμό του Στρατού, σημαντικότερες εκ των οποίων ήταν η μετονομασία της Γραμματείας επί των Στρατιωτικών σε Υπουργείο Στρατιωτικών με την κατάργηση της θέσης του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού και τη σύσταση έξι Επιμελητηρίων για τη διαχείριση των οικονομικών και του υλικού των μονάδων. Αργότερα, συστάθηκε το τιμητικό σώμα της «Φάλαγγας», ιδρύθηκε η «Οροφυλακή» για τη φρούρηση των συνόρων ενώ, παράλληλα, δημιουργήθηκε το Σώμα της Εθνοφυλακής.
Στην οθωνική περίοδο η ανάπτυξη του στρατού δεν έφτασε στα επιθυμητά επίπεδα, καθώς η εσωτερική κατάσταση εξακολουθούσε να ταράσσεται από επαναστάσεις, ταραχές και στάσεις, στις οποίες λάμβανε ενίοτε ενεργό μέρος και τμήμα του στρατού. Η προσπάθεια, όμως, που καταβλήθηκε στους τομείς της οργάνωσης, της εκπαίδευσης και των εξοπλισμών ήταν μεγάλη και έθεσε τις βάσεις δημιουργίας ενός στρατού κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, πάντα μέσα στο πλαίσιο των μικρών οικονομικών δυνατοτήτων του νεοσύστατου βασιλείου.

Ο Ελληνικός Στρατός από το 1864 έως τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897

Το 1863, η οργάνωση ισχυρού στρατού, απαραίτητου για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, κατέστη προτεραιότητα με την ενθρόνιση του Γεωργίου Α΄.
Η νέα και συστηματική προσπάθεια για την αναδιοργάνωση του στρατού σε όλους τους τομείς και την απεμπλοκή του από την πολιτική και τις άλλες υποχρεώσεις του σε θέματα εσωτερικής τάξεως και ασφάλειας, αναλήφθηκε τελικά το 1877. Έως τότε ίσχυε ο Οργανισμός του 1833 με τις τροποποιήσεις που είχε υποστεί. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, τον Ιούνιο του 1877 συγκροτήθηκαν δύο Μεραρχίες. Κάθε Μεραρχία περιλάμβανε Επιτελείο και δύο Ταξιαρχίες, ένα τάγμα Ευζώνων, τα ανάλογα τμήματα Ιππικού και Πυροβολικού καθώς και τις λοιπές υπηρεσίες Επιμελητείας.
Το 1877 ορίστηκε ως κύριος φορητός οπλισμός του Στρατού το τυφέκιο Gras υποδείγματος 1874 και διαμέτρου 11 χιλιοστών.
Το 1884 μετακλήθηκε Γαλλική αποστολή υπό τον Υποστράτηγο Vosseur, η οποία ανέλαβε για τρία χρόνια τη διεύθυνση της εκπαίδευσης και τη μελέτη του Οργανισμού του Στρατού.
Εκτός από το νέο Οργανισμό της Σχολής Ευελπίδων που καθορίστηκε το 1864, οργανώθηκαν και λειτούργησαν κατά περιόδους και πολλά στρατιωτικά σχολεία για την εκπαίδευση αξιωματικών και υπαξιωματικών σε αντικείμενα αρμοδιότητάς τους. Μερικά εξ αυτών ήταν η Στρατιωτική Σχολή Υπαξιωματικών, ο Εκπαιδευτικός Λόχος, το Προπαρασκευαστικό Σχολείο Έφεδρων Αξιωματικών, το Τάγμα Εκπαιδεύσεως, το Προπαρασκευαστικό Σχολείο Υπαξιωματικών, το Σχολείο Ιππευτικής και το Σχολείο Βολής.

Η δημιουργική προσπάθεια ανακόπηκε το 1880 με την επιστράτευση που κηρύχθηκε ενόψει της προσάρτησης της Θεσσαλίας και της Άρτας. Επιβραδύνθηκε εκ νέου εξαιτίας νέας πολύμηνης επιστράτευσης το 1885. Εκτός της αναστολής των οργανωτικών και εκπαιδευτικών προσπαθειών, τα γεγονότα αυτά επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισμό με υπέρογκες δαπάνες. Έτσι, παρά τη μικρή πρόοδο που είχε σημειωθεί, ο εκσυγχρονισμός του στρατού δεν έφτασε στο επιθυμητό επίπεδο, με αποτέλεσμα η χώρα να βρεθεί στρατιωτικά ανέτοιμη κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Η Αναδιοργάνωση μετά το 1897 και η Μεγάλη Εθνική Εξόρμηση (1912-1913)

Η ατυχής έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, όπως και το «Μακεδονικό Ζήτημα», που δημιουργήθηκε στο μεταξύ από τη δράση του Βουλγαρικού Κομιτάτου, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη υπάρξεως ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων. Ακολούθησε η σταδιακή διάλυση των νέων μονάδων που είχαν συγκροτηθεί στη διάρκεια της επιστρατεύσεως, καθώς και η απόλυση των εφέδρων. Διατηρήθηκαν μόνο δύο μεραρχίες, με έδρα τη Λαμία και την Αθήνα αντίστοιχα, καθώς και πέντε ταξιαρχίες, ενώ ανεξάρτητα παρέμειναν προσωρινά τα τάγματα Ευζώνων.

Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις, την περίοδο 1904-1912, αφορούσαν κυρίως τη συγκρότηση του στρατού σε μεγάλες μονάδες ομοιόμορφης συνθέσεως, την αναδιοργάνωση της Επιτελικής Υπηρεσίας, το διαχωρισμό του Πυροβολικού κατά είδος και τη συστηματική οργάνωση των Υπηρεσιών Διοικητικής Μέριμνας. Καταστρώθηκε επίσης Σχέδιο Επιστρατεύσεως και δημιουργήθηκε Σώμα Έφεδρων Αξιωματικών.

Επιπλέον, ανανεώθηκε ο οπλισμός με την προμήθεια νέων τυφεκίων και πυροβόλων και έγινε εντατική εκπαίδευση του προσωπικού. Για το σκοπό αυτό μετακλήθηκε το 1911 Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή, η οποία συνέβαλε κατά πολύ στην ποιοτική και επιχειρησιακή βελτίωση του Ελληνικού Στρατού. Σπουδαιότερη όμως όλων των άλλων προπαρασκευών υπήρξε η ανύψωση του εθνικού φρονήματος.

Η Μεγάλη Εθνική Εξόρμηση του 1912-13, η οποία οδήγησε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου, αποτέλεσε κορυφαία επιτυχία του Ελληνικού Στρατού και απόδειξη της ικανότητάς του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής.

Ο Ελληνικός Στρατός κατά την περίοδο 1913-1923

Ο Βʹ Βαλκανικός Πόλεμος τερματίστηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) και βρήκε την Ελλάδα να εξασφαλίζει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της Μακεδονίας και της Ηπείρου, καθώς και την προσάρτηση της Κρήτης και των νησιών του Βόρειου και Ανατολικού Αιγαίου.

Έναν χρόνο αργότερα, όταν κηρύχθηκε ο Αʹ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ελλάδα τήρησε στάση ουδετερότητας, με την αρχική σύμφωνη γνώμη του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου. Σύντομα, όμως, ο Βενιζέλος, βέβαιος για την τελική επικράτηση των Συμμάχων, προέκρινε την άμεση είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ), εκτίμηση αντίθετη με τις απόψεις του Κωνσταντίνου και των κύκλων του Γενικού Επιτελείου για τήρηση ουδετερότητας. Έτσι, σηματοδοτείται η  έναρξη του Εθνικού Διχασμού με αποκορύφωμα τον σχηματισμό στη Θεσσαλονίκη της Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης το 1916, από τον Βενιζέλο και την κήρυξη επιστράτευσης και οργάνωσης του ομώνυμου Σώματος Στρατού. Τον Ιούνιο του 1917, η Ελλάδα κήρυξε και επίσημα τον πόλεμο εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων συμβάλλοντας καθοριστικά στην κατάρρευση του Μακεδονικού Μετώπου, το 1918. Ο επίλογος της εμπόλεμης αναμέτρησης στο Ανατολικό Μέτωπο, αλλά και της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γράφτηκε με την ανακωχή του Μούδρου, στις 17 Οκτωβρίου 1918.

Ακολούθως η Ελλάδα αποδέχθηκε την πρόταση για διάθεση στρατευμάτων στη Μεσημβρινή Ρωσία, στο πλευρό της Αντάντ, εναντίον των Μπολσεβίκων προσδοκώντας στην υποστήριξη της Γαλλίας για την είσοδο του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία προς υπεράσπιση των ελληνικών πληθυσμών.

     Τα ελληνικά στρατεύματα προήλαυναν απρόσκοπτα στα μικρασιατικά εδάφη από τις 16 Μαίου 1919, ενώ η Συνθήκη των Σεβρών την 28 Ιουλίου 1920, συνιστούσε την επίσημη επικύρωση των ελληνικών διεκδικήσεων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Πύλης.

Ωστόσο, το 1921 το διπλωματικό σκηνικό άλλαξε ριζικά υπέρ των Τούρκων εθνικιστών και ο Κεμάλ Ατατούρκ, κυρίαρχος στο εσωτερικό της Τουρκίας, προχώρησε στη σύναψη συμφωνιών με τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Σοβιετική Ένωση. Τον οδυνηρό επίλογο στο Μικρασιατικό Ζήτημα έδωσε η τουρκική αντεπίθεση της 13ης Αυγούστου 1922. Τα ελληνικά στρατεύματα υποχρεώθηκαν σε οριστική υποχώρηση και σταδιακή εγκατάλειψη των μικρασιατικών εδαφών, ενώ η είσοδος του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, στις 27 Αυγούστου 1922, ολοκληρώθηκε με τις βιαιοπραγίες και τη σφαγή χιλιάδων χριστιανών, τη διαρπαγή περιουσιών, την πυρπόληση της πόλης και τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Ιωνίας. Με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, στις 24 Ιουλίου 1923, τερματίστηκε οριστικά η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, καθορίστηκαν τα σημερινά σύνορα μεταξύ των δύο κρατών και επιβλήθηκε η ανταλλαγή πληθυσμών.

