Οι επιχειρήσεις της ΙΙΙης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας στην Ιταλική Χερσόνησο

Οι επιχειρήσεις της ΙΙΙ ΕΟΤ στην Ιταλική Χερσόνησο,

Σεπτέμβριος 1944


 

Τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί, αφού έκαμψαν την γενναία ελληνική αντίσταση άρχισαν να κινούνται προς την Αθήνα. Λίγες ημέρες πριν την κατάληψη των Αθηνών (27 Απριλίου 1941), ο Βασιλιάς, η Κυβέρνηση και οι στρατιωτικές δυνάμεις αναχώρησαν για την Κρήτη. Ωστόσο, η δυσμενής εξέλιξη του αγώνα στην Κρήτη ανάγκασαν εκ νέου τη μεταφορά της Ελληνικής Κυβέρνησης, αυτή τη φορά, στην Αίγυπτο. Αμέσως μετά τη διαφυγή των ελληνικών αρχών, του Στόλου και πολλών αξιωματικών – οπλιτών στην Αλεξάνδρεια, άρχισε με τη βοήθεια των Αιγυπτιωτών Ελλήνων και Βρετανών η συγκρότηση του ελληνικού στρατού.

Το στασιαστικό κίνημα τον Απρίλιο του 1944 προκάλεσε την ολοσχερή κατάρρευση του στρατιωτικού εποικοδομήματος στη Μέση Ανατολή. Με τον επακόλουθο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας και Πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου, αποφασίστηκε στις 31 Μαΐου 1944 η ανασυγκρότηση των Ελληνικών μονάδων Μέσης Ανατολής. Προϊόν αυτής της δημιουργηθείσας αναγκαστικής κατάστασης ήταν η συγκρότηση (9 Ιουνίου 1944 ) της ΙΙΙης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας. Διοικητής της ταξιαρχίας ορίστηκε ο συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος, υποδιοικητής ο αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Παπαδόπουλος και επιτελάρχης ο αντισυνταγματάρχης Γεράσιμος Λάμαρης.

Η ταχύτατη συγκρότηση της Ταξιαρχίας υπό τη συνεχή επίβλεψη του βρετανικού επιτελείου, διήρκεσε από τις 11 έως τις 18 Ιουνίου 1944. Η Ταξιαρχία παρέλαβε τον οπλισμό της και μεταφέρθηκε στην Τρίπολη του Λιβάνου στο βρετανικό Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ορεινού Αγώνα, καθώς προοριζόταν για να λάβει μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις απώθησης γερμανικών δυνάμεων σε ιδιαίτερα ορεινό έδαφος στην ιταλική χερσόνησο. Η ταχύρρυθμη εκπαίδευση που ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου ολοκληρώθηκε στις 28 Ιουλίου 1944 με την εμπόλεμη σύνθεση της Ταξιαρχίας να ανέρχεται σε 3.377 άνδρες. Περιλάμβανε τρία τάγματα Πεζικού, το III Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, Λόχο Μηχανικού, τμήμα Διαβιβάσεων, τμήμα Πεδινού Χειρουργείου, Λόχο Ενισχύσεων, ομάδα Στρατονομίας και τμήματα υποστήριξης Διοικητικής Μέριμνας. Τις πέντε αυτές εβδομάδες καταγράφηκαν ο ενθουσιασμός των ανδρών, το μαχητικό πνεύμα, το υψηλό φρόνημα, και η απαρέγκλιτη πειθαρχία, ευοίωνα στοιχεία που δήλωναν ότι η Ταξιαρχία ήταν έτοιμη να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Στις 11 Αυγούστου 1944, η Ταξιαρχία μεταφέρθηκε από το λιμάνι της Χάιφας στην Ιταλία (στο λιμάνι του Τάραντα) με το υπερωκεάνιο «Ρουίς» και προωθήθηκε οδικά και σιδηροδρομικά προς το Σπολέτο και στη συνέχεια στην περιοχή Κατολίνα, προκειμένου να λάβει μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις βόρεια της Ιταλίας. Εκεί, τα συμμαχικά στρατεύματα, αποτελούμενα από την 5η αμερικανική Στρατιά υπό τον στρατηγό Μαρκ Κλαρκ στον δυτικό τομέα και την 8η βρετανική Στρατιά υπό τον στρατηγό Ολιβερ Λις στον ανατολικό τομέα κατά μήκος της Αδριατικής, διέθεταν συνολική δύναμη είκοσι μεραρχιών. Μετά τη διάσπαση της Γραμμής «Γουστάβου» στο Μόντε Κασίνο και την κατάληψη της Ρώμης τον Ιούνιο 1944, οι συμμαχικές δυνάμεις, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Ελαία» (Olive), είχαν προωθηθεί βόρεια, απέναντι στη νέα αμυντική γραμμή των Γερμανών, τη «Γοτθική», με σκοπό τη διάσπασή της και την προώθησή τους προς την κοιλάδα του Πάδου.

