Εαρινή Επίθεση Ιταλών – Επική Αντίσταση του Ελληνικού Στρατού

Εισαγωγή

Η είσοδος της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1940, μετά την κήρυξη του πολέμου εναντίον της Βρετανίας και της Γαλλίας, φανέρωσε εξ αρχής τις απειλητικές της διαθέσεις, καθώς κατηγορούσε την Ελλάδα για δήθεν προσφορά βοήθειας στους αντιπάλους της. Έτσι, λοιπόν, κλιμάκωσε τις ενέργειές της και μετέφερε ισχυρές δυνάμεις προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η ελληνική στρατιωτική ηγεσία ενίσχυσε τους μεθοριακούς σχηματισμούς της εν αναμονή της επικείμενης ιταλικής εισβολής. Μετά από σωρεία σοβαρών πολιτικών και στρατιωτικών προκλήσεων, η φασιστική Ιταλία κήρυξε την 28η Οκτωβρίου 1940 τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, κατόπιν άρνησης της Ελληνικής Κυβέρνησης να αποδεχθεί την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην επικράτειά της.

Η ελληνοϊταλική σύρραξη, που ακολούθησε, εξελίχθηκε σε τρείς περιόδους:

Στην Γ΄ Περίοδο των ελληνοιταλικών συγκρούσεων συγκαταλέγονται οι επιθετικές επιχειρήσεις του Β΄ Σώματος Στρατού (Β΄ΣΣ) στην κατεύθυνση Κλεισούρα – Βεράτι με σκοπό την ανακατάληψη της Κλεισούρας, καθώς και η μεγάλη σε έκταση Εαρινή Επίθεση των Ιταλών, η οποία τελικά δεν απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα για τις ιταλικές δυνάμεις.

Στο πλαίσιο της Εαρινής Ιταλικής Επίθεσης κατά των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία εντάσσεται και η μάχη που έλαβε χώρα στο Ύψωμα 731, μια μάχη που καθόρισε τόσο την τελική έκβαση της ιταλικής επίθεσης όσο και τον απαράμιλλο ηρωισμό που επέδειξαν οι Έλληνες μαχητές κατά τη διεξαγωγή της.

 

Προετοιμασία αντίπαλων δυνάμεων κατά την Γ΄ φάση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου

Η συνεχιζόμενη προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο ελληνοαλβανικό μέτωπο και οι αλλεπάλληλες ελληνικές επιτυχίες δημιούργησαν ανησυχίες στην ιταλική ηγεσία και ανάγκασαν τον Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) να αντικαταστήσει τον στρατιωτικό διοικητή του θεάτρου επιχειρήσεων της Αλβανίας Στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu) με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού Στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Ο Μουσολίνι έφερε βαρέως την ήττα του στρατού του στην Αλβανία και αδημονούσε να καταγάγει και αυτός θεαματικές νίκες ώστε να ενισχυθεί το κύρος του.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1941, το μέτωπο, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών (ομίχλη, χιονοθύελλες, δριμύ ψύχος), σταθεροποιήθηκε σε μια γραμμή που ξεκινούσε από το Πόγραδετς και κατέληγε στα βόρεια της Χειμάρρας. Ενώπιον, λοιπόν, του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί και για την αναπτέρωση του ηθικού του ιταλικού στρατού, ο Μουσολίνι προετοίμαζε εντατικά τις ένοπλες δυνάμεις του για να επιφέρει ένα συντριπτικό χτύπημα εναντίον των Ελλήνων. Έτσι, μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου μεταφέρθηκαν στην Αλβανία δέκα νέες ιταλικές μεραρχίες. Δεκάδες πλοία αποβίβαζαν στα αλβανικά λιμάνια εφόδια, πυρομαχικά, αυτοκίνητα και μέσα πυρός ενώ ο Μουσολίνι καλούσε, παράλληλα, όλη την ελίτ του φασιστικού κόμματος να καταταγεί στον στρατό προς επάνδρωση των δυνάμεων στο μέτωπο της Αλβανίας.