Η Περίοδος του Μεσοπολέμου έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1923-1945)

Η οικονομική κατάρρευση της χώρας έκανε επιτακτική την ανασυγκρότηση του ελληνικού κράτους, με πρώτο μέλημα την αποκατάσταση και την αφομοίωση περίπου ενάμισι εκατομμυρίου ομογενών προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Η διαρκής εναλλαγή κυβερνήσεων, οι αλλαγές στο πολίτευμα και οι συχνές παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή του τόπου συνέστησαν το έντονο κλίμα αστάθειας που χαρακτήρισε τις εσωτερικές εξελίξεις από το 1923 και μέχρι την είσοδο της χώρας στον Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σταθμό στην ιστορία της στρατιωτικής ιατρικής αποτέλεσε η ίδρυση, το 1926, της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής. Το 1927, στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας ανόρθωσης της χώρας, επίλυσης οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων και αναδιοργάνωσης του στρατού, ψηφίστηκε νομοθετικό διάταγμα για τα θέματα της στρατολογίας, το οποίο αποσκοπούσε κυρίως στην εξοικονόμηση κρατικών δαπανών. Ο χρόνος θητείας ορίστηκε σε δεκαοκτώ μήνες για όλα τα Όπλα, ενώ οι ανυπότακτοι ακόμη και σε περίοδο ειρήνης, αντιμετώπιζαν αυστηρές ποινές.

Το 1930 οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην περιοχή του Γουδή, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν από τον στρατό ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, εξελίχθηκαν στο μεγαλύτερο στρατιωτικό συγκρότημα της πρωτεύουσας και επεκτάθηκαν μέχρι τις υπώρειες του Υμηττού. Μέρος της περιοχής του Γουδή σήμερα, έχει διαμορφωθεί ως πάρκο αναψυχής και περιπάτου με την ονομασία «Άλσος Ελληνικού Στρατού», ανοιχτό στο κοινό.

Μετά το 1936, στο πλαίσιο της γενικότερης προετοιμασίας για ενδεχόμενη πολεμική σύρραξη, το Γενικό Επιτελείο Στρατού, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των ελλείψεων σε ιματισμό, υπόδηση, εξάρτυση, είδη στρατοπεδείας και άλλα υλικά επιμελητείας, προέβη στην ενίσχυση της στρατιωτικής βιομηχανίας και στην ανάπτυξη κυρίως των στρατιωτικών εργοστασίων των Γενικών Αποθηκών Υλικού Στρατού Πειραιώς και Θεσσαλονίκης. Η Γενική Αποθήκη Πειραιώς λειτουργούσε από το 1909 και, μέχρι το 1937, στεγαζόταν στα κτήρια της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων στο κέντρο του Πειραιά. Τότε αποφασίστηκε η αναδιοργάνωσή της και η εγκατάστασή της στην περιοχή της Δραπετσώνας, σε ένα πλήρες, νέο συγκρότημα αποθηκών και εργοστασίων που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες όχι μόνο της ειρηνικής περιόδου αλλά και στις απαιτήσεις ενός πολέμου. Το 1946, η Γενική Αποθήκη Υλικού Στρατού Πειραιώς μετονομάστηκε σε 700 Στρατιωτικό Εργοστάσιο Ιματισμού και δέκα χρόνια αργότερα σε 700 Στρατιωτικό Εργοστάσιο Ένδυσης – Υπόδησης.

Στο πλαίσιο της πολεμικής προετοιμασίας του κράτους, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, άρχισε η σύνταξη του σχεδίου επιχειρήσεων του ελληνικού στρατού, με βάση την πολιτικοστρατιωτική κατάσταση που επικρατούσε στα Βαλκάνια και την υπεροχή των πιθανών αντιπάλων σε τεθωρακισμένα μέσα και αεροπορία. Χάρη στην άρτια επιτελική προπαρασκευή και στη σαφήνεια του σχεδίου, το απλό και λακωνικό σήμα του Αρχιστρατήγου, το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, ήταν αρκετό για να τεθεί αυτόματα σε λειτουργία ολόκληρος ο πολεμικός μηχανισμός.

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Ιταλία, στο πλαίσιο της εφαρμογής των επεκτατικών σχεδίων της στη Μεσόγειο, κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Οι επιχειρήσεις έλαβαν χώρα σε δύο επιμέρους θέατρα επιχειρήσεων, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, με ενδιάμεσο σύνδεσμο τον Τομέα Πίνδου. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου 1940, τα ιταλικά στρατεύματα μετέπεσαν σε αμυντική διάταξη, αναμένοντας την ενίσχυσή τους με νέες δυνάμεις. Αντιθέτως, τα ελληνικά τμήματα στην Ήπειρο και στην Πίνδο ανέκτησαν το μεγαλύτερο τμήμα, όπου είχε λάβει χώρα η ιταλική διείσδυση.

Κατά τη δεύτερη φάση της ελληνοϊταλικής αναμέτρησης (14 Νοεμβρίου 1940 – 6 Ιανουαρίου 1941) πραγματοποιήθηκε η μεγάλη γενική αντεπίθεση και η προέλαση του Ελληνικού Στρατού σε ολόκληρο το αλβανικό θέατρο επιχειρήσεων καταλαμβάνοντας διαδοχικά ιστορικές κοιτίδες του ελληνισμού, όπως η Κορυτσά, η Πρεμετή, οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και η Χειμάρρα.