Το γερμανικό σχέδιο για τη συγκράτηση των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ιταλία το είχε καθορίσει ο ίδιος ο Χίτλερ από τον Ιούλιο του 1943. Προέβλεπε την εγκατάλειψη οποιουδήποτε τομέα, νότια της «Γοτθικής Γραμμής» και την αμυντική εγκατάσταση στις νοτιοανατολικές προσβάσεις της. Οι εργασίες οχύρωσης της «Γοτθικής Γραμμής», της οποίας το συνολικό ανάπτυγμα ήταν περίπου 350 χιλιόμετρα, άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1943. Εκτεινόταν από την Πίζα έως το Ρίμινι στην Αδριατική, ήταν ενισχυμένη με αντιαρματικά έργα, ναρκοπέδια και χαρακώματα, ενώ την υπεράσπισή της είχε αναλάβει ο Γερμανός στρατηγός Αλμπερτ Κέσερλινγκ με δύο στρατιές συνολικής δύναμης είκοσι οκτώ μεραρχιών.

Η ΙΙΙ ΕΟΤ στις 3 Σεπτεμβρίου τέθηκε υπό τη διοίκηση της 5ης καναδικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας ως εφεδρεία της και διετάχθη να μετακινηθεί από το Ιεζι στη Σάντα Μαρία Πιετραφίτα, οκτώ χιλιόμετρα από τη γραμμή του μετώπου. Την νύκτα της 8ης προς 9ης Σεπτεμβρίου 1944 η Ταξιαρχία αντικατέστησε την 3η Καναδική Ταξιαρχία αναλαμβάνοντας τον τομέα από το Ριτσιόνε μέχρι την Αδριατική και έχοντας αποστολή να καλύψει το δεξιό πλευρό της 1ης καναδικής Μεραρχίας στη σχεδιαζόμενη επίθεση εναντίον του Ρίμινι. Αποστολή της Ταξιαρχίας ήταν η αποτροπή διείσδυσης εχθρικών δυνάμεων και κατά αναλογία καθορίστηκαν η διάταξη και οι αποστολές των μονάδων της, ενώ η τοποθεσία οργανώθηκε αμυντικά και εγκαταστάθηκαν παρατηρητήρια και ενέδρες.

Οι επιχειρήσεις της ΙΙΙ ΕΟΤ άρχισαν στις 9 Σεπτεμβρίου1, λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της εγκατάστασης, όταν ήρθε αντιμέτωπη με νυχτερινές εχθρικές περιπόλους, οι οποίες έπειτα από σκληρό αγώνα υποχώρησαν με σημαντικές απώλειες. Τις επόμενες μέρες η Ταξιαρχία ανέπτυξε αναγνωριστική και περιπολιακή δραστηριότητα προς το χωριό Σαν Λορέντζο και των οικισμών Μοναλντίνι και Μοντιτσέλι με σκοπό την εξακρίβωση των θέσεων του εχθρού. Οι θέσεις αυτές αποτελούσαν, όπως αποδείχθηκε, ισχυρά οχυρωμένες και ναρκοθετημένες παγίδες θανάτου και η παράκαμψή τους απαιτούσε ισχυρή υποστήριξη πυροβολικού και συντονισμένες επιθετικές ενέργειες.

Η Ταξιαρχία είχε εισέλθει για τα καλά στη ζώνη του πυρός με απώλειες 15 νεκρούς και 34 τραυματίες. Την 14 προς 15 Σεπτεμβρίου 1944 και ώρα 02:00 άρχισε η γενική επίθεση της Ταξιαρχίας ενισχυμένης με συμμαχικά τεθωρακισμένα οχήματα και διμοιρίες πολυβόλων, με τα τρία τάγματα να ενεργούν προς τρεις κατευθύνσεις ως εξής: 1ο Τάγμα με Δκτή τον Ταγματάρχη Καραβία Ιωάννη προς Μοντιτσέλι, 2ο Τάγμα με Δκτή τον Ταγματάρχη Τζαννετή Σοφοκλή προς Μοναλντίνι και 3ο Τάγμα με Δκτή τον Ταγματάρχη Λουτεράκη Ανδρέα προς Μπατάρα.

