B΄ Βαλκανικός Πόλεμος
16 Ιουνίου 1913 – 18 Ιουλίου 1913
Λοχίας (ΥΠ) Μαρία Λευκαδίτη
Βοηθός Επιτελή ΥΕ/2β
Φιλόλογος
Η επιβληθείσα από τις Μεγάλες Δυνάμεις λήξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου άφησε όλες τις εμπόλεμες πλευρές ανικανοποίητες. Η Συνθήκη του Λονδίνου, η οποία αποτύπωνε τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με την διευθέτηση των εδαφικών ζητημάτων στη Βαλκανική και οριοθετούσε τα νέα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απείχε πολύ από τις επιθυμίες και τα σχέδια των βαλκανικών κρατών.
Οτιδήποτε αφορούσε τις Ελληνο-βουλγαρικές διαφορές, δεν ήταν εύκολο να επιλυθεί, καθώς, τόσο η Ελλάδα όσο και η Βουλγαρία, εμφορούμενες από την κυρίαρχη ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης, απέβλεπαν στην επίτευξη των ίδιων εδαφικών κερδών, κυρίως στη Μακεδονία. Η επί ετών υφέρπουσα ένταση σχετικά με την διεκδίκηση των εδαφών της Μακεδονίας είχε καταστεί ορατή πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, καθώς η Συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας (Μάιος 1912) δεν προέβλεπε τη διανομή εδαφών, σε αντίθεση με την ανάλογη συνθήκη μεταξύ Σερβίας – Βουλγαρίας (Φεβρουάριος 1912). Ωστόσο, αμφότερες οι συνθήκες προέβλεπαν τη διατήρηση των κυριευθέντων εδαφών, ενώ η Σερβο-βουλγαρική μοίραζε επιπλέον τα εδάφη της Μακεδονίας μεταξύ των δύο κρατών, καθώς καμία εκ των δύο δεν θεωρούσε ότι σε περίπτωση πολέμου η Ελλάδα θα επιτύγχανε σημαντικά εδαφικά κέρδη. Τόσο οι εξελίξεις επί του πεδίου όσο και οι αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως εκφράστηκαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου, ανέτρεψαν τα αρχικά σχέδια των βαλκάνιων συμμάχων.
Με τη παύση των εχθροπραξιών τον Μάϊο του 1913 η κατάσταση στη βαλκανική χερσόνησο είχε ως εξής: Η Βουλγαρία διεκδικούσε εδάφη που είχε ήδη καταλάβει ο Ελληνικός και ο Σερβικός Στρατός. Η Σερβία διεκδικούσε τα εδάφη της Μακεδονίας που ήδη είχε καταλάβει ενώ ήταν δυσαρεστημένη με τις εδαφικές απώλειες που της επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις στην ΄Ηπειρο, καθώς έθεταν εμπόδια στην έξοδό της στην Αδριατική. Η Ελλάδα, η οποία δεν δεσμεύονταν από καμία συνθήκη διανομής εδαφών, διεκδικούσε τα εδάφη της Μακεδονίας που είχε ήδη καταλάβει.
Επιπλέον, η πίεση που άσκησε η Βουλγαρία επί της Σερβίας στο περιθώριο των συζητήσεων για την επικύρωση της Συνθήκης του Λονδίνου προκειμένου η Σερβία να της παραχωρήσει τα εδάφη της Μακεδονίας που προέβλεπε η μεταξύ τους συνθήκη, οδήγησε σε όξυνση των σχέσεών τους και ακολούθως στη σύναψη μυστικής αμυντικής συμμαχίας μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας (1 Ιουνίου 1913).
