Η μάχη του Ρίμινι (14-21 Σεπτεμβρίου 1944)

Η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία συγκροτήθηκε την 31 Μαΐου 1944 στην Ινσαρίγιε του Λιβάνου, όπου εκπαιδεύτηκε στον ορεινό αγώνα. Ήταν συνολικής δύναμης 3.377 ανδρών και περιλάμβανε τρία τάγματα Πεζικού, το III Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού, λόχο Μηχανικού, τμήμα Διαβιβάσεων, τμήμα Πεδινού Χειρουργείου, λόχο Ενισχύσεων, ομάδα Στρατονομίας και τμήματα υποστήριξης Διοικητικής Μέριμνας. Διοικητής της ήταν ο Συνταγματάρχης Πεζικού Θρασύβουλος Τσακαλώτος.

Στις 11 Αυγούστου 1944, η Ταξιαρχία μεταφέρθηκε από το λιμάνι της Χάιφας στην Ιταλία, στο λιμάνι του Τάραντα, με το υπερωκεάνιο «Ρουίς» και προωθήθηκε οδικά και σιδηροδρομικά προς το Σπολέτο και στη συνέχεια στην περιοχή Κατολίνα, προκειμένου να λάβει μέρος στις συμμαχικές επιχειρήσεις, με αντικειμενικούς σκοπούς τη διάσπαση της γραµµής των Βορείων Απέννινων, της λεγόμενης «Γοτθικής Γραμμής».

Το γερμανικό σχέδιο για τη συγκράτηση των συµµαχικών στρατευμάτων στην Ιταλία το είχε καθορίσει ο ίδιος ο Χίτλερ από τον Ιούλιο του 1943. Προέβλεπε την εγκατάλειψη οποιουδήποτε τομέα, νότια της «Γοτθικής Γραµµής» και την αμυντική εγκατάσταση στις νοτιοανατολικές προσβάσεις της. Οι εργασίες οχύρωσης της «Γοτθικής Γραµµής», της οποίας το συνολικό ανάπτυγμα ήταν περίπου 350 χιλιόμετρα, άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1943.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1944, η III EOT τέθηκε υπό τις διαταγές της 5ης Καναδικής Μεραρχίας και διατάχθηκε να μετακινηθεί στην περιοχή της Σάντα Μαρία Πιετραφίττα, οκτώ χιλιόμετρα από τη γραµµή του μετώπου. Την ίδια ημέρα, το Σύνταγμα Πυροβολικού της Ταξιαρχίας μετακινήθηκε στην περιοχή του ποταμού Μετάουρο και εντάχθηκε στο πυροβολικό του 1ου Καναδικού Σώματος Στρατού. Στις 5 Σεπτεμβρίου, το πυροβολικό της Ταξιαρχίας έκανε έναρξη του αγώνα της συμμετέχοντας στην προσβολή µε πυρά της εχθρικής τοποθεσίας του Κοριάνο (δυτικά του Ριτσιόνε). Η είσοδος της Ταξιαρχίας στη ζώνη των επιχειρήσεων και η συµµετοχή της στον αγώνα µε το πυροβολικό χαιρετίσθηκε µε μεγάλο ενθουσιασμό. Το ελληνικό πυροβολικό συνέχισε τη δράση του και τις δύο επόμενες ημέρες και έριξε συνολικά εναντίον εχθρικών στόχων της τοποθεσίας του Κοριάνο 3.648 εκρηκτικά βλήματα, ενώ προσέφερε και τις πρώτες θυσίες µε τον τραυματισμό τριών οπλιτών, από τους οποίους ο ένας έχασε τη ζωή του.

Η αμυντική τοποθεσία καλυπτόταν από θάμνους και καλλιεργημένες εκτάσεις έχοντας – κάθετες προς τις κατευθύνσεις επίθεσης – υδάτινες γραμμές, δηλαδή ποτάμια και χειμάρρους. Ήταν ισχυρά οργανωμένη, με παραλλαγμένα χαρακώματα, πολυβολεία και ναρκοπέδια. Από τα μεσάνυχτα της 9ης έως τη 13η Σεπτεμβρίου, αναπτύχθηκε έντονη εχθρική δραστηριότητα με πτήσεις και προσβολές της εχθρικής αεροπορίας, όπλων καμπύλης τροχιάς καθώς και εκατέρωθεν περιπολιακή δραστηριότητα.

Την επίθεση εναντίον του Ρίμινι, στις 14 Σεπτεμβρίου, ανέλαβε η 1η Καναδική Μεραρχία, στην οποία υπαγόταν η ΙΙΙ Ταξιαρχία. Αυτή συγκεντρώθηκε νότια του ποταμού Μαράνο με στόχο την προώθηση πέρα από αυτόν και με επιθετική κίνηση προς βορειοδυτικά, να ενεργήσει κυκλωτικά από δυτικά, προς το Ρίμινι. Οι Γερμανοί κατείχαν με τμήματα της 1ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών και της Μεραρχίας Τουρκομάνων, τα υψώματα βόρεια και βορειοδυτικά του ποταμού.