Από τις 15 μέχρι και τις 19 Σεπτεμβρίου 1944 η Ταξιαρχία ενισχύθηκε με 16 αγγλικά άρματα και συνέχισε την προς Βορρά επίθεση της και αφού πέρασε τον ποταμό Μαράνο κατέλαβε το Καζαλέκειο, το Αεροδρόμιο του ΡΙΜΙΝΙ και το Μιραμάρε προχωρώντας παράλληλα σε συλλήψεις Γερμανών αιχμαλώτων. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1944 συνέχισε την επίθεση της κατά της πόλης του ΡΙΜΙΝΙ σε δύο κατευθύνσεις: 2ο Τάγμα δεξιά μέχρι την παραλία, 3ο Τάγμα αριστερά σε συνδυασμό με την 3η Καναδική Ταξιαρχία, και το 1ο Τάγμα εφεδρεία της Ταξιαρχίας.

Τις πρωινές ώρες της 21ης Σεπτεμβρίου το ΙΙ Τάγμα Πεζικού εισήλθε στην εγκαταλελειμμένη πόλη όπου υπεγράφη το άνευ όρων Πρωτόκολλο Παράδοσης του Ρίμινι στις ελληνικές δυνάμεις. Το απόγευμα της ιδίας μέρας έλαβε χώρα στην πλατεία τελετή με την παρουσία αντιπροσωπειών των καναδικών και νεοζηλανδικών μονάδων για να αποδοθούν τιμές στην πολεμική σημαία του ΙΙ Τάγματος.

Μετά την κατάληψη του Ρίμινι από την ΙΙΙ ΕΟΤ, τα καναδικά τμήματα πέρασαν τον ποταμό Μαρέκεια στον παραλιακό τομέα και εγκαταστάθηκαν βορειότερα απ’ αυτόν. Στις 23 Σεπτεμβρίου, η ΙΙΙ ΕΟΤ συγκεντρώθηκε για ανάπαυση και αναδιοργάνωση στην περιοχή του Μιραμάρε , όπου παρέμεινε μέχρι τις 26 του μηνός, οπότε και έλαβε διαταγή από τη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία να αντικαταστήσει άμεσα με το εφεδρικό της Τάγμα το 24ο Νεοζηλανδικό Τάγμα που είχε καθηλωθεί μπροστά στον Ποταμό Ρουβίκωνα2. Στη συνέχεια, επίσης, να εγκαταστήσει προγεφύρωμα στον ποταμό Ούζο και αμέσως μετά να ενεργήσει επίθεση για να εκκαθαρίσει την περιοχή από την οδό «Νο 16» μέχρι την ακτή και σε βάθος μέχρι τον ποταμό Ρουβίκωνα.

Το 1ο Τάγμα τις πρώτες ώρες της 27ης Σεπτεμβρίου 1944 αφού αντικατέστησε το 24ο Νεοζηλανδικό Τάγμα – που είχε καθηλωθεί μπροστά στον ιστορικό ποταμό Ρουβίκωνα3 από την κατεστραμμένη γέφυρα αλλά και τα υπάρχοντα οχυρωματικά έργα της απέναντι όχθης – εκδήλωσε επιθετική ενέργεια και διαβαίνοντας τον ποταμό Ούζο προωθήθηκε σε βάθος οκτώ χιλιομέτρων. Στις 0730 κατέλαβε την πόλη Μπελλάρια. Στη συνέχεια, το μεσημέρι, επιτέθηκε και προωθήθηκε μετά από αγώνα στο ύψος του ποταμού Ρουβίκωνα όπου εγκαταστάθηκε αμυντικώς.

Στο χρόνο που τα συμμαχικά στρατεύματα αγωνίζονταν σκληρά στο Ιταλικό Θέατρο Επιχειρήσεων για τη διάσπαση της Γοτθικής Γραμμής και την έξοδό τους στην κοιλάδα του Πάδου, οι επιχειρήσεις στη Νορμανδία και η νέα απόβαση στις ακτές της Νότιας Γαλλίας εξελίσσονταν με ικανοποιητικό ρυθμό. Οι Γερμανοί, επειδή ήταν σε δύσκολη θέση εξαιτίας των πολύπλευρων επιχειρήσεων και αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο που διέτρεχαν, έλαβαν σειρά μέτρων, μεταξύ των οποίων ήταν και η απόφασή τους να εκκενώσουν τη Βαλκανική Χερσόνησο. Η σταδιακή αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα συνεχίστηκε κανονικά και στις 12 Οκτωβρίου 1944 εγκατέλειψαν την Αθήνα.

