Η Μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.)

Το περσικό βασίλειο, στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., έχοντας υποτάξει όλες τις γειτονικές του περιοχές, επιχείρησε να επεκταθεί προς τη Δύση. Έπειτα από δύο αποτυχημένες προσπάθειες του πανίσχυρου βασιλιά Δαρείου για την κατάληψη ελληνικών εδαφών, οι οποίες έληξαν άδοξα το 490 π.Χ., με τη μάχη στον Μαραθώνα, την αποστολή αυτή ανέλαβε ο γιος και διάδοχός του στον θρόνο, Ξέρξης. Η εκστρατεία του στην Ελλάδα μας είναι γνωστή κυρίως από το έργο του Ηροδότου (5ος αι. π.Χ.) και από περιγραφές άλλων αρχαίων συγγραφέων, όπως ο Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αι. π.Χ.) και ο Πλούταρχος (1ος αι. μ.Χ.).

Η εκστρατεία του Ξέρξη ήταν συνδυασμένη επιχείρηση στρατού και στόλου και η προετοιμασία της, η οποία διήρκεσε τέσσερα χρόνια, ήταν από κάθε άποψη πρωτόγνωρη. Ο στρατός αποτέλεσε τη μεγαλύτερη δύναμη που είχε συγκεντρωθεί ποτέ ως τότε, με πολεμιστές από 46 διαφορετικά έθνη. Το πεζικό υπολογιζόταν από τον Ηρόδοτο σε 1.700.000 άνδρες, οι οποίοι μαζί με τους συνοδούς και τους αμάχους θα έφθαναν σε περίπου 5.000.000. Οι αριθμοί αυτοί σήμερα θεωρούνται υπερβολικοί και οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι η δύναμη του πεζικού πρέπει να κυμαινόταν από 150.000 έως 400.000 άνδρες.

Η αντίδραση των Ελλήνων

Την άνοιξη του 480 π.Χ. ο Ξέρξης πέρασε από τον Ελλήσποντο στην ευρωπαϊκή ακτή, ενώ ολόκληρες περιοχές μέχρι τη Θεσσαλία τού είχαν ήδη παραχωρήσει «γῆν καὶ ὕδωρ». Οι νοτιότερες ελληνικές πόλεις – κράτη, από τις οποίες η Σπάρτη διέθετε τον ισχυρότερο στρατό και η Αθήνα το ισχυρότερο ναυτικό, αποφάσισαν να συμμαχήσουν εναντίον του κοινού εχθρού ξεπερνώντας τις εσωτερικές τους έριδες. Πριν ακόμη ξεκινήσει η εκστρατεία, το φθινόπωρο του 481 π.Χ., πραγματοποίησαν συνέδριο στον Ισθμό της Κορίνθου και συμφώνησαν στο αμυντικό τους σχέδιο, το οποίο έριχνε το βάρος στις θαλάσσιες επιχειρήσεις προβλέποντας άμυνα και στην ξηρά.

Έπειτα από την αποτυχημένη προσπάθεια προστασίας του στενού των Τεμπών, αποφάσισαν να αμυνθούν στο αμέσως επόμενο σημαντικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα, αυτό των Θερμοπυλών, στέλνοντας ταυτόχρονα τη ναυτική τους δύναμη στο Αρτεμίσιο, στη βόρεια Εύβοια. Η αρχηγία του στρατού και του στόλου δόθηκε ομόφωνα στη Σπάρτη: αρχηγός του στόλου ορίστηκε ο ναύαρχος των Σπαρτιατών Ευρυβιάδης και του στρατού ο Λεωνίδας, βασιλιάς των Σπαρτιατών.

