Η μάχη Κιλκίς – Λαχανά που σας παρουσιάζεται στο πλαίσιο του ιστορικού αφιερώματος του μήνα Ιουνίου του ΓΕΣ, έλαβε χώρα στα εδάφη της Κεντρικής Μακεδονίας βορείως της Θεσσαλονίκης, κατά την περίοδο από 19 έως 21 Ιουνίου 1913 και αποτελεί την πρώτη μάχη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Η σύμπτυξη ενιαίου βαλκανικού μετώπου κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο εξασφάλιζε τις βασικές προϋποθέσεις για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από τη χερσόνησο του Αίμου, αλλά και περιείχε τα σπέρματα νέων διαφορών και ανταγωνισμών στους κόλπους των ίδιων των Συμμάχων. Με τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου ανέκυψαν προβλήματα, ιδιαίτερα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, σχετικά με τη διανομή των εδαφών που απελευθερώθηκαν. Το δίκτυο των διμερών συμφωνιών του 1912 όχι μόνο δεν κάλυπτε το ευρύ φάσμα των αντιγνωμιών ανάμεσα στη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Ελλάδα αλλά και αποδεικνυόταν στην πράξη ανεπαρκές να διασφαλίσει ακόμα και την εφαρμογή των συμφωνηθέντων όρων. Στη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Σερβίας και Βουλγαρίας είχε προβλεφθεί η διανομή των εδαφών που θα απελευθερώνονταν ενώ σε εκείνη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας δεν υπήρχε καμία σχετική διάταξη. Η θετική εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων για τους Συμμάχους ήταν αρκετή για να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, τα οποία βάρυναν περισσότερο από τα συμβατικά κείμενα στη διαμόρφωση των διπλωματικών εξελίξεων.
Κατά τη διάρκεια ακόμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου άρχισαν οι προστριβές μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό. Η βουλγαρική πλευρά προκάλεσε πολλά επεισόδια που αποτέλεσαν τις αφορμές για την έκρηξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Ενδεικτικά αναφέρονται το επεισόδιο στο 14ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Αλεξανδρούπολης1, τα γεγονότα της Αριδαίας2, οι συμπλοκές στη Νιγρίτα3 και στο Παγγαίο.4 Ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, επιθυμώντας να τεθεί ένα τέλος στις συνεχείς προστριβές, συναντήθηκε στη Θεσσαλονίκη με τον Βούλγαρο αντιπρόσωπο Στρατηγό Χασαψήεφ και επιδίωξε έναν φιλικό διακανονισμό των εδαφικών διαφορών μεταξύ των δύο χωρών, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ακολούθησαν νέες διπλωματικές επαφές και τελικά οι δύο κυβερνήσεις αποφάσισαν να ορίσουν μία μικτή επιτροπή για την επίλυση των διαφορών τους. Η επιτροπή αυτή συνεδρίασε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου, εξαιτίας όμως των ριζικών διαφορών μεταξύ των δύο πλευρών διακόπηκαν οι συνεδριάσεις στις 26 Απριλίου, χωρίς να επιτευχθεί οποιαδήποτε συμφωνία, γεγονός που διατήρησε το εμπόλεμο κλίμα μεταξύ των δύο πλευρών.5
Ο καθορισμός της γραμμής διαχωρισμού μεταξύ του Ελληνικού και Βουλγαρικού Στρατού, η οποία συμφωνήθηκε και επικυρώθηκε με σχετικό πρωτόκολλο στις 21 Μαΐου, απέβλεπε στην άμβλυνση των προστριβών.
