Η Καταστροφή της Χίου 31 Μαρτίου – 19 Ιουνίου 1822

Η Καταστροφή της Χίου
31 Μαρτίου – 19 Ιουνίου 1822

Ανθυπασπιστής (ΤΘΕΥ) Ανδρέας Λιούμπας
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού

Εισαγωγή

     Κατά το ξέσπασμα της Επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα την 25 Μαρτίου 1821 η Χίος ευημερούσε. Στο νησί, σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές, ζούσαν περίπου 117.000 ορθόδοξοι χριστιανοί ενώ υπήρχε επιπλέον ένας μειονοτικός πληθυσμός 8.000, κυρίως μουσουλμάνων, και λίγων Γάλλων και Ιταλών καθολικών, καθώς και Εβραίων και Αρμένιων.

     Οι Χιώτες έμποροι και ναυτικοί κυριαρχούσαν στις οδούς μεταξύ Μαύρης Θάλασσας, ανατολικού Αιγαίου και Μεσογείου, αποκομίζοντας υψηλά κέρδη, κυρίως από το εμπόριο της μαστίχας και αποδίδοντας ανάλογους φόρους στην Υψηλή Πύλη. Συνεπεία αυτού τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος άγγιζαν το καθεστώς της αυτονομίας ενώ ειδικά τα μαστιχοχώρια τελούσαν υπό την μόνιμη προστασία της μητέρας του Σουλτάνου (Βαλιδέ σουλτάνα).

     Εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης που απολάμβανε με την Υψηλή Πύλη αλλά και λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης με την Τουρκία και της μεγάλης απόστασης από το κέντρο του Αγώνα, η Χίος δεν συμμετείχε στην έναρξη της Επανάστασης. Οι Χιώτες πρόκριτοι γνώριζαν καλά πως σε περίπτωση αποβίβασης τουρκικού στρατού το νησί δεν παρείχε δυνατότητες διαφυγής. Επιπρόσθετα, αντίθετα με την Πελοπόννησο και την Στερεά, οι Χιώτες ήταν άοπλοι και χωρίς καμία εμπειρία σε μάχες. Στη Χίο δεν υπήρξε ανάγκη για αρματολούς, οπότε σχεδόν κανείς κάτοικος δεν είχε εμπειρία με όπλα ενώ ακόμη και οι ναυτικοί σπάνια είχαν εμπλοκές με πειρατές δεδομένου ότι ήταν υπό την προσωπική προστασία του Σουλτάνου.

     Όμως, για την ηγεσία των επαναστημένων Ελλήνων, ιδιαίτερα για τους Υδραίους και Σαμιώτες, η συμμετοχή της Χίου, με τους πόρους και τον στόλο της, θεωρείτο ιδιαίτερα σημαντική. Η επιμονή των Υδραίων αρχικά και των Σαμιωτών στη συνέχεια, σε συνδυασμό με την αδυναμία επιβολής της Κεντρικής Επαναστατικής Διοίκησης κατά την έναρξη του αγώνα σφράγισε τη μοίρα της Χίου.

     Οι λανθασμένες εκτιμήσεις του Ιάκωβου Τομπάζη τον Απρίλιο του 1821 και του Λυκούργου Λογοθέτη τον Μάρτιο του 1822, οι οποίοι ενήργησαν αγνοώντας τους προκρίτους της Χίου και την Κεντρική Επαναστατική Διοίκηση, έθεσαν σε κίνηση τη σειρά των γεγονότων που οδήγησαν 45.000 – 50.000 κατοίκους στην σφαγή και άλλους 40.000, ανάμεσά τους όλα τα παιδιά μεταξύ 3 και 12 ετών, στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής.

Η αρχή της καταστροφής

     Την 27 Απριλίου 1821 ο Ιάκωβος Τομπάζης, επικεφαλής 25 πλοίων από την Ύδρα και τις Σπέτσες, πήγε στη Χίο. Προέβη σε μια επίδειξη δύναμης έξω από το λιμάνι της Χίου στο οποίο βρίσκονταν μόνο χιώτικα εμπορικά και αλιευτικά σκάφη και εν συνεχεία επιδίωξε να συναντήσει τους προύχοντες του νησιού ζητώντας να ξεσηκωθούν και να συνδράμουν οικονομικά τον Αγώνα. Τελικά, αποχώρησε άπραγος, καθώς οι πρόκριτοι είχαν ήδη εκφράσει τις αιτιολογημένες αντιρρήσεις τους. Σύμφωνα με αυτούς η επιχείρηση ήταν άκαιρη και επικίνδυνη για το πληθυσμό του νησιού.