Η Ελληνο-σερβική προσέγγιση ανησύχησε τη Βουλγαρία, η οποία έσπευσε ουσιαστικά να αναγνωρίσει τον ελληνικό έλεγχο επί της νότιας Μακεδονίας υπογράφοντας πρωτόκολλο με την Ελλάδα στις 21 Μάϊου για μόνιμη οριοθέτηση των μεταξύ τους δυνάμεων. Παρόλα αυτά, η Βουλγαρία συνέχισε να αμφισβητεί τα Σερβο-βουλγαρικά σύνορα, ενώ η Σερβία, επικαλούμενη άρθρο της μεταξύ τους συνθήκης, ζητούσε επανακαθορισμό της με την διαιτησία της Ρωσίας με το επιχείρημα ότι ήδη είχε απωλέσει εδάφη στην Ήπειρο. Η επιμονή της Βουλγαρίας στις διεκδικήσεις της αποξένωσε τη Ρωσία και οδήγησε στην άρση της υποστήριξής της. Η πρωτοβουλία Ελλάδας και Σερβίας για μείωση των χερσαίων δυνάμεων κατά το ένα τρίτο, ως μία ακόμη προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων στη Βαλκανική, απορρίφθηκε από τη Βουλγαρία, ενώ η ύστατη προσπάθεια διαμεσολάβησης της Ρωσίας (15 Ιουνίου 1913) για την επίλυση των διαφορών ακυρώθηκε από τους μαξιμαλιστικούς όρους που έθεσε η νέα κυβέρνηση της Βουλγαρίας.
Την 16η Ιουνίου, χωρίς να έχει κηρυχθεί πόλεμος, η βουλγαρική ανώτατη διοίκηση, υπό τον έλεγχο του Τσάρου Φερδινάνδου, διέταξε αιφνιδιαστική ταυτόχρονη επίθεση εναντίον των σερβικών και ελληνικών δυνάμεων.
Στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων ο Βουλγαρικός Στρατός, ήταν αναμφίβολα ισχυρότερος, καθώς διέθετε 12 μεραρχίες Πεζικού, 1 μεραρχία και 1 ταξιαρχία Ιππικού, κατανεμημένες σε 5 στρατιές.
Από την άλλη πλευρά, ο Ελληνικός Στρατός, υπό τη διοίκηση του Αρχιστράτηγου Βασιλιά Κωνσταντίνου Α , στη Μακεδονία διέθετε 8 μεραρχίες Πεζικού και 1 ταξιαρχία Ιππικού.
Το ελληνοβουλγαρικό θέατρο επιχειρήσεων εκτεινόταν από τον Αξιό ποταμό μέχρι την κοιλάδα του Νέστου (περιοχή Αξιού – Μοράβας – παραδουνάβια περιοχή Δοβρουτσάς –Τσατάλατζα – Παγγαίο όρος – περιοχή Θεσσαλονίκης).
Μέχρι τα μέσα Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι μετέφεραν τον όγκο των δυνάμεών τους έναντι των ελληνικών και σερβικών στρατευμάτων. Με διαταγή της Ανώτατης Βουλγαρικής Στρατιωτικής Διοίκησης, υπό τον έλεγχο του Τσάρου Φερδινάνδου, οι 2η και 4η Στρατιές επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά τις απογευματινές ώρες της 16ης Ιουνίου 1913 με σκοπό να καταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη των χωρών αυτών πριν επέμβουν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Tην κύρια επιθετική ενέργεια εκδήλωσε η 2η Βουλγαρική Στρατιά με διοικητή τον Στρατηγό Ιβανώφ. Τα πρώτα ελληνικά τμήματα που δέχτηκαν επίθεση ήταν αυτά της περιοχής του Παγγαίου όρους.