Η Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή της κηρύξεως του πολέμου κατά της Οθωμανικής Τουρκίας, επιζήτησε να συνεννοηθεί με τους συμμάχους της για τη δίκαιη κατανομή των εδαφών που θα απελευθερώνονταν. Η Βουλγαρία όμως, που οραματιζόταν τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), έδειξε απροθυμία στο συγκεκριμένο θέμα. Την ίδια τακτική τήρησε η Βουλγαρία και προς την απαίτηση της Σερβίας να αναθεωρηθεί η συνθήκη του 1912 με την οποία είχαν ρυθμίσει τα μεταξύ τους εδαφικά ζητήματα. Απότοκο γεγονός των παραπάνω ήταν η υπογραφή συνθήκης συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας στις 19 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη. Με τη συνθήκη αυτή, δεκαετούς διάρκειας, καθώς και με τη συνακόλουθη στρατιωτική σύμβαση, οι δύο χώρες θα αντιμετώπιζαν τις υπερβολικές εδαφικές απαιτήσεις της Βουλγαρίας.6 Επιπλέον η Ελλάδα, στην προσπάθειά της να αποφύγει έναν νέο βαλκανικό πόλεμο, ζήτησε και πέτυχε τη ρωσική διαιτησία. Οι Ρώσοι άρχισαν να φοβούνται ότι μια μεγάλη και ισχυρή Βουλγαρία δε θα ήταν υπάκουη στα κελεύσματά της. Έτσι, αποφάσισαν να στηρίξουν την ελληνο-σερβική συμμαχία και ανέλαβαν το ρόλο του διαιτητή. Τα αίτια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου συνοψίζονται στα παρακάτω:
- Οι εδαφικές διεκδικήσεις των Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας στο πλαίσιο της κατανομής των πρώην οθωμανικών εδαφών της βαλκανικής χερσονήσου.
- Η επεκτατική πολιτική της Βουλγαρίας, που απέβλεπε στην ενσωμάτωση ολόκληρης σχεδόν της Μακεδονίας, σε συνδυασμό με την υπερεκτίμηση των δυνάμεών της σε σχέση με τους αντιπάλους της.
- Οι επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στην κατανομή των κατακτηθέντων εδαφών, ανάλογα με τα απώτερα συμφέροντά τους στον χώρο της Βαλκανικής.
Στο πλαίσιο των πολεμικών επιχειρήσεων αναμφίβολα ο Βουλγαρικός Στρατός ήταν ισχυρότερος, αφού διέθετε 12 Μεραρχίες Πεζικού, 1 Μεραρχία και 1 Ταξιαρχία Ιππικού, κατανεμημένες σε 5 Στρατιές, ενώ ο Ελληνικός Στρατός στη Μακεδονία διέθετε 8 Μεραρχίες Πεζικού και 1 Ταξιαρχία Ιππικού7. Το Θέατρο Πολέμου είχε την εξής γεωγραφική περίμετρο: περιοχή Αξιού – Μοράβα, την παραδουνάβια περιοχή Δοβρουτσά – Τσατάλτζα – Παγγαίο όρος – περιοχή Θεσσαλονίκης. Μέσα σε αυτή την ευρύτερη περιοχή, εντασσόταν το ελληνοβουλγαρικό Θέατρο Επιχειρήσεων, το οποίο εκτεινόταν από τον Αξιό ποταμό μέχρι την κοιλάδα του Νέστου ποταμού. Στις 16 Ιουνίου η Βουλγαρία, χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη κήρυξη πολέμου, διέταξε ταυτόχρονη αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των ελληνικών δυνάμεων στο όρος Παγγαίο και στη Νιγρίτα και εναντίον των σερβικών δυνάμεων στη Γευγελή και στο Ιστίπ. Ο Ελληνικός Στρατός, με πίστη και αποφασιστικότητα, ανέλαβε τον υπέρ πάντων αγώνα, τον οποίο έφερε επιτυχώς εις πέρας εντός τριάντα ημερών, παρά την πείσμονα αντίσταση του εχθρού, τον ανυπόφορο καύσωνα και την επιδημία χολέρας.
Η αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων στις 16 Ιουνίου σε όλο το μήκος του μετώπου, από την περιοχή του Πολυκάστρου έως την περιοχή του Παγγαίου, και η συνακόλουθη σύμπτυξη των ελληνικών τμημάτων προκαλύψεως κατέδειξαν ότι επρόκειτο για εκδήλωση γενικής επίθεσης και όχι απλώς για μεθοριακά επεισόδια. Ωστόσο η ταχεία και αποτελεσματική αντίδραση του Ελληνικού Στρατού ανάγκασε τους Βουλγάρους να αποσυρθούν στην κύρια αμυντική τοποθεσία στην περιοχή Κιλκίς – Λαχανά.