     Η ενέργεια του Τομπάζη θορύβησε του Τούρκους και τους οδήγησε στην ανάληψη προληπτικών μέτρων. Ενίσχυσαν τις αμυντικές τους δυνατότητες στο νησί με την αποστολή δύναμης 1.200 στρατιωτών, έλεγξαν εκ νέου το σύνολο του πληθυσμού για τυχόν κατοχή οπλισμού, απαγόρευσαν την κυκλοφορία τις βραδινές ώρες και συνέλαβαν πολλούς επιφανείς δημογέροντες, μεταξύ των οποίων τον μητροπολίτη Πλάτωνα. Επιπρόσθετα, έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη, ως ομήρους, τους προκρίτους Ι. Σκυλίτση, Θ. Ράλλη και Π. Ροδοκανάκη.

     Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, την 10η Μαρτίου του 1822 ο Λυκούργος Λογοθέτης, εν αγνοία της Κεντρικής Επαναστατικής Διοίκησης, ξεκινά από τη Σάμο με 8 μπρίκια και 30 βοηθητικά πλοία και με δική του πρωτοβουλία αποβιβάζεται στο νησί. Μαζί με τον Χιώτη Αντώνη Μπουρνιά καταφέρνουν να κινητοποιήσουν μια μικρή δύναμη περίπου 2.500 – 3.000 χωρικών εξοπλισμένων με τσάπες, μαχαίρια και λοστούς. Όπλα και πολεμοφόδια δεν υπήρχαν στο νησί. Αξιοσημείωτο είναι πως κατά την πορεία των επαναστατών Σαμιωτών προς την πόλη της Χίου δεν έγιναν παροχές τροφίμων και εφοδίων από χωριά και κοινότητες, καθώς δεν ήθελαν να θεωρηθούν ως συμμετέχοντες στην επιχείρηση.

     Οι τουρκικές δυνάμεις αρχικά οχυρώθηκαν στο κάστρο αλλά γρήγορα κατάλαβαν ότι οι ελληνικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι θα τις πολιορκούσαν ήταν ελαφρά οπλισμένες, ανοργάνωτες και διηρημένες: ο Χιώτης Αντώνης Μπουρνιάς, παρά τη φημολογούμενη υπηρεσία του ως υπολοχαγός στον γαλλικό στρατό, αποδείχτηκε εξαρχής ανεπαρκής. Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες κατά την άτακτη υποχώρηση μετά την εμφάνιση των Τούρκων φώναζε το σύνθημα που έμεινε γνωστό στη Χίο: «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Τέλος, ο αυτόκλητος εκπρόσωπος των Χιωτών προυχόντων Ιωάννης Ράλλης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, αποδείχθηκε πως δεν ήταν ικανός να προσελκύσει οιαδήποτε οικονομική στήριξη, ενώ ο ίδιος ο Λογοθέτης, παρά την πολεμική εμπειρία του, δεν κατόρθωσε να αποτρέψει το εκστρατευτικό του σώμα από λεηλασίες ούτε να επιβάλει σύστημα «διοικητικών εφόρων» κατά το πρότυπο της Σάμου στην παραδοσιακή διοίκηση της δημογεροντίας Χίου.

Η σφαγή

     Είκοσι μέρες μετά την αποβίβαση των Σαμιωτών εμφανίστηκε στα ανοιχτά της Χίου ο αποβατικός στόλος του Νουαγί Ζααντί Αλή Πασά (ή Καρά Αλή). Τις επόμενες ημέρες αποβιβάστηκαν στη Χίο 7.000 άνδρες του τακτικού οθωμανικού στρατού. Μαζί με τις δυνάμεις της Φρουράς της Χίου και της προσωπικής δύναμης του Καρά Αλή, που επέβαινε στη ναυαρχίδα και τις φρεγάτες που την συνόδευαν, η τουρκική δύναμη προσέγγιζε τους 9.000 άνδρες.

     Την 31η Μαρτίου 1822, Μεγάλη Παρασκευή, ξεκίνησαν τα αντίποινα για την πρωτοβουλία του Λυκούργου Λογοθέτη. Πυρπολείται η πόλη και τα περίχωρα και στη συνέχεια ξεκινά η αιματοχυσία. Την 1η Απριλίου 1822 καίγεται η Σχολή της Χίου και σφάζονται όλοι, ακόμα και οι λεπροί. Στις 2 Απριλίου (Πάσχα) οι Τούρκοι μπαίνουν στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά και σφάζουν 3.000 άτομα και φεύγοντας πυρπολούν το μοναστήρι. Την ίδια μέρα γίνεται σφαγή και στην Νέα Μονή. Στις 23 Απριλίου απαγχονίζονται ο μητροπολίτης Πλάτων, ο διάκονος Γαρρής και 9 πρόκριτοι και στη συνέχεια ανά 10 όλοι οι φυλακισμένοι δημογέροντες. Τα σώματα ρίχνονται στη θάλασσα.