Η Ελληνική Ταξιαρχία διατάχθηκε να εκτοξεύσει νυχτερινή επίθεση εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας. Η ζώνη ενεργείας της καθορίστηκε μεταξύ των οδών Ντελ-Φιούμε και υπ’ αριθμόν 16, με τελικό στόχο την κατάληψη της πόλης του Ρίμινι. Την επίθεσή της θα κάλυπτε από αριστερά η 3η Καναδική Ταξιαρχία και από δεξιά η 41η Ίλη Καναδών Δραγόνων.

Το σχέδιο επιχειρήσεων της Ταξιαρχίας προέβλεπε την επίθεση σε διαφορετικούς χρόνους για την εκκαθάριση πρώτα των εχθρικών δυνάμεων στο αριστερό της παρατάξεως προς αποφυγή πλευροκοπήσεως και την διαδοχική ισχυρή υποστήριξη Πυροβολικού και σε τρείς κατευθύνσεις, με το 3ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ανδρέα Λουτεράκη, από 00:30 προς Μπατάρα – Κάζα Μαλτόνι, το 1ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Ιωάννη Καραβία, από 02:00 προς Κάζα Μοναλτίνι, το 2ο Τάγμα υπό τον Ταγματάρχη Σοφοκλή Τζανετή από 03:45, ενεργώντας προς Κάζα Νοντιτσέλι.

Παρά την πείσμονα γερμανική αντίσταση, το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου τα ελληνικά τμήματα πέτυχαν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς. Στις 15 Σεπτεμβρίου η Ταξιαρχία, συνεχίζοντας με αμείωτη ένταση την προέλασή της, κατέλαβε τη γραμμή Καζαλέκιο – Νοτιοδυτική Γωνία του Αεροδρομίου του Ρίμινι – Γέφυρα ποταμού Μαράνο, ενώ τις επόμενες δύο ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να κάμψουν τη γερμανική αντίσταση και να καταλάβουν το αεροδρόμιο. Στις 19 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες μαζί με τους Καναδούς διέβησαν τον Ροντέλλα ποταμό και κατευθύνθηκαν προς το Ρίμινι. Την επομένη εκτοξεύθηκε η κύρια ελληνική επίθεση για την κατάληψη της πόλης.

Τα τάγματα θα ενεργούσαν µε ταχύτητα για την κατάληψη του Ρίµινι. Συγκεκριμένα, το 2ο Τάγμα θα καταλάβανε το ανατολικό τμήμα της πόλης, από τη σιδηροδρομική γραµµή µέχρι την ακτή, το 3ο Τάγμα το κέντρο της και το 2ο Τάγμα θα την παρέκαµπτε από τη δυτική παρυφή. Αμέσως μετά και τα τρία τάγματα θα καταλάμβαναν και θα εξασφάλιζαν τις γέφυρες του ποταμού Μαρέκεια, στη βόρεια παρυφή της πόλης.

Στις 06:45 της 21ης Σεπτεμβρίου το 2ο Τάγμα έφτασε στον ποταμό Αούζα στο κέντρο της πόλης. Σε μικρό χρονικό διάστημα εξουδετέρωσε τοπικές νησίδες αντίστασης που είχαν αφήσει οι Γερμανοί προς υποβοήθηση της υποχώρησής τους και εισήλθε στην πόλη στις 07:15, κατέλαβε µε λόχο το Δημαρχείο και ύψωσε εκεί την πολεμική σημαία του. Παράλληλα, το 3ο Τάγμα, προωθήθηκε προς την τοποθεσία, την οποία και κατέλαβε.

Στις 07.30 ο δήμαρχος του Ρίμινι παρουσιάστηκε στον Διοικητή του 2ου Λόχου

του 3ου Τάγματος, Λοχαγό Αποστολάκη Μιχαήλ και του ανέφερε ότι είναι έτοιμος να παραδώσει την πόλη στις ελληνικές δυνάμεις συντάσσοντας σχετικό πρωτόκολλο.

«Ἐν Σάντα Μαρία ντέ λά Κολονέλι, σήμερον τήν 21ην Σεπτεμβρίου ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος Πέμπτην τοῦ χιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ τεσσαρακοστοῦ τετάρτου ἔτους (1944) καί ὥραν 7.30 ἡ κάτωθι ὑπογεγραμμένη ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἐκ τοῦ Μπορτόνι Γκομπέριο ὡς Προέδρου καί Μπορτόνε ΡόμολοΝτέλ Πράτο Μπάντζιο, ὡς μελῶν,ἁπάντων μελῶν τοῦ ἀντιφασιστικοῦ κόμματος ἀπελευθερώσεως τῆς πόλεως (τῶν λοιπῶν ἐγκαταλειψάντων ταύτην) παρουσιασθέντες εἰς τάς προπορευομένας Ἑλληνικάς δυνάμεις, ἤτοι εἰς τόν Διοικητήν τοῦ 2ου Λόχου 3ου Τάγματος III EOT, Λοχαγό Ἀποστολάκην Μιχαήλ.ΠαραδίδομενΤήν πόλιν τοῦ Ρίμινι ἄνευ ὅρων. Εἰς τάς Ἑλληνικάς δυνάμεις ἐπαφίεται ἐν λευκῷ ἡ τήρησις τῆς τάξεως καί ἡ προστασία τοῦ πληθυσμοῦ».

