Η Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης

Η Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης

    Ορόσημο για τη βυζαντινή ιστορία αποτελεί η συνδυασμένη επίθεση Αβάρων και Περσών εναντίον της Κωνσταντινούπολης τον Αύγουστο του 626, όπου επικράτησαν οι Βυζαντινοί και απέδωσαν τη νίκη τους στην Παναγία.

Ιστορικό πλαίσιο

    Η ανατροπή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602) από τον Φωκά, έναν από τους χειρότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, προσέφερε στους Πέρσες τη μοναδική ευκαιρία να επαναλάβουν τις επιθέσεις τους στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου εμφανιζόμενοι ως εκδικητές και τιμωροί του Φωκά. Από το 606 ως το 610 πέτυχαν να αποκαταστήσουν την περσική κυριαρχία στα εδάφη που είχαν παραχωρηθεί στη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τον Χοσρόη Β΄ με τη Συνθήκη του 591 αλλά και να επιβάλουν την περσική κυριαρχία σε ολόκληρη σχεδόν τη Μεσοποταμία.

    Στα πρώτα χρόνια βασιλείας του Ηρακλείου (611-620), οι Πέρσες στρατηγοί Σαχίν και Σαρβαράζ, εκμεταλλευόμενοι τη χαώδη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η αυτοκρατορία, πέτυχαν να υποτάξουν τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Την άνοιξη του 614 κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και όσα ακολούθησαν ήταν τραγικά.

    Οι χρονογράφοι αναφέρουν ότι με την ενεργό σύμπραξη των Ιουδαίων σφαγιάσθηκαν χιλιάδες χριστιανοί, καταστράφηκαν 300 εκκλησίες, μοναστήρια και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Οι Πέρσες, αφού αφαίρεσαν όλους τους θησαυρούς της Πόλης, συνέλαβαν και μετέφεραν στην Περσία 35.000 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και τον πατριάρχη Ζαχαρία, που πέθανε κατά την αιχμαλωσία του. Μαζί με τον πατριάρχη πήραν και τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο μετέφεραν στην περσική αυλή μετά από εντολή του Χοσρόη. Στα τέλη του 615, οι Πέρσες εισέβαλαν στη Μικρά Ασία και έφτασαν ως τη Χαλκηδόνα.

    Κι ενώ στην Ανατολή προέλαυναν οι Πέρσες, στα βόρεια και δυτικά της αυτοκρατορίας οι ελάχιστες βυζαντινές φρουρές είχαν να αντιμετωπίσουν άλλους εξίσου σημαντικούς αντιπάλους, τους Άβαρους και τους Σλάβους. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος, όμως, εξακολουθούσε να είναι οι Πέρσες. Μια από τις προτεραιότητες του νέου αυτοκράτορα ήταν επίλυση των διαφορών μεταξύ Βυζαντίου και Περσίας με τα όπλα. Για τον λόγο αυτό προχώρησε στη συγκρότηση ισχυρού στρατού. Προσέδωσε, μάλιστα, στην εκστρατεία τον χαρακτήρα του ιερού πολέμου,αφού το σύμβολο του Χριστιανισμού βρισκόταν στα χέρια των απίστων. Πρώτα, όμως, φρόντισε να κλείσει συμφωνία με τους Αβάρους έναντι μεγάλων οικονομικών ανταλλαγμάτων για να έχει τα νώτα του καλυμμένα.

Η εκστρατεία του Ηράκλειου εναντίον των Περσών

    Η προετοιμασία του στρατού διήρκεσε δύο χρόνια. Ο Ηράκλειος τέθηκε επικεφαλής των στρατευμάτων του με κύριο σκοπό του τη συντριβή των Περσών και την ανάκτηση των Αγίων Τόπων και των ιερών κειμηλίων που βρίσκονταν στα χέρια τους από το 614. Ο πόλεμος με τους Πέρσες κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια (622-628) και αποτέλεσε μια σκληρή αναμέτρηση ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις της εποχής. Την άνοιξη του 625 ο Ηράκλειος συνέτριψε τρεις μεγάλες περσικές στρατιές και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τον Ευφράτη, αφού προηγουμένως κυρίευσε την Μαρτυρόπολη και την Άμιδα (Ντιγιάρμπακιρ). Στον ποταμό Σάρο στην Κιλικία, βόρεια των Αδάνων οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν εκ νέου. Παρά τις σημαντικές απώλειες, οι Βυζαντινοί υποχρέωσαν τους Πέρσες να κατευθυνθούν προς τον νότο καταλαμβάνοντας παράλληλα τη Σεβάστεια.

Η πολιορκία της Πόλης

    Οι σκληρές μάχες του Ηρακλείου εναντίον των Περσών δεν άφησαν τον Χοσρόη με σταυρωμένα χέρια. Για να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο, ήλθε σε συμφωνία – άγνωστο πως – με τον χαγάνο (ηγεμόνα) των Αβάρων για κοινή δράση εναντίον των Βυζαντινών.