Τη νύχτα 16/17 Ιουνίου, λόγω δολιοφθορών από τους Βούλγαρους, διεκόπηκαν οι επικοινωνίες της VII Mεραρχίας προς τη Θεσσαλονίκη και της Ι Μεραρχίας με τα προκαλυπτικά της τμήματα, με το ελληνικό Γενικό Στρατηγείο να πληροφορείται τα γεγονότα στις 0530 της 17ης Ιουνίου. Διαπιστώνοντας ότι δεν επρόκειτο για συνηθισμένα μεθοριακά επεισόδια, το Γενικό Στρατηγείο ενημέρωσε την Κυβέρνηση και τον Αρχιστράτηγο Βασιλιά Κωνσταντίνο στην Αθήνα ζητώντας διαταγές για γενική επίθεση κατά των Βουλγάρων ή ανακατάληψη της περιοχής του Παγγαίου και απαλλαγή της Θεσσαλονίκης από τις εκεί βουλγαρικές δυνάμεις.
Στις 11.00 της 17ης Ιουνίου, μετά τη σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανακοίνωσε την ομόφωνη απόφαση για ανάληψη γενικής αντεπίθεσης. Στις 1500, ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Καλλάρης, διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας και υπεύθυνος για την ασφάλεια της Θεσσαλονίκης ζήτησε από τα βουλγαρικά στρατεύματα να παραδώσουν τον οπλισμό τους και να απομακρυνθούν με ειδική αμαξοστοιχία για Βουλγαρία. Οι Βούλγαροι δεν απάντησαν στο έγγραφο και πήραν αμυντικά μέτρα. Οι ελληνικές δυνάμεις του Στρατού και της Κρητικής Χωροφυλακής απέκλεισαν τους βουλγαρικούς στρατωνισμούς και άρχισαν να βάλουν με πυρά. Ακολούθησε γενική επίθεση των ελληνικών τμημάτων με αποτέλεσμα την παράδοση των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη.
Στον τομέα της Ι Μεραρχίας η βουλγαρική επίθεση εκδηλώθηκε τις απογευματινές ώρες της 17ης Ιουνίου. Τα προκαλυπτικά τμήματα στην περιοχή του όρους Βερτίσκου, αφού επιβράδυναν τον εχθρό, εγκαταστάθηκαν στην κύρια αμυντική τοποθεσία της Μεραρχίας μεταξύ λιμνών Λαγκαδά και Βόλβης.
Η Χ Μεραχία, που ήταν αναπτυγμένη βόρεια του Πολύκαστρου, δέχτηκε επίθεση τη νύχτα 16/17 Ιουνίου. Τα βουλγαρικά στρατεύματα αιχμαλώτισαν ολόκληρο σχεδόν τον ελληνικό λόχο προκαλύψεως και συνέχισαν την προέλασή τους, την οποία διέκοψαν οι ελληνικές δυνάμεις.
Δυτικά, στην περιοχή του Πολύκαστρου, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον τμημάτων της Χ Μεραρχίας ώστε να καταλάβουν τη γέφυρα του Αξιού και το απόγευμα της ίδιας ημέρας εισήλθαν στη Γευγελή. Καταλαμβάνοντας τη Γευγελή, αποκόπηκε η επικοινωνία του Ελληνικού με τον Σερβικό Στρατό.
Τη νύχτα της 17ης Ιουνίου 1913 η Βουλγαρία επιτέθηκε στον Σερβικό Στρατο, στον ποταμό Μπρεγκάλνιτσα, και στη συνέχεια στον Ελληνικό Στρατό, στη Νιγρίτα. Ο Σερβικός Στρατός αντιστάθηκε σθεναρά στην αιφνιδιαστική επίθεση, παρόλο που περισσότεροι στρατιώτες δεν γνώριζαν με ποιον μάχονταν, καθώς τα βουλγαρικά στρατόπεδα βρίσκονταν δίπλα στους Σέρβους και θεωρούνταν συμμαχικά. Οι δυνάμεις του Μαυροβουνίου που ήταν μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά έσπευσαν επίσης στη μάχη. Η βουλγαρική επίθεση αναχαιτίστηκε.