Στις αρχές Μαρτίου 1941, ο ίδιος ο Μουσολίνι έφθασε στην Αλβανία προκειμένου να εποπτεύσει προσωπικά από κοντά τις επιχειρήσεις. Γνωρίζοντας την απόφαση της Γερμανίας να επέμβει στην Ελλάδα, αποφάσισε να προλάβει τη σύμμαχό της διασπώντας την ελληνική γραμμή άμυνας και προελαύνοντας προς το ελληνικό έδαφος. Διέταξε, λοιπόν, την οργάνωση της μεγαλύτερης ως τότε επιχείρησης εναντίον των Ελλήνων με το όνομα “Primavera”, δηλαδή «Άνοιξη», που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εαρινή Επίθεση» των Ιταλών.

Οι ιταλικές προετοιμασίες είχαν γίνει αντιληπτές και το Γενικό Στρατηγείο είχε διατάξει το Β΄ ΣΣ να εγκατασταθεί αμυντικά μεταξύ Αώου και Άψου ποταμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο που εκπονήθηκε από τον Στρατηγό Καβαλλέρο, η επιχείρηση θα εκδηλωνόταν στις 9 Μαρτίου 1941, στη ζώνη του Β΄ ΣΣ, σε ένα μέτωπο έξι χιλιομέτρων, με στόχο τη διάσπαση του μετώπου από την Γκλάβα στο Μπούμπεσι αποσκοπώντας στη διάνοιξη της κοιλάδας του Ντεσνίτσα ποταμού. Την κύρια προσπάθεια είχε αναλάβει το ιταλικό VIII Σώμα Στρατού, υπό τον Στρατηγό Γκαστόνε Γκαμπάρα (Gastone Gambara). Οι ιταλικές δυνάμεις, με 4 μεραρχίες και 2 τάγματα Μελανοχιτώνων, κρατώντας άλλες δύο σε εφεδρείες, θα επιτίθεντο στο κέντρο της ελληνικής διάταξης, μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι, στον τομέα, δηλαδή, της I Ελληνικής Μεραρχίας, που πολεμούσε αδιαλείπτως με διοικητή τον Υποστράτηγο Βασίλειο Βραχνό. Απέναντι από τις ιταλικές δυνάμεις αμυνόταν το Β΄ΣΣ με έξι μεραρχίες Πεζικού.

Η εξέλιξη της Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών και η αντίσταση του Ελληνικού Στρατού.

Στις 06:30 το πρωί της 9ης Μαρτίου 1941 δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης. Υπήρξε σφοδρότατος βομβαρδισμός σε όλο το μέτωπο του Β΄ΣΣ. Ιδιαίτερα, στον τομέα της Ι Μεραρχίας, όπου ο ιταλικός στρατός κατηύθυνε την κύρια προσπάθειά του για τη δημιουργία ρήγματος, υπήρξε ορυμαγδός εκρήξεων βλημάτων του εχθρικού πυροβολικού, η προπαρασκευή του οποίου διήρκεσε δυόμισι ώρες. Μαζί τους επιχειρούσαν και σχηματισμοί ιταλικών αεροσκαφών που βομβάρδιζαν συνεχώς τις ελληνικές θέσεις της πρώτης γραμμής και τα μετόπισθεν. Η δέσμη πυρών που συγκεντρώθηκε στα Υψώματα 717 και 731, καθώς και οι ακόλουθες αλλεπάλληλες επιθέσεις, δεν έφεραν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όμως, η γραμμή αντίστασης των Ελλήνων βαλλόταν κυριολεκτικά σε όλο το εύρος της. Ο καπνός και η σκόνη δεν επέτρεπαν ούτε τη λειτουργία των οπτικών μέσων επικοινωνίας. Με νέα προσπάθεια οι Ιταλοί κατέλαβαν το Ύψωμα 717, το οποίο όμως ανακαταλήφθηκε ύστερα από ελληνική αντεπίθεση. Στις 14:00 και στις 16:50 εκδηλώθηκαν δύο επιθέσεις κατά των υψωμάτων 731 και Κιάφε-Λουζίτ με σημαντικές απώλειες όμως των επιτιθέμενων ιταλικών τμημάτων.


