Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΟΡΥΛΑΙΟΥ (ΕΣΚΙ ΣΕΧΙΡ)
8 ΙΟΥΛΙΟΥ 1921
«Την 8ην Ιουλίου διεξήχθη η μεγαλυτέρα μάχη των μέχρι σήμερον της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η μάχη του Δορυλαίου (Εσκί Σεχίρ).»
«Η Ελλάς δύναται να είναι υπερήφανος διά τα τέκνα της […], τους διοικητάς των Μεραρχιών, της Ταξιαρχίας [Ιππικού], των Μονάδων και Υπηρεσιών και […] τους αξιωματικούς και οπλίτας αυτών διά την περίλαμπρον νίκην, ην εδωρήσαντο εις την Πατρίδα μας και την χρυσήν σελίδα, ην προσέθεσαν εις την ιστορίαν αυτής».
Την άνοιξη του 1921, δύο χρόνια μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, το μικρασιατικό ζήτημα παρέμενε άλυτο. Παρόλο που η έκβαση των επιχειρήσεων του Μαρτίου 1921 δεν ήταν αυτή που προσδοκούσε η Ελλάδα, η στρατηγική επιδίωξη της κυβέρνησης Γούναρη, για την αποφασιστική εκείνη νίκη στο πεδίο της μάχης που θα έβαζε τέρμα στην εμπόλεμη κατάσταση, παρέμεινε αμετάβλητη. Η λύση θα δινόταν «διά της λόγχης».
Στις 3 Ιουνίου 1921, σε συμβούλιο στο βασιλικό ανάκτορο στο Κορδελιό υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου, καταρτίστηκε σχέδιο επιχειρήσεων, γενικός σκοπός του οποίου ήταν η «δι’ επιθέσεως συντριβή των […] εχθρικών δυνάμεων [στην περιοχή της Κιουτάχειας], η κατάληψις του κυρίου κέντρου εφοδιασμού αυτών ΕΣΚΗ ΣΕΧΗΡ και η απηνής καταδίωξις».
Ιούνιος – Ιούλιος 1921: Η ελληνική προέλαση.
Από τις 25 μέχρι τις 29 Ιουνίου 1921 πραγματοποιήθηκε σταδιακά η εξόρμηση των ελληνικών τμημάτων. Ακολούθησε η διαδοχική επίτευξη των αντικειμενικών σκοπών της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Ειδικότερα, στις 30 Ιουνίου, η IV Μεραρχία κατέλαβε το Αφιόν Καραχισάρ. Με επικράτηση των τμημάτων του Α΄ Σώματος Στρατού έληξαν οι μάχες στην οχυρωμένη τοποθεσία Καραμπουγιού Νταγ – Ρουκλού Νταγ την 1η Ιουλίου. Στις 3 Ιουλίου οι αγώνες των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη των περιοχών Τσαούς Τσιφλίκ – ύψωμα 1799, νοτιοδυτικά της Κιουτάχειας και, στη συνέχεια, τη σύμπτυξη και καταδίωξη των τουρκικών τμημάτων προς Βορρά και βορειοανατολικά. Την επομένη, καταλήφθηκε η πόλη της Κιουτάχειας, αποτέλεσμα της συνταύτισης των προσπαθειών του Γ΄ Σώματος Στρατού με αυτές του Μικτού Αποσπάσματος της IX Μεραρχίας. Δύο ημέρες αργότερα, στις 6 Ιουλίου, τμήματα του Γ΄ Σώματος κατέλαβαν και το Δορύλαιο (Εσκί Σεχίρ), όπου είχαν συμπτυχθεί οι τουρκικές δυνάμεις. «Πληθυσμός ανεξαρτήτως θρησκεύματος ενθουσιωδώς πανηγυρίζει είσοδον ελευθερωτού Ελληνικού Στρατού».
Η ευκαιρία που χάθηκε
Το βράδυ της 3ης Ιουλίου η Διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας, έχοντας την εντύπωση ότι σημαντικές δυνάμεις του Τουρκικού Στρατού παρέμεναν στην περιοχή της Κιουτάχειας, διέταξε τη συνέχιση της επίθεσης προς Βορρά, με εναλλαγή των θέσεων των Α΄ και Β΄ Σωμάτων Στρατού. Συνεπώς, η γενική κατεύθυνση του Α΄ Σώματος ορίστηκε δυτικά του Δορύλαιου, ενώ το Β΄ Σώμα Στρατού, που αποτελούσε πλέον το δεξιό της Στρατιάς, θα όδευε ανατολικά μέσω Ακ Ιν προς Σεϊντί Γαζή.