Παρά την αναστολή των επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας ήδη από τις 6 Ιανουαρίου 1941, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών και προβλημάτων ανεφοδιασμού σε υλικά και πυρομαχικά, τα ελληνικά στρατεύματα κατόρθωσαν να καταλάβουν τη στρατηγική στενωπό της Κλεισούρας και τα υψώματα της Τρεμπεσίνας, προκαλώντας βαρύτατες απώλειες στους Ιταλούς. Το επιστέγασμα της υπεροχής των ελληνικών στρατευμάτων ήταν η απόκρουση της ιταλικής «εαρινής» επίθεσης, στις 9 Μαρτίου 1941, και η σθεναρή αντίστασή τους κατά τη μάχη του υψώματος 731, στις 19 Μαρτίου, η οποία σηματοδότησε την οριστική διακοπή της όλης επιχείρησης. Η δυσμενής για τους Ιταλούς έκβαση της πιο σφοδρής και καλά οργανωμένης επίθεσής τους ανέτρεψε οριστικά τα σχέδια του Μουσολίνι για κατάληψη της Ελλάδας, κατάφερε σοβαρό πλήγμα στο κύρος της Ιταλίας και του Άξονα και «πυροδότησε» την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα.

Η εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στο ελληνικό έδαφος, στις 6 Απριλίου 1941, σήμανε την έναρξη της μάχης των Οχυρών, του τετραήμερου αγώνα στα οχυρά της «Γραμμής Μεταξά», κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Παρά τις συνεχείς επιθέσεις, η διάσπαση της οχυρωμένης αμυντικής τοποθεσίας δεν κατέστη εφικτή και τα περισσότερα οχυρά παρέμειναν απόρθητα.

Ωστόσο, η ταχεία κατάρρευση του νότιου τμήματος του γιουγκοσλαβικού μετώπου και η έλλειψη διαθέσιμων δυνάμεων για την κάλυψη του αριστερού πλευρού της οχυρωμένης τοποθεσίας, έδωσαν τη δυνατότητα στη γερμανική 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία να εισβάλει στο ελληνικό έδαφος και στη συνέχεια, να προελάσει ραγδαία προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία κατέλαβε το πρωί της 9ης Απριλίου 1941.

Η υπογραφή πρωτοκόλλου συνθηκολόγησης και η παύση των εχθροπραξιών σήμαναν και το τέλος του ολιγοήμερου αγώνα των οχυρών. Στις 10 Απριλίου, οι ελληνικές δυνάμεις της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης αναγκάστηκαν να διακόψουν τη μάχη και να παραδώσουν τον οπλισμό τους δίχως να έχουν ηττηθεί στο πεδίο της μάχης. Ακολούθως, η κατάληψη της Πελοποννήσου και η αποχώρηση των τελευταίων βρετανικών τμημάτων από τη χώρα, στα τέλη Απριλίου, σήμαναν την ουσιαστική ολοκλήρωση της κατοχής της ηπειρωτικής Ελλάδας, ενώ μέχρι και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαΐου του 1941, είχαν καταληφθεί τα σημαντικότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, πλην της Λήμνου και της Κρήτης. Στην Κρήτη έλαβε χώρα και η τελευταία μάχη του αγώνα των ελληνικών στρατευμάτων κατά των δυνάμεων του Άξονα, πριν από την ολοκληρωτική κατάληψη της χώρας. Μέχρι το τέλος του μήνα ολοκληρώθηκε η κατάληψη του νησιού, παρά τη σθεναρή άμυνα των βρετανοελληνικών δυνάμεων και την αντίσταση σύσσωμου του κρητικού λαού, και το βράδυ της 31ης Μαΐου, μετά από διαταγή του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής, εγκατέλειψαν τις ακτές των Σφακίων και τα τελευταία βρετανικά τμήματα.

Ο αγώνας εναντίων των δυνάμεων του άξονα συνεχίστηκε στη Βόρεια Αφρική. Στις 15 Ιουνίου 1941, ιδρύθηκε το Αρχηγείο Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής (ΑΒΕΣΜΑ), με σκοπό τη διοίκηση του υπό συγκρότηση Στρατού Ξηράς. Προοδευτικά, συγκροτήθηκαν η I Ταξιαρχία Πεζικού και το I Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού. Αποκορύφωμα ήταν η συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού στη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν (23 Οκτωβρίου – 5 Νοεμβρίου 1942), στην οποία πρωταγωνίστησαν δύο εμβληματικοί στρατιωτικοί ηγέτες, ο Erwin Rommel και ο Bernard Montgomery.