    Ο χαγάνος προχώρησε στη στρατολόγηση χιλιάδων πολεμιστών από τα σλαβικά, ταταρομογγολικά και ουνικά φύλα, έφτιαξε πολλές πολιορκητικές μηχανές, συγκέντρωσε τεράστιο πλήθος από υποζύγια και έδωσε εντολή στους Σλάβους να κατασκευάσουν μονόξυλα για να έχει έναν αξιόμαχο στόλο.

    Αρχικά, κινήθηκε εναντίον της Θεσσαλονίκης, την οποία πολιόρκησε μάταια για 33 ημέρες. Η συνάντηση με τους Πέρσες σε καθορισμένο χρόνο τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την πολιορκία και να κινηθεί προς την Κωνσταντινούπολη.

    Στις 29 Ιουνίου 626, η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων, αποτελούμενη από 30.000 άνδρες, έφτασε έξω από τα τείχη της Πόλης. Πλήθος χωριών και ναών πυρπολήθηκε ενώ η Πόλη κατακλύστηκε από χιλιάδες πρόσφυγες. Ο χαγάνος απέστειλε δύναμη 1.000 ανδρών στις Συκές με σκοπό να έρθει σε επαφή με τους Πέρσες.

    Στις 30 Ιουλίου, οι Άβαροι έστησαν πολιορκητικά μηχανήματα και την επόμενη άρχισαν την επίθεση. Η δύναμη που παρέταξαν ήταν περίπου 150.000 άνδρες σε αντίθεση με τους υπερασπιστές της Πόλης που ήταν μόλις 12.000. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τους πολιορκούμενους, καθώς ο Ηράκλειος βρισκόταν εκτός της Κωνσταντινούπολης πολεμώντας τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Στη θέση του είχε αφήσει τον ανήλικο γιο του, Κωνσταντίνο, τον οποίο επιτρόπευαν ο πατριάρχης Σέργιος και ο μάγιστρος Βώνος.

    Από την πρώτη στιγμή της πολιορκίας, οι Βυζαντινοί, γνωρίζοντας τον άπληστο χαρακτήρα του χαγάνου, προσπάθησαν να τον δελεάσουν με χρήματα και χρυσό. Αυτός δεν δωροδοκήθηκε και ζητούσε μετ’ επιτάσεως την παράδοση της Πόλης, καθώς πίστευε ότι οι Βυζαντινοί υποδαύλιζαν με διάφορους τρόπους τις τάσεις ανεξαρτησίας που επιδείκνυαν οι Σλάβοι έναντι των Αβάρων.

    Ο χαγάνος, σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, έριξε μέσα στον Κεράτιο κόλπο μονόξυλα πλοιάρια, που είχαν κατασκευάσει σκλάβοι, προκαλώντας αναταραχή στους Βυζαντινούς. Στις 3 Αυγούστου έριξε και τα υπόλοιπα μονόξυλα που διέθετε στο Βόσπορο, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αποβατικά για τη μεταφορά των περσικών δυνάμεων.

    Στις 6 Αυγούστου, οι Άβαροι επιτέθηκαν σε ένα ασθενές τμήμα των τειχών της Πόλης και κατέλαβαν την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, στην οποία οχυρώθηκαν. Την επομένη, το κατασκοπευτικό δίκτυο των Βυζαντινών πληροφορήθηκε το σύνθημα της επίθεσης των σλαβικών πλοιαρίων, που ήταν το άναμμα πυράς από τη θέση «Πτερόν». Ο Βώνος έδωσε διαταγή να ανάψουν φωτιές που προκάλεσαν την άκαιρη επίθεση των σλαβικών πλοιαρίων τα οποία αποδεκατίστηκαν από τους ετοιμοπόλεμους Βυζαντινούς. Παρόμοια τύχη είχαν και τα μονόξυλα που μετέφεραν Πέρσες στρατιώτες από τη Χαλκηδόνα, τα οποία βυθίστηκαν από το βυζαντινό ναυτικό. Οι απώλειες των Περσών ανέρχονταν στις 4.000.

    Οι πολιορκημένοι, πληροφορούμενοι ότι πλησιάζει με στρατό ο Θεόδωρος, αδερφός του αυτοκράτορα, ενθαρρύνθηκαν. Βγήκαν από τα τείχη και πέρασαν στην αντεπίθεση. Ο χαγάνος έλυσε την πολιορκία και με τον στρατό του αποχώρησε. Από τότε, οι Άβαροι δεν ενόχλησαν ξανά τους Βυζαντινούς και εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα της αυτοκρατορίας. Ο επικεφαλής της περσικής στρατιάς, Σαρβαραζάς, «επέστρεψε μετ’ αισχύνης» στην πατρίδα του, όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής.

    Η θριαμβευτική νίκη των Βυζαντινών αποδόθηκε στην Παναγία. Ο πατριάρχης, ο νεαρός Κωνσταντίνος, με τους επισήμους και τον λαό πήγαν στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και , στεκόμενοι όρθιοι, έψαλλαν τον «Ακάθιστο Ύμνο» αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη τους στην υπέρμαχο στρατηγό.

Πηγές:

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» τόμος Ζ΄, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ

John C. Carr, « Οι Πολεμιστές Αυτοκράτορες του Βυζαντίου», εκδόσεις Ψυχογιός, 2016

Προηγούμενα Ιστορικά Γεγονότα