Η ενέργεια αυτή επέφερε σοβαρή καθυστέρηση στη διεξαγωγή της μάχης, καθώς το Β΄ Σώμα Στρατού, έχοντας υποχρεωθεί να διανύσει μεγάλες αποστάσεις, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην αποστολή του, δηλαδή την απηνή καταδίωξη του εχθρού. Παράλληλα, η τουρκική ηγεσία είχε πλέον αρκετό χώρο και χρόνο όχι μόνο για τη σύμπτυξη των τμημάτων της με σχετική τάξη, αλλά και για την προπαρασκευή και εκτέλεση επίθεσης με το σύνολο των δυνάμεών της. Η εκμετάλλευση μιας λαμπρής επιτυχίας των ελληνικών όπλων είχε χαθεί.
Την παραμονή της μάχης
Πράγματι, η τουρκική Διοίκηση έχοντας αποφύγει την κύκλωση και την άτακτη σύμπτυξη των δυνάμεών της, ανασυγκρότησε τα στρατεύματά της ανατολικά του Εσκί Σεχίρ, προκειμένου να διενεργήσουν επιθετική επιστροφή, με σκοπό την υπερκέραση από Βορρά και Νότο της Ελληνικής Στρατιάς, στην κοιλάδα του ποταμού Πουρσάκ, ανάμεσα στα όρη Μποζ Νταγ, Σουλτάν Νταγ και Τουρκμέν Νταγ. Ειδικότερα, το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε επίθεση νότια του Δορύλαιου, από Σεϊντί Γαζή μέχρι Ακ Μπουνάρ, με σκοπό την ανατροπή των εκεί Ελληνικών δυνάμεων και την αποκοπή των συγκοινωνιών τους προς νοτιοδυτικά. Συγχρόνως, με άλλη ενέργεια, βόρεια από το Μποζ Νταγ, θα επιδίωκε την αποκοπή των συγκοινωνιών προς Δορύλαιο.
Η Στρατιά Μικράς Ασίας, σε μεγάλη απόσταση από το πεδίο της μάχης (το Στρατηγείο ήταν εγκατεστημένο στην Κιουτάχεια τη στιγμή που οι Σταθμοί Διοικήσεως των τριών Ελληνικών Σωμάτων Στρατού βρίσκονταν σε Ουλού Τσαΐρ, Ακ Ιν και Δορύλαιο αντιστοίχως) και χωρίς την απαιτούμενη πληροφόρηση, δεν προέβλεψε τη δυνατότητα ανασύνταξης των Τούρκων και την ανάληψη εκ μέρους τους ευρείας αντεπίθεσης. Την παραμονή της μεγάλης μάχης της 8ης Ιουλίου η Στρατιά, παραταγμένη σε ολόκληρο το μέτωπο, με μεγάλη διασπορά των δυνάμεών της, είχε στη διάθεσή της 8 μεραρχίες Πεζικού και μία ταξιαρχία Ιππικού. Ειδικότερα, στο αριστερό άκρο, το Γ΄ Σώμα Στρατού διέθετε τις VII, ΙΧ (απόσπασμα) και Χ Μεραρχίες Πεζικού. Στο κέντρο, το Α΄ Σώμα Στρατού αποτελείτο από τις Ι, II και ΧΙΙ Μεραρχίες Πεζικού και την Ταξιαρχία Ιππικού, και, δεξιά, το Β΄ Σώμα από τις V και XIII Μεραρχίες Πεζικού. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων από Δορύλαιο μέχρι Σεϊντί Γαζή ανερχόταν σε 13 μεραρχίες Πεζικού (9 στην πρώτη γραμμή και 4 στη δεύτερη), 4 μεραρχίες Ιππικού και μία ταξιαρχία Ιππικού, κατανεμημένες σε 5 Ομάδες Μεραρχιών (I, III, IV, XII και V, από βόρεια προς νότια).