Εκτός από τη βόρεια Αφρική ελληνικές δυνάμεις συγκροτούν τον Ιερό Λόχο στην Παλαιστίνη τον Σεπτέμβριο του 1942, με βασική αποστολή την πραγματοποίηση καταδρομικών, κυρίως, ενεργειών. Η πολεμική δράση του ξεκίνησε στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, στα τέλη του 1942, με τη συμμετοχή μικρών τμημάτων σε επιχειρήσεις μέχρι την Κυρηναϊκή. Έλαβε μέρος σε αποστολές αιφνιδιαστικών καταδρομών στο Αιγαίο και στην ατελέσφορη επιχείρηση απελευθέρωσης της Σάμου και των γειτονικών νησιών. Ως Μοίρα Καταδρομών, σε συνεργασία με βρετανικές μονάδες, εκτέλεσε με επιτυχία πλήθος τολμηρών καταδρομικών επιχειρήσεων ευρείας κλίμακας, που είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των νησιών του Αιγαίου. Επίσης, αποτέλεσε τον πρόδρομο των ελληνικών Δυνάμεων Καταδρομών και σημερινών Ειδικών Δυνάμεων.

Στις 31 Μαΐου 1944, αποφασίστηκε η συγκρότηση, της IIIης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχία στο στο στρατόπεδο Ινσαρίγιε του Λίβανου. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Τρίπολη του Λιβάνου, όπου, ως το τέλος Ιουλίου, ολοκληρώθηκε η εκπαίδευσή της στον ορεινό αγώνα και η προετοιμασία της με προοπτική τη συμμετοχή της στις συμμαχικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, με στόχο τη διάσπαση της καλούμενης «Γοτθικής Γραμμής» των Γερμανών.

Τον Αύγουστο του 1944, η ταξιαρχία μεταφέρθηκε με πλοία στον Τάραντα της Ιταλίας και υπήχθη στο Νεοζηλανδικό Εκστρατευτικό Σώμα του Στρατηγού Freyberg. Στις 3 Σεπτεμβρίου τέθηκε υπό τις διαταγές της 5ης Καναδικής Μεραρχίας και δύο ημέρες αργότερα εισήλθε στη ζώνη των επιχειρήσεων και συμμετείχε στον αγώνα με το πυροβολικό της. Με την έναρξη των επιχειρήσεων για την κατάληψη του Ρίμινι, στις 14 Σεπτεμβρίου, η ταξιαρχία, καταλαμβάνει το αεροδρόμιο του Ρίμινι. Ακολούθως, στις 20 Σεπτεμβρίου 1944, η κύρια επίθεσή της για την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία και έλαβε την ομώνυμη τιμητική επωνυμία «Ταξιαρχία Ρίμινι».

Μετά τη σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής (Γερμανών και Βουλγάρων) από την Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1944, η ελληνική κυβέρνηση επιδόθηκε στο έργο της ανασυγκρότησης της χώρας. Σε συνεργασία με το βρετανικό στρατιωτικό τμήμα που βρισκόταν στην Ελλάδα, αποφάσισε την εσπευσμένη συγκρότηση μονάδων Εθνοφυλακής για την τήρηση της τάξης και τη μετέπειτα οργάνωση τακτικών στρατευμάτων ενώ σύντομα έφθασαν στην Αθήνα τμήματα του Ιερού Λόχου, η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και κλιμάκια του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Αποφασίστηκε η αξιοποίηση της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας ως πυρήνα για την αναδιοργάνωση του στρατεύματος, η αύξηση του στρατού εκστρατείας, ο περιορισμός της Εθνοφυλακής στα αμιγώς στρατιωτικά καθήκοντα και η μετάπτωσή της, το ταχύτερο δυνατό, σε τακτικό στρατό.

Παράλληλα, το 1945 αναδιοργανώθηκε το υπουργείο Στρατιωτικών, το οποίο περιλάμβανε το Γενικό Επιτελείο Στρατού και τη Γενική Διεύθυνση Υπουργείου Στρατιωτικών. Αποστολή του ήταν να αποφασίζει για τη δύναμη, την οργάνωση και τη διάταξη του στρατού, την κατανομή των πιστώσεων και του υλικού, την εκπαίδευση, τα σχέδια επιστράτευσης και εφοδιασμού και γενικά τα απαραίτητα μέτρα για την άμυνα και την εσωτερική ασφάλεια της χώρας.

Η περίοδος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1945-1955)

Τον Ιούνιο του 1946, μόλις λίγους μήνες μετά την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, υλοποιήθηκε η νέα οργάνωση του στρατού σε Όπλα, Σώματα και Υπηρεσίες, η οποία, μεταξύ πολλών άλλων, προέβλεπε την ανάπτυξη δύο νέων Όπλων, των Διαβιβάσεων, που είχαν δημιουργηθεί από τον Φεβρουάριο, και των Τεθωρακισμένων, που θα προστίθεντο στο Ιππικό.

Η συγκρότηση των Διαβιβάσεων σε Όπλο κρίθηκε απαραίτητη μεταπολεμικά, λόγω των αυξημένων αναγκών οργάνωσης και εξασφάλισης των επικοινωνιών του στρατού και της διεξαγωγής του Ηλεκτρονικού Πολέμου. Για την εκπλήρωση της αποστολής του το Όπλο οργανώθηκε σε διοικήσεις και μονάδες Διαβιβάσεων, που υπήρχαν σε κάθε μείζονα σχηματισμό, από το Γενικό Επιτελείο Στρατού μέχρι και τις μεραρχίες. Επί πλέον, για την καλύτερη οργάνωσή του, το 1946 ιδρύθηκε και η Διεύθυνση Διαβιβάσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στην οποία υπήχθησαν το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διαβιβάσεων και το 487 Τάγμα Διαβιβάσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Η ανάπτυξη του δεύτερου νέου Όπλου, του Ιππικού-Τεθωρακισμένων, αποτέλεσε καθοριστικό βήμα στην αύξηση της μαχητικής ικανότητας του ελληνικού στρατού. Τον Μάιο του 1946 έφθασαν στην Ελλάδα τα πρώτα 52 βρετανικά άρματα τύπου «Κένταυρος». Αποθηκεύτηκαν στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, όπου παρέμειναν για περισσότερο από 15 μήνες, μέχρι να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους οκτώ αξιωματικοί, που στάλθηκαν στη Βρετανική Σχολή Τεθωρακισμένων στην Αίγυπτο, τον Φεβρουάριο του 1947.