Ενώ η Ταξιαρχία αντιμετώπιζε με επιτυχία τις τοπικές γερμανικές επιθέσεις πληροφορήθηκε το χαρμόσυνο γεγονός και το χαιρέτισε με ομοβροντίες πυρών εναντίον των θέσεων του εχθρού αναγγέλλοντας την απελευθέρωση της Ελλάδας. Την 6 – 7η Νοεμβρίου 1944 η ταξιαρχία επιβιβάστηκε στο Ατμόπλοιο «Αλκαντάρα» στο λιμένα του Τάραντα και με τη συνοδεία του Αντιτορπιλικού «Πίνδος» επέστρεψε στην Ελλάδα .

Δύο χρόνια μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν η Ταξιαρχία του Ρίμινι, όπως επικράτησε να αναφέρεται μετά τη νίκη της, έγραψε νέες σελίδες ιστορίας για την Ελλάδα τοποθετώντας την στο στρατόπεδο των νικητών. «Μετά το Ελ Αλαμέιν και το Μόντε Κασίνο, το Ρίμινι αποτέλεσε μια μεγάλη νίκη» θα σημειώσει ο διοικητής της 8ης Βρετανικής Στρατιάς στρατηγός Λις. Το έπος του Ρίμινι, ένα έπος που ίσως δεν του δόθηκε μεγαλύτερη σημασία απ’ όση του άξιζε, γράφτηκε με σκληρούς αγώνες και αίμα. Οι συνολικές απώλειες της Ταξιαρχίας στην Ιταλία ανήλθαν σε 116 νεκρούς (10 αξιωματικοί και 106 οπλίτες) και 316 τραυματίες (23 αξιωματικοί και 293 οπλίτες).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ελληνικός Στρατός στη Μέση Ανατολή (1941-1945) (Ελ Αλαμέιν – Ρίμινι – Αιγαίο), Αθήνα 1995.

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οι κυριότερες μάχες του Ελληνικού Στρατού (1897-1995), Αθήνα 2012.

 

Νωρίτερα, βέβαια, στις 5 Σεπτεμβρίου, το πυροβολικό της Ταξιαρχίας έκανε έναρξη του αγώνα της συμμετέχοντας στην προσβολή µε πυρά της εχθρικής τοποθεσίας του Κοριάνο (δυτικά του Ριτσιόνε). Η είσοδος της Ταξιαρχίας στη ζώνη των επιχειρήσεων και η συμμετοχή της στον αγώνα µε το πυροβολικό χαιρετίσθηκε µε μεγάλο ενθουσιασμό. Το ελληνικό πυροβολικό συνέχισε τη δράση του και τις δύο επόμενες ημέρες και έριξε συνολικά εναντίον εχθρικών στόχων της τοποθεσίας του Κοριάνο 3.648 εκρηκτικά βλήματα, ενώ προσέφερε και τις πρώτες θυσίες µε τον τραυματισμό τριών οπλιτών, από τους οποίους ο ένας έχασε τη ζωή του.

2 Πλέον του Τάγματος Πεζικού, διατέθηκε προς αντικατάσταση το ΙΙΙ Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, μία Ίλη Αρμάτων και μια Διμοιρία πολυβόλων.

Ο Ρουβίκωνας είναι ένας μικρός ποταμός κοντά στο Ρίμινι. Ήταν το όριο που χώριζε την Ιταλία από τη Γαλατία και μετά από αυτό κανείς Ρωμαίος δεν επιτρεπόταν να έχει τον έλεγχο του Στρατού του, ώστε να μην γίνεται απειλητικός για την ρωμαϊκή εξουσία. Ο νόμος αυτός ονομαζόταν «imperium» και προστάτευε τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία από στρατιωτικά πραξικοπήματα. Όταν ο Καίσαρας το 49 π.Χ. διέσχισε τον Ρουβίκωνα μαζί με την 13η Λεγεώνα και μπήκε ένοπλος στην Ρώμη λέγεται ότι ακούστηκε μια από τις ιστορικές ρήσεις του Καίσαρα « Ο Κύβος ερρίφθη». Αυτή η φράση όπως και η φράση «διέβη τον Ρουβίκωνα» που λεγόταν στην Ρώμη, δηλαδή ότι ο Καίσαρας επέλεξε τον πόλεμο, είναι φράσεις που έμειναν συμβολικά στην καθημερινή γλώσσα των ευρωπαϊκών λαών.

Προηγούμενα Ιστορικά Γεγονότα