Η τοποθεσία αυτή, λόγω της μορφολογίας του εδάφους της, παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες κινήσεως τμημάτων Πεζικού προς τα βόρεια και τα ανατολικά. Αντίθετα, προσφερόταν για αποτελεσματικό αμυντικό αγώνα, καθώς παρείχε στον αμυνόμενο άριστη παρατήρηση και εκτεταμένα πεδία βολής. Τα βουλγαρικά στρατεύματα, από τις 26 Οκτωβρίου 1912 που κατέλαβαν την υπόψη περιοχή, άρχισαν την αμυντική οργάνωσή της, κατασκευάζοντας χαρακώματα, πολυβολεία, πυροβολεία και άλλα αμυντικά έργα με μέτωπο προς τα δυτικά και τα νότια.8 Εκεί, η 2η Βουλγαρική Στρατιά εγκατέστησε αμυντικά 1 Μεραρχία και 3 Ταξιαρχίες Πεζικού, ενώ διέθετε ένα Σύνταγμα Ιππικού για την εκτέλεση αντεπιθέσεων.9
Το ελληνικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε την προέλαση των ελληνικών τμημάτων προς τα βόρεια και τα ανατολικά και την εκτόξευση επίθεσης σε δύο γενικές κατευθύνσεις. Οι ΙΙ, ΙΙΙ, IV, V, και Χ Μεραρχίες, καθώς και η Ταξιαρχία Ιππικού, θα επιτίθεντο προς το Κιλκίς, ενώ οι Ι, VI, και VII Μεραρχίες θα επιτίθεντο προς τον Λαχανά. Λόγω της απόκλισης των κατευθύνσεων επιθέσεως, το πεδίο μάχης διαχωριζόταν σε δύο ξεχωριστούς τομείς, τον τομέα του Κιλκίς και τον τομέα του Λαχανά. Στις 19 Ιουνίου το πρωί άρχισε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού σύμφωνα με το σχέδιο ενεργείας.
Η μάχη στον τομέα του Λαχανά
Στον τομέα αυτό τα ελληνικά τμήματα απώθησαν τις βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στην κύρια αμυντική τοποθεσία, όπου υπήρχαν εγκατεστημένα 20 Τάγματα Πεζικού, 3 πεδινές, 1 βαρεία και 1 ορειβατική Πυροβολαρχίες. Μέχρι το βράδυ της 19ης, η VI Μεραρχία, η οποία εξόρμησε από την περιοχή του χωριού Άσσηρος, κατέλαβε τη γραμμή ύψωμα Γερμανικό-χωριό Καρτερές, η Ι Μεραρχία, η οποία κινήθηκε από το χωριό Λοφίσκος, κατέλαβε τα χωριά Όσσα και Βερτίσκος, ενώ η VII Μεραρχία, κινούμενη από το χωριό Αρεθούσα, κατάφερε να φτάσει στην περιοχή Σκεπαστού, απωθώντας τους Βουλγάρους προς τη Νιγρίτα. Το πρωί της 20ης Ιουνίου άρχισε η κύρια επίθεση των ελληνικών τμημάτων. Η VI Μεραρχία κατέλαβε στις 11.30 την Ξυλόπολη και αποκατέστησε σύνδεσμο με την Ι Μεραρχία. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, οι δύο Μεραρχίες προσπάθησαν, με σκληρότατους αγώνες, να πλησιάσουν σε απόσταση εφόδου την κύρια βουλγαρική τοποθεσία. Όμως τα πυρά των Βουλγάρων ήταν φονικότατα, ενώ το έδαφος δεν πρόσφερε την απαραίτητη κάλυψη, με αποτέλεσμα να υποστούν μεγάλες απώλειες και να καθηλωθούν. Στο μεταξύ η VII Μεραρχία συνέχισε επιτυχώς την προέλασή της προς τα βόρεια και κατά τις πρώτες μεσημβρινές ώρες απελευθέρωσε τη Νιγρίτα. Το θέαμα που αντίκρισαν τα ελληνικά τμήματα ήταν αποτρόπαιο: η πόλη είχε πυρποληθεί και στους δρόμους κείτονταν νεκροί, θύματα της μανίας των Βουλγάρων.