Η τοποθεσία των Θερμοπυλών

Οι «Θερμοπύλαι» ή «Πύλαι» ονομάζονταν έτσι λόγω των θερμών πηγών που υπήρχαν στην περιοχή και του στενού περάσματος, των τριών «πυλών» που διαμορφώνονταν ανάμεσα στις απολήξεις του όρους Καλλίδρομο και τη θάλασσα. Σήμερα, το τοπίο στην περιοχή είναι πολύ διαφορετικό, αφού οι προσχώσεις του Σπερχειού ποταμού έχουν επεκτείνει την ξηρά προς τη θάλασσα κατά περίπου πέντε χιλιόμετρα, ενώ στην αρχαιότητα το πέρασμα ήταν ακριβώς δίπλα στην ακτή, μάλιστα σε ορισμένα σημεία ήταν τόσο στενό ώστε χωρούσε να περνά μόνο μία άμαξα.

Η διάβαση αυτή δεν ήταν η μοναδική προς τη νότια Ελλάδα, παρουσίαζε, όμως, σημαντικά στρατηγικά πλεονεκτήματα: ήταν σχεδόν επίπεδη, μπορούσε να υποστηριχθεί από τον στόλο και δεν επέτρεπε την ανάπτυξη της χερσαίας δύναμης του εχθρού. Εδώ οι Έλληνες, ιδιαίτερα οι Λακεδαιμόνιοι, μπορούσαν να αξιοποιήσουν τα σημεία στα οποία υπερτερούσαν έναντι των Περσών: ήταν καλά γυμνασμένοι, ευκίνητοι, με όπλα βαρύτερα και αποτελεσματικότερα, ενώ η οπλιτική φάλαγγα που σχημάτιζαν κατά τη μάχη, ένα συμπαγές κινούμενο μεταλλικό τείχος από ασπίδες και δόρατα, ήταν κυριολεκτικά αήττητη.

Οι ελληνικές δυνάμεις υπό τον Λεωνίδα

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η δύναμη των Ελλήνων ήταν 6.000 άνδρες, οι περισσότεροι Πελοποννήσιοι, από τους οποίους οι 300 ήταν βαριά οπλισμένοι Σπαρτιάτες, επιλεγμένοι ανάμεσα στους πολίτες που είχαν γιους, ώστε να μη χαθεί η οικογένειά τους. Ο στρατός αυτός αποτελούσε ουσιαστικά τις «προφυλακές» των συμμάχων, ενώ η κύρια δύναμη θα έφθανε αργότερα, μετά τη λήξη της γιορτής των Καρνείων στη Σπάρτη και των Ολυμπιακών Αγώνων, οι οποίοι επίσης τελούνταν εκείνες τις ημέρες στην Ηλεία.

Φθάνοντας στις Θερμοπύλες, γύρω στα μέσα Αυγούστου, οι Έλληνες ανοικοδόμησαν το τείχος που είχαν κτίσει παλαιότερα οι Φωκείς για την άμυνα των στενών και στρατοπέδευσαν στο εσωτερικό του. Παράλληλα, μερίμνησαν για τη φύλαξη της Ανοπαίας ατραπού, του ορεινού μονοπατιού που οδηγούσε στα νώτα του στρατοπέδου τους, μάλιστα την αποστολή αυτή ανέλαβαν οι 1.000 Φωκείς, επειδή γνώριζαν καλύτερα την τοποθεσία. Στο μεταξύ, ο στρατός του Ξέρξη προσέγγισε τις Θερμοπύλες χωρίς να έχει συναντήσει αντίσταση και υπό την άμεση πια απειλή του, αρκετοί από τους Πελοποννήσιους υποστήριξαν ότι έπρεπε να αποσυρθούν και να ανασυνταχθούν στον Ισθμό. Ο Λεωνίδας, όμως, και ορισμένοι ακόμη τάχθηκαν υπέρ της παραμονής τους στα στενά.