 

Την 10η και 11η Μαρτίου οι ιταλικές δυνάμεις συνέχισαν τις ολοήμερες προσπάθειές τους χωρίς ουσιαστικά (για τους Ιταλούς) αποτελέσματα.
Την 11η Μαρτίου η επιθετική προσπάθεια ξεκίνησε στις 04.30 με την ίδια σφοδρότητα κατά του Υψώματος 731 και του Μπρέγκου Ραπίτ. Η ιταλική κίνηση έγινε ιδιαίτερα αντιληπτή από τα τμήματα του αντιαρματικού πυροβολικού που ήταν παρατεταγμένα στη χαράδρα, αναγκάζοντας τις ιταλικές δυνάμεις να παραδοθούν κατά τις μεσημβρινές ώρες.

Την 12η Μαρτίου εκδηλώθηκε νυχτερινή, αυτή τη φορά, επίθεση των Ιταλών κατά του Υψώματος 731, η οποία αντιμετωπίστηκε με πυκνό φραγμό πυρών. Την 13η Μαρτίου, μέχρι το μεσημέρι, όλο το μέτωπο της Ι Μεραρχίας παρουσίαζε τη συνήθη δράση βομβαρδισμών πυροβολικού και όλμων. Στις 15:30 σημειώθηκε ακόμα μία προσπάθεια των ιταλικών δυνάμεων να καταλάβουν το Ύψωμα 731 και το Μπρέγκου Ραπίτ ενώ την επιχείρηση κάλυπτε η ιταλική αεροπορία. Ο αγώνας διήρκεσε ως το απόγευμα, οπότε και οι επιτιθέμενοι ανατράπηκαν οριστικά. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και την 14η Μαρτίου προσπαθώντας οι Ιταλοί να καταλάβουν με κάθε μέσο το Ύψωμα 731. Μπορεί ο βομβαρδισμός να γινόταν σε όλο τον κεντρικό τομέα, η επιχείρηση όμως επικεντρώθηκε στο ύψωμα αυτό, το οποίο αποτέλεσε το κλειδί της όλης τοποθεσίας, καθώς βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας αποτελώντας εδαφικό εφαλτήριο για την εκτόξευση της επιθετικής ενέργειας από Νότο προς Βορρά.

Κατά τη διάρκεια των ιταλικών επιθέσεων και των ελληνικών αντεπιθέσεων, ιδιαίτερες στιγμές ηρωισμού και φρίκης καταγράφηκαν στο Ύψωμα 731 που το υπεράσπιζαν οι άνδρες του 5ου Συντάγματος Πεζικού. Ο Έλληνας αξιωματικός που σταμάτησε τους Ιταλούς επιδρομείς με σχέδιο και ανδρεία εκτινάσσοντας στα ύψη το φρόνημα των ανδρών του ήταν ο Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, Διοικητής του 2 Τάγματος του 5ου Συντάγματος. Η διαταγή προς τους στρατιώτες του ήταν σαφής και δραματική: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω. Τότε μόνο θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσία μας, όταν αποθάνομεν άπαντες επί των θέσεων μας». Οι Ιταλοί προχώρησαν κατά διαδοχικά κύματα με σκοπό να καταλάβουν οπωσδήποτε το Ύψωμα 731, παρά τις απώλειές τους. Τα αμυνόμενα ελληνικά τμήματα αντέδρασαν με άμεση αντεπίθεση. Οι μάχες που δόθηκαν ήταν σκληρές και συχνά εκ του συστάδην με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες. Οι εκρήξεις των πυρών πυροβολικού συνεχίστηκαν και η ιταλική αεροπορία έβαλε πανταχόθεν με αμείωτη σφοδρότητα. Ήταν η έβδομη επίθεση των Ιταλών στο Ύψωμα 731 και τα ελληνικά όπλα εξακολουθούσαν να θριαμβεύουν αναπτερώνοντας το ηθικό των μαχόμενων τμημάτων.

Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς

Βαθμιαία χαλάρωση και διακοπή της Ιταλικής επίθεσης (16-26 Μαρτίου 1941)

Την 15η Μαρτίου μέχρι τις 13:00 επικράτησε ηρεμία. Λίγο αργότερα, το εχθρικό πυροβολικό άρχισε και πάλι να βάλει κατά των υψωμάτων 731, Μπρέγκου Ραπίτ και κατά διαστήματα κατά του Κιάφε-Λουζίτ και Μαζιάνι. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ανελέητος. Νέα επίθεση αποκρούστηκε στις 21:00 με χρήση χειροβομβίδων και άμεσων αντεπιθέσεων. Ήταν η έβδομη ημέρα της ιταλικής επίθεσης, εξαιρετικά αποφασιστική, καθώς η πλήρης αναποτελεσματικότητα των επιθετικών ενεργειών τους έπεισε τελικά την ιταλική ηγεσία ότι και η επιχείρηση “Primavera”, ως σχέδιο, απέτυχε παταγωδώς. Γι’ αυτό και αποφάσισε τη βαθμιαία αναστολή επιχειρήσεων. Από τις 16 έως και τις 18 Μαρτίου το μέτωπο του Β΄ΣΣ παρουσίαζε τη συνήθη προ της επιθέσεως δραστηριότητα. Μετά από σχετική τριήμερη ανάπαυλα, ξημέρωσε η 19η Μαρτίου 1941 και ως τότε οι Ιταλοί είχαν εξαπολύσει όχι λιγότερες από 18 επιθέσεις. Το εχθρικό πυροβολικό και οι όλμοι ενέτειναν τα πυρά τους. Τίποτα δεν κατέστη ικανό να διασπάσει την ελληνική άμυνα. Η ιταλική προσπάθεια άρχισε να ατονεί, για να εκφυλιστεί τελείως από τις 25 Μαρτίου 1941 και ένθεν, καθώς στις 26 Μαρτίου η Γιουγκοσλαβία προσχώρησε στο συμμαχικό στρατόπεδο. Εκτιθέμενοι, λοιπόν, οι Ιταλοί και από τα ανατολικά σταμάτησαν τις επιθέσεις. Ο Μουσολίνι, με διάχυτο πνεύμα απογοήτευσης, καθώς το φασιστικό καθεστώς δεν κατάφερε να διατηρήσει το κύρος του και την πολιτική του θέση, επέστρεψε στη Ρώμη.


 

Επίλογος

Το τέλος του Ελληνοϊταλικού πολέμου δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας αποφασιστικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο πλευρών, αλλά της μεταγενέστερης εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941, η οποία ματαίωσε οριστικά την προσπάθεια των Ιταλών να παρουσιάσουν ως δική τους οποιαδήποτε επιτυχία εναντίον της Ελλάδας. Η απόκρουση της μεγάλης Εαρινής Επίθεσης υπήρξε η πρώτη στρατιωτική ήττα του λεγόμενου Άξονα στον Β΄ ΠΠ.