Τον Σεπτέμβριο του 1946, όταν ο στρατός ανέλαβε ουσιαστικά την ευθύνη διεξαγωγής των επιχειρήσεων εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού. Στις αρχές του 1947 συγκροτήθηκαν, οι πρώτοι 40 λόχοι Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ). Έπειτα από τις πρώτες επιτυχίες των Μονάδων Καταδρομών στο πεδίο της μάχης, δρομολογήθηκε η αναδιοργάνωσή τους, τον Ιούνιο του 1947. Όλες οι μονάδες Καταδρομών θεωρήθηκαν έκτοτε ενιαίο σύνολο με την ονομασία «Δυνάμεις Καταδρομών» και αμέσως καταρτίστηκε σχέδιο για την τακτική χρησιμοποίησής τους στη μάχη. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1948, οι Διοικήσεις μετονομάστηκαν σε Μοίρες Καταδρομών και τέθηκαν υπό τη νεοσυσταθείσα «Διοίκηση Δυνάμεων Καταδρομών», υπό την 1η Στρατιά, με έδρα τον Βόλο.

Στις 7 Μαρτίου 1948 έγινε η επίσημη ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Ήδη, όμως, είχε επεκταθεί με νόμο η ισχύς όλων των κρατικών θεσμών στα νησιά, είχε προβλεφθεί η απόσπαση εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών και είχε επεκταθεί εδαφικά στη Δωδεκάνησο η δικαιοδοσία του Στρατοδικείου Αθηνών.

Τα Δωδεκάνησα απελευθερώθηκαν από τον Ιερό Λόχο και πέρασαν στην κυριαρχία των Βρετανών με την παράδοση της Γερμανικής Φρουράς, στις 8 Μαΐου 1945. Τη διοίκησή τους ανέλαβε προσωρινά η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση Δωδεκανήσου. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1945, η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να διευκολύνει τη Βρετανική Διοίκηση στο έργο της συγκρότησε την Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή Δωδεκανήσου για την ομαλή προετοιμασία προς την ενσωμάτωση των νησιών στο ελληνικό κράτος καθώς και την επίλυση καθημερινών θεμάτων που απασχολούσαν τους κατοίκους, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η πρόνοια, η ανοικοδόμηση, σε συνεργασία, με τους Βρετανούς.

Το ίδιο περίπου διάστημα 1946-1949 έλαβε χώρα ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος, δηλαδή οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), που τελούσε υπό την πολιτική καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, και του Εθνικού Στρατού, που ήταν υπό τον κυβερνητικό έλεγχο.Η επίσημη έναρξη του πολέμου σηματοδοτήθηκε με την αιφνιδιαστική επίθεση ένοπλων τμημάτων εναντίον του σταθμού χωροφυλακής στο Λιτόχωρο Πιερίας, τη νύχτα της 30/31 Μαρτίου 1946. Ακολούθησαν ανάλογες επιθέσεις εναντίον στρατιωτικών φρουρών σε παραμεθόριες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά.

Το 1947, ο Εθνικός Στρατός ανέλαβε επιθετική δράση, αρχικά, με ενέργειες εγκλωβισμού και, στη συνέχεια, με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ανά γεωγραφικές περιοχές. Η αντιπαράθεση γενικεύτηκε σε Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Μακεδονία και Θράκη. Το 1948, ο Δημοκρατικός Στρατός βρέθηκε στο αποκορύφωμα της ισχύος του, καθώς ενίσχυσε τις βάσεις του στον Γράμμο και στο Βίτσι με αμυντικές οχυρώσεις και μέσα υποστήριξης μάχης. Ο Εθνικός Στρατός διατήρησε την επιθετική τακτική με συντονισμένες ενέργειες και ακόμα περισσότερες δυνάμεις. Τη χρονιά εκείνη πραγματοποιήθηκαν οι επιχειρήσεις «Χαραυγή» στη Στερεά Ελλάδα (15 Απριλίου-26 Μαΐου) και «Κορωνίς» στην ευρύτερη περιοχή του Γράμμου (20 Ιουλίου-22 Αυγούστου). Από τις αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι τον Δεκέμβριο συνεχείς ήταν οι συγκρούσεις στο Βίτσι, ενώ από τα τέλη του 1948 οι επιχειρήσεις εντάθηκαν και στην Πελοπόννησο.

