Η μάχη της Δοϊράνης και η διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου. Η αρχή του τέλους του Μεγάλου Πολέμου (Σεπτέμβριος 1918)

Αρχιλοχίας (ΤΘΕΥ) Ανδρέας Λιούμπας

Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού

Στρατιωτικό – Ιστορικό Πλαίσιο

Η μάχη της Δοϊράνης, έλαβε χώρα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το διήμερο 18 και 19 Σεπτεμβρίου 1918. Ήταν μια επιθετική επιχείρηση τμημάτων της Αντάντ1 εναντίον βουλγαρικών δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο, στην ευρύτερη περιοχή της ομώνυμης λίμνης. Η επιχείρηση υλοποιήθηκε από τη Βρετανοελληνική Στρατιά, ένα τμήμα της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής, που συγκροτούνταν από εννέα μεραρχίες: τέσσερις βρετανικές, πέντε ελληνικές καθώς και ένα ελληνικό σύνταγμα ιππικού.

Η επιχείρηση αποτελούσε μέρος του σχεδίου γενικής επίθεσης σε όλο το εύρος του Μακεδονικού Μετώπου του Γάλλου στρατηγού Φρανσέ ντ’ Εσπρέ (Louis Franchet d’ Espèrey), αρχιστράτηγου της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής. Το σχέδιο απέβλεπε στην διάσπαση του μετώπου και την καταδίωξη του αντιπάλου σε μεγάλο βάθος. Η ανάληψη γενικής επιθέσεως αποφασίστηκε από τις κυβερνήσεις των Συμμάχων μετά από λεπτομερή αξιολόγηση της πολιτικής και στρατιωτικής κατάστασης. Οι συνθήκες που οδήγησαν στην αναβάθμιση της στρατηγικής αξίας του Μακεδονικού Μετώπου ήταν απόρροια των εξελίξεων στο Δυτικό και στο Ιταλικό Μέτωπο.

Συγκεκριμένα, στο Δυτικό Μέτωπο οι Γερμανοί, την άνοιξη του 1918, μετά την νίκη τους επί των Ρώσων, έθεσαν σε εφαρμογή την επιχείρηση «ΜΙΧΑΗΛ» και ανέλαβαν επίθεση σε όλο το Θέατρο Επιχειρήσεων. Η επιχείρηση σημείωσε, αρχικά, επιτυχία. Το Μάιο του 1918, μετά τη μάχη του Μάρνη, οι γερμανικές δυνάμεις βρίσκονταν, πλέον, κοντά στο Παρίσι. Τακτικά η επιχείρηση ήταν μια σημαντική νίκη των Γερμανών. Στρατηγικά όμως, η υλοποίηση της επιχείρησης σηματοδότησε την αρχή του τέλους των Κεντρικών Δυνάμεων2, καθώς εξώθησε τη Γερμανία, η οποία ήταν με διαφορά η ισχυρότερη της συμμαχίας, σε μια προσπάθεια πέρα των τότε υφιστάμενων δυνατοτήτων της.

Ειδικότερα, την άνοιξη του 1918 η Γερμανία δεν διέθετε γραμμές διοικητικής μέριμνας που να εκτείνονται σε βάθος εντός του γαλλικού εδάφους ενώ ταυτόχρονα υπέφερε από σημαντικές ελλείψεις σε κρίσιμα εφόδια. Περαιτέρω η επέκταση των γερμανικών τμημάτων στο έπακρο των επιχειρησιακών δυνατοτήτων τους και η ταυτόχρονη εξάντληση των εφεδρειών τους τα κατέστησε ευάλωτα σε Συμμαχική αντεπίθεση. Παράλληλα οι ανάγκες της επιχείρησης σε αριθμό ανδρών υποχρέωσαν στην απόσυρση του συνόλου σχεδόν των γερμανικών δυνάμεων από το Ιταλικό και το Μακεδονικό Μέτωπο. Συμπερασματικά η τακτική επιτυχία των Γερμανών εκτός του ότι ήταν πρόσκαιρη, καθώς οι δυνάμεις της δεν είχαν δυνατότητες εκμετάλλευσης της νίκης τους, δημιούργησε μια σειρά στρατηγικής φύσης προβλημάτων σε όλα τα μέτωπα του πολέμου.