Οι πρώτες συγκρούσεις

Επί τέσσερις ημέρες ο Ξέρξης παρέμενε αδρανής, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες θα αποχωρούσαν, αλλά όταν έστειλε αγγελιοφόρους για να τους ζητήσουν να καταθέσουν τα όπλα τους έλαβε από τον Λεωνίδα την περίφημη απάντηση «μολὼν λαβέ». Την πέμπτη ημέρα αποφάσισε να επιτεθεί, οι πολεμιστές του, όμως, συνάντησαν σκληρή αντίσταση, το ίδιο και οι «αθάνατοι», το επίλεκτο σώμα Περσών της βασιλικής φρουράς (ονομάζονταν έτσι γιατί ο αριθμός τους παρέμενε πάντα αμείωτος στους 10.000). Ο χώρος ήταν πολύ στενός, η ατμόσφαιρα αποπνικτική λόγω των θερμών υδρατμών, οι ασπίδες και τα δόρατά τους ήταν μικρά, κατάλληλα για ανοιχτό πεδίο μάχης, ενώ δεν μπορούσαν σε αυτές τις συνθήκες να εκμεταλλευθούν την αριθμητική τους υπεροχή.

Οι Λακεδαιμόνιοι, πιο έμπειροι σε τέτοιου είδους αναμετρήσεις, απέδειξαν ότι πράγματι κατείχαν άριστα την τέχνη του πολέμου, εκτελώντας με απόλυτη ακρίβεια τους ελιγμούς τους. Προσποιούμενοι ότι υποχωρούν, υποχρέωναν τους Πέρσες να τους καταδιώκουν, τους εγκλώβιζαν στο στενότερο σημείο του περάσματος και συγκρούονταν μαζί τους σε μάχη σώμα με σώμα, προκαλώντας τους αναρίθμητες απώλειες. Οι Πέρσες υιοθέτησαν διάφορους τρόπους επίθεσης, στο τέλος όμως αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν. Τη δεύτερη ημέρα επανέλαβαν την επίθεση, αλλά είχαν τα ίδια αποτελέσματα. Οι Έλληνες ήταν χωρισμένοι σε τάγματα, ανάλογα με τις φυλές τους, και εναλλάσσονταν στη μάχη, πολεμούσαν όμως με μεγάλο μένος και δεν δέχονταν να αντικατασταθούν όπως προβλεπόταν.
Ο Ξέρξης ήταν πια σε αμηχανία, όταν παρουσιάστηκε ο Εφιάλτης από τη Μαλίδα, ο οποίος του αποκάλυψε ότι η θέση των Λακεδαιμονίων ήταν προσπελάσιμη από την Ανοπαία ατραπό. Αμέσως, το ίδιο βράδυ, οι «αθάνατοι» ξεκίνησαν ολονύχτια πορεία και χωρίς να γίνουν αντιληπτοί έφθασαν την αυγή στην κορυφή του βουνού, αιφνιδιάζοντας τους Φωκείς που φρουρούσαν το μονοπάτι.

Η ύστατη αντίσταση των Ελλήνων
Οι Έλληνες βρέθηκαν σε δύσκολη θέση και αρκετοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής για τις πόλεις τους. Στο πέρασμα παρέμειναν μόνο οι 300 Σπαρτιάτες, οι 700 Θεσπιείς, και οι 400 Θηβαίοι. Η επίθεση των Περσών ξεκίνησε με την ανατολή του ήλιου, ενώ οι «αθάνατοι» είχαν ξεκινήσει την καθοδική τους πορεία.

Με τη νέα αυτή κατάσταση, οι Έλληνες μετέβαλαν την τακτική τους: ενώ τις προηγούμενες ημέρες έδιναν μάχη στη στενωπό προσπαθώντας να υπερασπίζουν το προστατευτικό τείχος, τώρα βγήκαν στο πλατύτερο μέρος του περάσματος. Πολέμησαν σκληρά, με μανία, προσπαθώντας να επιφέρουν όσο το δυνατό περισσότερες απώλειες στον εχθρό προτού κυκλωθούν. Πολλοί Πέρσες σκοτώθηκαν, έπεσαν στη θάλασσα ή ποδοπατήθηκαν από τους συμπολεμιστές τους, ανάμεσά τους και οι δύο αδελφοί του Ξέρξη. Αλλά αυτή τη φορά είχαν και οι Έλληνες σημαντικές απώλειες, με πιο σοβαρή αυτή του ίδιου του Λεωνίδα, πάνω από το σώμα του οποίου έλαβε χώρα πολύωρη σφοδρή μάχη.