     Οι σφαγές συνεχίστηκαν χωρίς κανένα έλεος ασταμάτητα μέχρι και το τέλος Μαΐου, δηλαδή για δύο ολόκληρους μήνες και επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το κεντρικό και βόρειο τμήμα της Χίου. Δύο μήνες απάνθρωπα μαρτύρια, εξανδραποδισμοί, θανατώσεις βρεφών, βιασμοί, ακρωτηριασμοί σε κάθε χωριό με αποκορύφωμα την αποτρόπαιη σφαγή στον Κάβο Μελανιός, εκεί που 10.000 εγκλωβισμένοι Χιώτες περίμεναν τα πλοία του στόλου Ύδρας – Σπετσών – Ψαρών να τους σώσουν. Μόνο τα Ψαρά έστειλαν πλοία αλλά δεν ήταν αρκετά. Το αίμα των Χιωτών έκλεισε την πρώτη πράξη του δράματος του νησιού.

     Ενώ οι Τούρκοι γιόρταζαν το μπαϊράμι στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή την νύχτα της 6ης Ιουνίου 1822 ο Κανάρης εισήλθε στο πάνθεον των Ελλήνων ηρώων με μια πράξη θάρρους η οποία ταπείνωσε τους Τούρκους. Μαζί με τον Ανδρέα Πιπίνο και 40 Ψαριανούς κρύφτηκαν στο στενό της Χίου και περίμεναν να βραδιάσει. Το βράδυ ο Κανάρης πυρπολεί την τουρκική ναυαρχίδα. Κατά την έκρηξη σκοτώθηκε ο ναύαρχος Καρά Αλή, οι καλεσμένοι του υψηλόβαθμοι αξιωματικοί και η προσωπική του φρουρά που επέβαινε στη ναυαρχίδα.

     Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας, η οποία μεταξύ των Τούρκων ονομάζονταν «Μπουρλότα σαϊμάζι» (καταφρονήτρα των πυρπολικών), αποτέλεσε την αφορμή για την δεύτερη πράξη του δράματος, την συνέχιση και επέκταση των σφαγών. Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν εξαιρέσεις. Τα εύπορα μαστιχοχώρια, τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν διασωθεί λόγω της προστασίας της Βαλιδέ Σουλτάνας και στα οποία είχαν καταφύγει και πολλοί κάτοικοι άλλων χωριών, κατακάηκαν, λεηλατήθηκαν και οι κάτοικοι σφαγιάστηκαν.

     Από τα κοντινά μικρασιατικά παράλια του Τσεσμέ, χιλιάδες άτακτοι, παραστρατιωτικοί και πλιατσικολόγοι συνέρρευσαν στο μαρτυρικό νησί με κύριο σκοπό την αρπαγή λάφυρων και αιχμαλώτων για τα δουλοπάζαρα της Σμύρνης, της Πόλης και του Καΐρου. Δεκάδες χιλιάδες Χιώτες και Χιώτισσες, ανάμεσα τους όλα τα παιδιά μεταξύ 3 και 12 ετών, πουλήθηκαν ως σκλάβοι. Μέχρι τον Αύγουστο του 1822 η Χίος είχε πλέον ερημωθεί και καταστραφεί.

Ο απόηχος στην Ευρώπη

     Η είδηση της σφαγής της Χίου συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η στάση της οποίας μεταστράφηκε υπέρ της ελληνικής επανάστασης. Μετά το γεγονός αυτό το φιλελληνικό κίνημα φούντωσε και σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων φιλελλήνων έσπευσαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να ενισχύσουν τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Οι εφημερίδες μετέφεραν τις ειδήσεις για τις φρικιαστικές στιγμές που έζησαν αυτόπτες μάρτυρες.

     Η γαλλόφωνη εφημερίδα της Σμύρνης Spectateur Oriental γράφει ότι «η εκδίκηση και η παραφορά των τούρκων υπερέβη κάθε όριο» και πληροφορεί ότι καθημερινά έρχονται από την Ασία στη Χίο πλήθος τούρκων για λεηλασία. Σε άλλο άρθρο της ενημερώνει ότι έως την 10 Μαΐου 1822 στο τελωνείο της Σμύρνης είχαν πληρωθεί δασμοί και είχαν εκδοθεί τεσκερέδες (έγγραφα ιδιοκτησίας δούλων) για 40.000 σκλάβους.