Στο μεταξύ, η Ρωσία, σε μια ύστατη προσπάθεια να προλάβει τη γενίκευση του πολέμου μεταξύ των τριών πρώην συμμαχικών βαλκανικών χωρών, προσκάλεσε το πρωί της 18ης Ιουνίου τους πρωθυπουργούς των χωρών αυτών για συνεννοήσεις. Ήταν όμως αργά, καθώς επιχειρήσεις διεξάγονταν ήδη στο σερβοβουλγαρικό μέτωπο.
Ο κύριος στόχος του ελληνικού Γενικού Στρατηγείου ήταν η διάσπαση της οχυράς βουλγαρικής γραμμής Κιλκίς – Λαχανά – Δοϊράνης, που, εάν επιτυγχάνετο, θα σήμαινε την οριστική απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο Ελληνικός Στρατός προήλασε ταχύτατα και κατατρόπωσε του Βουλγάρους στις μάχες Καλινόβου – Κιλκίς – Λαχανά (19 – 21 Ιουνίου 1913). Στις 20 Ιουνίου η Χ Μεραρχία κατέλαβε τη Γευγελή, η οποία άλλαξε χέρια για τρίτη φορά μέσα σ’ ένα χρόνο. Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και νίκησε τους Βούλγαρους στο Κιλκίς και ο πληθυσμός της εκδιώχθηκε. Η καθοριστική ήττα των Βουλγάρων στο Κιλκίς προκάλεσε την αντικατάσταση του Στρατηγού Σάβοφ με τον Στρατηγό Δημητρίεφ ως αρχιστράτηγο.
Μετά την κατάληψη του Κιλκίς η προέλαση του Ελληνικού Στρατού δεν ήταν αρκετά γρήγορη για να αποτρέψει την καταστροφή της Νιγρίτας, των Σερρών και του Δοξάτου, καθώς και τις σφαγές Ελλήνων αμάχων στο Σιδηρόκαστρο και το Δοξάτο από τον Βουλγαρικό Στρατό. Οι Βούλγαροι, έχοντας χάσει την πρωτοβουλία κινήσεων, υποχώρησαν προς τη Στρώμνιτσα και τις Σέρρες διαπράττοντας φοβερά εγκλήματα κατά των ελληνικών πληθυσμών.
Ο Ελληνικός Στρατός αναδιοργάνωσε τις δυνάμεις του και προχώρησε σε δύο κατευθύνσεις. Το ένα τμήμα προχώρησε ανατολικά και κατέλαβε τη Δυτική Θράκη και το άλλο προέλασε στην κοιλάδα του ποταμού Στρυμόνα, νικώντας τον Βουλγαρικό Στρατό στις μάχες της Δοϊράνης (23 Ιουνίου 1913) και του Μπέλες, και συνέχισε την προέλασή του βόρεια προς τη Σόφια. Οι Έλληνες συνέχισαν την καταδίωξη των Βουλγάρων και μετά τις νικηφόρες μάχες της Δοϊράνης (22 – 23 Ιουνίου), της Στρώμνιτσας (26 Ιουνίου) και του Ντεμίρ Χισάρ (σημερινό Σιδηρόκαστρο, 27 Ιουνίου), κατέλαβαν τις Σέρρες (28 Ιουνίου) και τη Δράμα (1 Ιουλίου).
Η επιτυχής προέλαση των ελληνικών δυνάμεων από τα Στενά της Κρέσνας προς το Σιμιτλή και τελικά προς την Τζουμαγιά συγκαταλέγεται στις τελευταίες επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού. Η μάχη που δόθηκε στις 14 Ιουλίου 1913 στην Άνω Τζουμαγιά (σημερινό Μπλαγκόεφγκραντ) ήταν αιματηρή. Η βουλγαρική αντεπίθεση που εκδηλώθηκε στα δύο άκρα της ελληνικής παράταξης από τις 15 έως τις 17 Ιουλίου απέτυχε. Η όλη επιχείρηση έληξε στις 18 Ιουλίου, την ημέρα της ανακωχής και της λήξης των πολεμικών επιχειρήσεων.