Το 1949, η εγκατάλειψη των εγκλωβισμών και η εφαρμογή νυχτερινών επιχειρήσεων και αδιάκοπης δίωξης από τον Εθνικό Στρατό αιφνιδίασε την ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού και σηματοδότησε τη μεταβολή της κατάστασης υπέρ του πρώτου. Οι τελικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις «Πυρσός Α» στον Βόρειο Γράμμο (2-8 Αυγούστου), «Πυρσός Β» (10-16 Αυγούστου) στο Βίτσι και «Πυρσός Γ» στον Γράμμο (24-30 Αυγούστου) υπήρξαν απόλυτα επιτυχείς για τον Εθνικό Στρατό. Η κατάληψη του υψώματος Κάμενικ (σημ. «Ανθυπολοχαγού Παναγιώτου Ι.»), τη νύχτα της 29ης Αυγούστου 1949, σήμανε την οριστική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και ουσιαστικά τη λήξη του πολέμου

Με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή ενσωμάτωσή της στους νεότευκτους διεθνείς θεσμούς, τον Νοέμβριο του 1950, η Ελλάδα απέστειλε το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος στην Κορέα (ΕΚΣΕ), στο πλαίσιο της στρατιωτικής επέμβασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) στην περιοχή, έπειτα από την αιφνιδιαστική εισβολή των βορειοκορεατικών δυνάμεων στο έδαφος της Δημοκρατίας της Νότιας Κορέας, στις 25 Ιουνίου 1950. Έτσι, η Ελλάδα ενίσχυσε αποτελεσματικά το αίτημα για ένταξή της στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ). Η οριστική προσχώρηση της Ελλάδας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, τον Φεβρουάριο του 1952 (μαζί με την Τουρκία), και η υπογραφή διμερούς συμφωνίας με τις ΗΠΑ για την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος, τον Οκτώβριο του 1953, εδραίωσαν τη θέση της στο ευρωατλαντικό σύστημα ασφαλείας.

Στις 20 Αυγούστου 1954, η προσφυγή της Ελλάδας στον ΟΗΕ για την άσκηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Κυπρίων σηματοδότησε μεν τη διεθνοποίηση του Κυπριακού Ζητήματος και στον αντίποδα εγκαινίασε, μια περίοδο κρίσης στις σχέσεις της χώρας με τους δυτικούς εταίρους της. Συγχρόνως, πυροδότησε εκ νέου την ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με αποκορύφωμα τις διώξεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, τον Σεπτέμβριο του 1955.

Περίοδος 1955-1974

Το 1959, οι Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αν και άνοιξαν τον δρόμο για την ανεξαρτησία της Κύπρου, συνομολόγησαν έναν διπλωματικό συμβιβασμό που συνίστατο στην παραίτηση μεν από τη διεκδίκηση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά και στον αποκλεισμό του ενδεχομένου διχοτόμησης της Μεγαλονήσου.
Τον Ιούνιο του 1959, η υποβολή αίτησης της Ελλάδας για σύνδεσή της με τη νεοπαγή Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) καταδείκνυε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, με σκοπό την εδραίωση των δημοκρατικών θεσμών, τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και κοινωνίας και την ενίσχυση της θέσης της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα. Τον Ιούλιο του 1961, η επίτευξη οριστικής συμφωνίας για τη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης η πρώτη του είδους της στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτέλεσε το πρώτο βήμα για την πλήρη ένταξή της στην Κοινότητα.
Στο εσωτερικό πεδίο, οι εκλογές του 1961 είχαν ως επακόλουθο την αναζωπύρωση των πολιτικών παθών, με τη χώρα να διανύει, έκτοτε, μια φάση έντονης πόλωσης και θεσμικής κρίσης. Το 1965, η ρήξη στις σχέσεις του βασιλιά με τον τότε πρωθυπουργό, η παραίτηση της κυβέρνησης και η περίοδος πολιτικής αποσταθεροποίησης που ακολούθησε (Ιουλιανά) κατέδειξαν τα όρια του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος, προλειαίνοντας τον δρόμο για το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Με την επιβολή της δικτατορίας, η χώρα εισήλθε σε μια περίοδο διεθνούς απομόνωσης. Με εξαίρεση τις ΗΠΑ που τήρησαν ουδέτερη στάση, η Ελλάδα έγινε ο ανεπιθύμητος σύμμαχος της Δύσης, με απότοκα το πάγωμα των διαδικασιών ένταξής της στην ΕΟΚ και την έξοδό της από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Η συστηματική πολιτική αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και, παράλληλα, η αδυναμία ρύθμισης των προβλημάτων στην κανονική λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά τον Νοέμβριο του 1963, που τελικά οδήγησε σε κλιμάκωση, με την αντιπαράθεση των δικτατόρων με τον πρόεδρό της, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, έφεραν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ειδικότερα το Κυ-πριακό Ζήτημα σε οριακό σημείο. Στις 15 Ιουλίου 1974, το πραξικόπημα που εκδηλώθηκε, με σκοπό την ανατροπή του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου και την επίτευξη της ένωσης με την Ελλάδα, προσέφερε στην Τουρκία το ιδανικό πρόσχημα για να εκδηλώσει στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 1974, επικαλούμενη την παραβίαση των διεθνών συνθηκών και του συντάγματος του 1960.
Υπό το βάρος της εθνικής καταστροφής, το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα κατέρρευσε. Η ευθύνη για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την αποκατάσταση της δημοκρατίας περνούσε και πάλι στη δικαιοδοσία των πολιτικών.