     Η Courier Francais, με ημερομηνία 10 Ιουλίου 1822, γράφει ότι φανατικοί μουσουλμάνοι αγόραζαν το θύμα τους για 30 γρόσια και το έσφαζαν για να κερδίσουν μια θέση στον παράδεισο. Ο Φράνσις Γουόρι (Francis Werry), ο Βρετανός πρόξενος στη Σμύρνη, σε αλληλογραφία του με την ‘’Levant Company’’ γράφει «Στο δρόμο των Φράγκων οδηγούνται πάνω κάτω κοπάδια από παιδιά της Χίου για πούλημα».

     Στην εφημερίδα της Βιέννης Αυστριακός Παρατηρητής δημοσιεύτηκε η είδηση την 14η Απριλίου (νέο ημ/γιο). Στις γαλλικές εφημερίδες δημοσιεύτηκε αρχικά την 25η Μαΐου 1822 αναπαραγόμενη από τον Αυστριακό Παρατηρητή ή από γερμανικές εφημερίδες. Αναγγέλλεται η απόβαση τουρκικού στρατού στο νησί και γενική σφαγή η οποία χαρακτηρίζεται «πέρα πάσης περιγραφής».

     Η παρισινή Constitutionnele αναπαράγοντας από τη γερμανική ‘’Allgemeine Zeitung’’ αναφέρει ότι τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί στο Αϊβαλί είναι ασήμαντα μπροστά στη σφαγή της Χίου. Ζωγράφοι, με πιο γνωστό τον Ντελακρουά, απεικονίζουν την σφαγή, λογοτέχνες μείζονος εμβέλειας, όπως ο Β.Ουγκώ, ο Χιλ , ο Σιγκούρνει γράφουν ποιήματα εξιστορώντας την τραγωδία.

Συμπεράσματα

     Η καταστροφή της Χίου δεν επήλθε λόγω της συμμετοχής της στην Επανάσταση αλλά ως τραγική συνέπεια λανθασμένων εκτιμήσεων και χειρισμών μεμονωμένων ηγετών κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης. Πρέπει να αναγνωριστεί πως καθοριστική για τη μοίρα της Χίου υπήρξε η αδυναμία της Κεντρικής Επαναστατικής Διοίκησης να επιβάλει την θέληση της στους, φύσει απείθαρχους, τοπικούς οπλαρχηγούς και ηγέτες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στον Ιάκωβο Τομπάζη (Απρίλιος 1821) και στον Λυκούργο Λογοθέτη (Μάρτιος 1822). Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί η διαμάχη και η διχόνοια μεταξύ των δύο αυτόκλητων ηγετών της εξέγερσης στη Χίο, του Μπουρνιά και του Λογοθέτη, οι οποίοι διαφωνούσαν για την αρχηγία απαξιώνοντας την επιχείρηση στα μάτια των κατοίκων της Χίου. Τέλος το γεγονός ότι η επιχείρηση άρχισε Μάρτιο εκτιμάται πως επέτρεψε την άμεση επέμβαση του τουρκικού στόλου ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση θα καθυστερούσε.

Βιβλιογραφία

Βακαλόπουλος Α., (1993). Νεοελληνική ιστορία (1204-1940), Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1993.

David B., (2020). 1821-1833, η Φλόγα της Ελευθερίας, Αθήνα: Πατάκη

Ιναλτζίκ Χ., (1995). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή, 1300-1600, Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Ιστορία του νέου ελληνισμού 1770-2000, (2003). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, τ. 10.

Φραγκομίχαλος, Κ. (1999). Οι σφαγές της Χίου το 1822: Ποιος ο ακριβής αριθμός των θυμάτων τους;. Χίος: Έκδοση του Πολιτιστικού Συλλόγου Κάβου Μελαν(ε)ιους «Η Μέλαινα Άκρα».

Χασιώτης Ι. Κ., (2001). Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης. Ο ελληνικός κόσμος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Χιακή Επιθεώρησις, τ. 2, 1964, τεύχος 6, σελ. 167-182. Αναδημοσιεύεται στο Δημάκης Δ. Ιωάννης, Φιλελληνικά, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1992, κεφάλαιο «Τα δραματικά γεγονότα της Χίου του 1822 δια μέσου των στηλών του γαλλικού τύπου της εποχής», σελ. 29-48.

Πηγές

Αρχείο Francis Werry.

Correspondence and papers of Francis Werry, consul at Smyrna, and his son Francis Peter, diplomat.

Διαθέσιμο στον υπερσύνδεσμο: https://archives.bodleian.ox.ac.uk/repositories/2/resources/3099

Προηγούμενα Ιστορικά Γεγονότα