Από την πλευρά του ο Σερβικός Στρατός αντιμετώπισε τους Βουλγάρους σε σειρά μαχών, με κυριότερη αυτή της Μπρεγκαλνίτσα (17-26 Ιουνίου) και τους απώθησε προς την Ανατολή, στα παλιά τους σύνορα. Στις 27 Ιουνίου 1913 εισήλθε στο θέατρο επιχειρήσεων και η Ρουμανία, η οποία κατέλαβε χωρίς αντίσταση τη νότια Δοβρουτσά. Δύο ημέρες αργότερα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκμεταλλευόμενη τη δεινή θέση της Βουλγαρίας της κήρυξε τον πόλεμο και ανακατέλαβε την Ανατολική Θράκη με την οχυρωμένη της πόλη (Αδριανούπολη) στις 9 Ιουλίου 1913.
Στις 18 Ιουλίου η Βουλγαρία, αποδεχόμενη τις συνεχόμενες ήττες που υπέστη, επιζήτησε ανακωχή, καθώς αποκρούστηκαν οι βλέψεις της για τη δημιουργία μιας «Μεγάλης Βουλγαρίας».
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος επέμενε στη συνέχιση του πολέμου μέχρι την κατάληψη της Σόφιας, αλλά τελικά, λόγω της σερβικής αδράνειας και της κόπωσης του στρατού, πείστηκε για την αποδοχή της ανακωχής.
Στις 28 Ιουλίου 1913 υπογράφτηκε από τους εμπολέμους (Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία και Μαυροβούνιο από τη μία πλευρά και Βουλγαρία από την άλλη) η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία έληξε και τυπικά ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, ο οποίος ήταν αιφνίδιος –αν και δεν κηρύχτηκε επίσημα– και πιο φονικός και καταστροφικός από τον προηγούμενο.
Ο Ελληνικός Στρατός, με πίστη και αποφασιστικότητα, ανέλαβε και έφερε εις πέρας τον υπέρ πάντων αγώνα, παρά την πείσμονα αντίσταση του εχθρού, τον ανυπόφορο καύσωνα και την επιδημία χολέρας. Η ανατολική Μακεδονία και η δυτική Θράκη απελευθερώθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό μετά από αλλεπάλληλες φονικές μάχες και έχοντας υποστεί τεράστιες απώλειες.Η Ελλάδα, χάρη στην αυταπάρνηση και τη μαχητική ικανότητα των Eνόπλων Δυνάμεών της, διπλασίασε την έκτασή της και δέχθηκε στους κόλπους της πολλές χιλιάδες ομοεθνών. Η χώρα εξήλθε από τους βαλκανικούς πολέμους έχοντας πραγματοποιήσει ένα μεγάλο μέρος από τις εθνικές της διεκδικήσεις με την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Κρήτης.
Η χώρα μας πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, με 5.851 νεκρούς, 23.847 τραυματίες και 188 αγνοουμένους. Συνολικά, οι βουλγαρικές απώλειες έφθασαν τους 65.927 άνδρες (νεκρούς ή τραυματίες) και οι συμμαχικές, συμπεριλαμβανομένων Οθωμανών και Ρουμάνων τις περίπου 91.000 άνδρες.
Έναν χρόνο μετά τη λήξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου ακολούθησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, που θα έβαζε και πάλι σε πολεμικές περιπέτειες τα βαλκανικά κράτη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, (1934), Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος κατά των Βουλγάρων 1913, Αθήνα
Γενικό Επιτελείο Στρατού/ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, (1987), Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912–1913, Αθήνα.
―,(2012), O Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912–1913, τόμος Γ΄, Αθήνα.
―, (2012), Οι Κυριότερες μάχες του Ελληνικού Στρατού(1897–1956), Αθήνα.
Τζαβάρας Σ. Κ., (2008), Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Χαλκίδα.