Αφού συντάχθηκε στα ελληνικά, ιταλικά και αγγλικά το πρωτόκολλο υπογράφηκε και θεωρήθηκε από τον Διοικητή του 3ου Τάγματος. Έτσι, από τις 09:00 της 21ης Σεπτεμβρίου 1944 το Ρίμινι βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο των Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια τελετής που πραγματοποιήθηκε στην πόλη αποδόθηκαν τιμές στην Πολεμική Σημαία του 2ου Τάγματος και η ΙΙΙ Ταξιαρχία ονομάστηκε τιμητικά «Ταξιαρχία Ρίμινι». Από τις 27 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 1944 η Ταξιαρχία συνέχισε με επιτυχία τις επιθετικές της επιχειρήσεις, αυτή την φορά υπό νέα διοίκηση, της 2ας Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, και στη συνέχεια αποχώρησε από την Ιταλία, επαναπατριζόμενη στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα με το ατμόπλοιο «Αλκαντάρα».

Οι απώλειες της ΙΙΙ ΕΟΤ, από την είσοδό της στις επιχειρήσεις στην Ιταλία μέχρι την κατάληψη του Ρίμινι, ανήλθαν σε 6 αξιωματικούς και 72 οπλίτες νεκρούς και σε 19 αξιωματικούς και 169 οπλίτες τραυματίες, δηλαδή στο 10% των συνολικών δυνάμεων ή

στο 20% των ταγμάτων πεζικού που έφεραν το βάρος του αγώνα. Το μέγεθος των απωλειών δείχνει την προσπάθεια που καταβλήθηκε, την αξία των στελεχών και την πίστη όλων για τη νίκη.

Ο Διοικητής της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Sir Berrnard Freyberg στην ειδική ημερησία Διαταγή της 20ής Οκτωβρίου 1944 ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Με μεγάλη λύπη αποχαιρετούμε την 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Στην Ιταλία, μαχόμενοι με γενναιότητα και επιτυχία, αποκτήσατε φήμη για την οποία μπορείτε δίκαια να υπερηφανεύεστε. Όταν η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία τέθηκε υπό τη διοίκησή μου το εξέλαβα ως τιμή […]. Με τα κατορθώματά σας σε Ρίμινι και Ρουβίκωνα προσθέσατε άλλη μία σελίδα στην ένδοξη Ιστορία του Στρατού σας· και φανήκατε αντάξιοι των μεγάλων παραδόσεων του Έθνους που ανέκαθεν πίστευε ότι ή “Ελευθερία σημαίνει Ευτυχία” […]. Τώρα φεύγετε από την Ιταλία για τη γη της Πατρίδας σας. Παίρνοντας μαζί

σας τις εγκάρδιες ευχές, όχι μόνον για τον Ελληνικό Στρατό, αλλά και για τον Ελληνικό Λαό για τον οποίο τρέφουμε βαθιά και αιώνια εκτίμηση. Καλή τύχη και στην ευχή του Θεού από όλους τους αξιωματικούς και άνδρες της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας».

Ο διοικητής, εξάλλου, των συμμαχικών στρατευμάτων Alexander σε έκθεσή του με τίτλο «Οι συμμαχικοί στρατοί στην Ιταλία από τις 3 Σεπτεμβρίου 1943 ως τις 12 Δεκεμβρίου 1944», σημείωνε για τη δράση της Ταξιαρχίας: «Στις 20 Σεπτεμβρίου, έπειτα από πάλη χωρίς ελπίδα, εκκαθαρίστηκε το Σαν Φορτουνάτο και στη διάρκεια της νύχτας οι Έλληνες, υπό τη διοίκηση της 1ης Καναδικής Μεραρχίας, εισήλθαν στο Ρίμινι. Ήμουν

ευτυχής, γιατί η επιτυχία αυτή είχε τόσο έγκαιρα λαμπρύνει τα πεπρωμένα της ηρωικής αυτής χώρας, που ήταν η μόνη μαχόμενη σύμμαχος στο πλευρό μας σε στιγμές ζοφερές, και γιατί μια νέα νίκη στην Ιταλία είχε προστεθεί στη δόξα που αποκτήθηκε στα βουνά της Αλβανίας».

Οι Έλληνες στη μάχη του Ρίμινι διεξήγαγαν σκληρό αγώνα εναντίον εχθρού άρτια εξοπλισμένου, με ισχυρή οχύρωση, και μόνον ο ηρωισμός και η αυτοθυσία τους οδήγησαν στο νικηφόρο αποτέλεσμα. Η κατάληψη της πόλης διευκόλυνε τη συμμαχική προέλαση προς τον Ρουβίκωνα ποταμό και συνέβαλε αποφασιστικά στην απελευθέρωση της ιταλικής χερσονήσου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Προηγούμενα Ιστορικά Γεγονότα