Όταν οι «αθάνατοι» έφθασαν στα νώτα τους, οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον λόφο του Κολωνού, όπου αγωνίστηκαν με μάχαιρες, ακόμη και με τα χέρια και με τα δόντια. Εκεί, όμως, κυριολεκτικά εξοντώθηκαν από το ισχυρότερο περσικό όπλο, τους τοξότες. Οι υπερασπιστές των Θερμοπυλών, 300 Λακεδαιμόνιοι και 700 Θεσπιείς, σκοτώθηκαν όλοι. Οι μόνοι που επέζησαν ήταν ορισμένοι Θηβαίοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, σημαδεύτηκαν ως δούλοι με εντολή του Ξέρξη, και δύο Σπαρτιάτες, από τους οποίους ο ένας αυτοκτόνησε μη μπορώντας να αντέξει τη ντροπή, ενώ ο άλλος κατάφερε να αποκαταστήσει την τιμή του πολεμώντας στις Πλαταιές, έναν χρόνο αργότερα. Οι συνολικές απώλειες των Περσών έφθασαν τους 20.000 νεκρούς.

Ο απόηχος της μάχης

Η κατάληξη της μάχης στις Θερμοπύλες ήδη από την αρχαιότητα αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ήττα και περισσότερο σαν νίκη. Η θυσία του Λεωνίδα και των 300 ανδρών του παρέμεινε χαραγμένη στη μνήμη ως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της σπαρτιατικής ανδρείας, του στρατιωτικού καθήκοντος και της θυσίας για την ελευθερία. Η μικρή εκείνη δύναμη κατόρθωσε να διαφυλάξει την υποχώρηση των υπόλοιπων συμμάχων, ενώ παράλληλα καθυστέρησε σημαντικά την πορεία του Ξέρξη, προξένησε απώλειες στο στράτευμά του και τόνωσε το ηθικό των Ελλήνων, αποδεικνύοντας ότι υπήρχε έστω μια ελληνική δύναμη που μπορούσε να αντισταθεί στον πανίσχυρο βασιλιά.

Οι νεκροί μαχητές τάφηκαν εκεί όπου φονεύθηκαν, στον λόφο του Κολωνού, και στο μνημείο τους είχαν χαραχθεί τα επιγράμματα του γνωστού ποιητή Σιμωνίδη του Κείου, ένα για τους Πελοποννήσιους και ένα ειδικά για τους Λακεδαιμόνιους:

«ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι».

Η υπεράσπιση των Θερμοπυλών προξένησε αμέσως μεγάλη εντύπωση σε όλη την Ελλάδα και αναδείχθηκε σε ακρογωνιαίο λίθο της ταυτότητας που διέκρινε τους Έλληνες από τους βαρβάρους. Αλλά και για πολλούς αιώνες μετά την αρχαιότητα εξακολούθησε να αποτελεί σύμβολο πατριωτισμού, θάρρους και αυτοθυσίας για τον υπέρτατο σκοπό. Στη σύγχρονη εποχή, εκτός από την πληθώρα των επιστημονικών έργων με αντικείμενο την ιστορική και αρχαιολογική έρευνα γύρω από τη μάχη, την τοπογραφία, τα πρόσωπα και τις αρχαίες πηγές, οι Θερμοπύλες έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία έργων τέχνης, ιστορικών μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών.

Σήμερα, στο σημείο όπου έλαβε χώρα η τελική φάση της ιστορικής μάχης, στη μεσαία «πύλη» των στενών, δεσπόζει το μνημείο που αναπαριστά τον Λεωνίδα πάνοπλο. Ανεγέρθηκε το 1955 με δαπάνες Ελλήνων ομογενών, σε σχέδιο του γλύπτη Βάσου Φαληρέα, ενώ δίπλα του στέκει τα τελευταία χρόνια και το μνημείο των 700 νεκρών της βοιωτικής πόλης των Θεσπιών.

ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΗΓΕΣ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Προηγούμενα Ιστορικά Γεγονότα