Στον αντίποδα οι Σύμμαχοι, ενισχυμένοι με αμερικανικές δυνάμεις, εκμεταλλεύτηκαν το σφάλμα των Γερμανών και αντεπιτέθηκαν σε όλο το Δυτικό Μέτωπο συντρίβοντας τα γερμανικά τμήματα στον Μάρνη και στην Αμιένη. Ταυτόχρονα στο Ιταλικό Μέτωπο, οι αυστριακές δυνάμεις που επιχειρούσαν προς νότο καθηλώθηκαν από τις συμμαχικές ιταλικές. Έχοντας ανακτήσει την υπεροχή στο Δυτικό και Ιταλικό Μέτωπο και αντιλαμβανόμενες την ευκαιρία αξιοποίησης της στρατιωτικής αδυναμίας των Κεντρικών Δυνάμεων στο Μακεδονικό Μέτωπο οι συμμαχικές κυβερνήσεις εξουσιοδότησαν τον ντ’ Εσπρέ να προχωρήσει σε γενική επίθεση. Η ιδέα ήταν να τεθούν οι Κεντρικές Δυνάμεις μεταξύ «σφύρας και άκμονος» και ο ντ’ Εσπρέ θα ήταν αυτός που θα σφυροκοπούσε.

Η ταχύτητα εκδήλωσης της επίθεσης ήταν κρίσιμης σημασίας. Τη συγκεκριμένη στιγμή οι Σύμμαχοι διέθεταν σημαντική αριθμητική και ποιοτική υπεροχή. Συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1918 η Στρατιά Ανατολής διέθετε συνολικά περίπου 655.800 στρατιώτες και 1540 πυροβόλα, στις οποίες από την άνοιξη του 1918 συμπεριλαμβάνονταν και οι δέκα ελληνικές μεραρχίες. Απέναντι στις δυνάμεις της Αντάντ οι Κεντρικές Δυνάμεις παρέτασσαν 420.000 στρατιώτες και 1.345 πυροβόλα. Η απόσυρση όμως των Γερμανών είχε αλλάξει την σύνθεση των δυνάμεων: 356.000 στρατιώτες ήταν Βούλγαροι οι οποίοι θεωρούνταν χαμηλής μαχητικής αξίας.

Το σχέδιο του ντ’ Εσπρέ εκτός των στρατιωτικών παραμέτρων έλαβε υπόψη του και τις εθνικές βλέψεις των κρατών των οποίων τα στρατεύματα συμμετείχαν στον πόλεμο. Συνεπεία αυτού ανέθεσε την κύρια επίθεση στις Γαλλοσερβικές δυνάμεις στο κέντρο του μετώπου καθώς ο Σερβικός Στρατός αναμένονταν να πολεμήσει με σθένος για την ανακατάληψη εθνικών εδαφών. Ο Ελληνικός Στρατός, του οποίου οι εθνικές βλέψεις στρέφονταν προς την Ανατολική Μακεδονία, τοποθετήθηκε στον τομέα του Στρυμόνα, ενώ στις μειωμένες βρετανικές δυνάμεις ανατέθηκαν υποστηρικτικές και εκκαθαριστικές αποστολές, κυρίως αυτή της αξιοποίησης του πυροβολικού.

Η Μάχη της Δοϊράνης 18 – 19 Σεπτεμβρίου 1918

Εντός του παραπάνω πλαισίου έλαβε χώρα το διήμερο 18 και 19 Σεπτεμβρίου 1918 η μάχη της Δοϊράνης. Η μάχη διεξήχθη μεταξύ τμημάτων της Βρετανοελληνικής Στρατιάς και της 1ης Βουλγαρικής Στρατιάς στην περιοχή μεταξύ του Αξιού ποταμού και της ομώνυμης λίμνης. Η περιοχή ήταν ισχυρά οχυρωμένη καθώς ο εχθρός είχε οργανώσει τρεις διαδοχικές γραμμές άμυνας οι οποίες περιελάμβαναν από μία έως τρεις γραμμές συρματοπλεγμάτων.

Η γενική επίθεση στο μέτωπο ξεκίνησε την 14 Σεπτεμβρίου και πέτυχε γρήγορα τη διάσπαση των αμυντικών θέσεων στον τομέα της Γαλλοσερβικής Στρατιάς. Συγκεκριμένα το βράδυ της 16 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν την επίθεση στην περιοχή της Δοϊράνης, το ρήγμα που είχε δημιουργηθεί στην εχθρική διάταξη είχε ανάπτυγμα 25 χιλιομέτρων και μέσο βάθος 7 χιλιομέτρων. Κατά την αρχική αυτή φάση η Βρετανοελληνική Στρατιά είχε περιορισθεί στην καθήλωση του εχθρού μπροστά από το μέτωπο της καθώς και στην προπαρασκευή για ανάληψη επίθεσης σύμφωνα με το σχέδιο.