Την επομένη, η μάχη κορυφώθηκε με τους Βουλγάρους να εκτοξεύουν σφοδρή αντεπίθεση, η οποία αποκρούστηκε με επιτυχία. Στις 15.00, οι Ι και VI Μεραρχίες εξαπέλυσαν ταυτόχρονα επίθεση με την κατάλληλη υποστήριξη Πυροβολικού. Τα ελληνικά τμήματα, που προχωρούσαν με όλους τους αξιωματικούς στην πρώτη γραμμή, έφτασαν σε απόσταση εφόδου και όρμησαν με εφ’ όπλου λόγχη. Οι Βούλγαροι, αδυνατώντας να ανακόψουν την επιθετική ορμή των Ελλήνων, άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς τα βόρεια, εγκαταλείποντας πυροβόλα, οχήματα, κτήνη και κάθε είδους άλλο υλικό. Στις 16.00 οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν τον Λαχανά και καταδίωξαν τα υποχωρούντα βουλγαρικά στρατεύματα μέχρι τα τελευταία υψώματα προς την κοιλάδα του Στρυμόνα. Το μεγαλύτερο μέρος του Βουλγαρικού Στρατού τράπηκε σε φυγή προς τις Σέρρες. Η συντριβή των βουλγαρικών τμημάτων θα ήταν ολοκληρωτική αν η VII Μεραρχία καταλάμβανε εγκαίρως τη γέφυρα του Στρυμόνα ποταμού και δεν επέτρεπε την ανεμπόδιστη οπισθοχώρησή τους προς τις Σέρρες.
Η μάχη στον τομέα του Κιλκίς
Στον τομέα αυτό του Κιλκίς οι Βούλγαροι είχαν διατάξει αμυντικά την 3η Μεραρχία. Όπως και στον Λαχανά, στις 19 Ιουνίου οι ελληνικές δυνάμεις ανέτρεψαν τις βουλγαρικές προφυλακές και έλαβαν επαφή με την κύρια αμυντική τοποθεσία του Κιλκίς, συλλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό Βουλγάρων αιχμαλώτων, ενώ περιήλθε στην κατοχή τους άφθονο πολεμικό υλικό. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ης Ιουνίου οι ελληνικές Μεραρχίες, με το σύνολο των δυνάμεών τους, συνέχισαν την επίθεσή τους, χωρίς όμως να καταφέρουν να διασπάσουν την κύρια γραμμή άμυνας. Υπέστησαν μεγάλες απώλειες διότι, αφενός, το πεδινό έδαφος δεν τους πρόσφερε καμία κάλυψη και, αφετέρου, τα βουλγαρικά τμήματα αμύνονταν σθεναρώς. Κατόρθωσαν όμως να προσεγγίσουν τις κύριες βουλγαρικές θέσεις σε απόσταση εφόδου και μέχρι το βράδυ να εγκατασταθούν στη γενική γραμμή Μεγάλη Βρύση- Κρηστώνη-Ποταμιά-Ακροποταμιά.
Το Γενικό Στρατηγείο, επιδιώκοντας την ταχεία κατάληψη του Κιλκίς, διέταξε τις ΙΙ, ΙΙΙ, IV και V Μεραρχίες, που ενεργούσαν προς αυτή την κατεύθυνση, να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να εκτελέσουν νυχτερινή επίθεση για την κατάληψη της πόλης. Η νυχτερινή επίθεση, λόγω προβλημάτων συντονισμού, πραγματοποιήθηκε στις 03.30 μόνο από τη ΙΙ Μεραρχία, η οποία, παρά τις απώλειες και την έλλειψη συνδρομής από τις άλλες Μεραρχίες, κατάφερε να καταλάβει θέσεις στα ανατολικά του Κιλκίς. Αλλεπάλληλες βουλγαρικές επιθέσεις για την ανάκτηση των θέσεων αποκρούστηκαν επιτυχώς από τα ελληνικά τμήματα, με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν. Από το πρώτο φως της 21ης Ιουνίου, οι υπόλοιπες ελληνικές Μεραρχίες εξαπέλυσαν σφοδρότατη επίθεση με συνεχείς εφόδους εναντίον της εχθρικής τοποθεσίας, με αποτέλεσμα την κατάληψη της νότιας παρυφής της πόλης από τμήματα της IV Μεραρχίας. Σε μικρό χρονικό διάστημα η V Μεραρχία πέρασε τη σιδηροδρομική γραμμή και κατέλαβε σημαντικές θέσεις νοτιοδυτικά του Κιλκίς, ενώ η ΙΙΙ Μεραρχία κατέλαβε το χωριό Μεταλλικό, δημιουργώντας σοβαρή απειλή για το δυτικό πλευρό και τα νώτα των βουλγαρικών θέσεων. Οι Βούλγαροι, υπό τον φόβο της κύκλωσης από τις ελληνικές δυνάμεις, άρχισαν να συμπτύσσονται προς τα βόρεια, εγκαταλείποντας τις θέσεις τους. Στις 09.30 οι ελληνικές δυνάμεις απελευθέρωσαν το Κιλκίς και καταδίωξαν τις συμπτυσσόμενες εχθρικές δυνάμεις σε μικρό όμως βάθος, λόγω της έλλειψης εφεδρειών και της κόπωσης των τμημάτων, με αποτέλεσμα να μη γίνει πλήρης εκμετάλλευση της επιτυχημένης επίθεσης.