Στην πολεμική ιστορία και των δυο αντιπάλων το Ύψωμα 731 υπήρξε ίσως ένα από τα πιο αιματοβαμμένα πεδία μάχης ολόκληρου του Β΄ΠΠ. Οι στρατιώτες το ονόμασαν «Γολγοθά» (κρανίου τόπο) γιατί κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών το βουνό ανασκάφθηκε από τους βομβαρδισμούς σε τέτοιο βαθμό με αποτέλεσμα να μεταβληθεί η γεωλογική του μορφή. Το τίμημα αυτής της μάχης ήταν οι συνολικές απώλειες των ελληνικών δυνάμεων που ανήλθαν σε 1.243 νεκρούς και 4.016 τραυματίες, ενώ των ιταλικών δυνάμεων σε 11.800 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών.

Οι αξιωματικοί και οπλίτες που υπερασπίστηκαν με σθένος και ομοψυχία σε όλα τα επίπεδα, το Ύψωμα 731, καθώς και τα κοντινά υψώματα, δεν έκαναν απλώς το καθήκον τους Με τη θυσία και τη νίκη τους έδωσαν νόημα στην έννοια «κατοχή εδάφους», αντιμετωπίζοντας μάλιστα έναν εχθρό πολλαπλάσιο και καλύτερα εξοπλισμένο. Η εξαιρετική φθορά και οι απώλειες των ιταλικών τμημάτων που επιτέθηκαν στο Ύψωμα 731 αιτιολογούν και την απόφασή τους να αναγείρουν στην περιοχή αυτή γενικό μνημείο πεσόντων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο χώρος απεκλήθη «Ιερή Ζώνη», λόγω των τρομερών απωλειών που υπέστησαν τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις επιθέσεις για την κατάληψή του.


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941, Αθήνα 1985.

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Χειμεριναί επιχειρήσεις – Ιταλικής επίθεση Μαρτίου (7 Ιανουαρίου – 26 Μαρτίου 1941, Αθήνα 1966.

ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η συμβολή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα 2009.

Γεώργιος Κίτσος, Εαρινή Ιταλική Επίθεση 731, Έκδοση Συλλόγου Υπαλλήλων Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς Εν Αθήναι 1949.

Γεώργιος Τζουβάλας (Αντγος ε.α.), Το Ύψωμα 731, Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 2004.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ 1978.

Αρχείο ΓΕΣ/ΔΙΣ, Φ.681Α/Γ/33, (Μάχη Υψώματος 731).

                        , Φ.681Γ/Γ/217, (Εχθρική ενέργεια εις Ύψωμα 731).

                        , Φ.682/Β/5β, (Ιστορικό της πολεμικής δράσης του ΙΙ Τάγματος του 5ου Συντάγματος της 15/10/1941 για την περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου).

Εικόνες

–   Ο Μουσολίνι παρακολουθεί την Εαρινή Επίθεση (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).

–   Στρατηγός Βραχνός, Διοικητής Ι Μεραρχίας (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).

–   Το Ύψωμα 731 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).

–   Έλληνες μαχητές του 1940-41 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).

–   Έφοδος με εφ’ όπλου λόγχη (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).

–   Πεδινή Πυρ/χία βάλλει κατά εχθρικής ορεινής θέσης στην Τρεμπεσίνα τον Μάρτιο του 1941 (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).

–   Στα Χαρακώματα (Αρχείο Φωτογραφιών του ΓΕΣ/ΔΙΣ).

–   Ταγματάρχης Δημήτριος Κασλάς, Διοικητής 2 Τάγματος του 5ου Συντάγματος (Α. Καπανιάρης, Δημήτριος Γ. Κασλάς, Η στρατιωτική διαδρομή, το πρόσωπο, η εποχή, 2009).

 


 

Σχεδιαγράμματα

–   Σχεδιάγραμμα με αρίθμηση 23 του βιβλίου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οι κυριότερες μάχες του Ελληνικού Στρατού (1897-1955),Αθήνα 2012.

–   Σχεδιάγραμμα με αρίθμηση 22 του βιβλίου ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού Πολέμου 1940-1941,Αθήνα 1985.

 

Προηγούμενα Ιστορικά Γεγονότα