Η Τουρκική Αντεπίθεση εναντίον του Εσκί Σεχίρ (8 Ιουλίου 1921)
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 8ης Ιουλίου έλαβε χώρα η αιφνιδιαστική επίθεση των τουρκικών στρατευμάτων. Στον τομέα του Γ΄ Σώματος Στρατού τμήματα της VII Μεραρχίας δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά πυροβολικού (I Ομάδα Μεραρχιών) από τα βορειοανατολικά υψώματα του Μουταλίμπ. Το μεσημέρι ο αγώνας είχε γενικευθεί σε όλο το μέτωπο του Γ΄ Σώματος. Τα Ελληνικά τμήματα, παρά την ισχυρότατη πίεση που δέχθηκαν, απέκρουσαν τις συνεχείς τουρκικές επιθέσεις και από τις απογευματινές ώρες διενήργησαν αντεπιθέσεις, με αποτέλεσμα την κατάληψη του Μουταλίμπ, των κορυφογραμμών Μποζ Νταγ (VII Μεραρχία) και Γιουρούκ Καρατζά Βεράν (X Μεραρχία) και την καταδίωξη του εχθρού σε βάθος 8-10 χιλιομέτρων ανατολικά του Δορύλαιου (Εσκί Σεχίρ).
Οι δυνάμεις του Α΄ Σώματος Στρατού δέχθηκαν την κύρια προσπάθεια της τουρκικής επίθεσης από συνολικά 5 μεραρχίες (IV Ομάδα Μεραρχιών ενισχυμένη από την αριστερή πτέρυγα της III Ομάδας Μεραρχιών). Ο διοικητής της I Μεραρχίας, μόλις πληροφορήθηκε την κίνηση ισχυρών εχθρικών φαλάγγων ανατολικά του Ντερμπέντ με κατεύθυνση προς Ακ Μπουνάρ, έλαβε την απόφαση για διενέργεια αντεπίθεσης με στόχο την ανακοπή της τουρκικής προέλασης. Η ορμή των ελληνικών τμημάτων προκάλεσε τον αιφνιδιασμό και την ανατροπή των τουρκικών δυνάμεων, οι οποίες υποχρεώθηκαν σε άτακτη υποχώρηση.
Στο αριστερό της I Μεραρχίας, η Ταξιαρχία Ιππικού, κατόπιν επέλασης μέσα στην τουρκική διάταξη, προκάλεσε τον πλήρη αιφνιδιασμό των επιτιθέμενων τουρκικών εφεδρειών, οι οποίες διαλύθηκαν πανικόβλητες και κατασπαθιζόμενες από τους Έλληνες ιππείς.
Η II Μεραρχία, κατά την κίνησή της προς Ακ Μπουνάρ, αφού απέκρουσε με επιτυχία τις επιθέσεις στη γραμμή Ασαγκή Τσαγκλάν-Σουπ Εϋρέν, διενήργησε αντεπίθεση, εξαναγκάζοντας σε υποχώρηση τις αντίπαλες δυνάμεις. Αντιστοίχως, η XII Μεραρχία επικράτησε στη μάχη που διεξήχθη στην περιοχή Αλπανός, με αποτέλεσμα την κατάληψη των υψωμάτων Ταχταλή Μπαμπά και Σαρή Μπαμπά.
Η άμεση και επιτυχής αντίδραση του Α΄ Σώματος ήταν αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας και της αποφασιστικότητας των διοικητών των μεραρχιών του. Η Διοίκηση του Σώματος, μακριά από το πεδίο της μάχης, δεν πληροφορήθηκε έγκαιρα την σφοδρή αιφνιδιαστική τουρκική αντεπίθεση και, κατά συνέπεια, δεν συμμετείχε ενεργά στη διεύθυνση της μάχης.
Στο νότιο άκρο της ελληνικής διάταξης, το Β΄ Σώμα Στρατού, κατά την προέλασή του με στόχο την κατάληψη της γραμμής Ακτσακαλή-Χαμιντιέ, δέχθηκε τα σφοδρά τουρκικά πυρά. Στον πεισματώδη αγώνα που ακολούθησε, η V Μεραρχία επικράτησε των τουρκικών τμημάτων και κατέλαβε το Κιζίλ Τεπέ. Με τη σειρά της η XIII Μεραρχία, αφού πέτυχε την κατάληψη των Σεϊντί Γαζή και Ντουζ Τεπέ, προέλασε μέχρι ανατολικά του Χαμιντιέ, όπου και εγκαταστάθηκε.