Η Βρετανοελληνική Στρατιά αποτελούνταν από δύο σώματα στρατού, το ΧΙΙ και το XVI, στα οποία υπάγονταν συνολικά πέντε ελληνικές μεραρχίες και ένα ελληνικό σύνταγμα ιππικού. Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης το XII Βρετανικό Σώμα Στρατού θα εκτελούσε επίθεση δυτικά της Δοϊράνης της οποίας θα ηγούνταν η Μεραρχία Σερρών και η 22η Βρετανική Μεραρχία, ενώ το XVI θα επιτίθονταν ανατολικά της λίμνης με τη Μεραρχία Κρήτης στην πρώτη γραμμή. Σκοπός των επιθέσεων ήταν καταρχήν να αγκιστρώσουν τις εχθρικές δυνάμεις προκειμένου να μην μπορούν να ενισχύσουν το μέτωπο στο σημείο που είχε επιτευχθεί το ρήγμα από τις Γαλλοσερβικές δυνάμεις. Στη συνέχεια προβλέπονταν προέλαση προς την κοιλάδα του Αξιού ποταμού προκειμένου να αποκόψουν την αποχώρηση του εχθρού.

Το XII Βρετανικό Σώμα Στρατού εκδήλωσε την επίθεσή του την 0500 της 18 Σεπτεμβρίου 1918. Η προπαρασκευή του πυροβολικού που προηγήθηκε διήρκησε δύο ημέρες. Το βρετανικό πυροβολικό κατέστρεψε τα συρματοπλέγματα της πρώτης και δεύτερης εχθρικής γραμμής ενώ επέφερε σοβαρές βλάβες στην τρίτη εχθρική γραμμή άμυνας. Την επίθεση ανέλαβαν η Μεραρχία Σερρών και η 22η Βρετανική Μεραρχία οι οποίες την πρώτη ημέρα της μάχης έδωσαν σκληρό αγώνα και υπέστησαν τρομακτικές απώλειες χωρίς ωστόσο να σημειώσουν εδαφικά κέρδη ή να κατορθώσουν να διασπάσουν την εχθρική άμυνα. Ενδεικτικά σημειώνεται πως το ελληνικό 3ο Σύνταγμα Σερρών, το οποίο είχε δοθεί ως ενίσχυση στην 22η Βρετανική Μεραρχία, είχε 15 αξιωματικούς και 131 οπλίτες νεκρούς καθώς και 44 αξιωματικούς και 620 οπλίτες τραυματίες.

Κατά την δεύτερη ημέρα της μάχης η Μεραρχία Σερρών κατόρθωσε να διεισδύσει στα κύρια αμυντικά έργα της εχθρικής τοποθεσίας αλλά οι υπόλοιπες βρετανικές δυνάμεις της 22ης Μεραρχίας αποδεκατίστηκαν και αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν. Ως συνέπεια αυτού η Μεραρχία Σερρών δέχτηκε καταιγιστικά πυρά από το σύνολο των εχθρικών δυνάμεων και υποχρεώθηκε σε σύμπτυξη. Η επίθεση στον δυτικό τομέα είχε αποτύχει ενώ οι συνολικές απώλειες των Βρετανών ανήλθαν σε 165 αξιωματικούς και 3.155 οπλίτες νεκρούς και τραυματίες και της Μεραρχίας Σερρών σε 173 αξιωματικούς και 2.514 οπλίτες. Μετά από τη μάχη η Μεραρχία Σερρών μεταφέρθηκε στα μετόπισθεν για αναδιοργάνωση.

Παράλληλα, το XVI Βρετανικό Σώμα Στρατού εξαπέλυσε την επίθεσή του από την άλλη κατεύθυνση την 0300 της 18 Σεπτεμβρίου. Την επίθεση είχε αναλάβει η Μεραρχία Κρήτης. Η Μεραρχία ξεκίνησε την προέλαση της χωρίς προπαρασκευή από το πυροβολικό το οποίο μέχρι και το πρώτο φως δεν είχε εμπλακεί στον αγώνα. Παρά τις διαδοχικές προσπάθειες των εμπρός τμημάτων κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν κατέστη δυνατή η διάσπαση της εχθρικής άμυνας ενώ η Μεραρχία υπέστη σημαντικές απώλειες. Την επομένη ημέρα δεν πραγματοποιήθηκε καμία επιθετική επιχείρηση και τη νύχτα της 19 προς 20 Σεπτεμβρίου αντικαταστάθηκε και έφτασε σε χωριό του Κιλκίς για αναδιοργάνωση. Οι απώλειες της Μεραρχίας ανήλθαν στους 11 αξιωματικούς και 131 οπλίτες νεκρούς καθώς και 33 αξιωματικούς και 540 οπλίτες τραυματίες.