Η μάχη Κιλκίς – Λαχανά αποτελεί μία από τις φονικότερες μάχες και μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της ελληνικής πολεμικής ιστορίας. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ανήλθαν στους 8.828 νεκρούς και τραυματίες. Η νίκη αυτή, απόρροια του υψηλού ηθικού, της ανδρείας και του ηρωισμού των Ελλήνων, απέφερε, εκτός από την απελευθέρωση των πόλεων, τη σύλληψη περίπου 2.500 αιχμαλώτων και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού.10
Η ανατολική Μακεδονία και η δυτική Θράκη απελευθερώθηκαν από τον Ελληνικό Στρατό μετά από αλλεπάλληλες φονικές μάχες και έχοντας υποστεί τεράστιες απώλειες. Κιλκίς – Λαχανάς, Δοϊράνη, οροσειρά Κερκίνης (Μπέλες), Στενά Κρέσνας, Τζουμαγιά, Πρέντελ – Χαν, υπήρξαν πεδία μαχών, όπου οι ακατάβλητοι μαχητές μας έπεσαν ενδόξως, υπερασπιζόμενοι την τιμή του έθνους. Στις 18 Ιουλίου η Βουλγαρία, έχοντας υποστεί συνεχόμενες ήττες, επιζήτησε ανακωχή. Τελικά ο πόλεμος τερματίστηκε επίσημα με την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913).
Βιβλιογραφία
- ΓΕΣ/ ΔΙΣ Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους – Τόμος Γ΄ Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, σελ 8-9
- Αρχείο ΔΙΣ, Φ.1699β/Α/161-177
- Αρχείο ΔΙΣ, Φ.1699β/Α/229 και Φ.1699β/Α/233-234
- Για τις ελληνοβουλγαρικές διενέξεις και συμπλοκές βλ. ΓΕΣ/ ΔΙΣ Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους – Τόμος Γ΄ Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, σελ 5-22.
- Αρχείο ΓΕΣ/ ΔΙΣ, Βαλκανικοί Πόλεμοι, Φ.1699β/Α/23, Πρακτικό υπ’ αριθ. 1 της Μικτής Ελληνοβουλγαρικής Επιτροπής της 30ης Μαρτίου 1913, 25
- ΓΕΣ/ ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους – Τόμος Γ΄ Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, σελ. 56-59.
- Στο ίδιο, 379-380, 455-461
- ΓΕΣ/ ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους – Τόμος Γ΄ Επιχειρήσεις κατά των Βουλγάρων, σελ. 94.
- Η ΙΙΙ Μεραρχία (μείον ταξιαρχία) υπό τον Υποστράτηγο Σαράφωφ στο Κιλκίς, η 1/Χ Ταξιαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Πέτεφ στον Λαχανά, μία ανεξάρτητη ταξιαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Πετρώφ στο Στρυμονικό και το 10ο Σύνταγμα Ιππικού στην περιοχή Ξυλόπολη-Λαχανά. Τις παραπάνω δυνάμεις ενίσχυσε από τη νύχτα 19/20 Ιουνίου μία ταξιαρχία υπό τον Συνταγματάρχη Ιβάνωφ, που μεταφέρθηκε από την περιοχή Παγγαίου, βλ. ΓΕΣ/ ΔΙΣ, Επίτομη Ιστοpία, 217-218.
- ΓΕΣ/ ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13,σελ 223