Στο τέλος της ημέρας, παρά την αποφασιστική επιθετική ενέργεια και τη διάθεση όλων των εφεδρειών τους, τα τουρκικά στρατεύματα συνετρίβησαν. «Η μεγάλη μάχη του Δορυλαίου έληξε διά πλήρους και περιφανούς μεγάλης νίκης των ηρωικών στρατευμάτων μας».
Άτακτη υποχώρηση και τεράστιες απώλειες
Η απαράμιλλη ορμητικότητα, το θάρρος και η αυταπάρνηση των Ελλήνων μαχητών εξανάγκασαν την τουρκική ηγεσία στη διακοπή του αγώνα και τα αντίπαλα στρατεύματα σε άτακτη υποχώρηση. Καθόλη της διάρκεια της 9ης Ιουλίου τα Ελληνικά στρατεύματα καταδίωξαν τα τουρκικά τμήματα σε βάθος 45 χιλιομέτρων ανατολικά του Δορύλαιου. Σύμφωνα με το Δελτίο Στρατιωτικής Κατάστασης της ίδιας ημέρας «Εχθρός υπέστη σοβαράν φθοράν. Εις όλον πεδίον μάχης εγκαταλείπει τραυματίας. Συνελάβομεν πλείστους αιχμαλώτους. Μόνον Γ΄Σ.Σ. και Ταξιαρχία Ιππικού συνέλαβον υπέρ τους 1000, μεταξύ των οποίων και είς Συνταγματάρχης. Μέχρι στιγμής 3 πυροβόλα μετά κλείστρων και πολύ υλικόν πολέμου μη εξακριβωθέν στοπ. Κατάστασις εξελίσσεται εις πλήρη νίκην στοπ».
Αναντίρρητα, στο πεδίο της μάχης εγκαταλείφθηκε άφθονο υλικό και πυροβόλα, με τον αριθμό των «διεσπαρμένως ανακαλυπτομένων όπλων και πυρομαχικών καθημερινώς [να] αυξάνει». Ακόμη βαρύτερες ήταν οι απώλειες του εχθρού σε έμψυχο δυναμικό, καθώς η πλειονότητα των τουρκικών μεραρχιών είχαν απολέσει το 50% της αρχικής τους δύναμης, αφήνοντας πίσω χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, αιχμαλώτους, αυτόμολους και λιποτάκτες.
Στις 10 Ιουλίου η Στρατιά Μικράς Ασίας, έχοντας ήδη χάσει κάθε επαφή με τον εχθρό, ανέστειλε την καταδίωξή του, προκειμένου να επιτευχθεί η ανασυγκρότηση, η οργάνωση του ανεφοδιασμού και η ανάπαυση των τμημάτων της.
Η «μεγαλυτέρα» μάχη
Η αναμέτρηση της 8ης Ιουλίου 1921 υπήρξε η σπουδαιότερη μέχρι τότε μάχη στo Μικρασιατικό Θέατρο ΕπιχειρΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΟΡΥΛΑΙΟΥ (ΕΣΚΙ ΣΕΧΙΡ)ήσεων, καθώς έλαβε χώρα σε ανοικτό πεδίο με τη συμμετοχή του συνόλου των δυνάμεων των δύο αντιπάλων.
Αναντίλεκτα συνιστά μία μεγάλη τακτική νίκη των ελληνικών δυνάμεων με σημαντικά οφέλη. Η εδαφική συνέχεια της διάταξης της Στρατιάς Μικράς Ασίας αποκαταστάθηκε, ενώ η κατάληψη των σιδηροδρομικών κόμβων Αφιόν Καραχισάρ, Κιουτάχειας και Εσκί Σεχίρ εξασφάλισε τον ανεφοδιασμό των ελληνικών στρατευμάτων.
Παρά ταύτα η πολυπόθητη στρατηγική νίκη δεν επιτεύχθηκε. Ο Τουρκικός Στρατός δεν συνετρίβη. Έχοντας διαφύγει τον ελληνικό κλοιό, αποσύρθηκε στον Σαγγάριο, όπου σύντομα θα αντιμετώπιζε και πάλι τις ελληνικές δυνάμεις. Νέοι αγώνες και θυσίες ανέμεναν τους μαχητές της Στρατιάς Μικράς Ασίας…