Η αποκορύφωση του Ψυχρού Πολέμου στη δεκαετία του 1960, τα έντονα αμυντικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τη στρατιωτική δικτατορία (1967-1974) και την τουρκική στρατιωτική απειλή, ιδιαίτερα μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, επέβαλλαν συνεχή και αυξημένη στρατιωτική ετοιμότητα. Η Ελλάδα, παρά τις προκλήσεις, παρέμεινε νησίδα ειρήνης και σταθερότητας, διατηρώντας παράλληλα έναν ισχυρό στρατιωτικό παράγοντα για τη διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας.

Στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) το 1961 καθιερώθηκε η τετραετής φοίτηση, καθώς και η προεπιλογή σε Όπλα και Σώματα πριν την είσοδο σε  αυτή. Το 1982 η ΣΣΕ μεταφέρθηκε στις νέες, σύγχρονες εγκαταστάσεις της στη Βάρη Αττικής. Από το 1991 καθιερώθηκε η φοίτηση στη Σχολή και γυναικών, οι οποίες μετά την αποφοίτησή τους κατατάσσονται στα Σώματα Εφοδιασμού Μεταφορών, Υλικού Πολέμου και Τεχνικού με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. 

Περίοδος 1975 -2020

Η πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974, σηματοδότησε την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας και την οριστική μετάβαση της σύγχρονης Ελλάδας στην ομαλότητα (Γʹ Ελληνική Δημοκρατία).

Από τις πρώτες ημέρες της μεταπολίτευσης, στο επίκεντρο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τέθηκε η διαχείριση της κρίσης με την Τουρκία. Η πολιτική παθητικής ουδετερότητας που υιοθέτησαν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, προκάλεσε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου, τον Αύγουστο του 1974. Οι πρώτες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις ανέπτυξαν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που περιλάμβανε,  την υιοθέτηση νέας πολιτικής στην ανατολική Ευρώπη, τη σύσφιξη σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, την πρωτοβουλία για θεσμοθέτηση πολυμερούς βαλκανικής συνεργασίας και τη διαμόρφωση μιας πιο ισόρροπης σχέσης με τις ΗΠΑ και, τελικά, την επαναφορά της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το 1980.

Η επανέναρξη των διαδικασιών για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το 1976 είχε ως αποτέλεσμα την ένταξή της στην ΕΟΚ ως πλήρες μέλος την 1η Ιανουαρίου 1981. Ακολουθούν χρονιές με ικανοποιητική οικονομική ανάπτυξη και ισχυροποίηση των θεσμών.

Στο πεδίο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, τον Μάρτιο του 1987, η Ελλάδα βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπη με μια νέα σοβαρή κρίση στις σχέσεις της με την Τουρκία. Η απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας της Τουρκίας για αποστολή του ερευνητικού σκάφους «Sismik» στο Αιγαίο, στην περιοχή ανατολικά της Θάσου, παρ’ ολίγον να καταλήξει σε νέα πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αν και σηματοδότησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και αποτέλεσε αφετηρία για την παγκόσμια συνεργασία και τον αφοπλισμό, έφερε στην επιφάνεια νέες αντιπαραθέσεις. Τη δεκαετία του 1990, συντελείται η διάσπαση της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας, και η αναβίωση εθνικιστικών διεκδικήσεων ιδιαίτερα στην περιοχή των Βαλκανίων. Η προσπάθεια εθνοκάθαρσης στις περιοχές αυτές, καθώς και η ανάγκη για αποκατάσταση της ομαλότητας σε διάφορα σημεία του πλανήτη, είχαν ως συνέπεια την ενεργοποίηση της διεθνούς κοινότητας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η συμμετοχή ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές (Σομαλία, Κόσοβο, Αφγανιστάν).

Τον Ιανουάριο του 1996, η κρίση των Ιμίων, η έμπρακτη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί εθνικού εδάφους από την Τουρκία, με αφορμή την προσάραξη πλοίου στις ομώνυμες βραχονησίδες, υπήρξε το τελευταίο σημαίνον επεισόδιο της ελληνοτουρκικής διένεξης για τον 20ό αιώνα. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Ελλάδα έχει διεκδικήσει με αξιώσεις τον τίτλο ενός ισχυρού σταθεροποιητικού παράγοντα στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο δίνοντας έμφαση στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και των δημοκρατικών αξιών.

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 2020 η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη ξανά με την τουρκική προκλητικότητα. Η απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης για μονομερές άνοιγμα των χερσαίων συνόρων της προς την Ελλάδα προκάλεσε τη μαζική και κατευθυνόμενη κίνηση προσφύγων και μεταναστών στην περιοχή του Έβρου. Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 2020, η θαλάσσια ερευνητική επιχείρηση του τουρκικού σκάφους «Oruç Reis» εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, υπό τη συνοδεία τουρκικών πολεμικών πλοίων, αποτέλεσε ένα από τα πιο κρίσιμα επεισόδια της ελληνοτουρκικής διένεξης από το 1974.