Η επιθετική επιχείρηση στην περιοχή της Δοϊράνης είχε αποτύχει. Οι αιτίες της αποτυχίας είναι αρκετές. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι το ελληνικό προσωπικό της στρατιάς δεν είχε συνεργαστεί άλλη φορά με συμμαχικές δυνάμεις και δεν γνώριζε τις μεθόδους με τις οποίες ενεργούσαν τα βρετανικά στρατεύματα. Επίσης, η περιοχή, εκτός του ότι ήταν ισχυρά οργανωμένη, ήταν και άγνωστη στα ελληνικά στρατεύματα, καθώς δεν είχαν το κατάλληλο χρόνο για να εκτελέσουν τις απαραίτητες αναγνωρίσεις πριν την επίθεση. Σε κάθε περίπτωση η μάχη ήταν μια βαριά ήττα με υψηλό αριθμό απωλειών για τους Συμμάχους. Ο Έλληνας αρχιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής διαμαρτυρήθηκε στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο τονίζοντας πως τα ελληνικά στρατεύματα, παρόλο που ηγήθηκαν των επιθετικών ενεργειών, εγκαταλείφθηκαν από τους Βρετανούς με αποτέλεσμα να υποστούν βαριές απώλειες.

Όμως παρά το υψηλό τίμημα και την αποτυχία διάσπασης της εχθρικής άμυνας ο μείζον αντικειμενικός σκοπός της αγκίστρωσης των εχθρικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή επιτεύχθηκε. Καθηλωμένοι στις θέσεις τους και αμυνόμενοι οι Βούλγαροι δεν κατόρθωσαν να αποστείλουν έγκαιρα εφεδρείες προς αποκατάσταση του μετώπου στο σημείο του ρήγματος. Συνεπεία αυτού ο ντ’ Εσπρέ έσπευσε να εκμεταλλευτεί το κενό διεισδύοντας σε βάθος στα Βαλκάνια με σκοπό την συντριβή των εχθρικών δυνάμεων.

Την 28 Σεπτεμβρίου 1918, δέκα ημέρες μετά την μάχη της Δοϊράνης η Βουλγαρία συνθηκολόγησε. Ακολούθησε την 30 Οκτωβρίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Μούδρο. Η Αυστροουγγαρία βρέθηκε σε πολιτική αναταραχή εξαιτίας της προέλασης της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής και απώλεσε την εσωτερική συνοχή της. Η Δυαδική Μοναρχία τελικά υπέστη συντριπτική ήττα στο πεδίο την 24 Οκτωβρίου και συνθηκολόγησε στις 3 Νοεμβρίου. Τέλος η Γερμανία, υπό το φως των εξελίξεων στα μέτωπα του πολέμου, κατέρρευσε πολιτικά και συνθηκολόγησε την 11 Νοεμβρίου 1918. Την ίδια ημέρα ενημερώθηκε ο ντ’ Εσπρέ για το πέρας των επιθετικών ενεργειών. Το σφυρί είχε χτυπήσει στο αμόνι. Ο Μεγάλος Πόλεμος είχε λήξει και η αρχή του τέλους είχε ξεκινήσει στο Μακεδονικό Μέτωπο.

1 Αντάντ ή «Εγκάρδια Συννενόηση» ήταν η συμμαχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανία (1904). Μετά την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μετατράπηκε στην Τριπλή Αντάντ με την εισδοχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας καθώς και της Σερβίας και του Βελγίου, Αργότερα συνασπίστηκαν η Ιαπωνία (1914), η Ιταλία (1915), η Ρουμανία (1916), οι ΗΠΑ και η Ελλάδα (1917)

2 Η συμμαχία των Κεντρικών Δυνάμεων ή Τετραπλή Συμμαχία αποτελούνταν από την Γερμανία, την Αυστροουγγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία

Προηγούμενα Ιστορικά Γεγονότα