Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού
Γενικά
Η ιδέα, αλλά και η ανάγκη, συγκροτήσεως Τακτικού Στρατού, δημιουργήθηκε αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821. Μέχρι τότε ο αγώνας διεξαγόταν από άτακτα σώματα, συγκροτημένα στην πλειονότητά τους από αφοσιωμένους στην ιδέα της ελευθερίας πατριώτες, που στερούνταν στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και πειθαρχίας και δύσκολα μπορούσαν να συνεργαστούν για τον κοινό σκοπό. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος, που παρά τις αρχικές σημαντικές πολεμικές επιτυχίες τους, ώθησαν τις επαναστατικές αρχές και κυβερνήσεις προς τη βαθμιαία οργάνωση Τακτικού Στρατού.
Στην προσπάθεια αυτή μεγάλη βοήθεια προσέφεραν οι ελληνικής καταγωγής αξιωματικοί, που υπηρετούσαν σε διάφορους ευρωπαϊκούς στρατούς, καθώς και πολλοί ξένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήρθαν εθελοντικά στην Ελλάδα, για να συμμετάσχουν στην απελευθέρωσή της.
Το πρώτο ελληνικό τακτικό σώμα συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στις 3 Μαρτίου 1821, στο Ιάσιο της Μολδαβίας με την ονομασία «Ιερός Λόχος».
Τον Ιούνιο του 1821 έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης με μια μικρή ομάδα ομογενών και φιλελλήνων και αμέσως άρχισε, κατά το πρότυπο του αδελφού του Αλεξάνδρου, να συγκροτεί στην Καλαμάτα ένα τακτικό σώμα, με σκοπό να συμμετάσχει στον Αγώνα.
Στις 9 Ιανουαρίου 1822 συνήλθε στην Επίδαυρο η Α΄ Εθνική Συνέλευση, η οποία δύο μήνες αργότερα εξέλεξε ως πρόεδρο της πρώτης Ελληνικής Κυβερνήσεως τον αγωνιστή της Επαναστάσεως και πολιτικό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο Μαυροκορδάτος, θεωρώντας αναγκαία την οργάνωση Τακτικού Στρατού, πρότεινε στο Βουλευτικό Σχέδιο Νόμου «Περί Οργανώσεως του Στρατού». Το σχέδιο αυτό ψηφίστηκε την 1η Απριλίου 1822 και αποτέλεσε τη βάση όλης της μετέπειτα στρατιωτικής νομοθεσίας.
Ειδικότερα, με το νόμο αυτό θεσπιζόταν η σύσταση Τακτικού Στρατού, ο οποίος θα αποτελούνταν από βαρύ και ελαφρό πεζικό, βαρύ και ελαφρό ιππικό, πυροβολικό πολιορκίας και πεδινό, καθώς και ένα τμήμα μηχανικού. Συστήθηκαν δηλαδή τα πρώτα Όπλα στον υπό συγκρότηση Ελληνικό Στρατό, δηλαδή του Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τον Απρίλιο του 1822 συγκροτήθηκε το πρώτο σύνταγμα Πεζικού με διοικητή τον Ιταλό Συνταγματάρχη Pietro Tarella (Ταρέλλα). Το Πυροβολικό συγκροτήθηκε από το τμήμα των δύο πυροβόλων του Συνταγματάρχη Βουτιέ.
Καθώς όμως η Κυβέρνηση αδυνατούσε να διαθέσει τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μέσα, το σύνταγμα διατηρήθηκε για λίγο καιρό συντηρούμενο από επιτόπιους πόρους και στη συνέχεια αυτοδιαλύθηκε. Οι άνδρες του, μετά από την εξέλιξη αυτή, εντάχθηκαν στα άτακτα σώματα.
Σε όλη τη διάρκεια του έτους 1823, δεν έγινε δυνατή η ανασυγκρότηση του Τακτικού Στρατού, για καθαρά οικονομικούς λόγους. Μόνο τον Ιούλιο του 1824, με τη συνομολόγηση δανείου από την Αγγλία, ξεπεράστηκαν τα εμπόδια και η Κυβέρνηση προέβη στην ανασύσταση του Τακτικού Στρατού.
Γενικά
Η κατάσταση αναρχίας, που ακολούθησε μετά το θάνατο του Καποδίστρια το 1831 και διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, προκάλεσε γενική ανωμαλία στο εσωτερικό της χώρας και κλόνισε επικίνδυνα την τάξη και την πειθαρχία στο στράτευμα. Οι ελάχιστες μονάδες στρατού που υπήρχαν, εμφάνιζαν εικόνα διαλύσεως και δεν παρείχαν τις απαιτούμενες εγγυήσεις για την άμυνα και ασφάλεια. Η δύναμή τους ανερχόταν περίπου σε 700 άνδρες, που ήταν στρατωνισμένοι στην ύπαιθρο και ζούσαν σε βάρος των χωρικών, γιατί η Κυβέρνηση αδυνατούσε να τους δώσει οποιαδήποτε βοήθεια.
Τον Ιανουάριο του 1833, έφτασε στην Ελλάδα ο νεαρός (μόλις δεκαεπτά ετών) Βαυαρός Πρίγκιπας Όθωνας, ο οποίος είχε εκλεγεί ως Βασιλιάς της από τις τρεις Συμμάχους Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία). Το Βασιλιά συνόδευαν η Αντιβασιλεία και Βαυαρική Φρουρά, δυνάμεως περίπου 4.000 ανδρών.
Η πρώτη Κυβέρνηση, που σχηματίστηκε αμέσως μετά την άφιξη του Όθωνα, επιδόθηκε με ζήλο στην αποκατάσταση της τάξεως, παίρνοντας αυστηρά μέτρα για τη διάλυση των ατάκτων, την απαγόρευση της οπλοφορίας και την ανασυγκρότηση του Τακτικού Στρατού. Η πρόοδος ωστόσο που συντελέστηκε στον τομέα αυτό, δεν ήταν η επιθυμητή.
Η οικονομική κατάσταση του νεοσύστατου Κράτους ήταν πολύ κακή. Η εσωτερική κατάσταση επίσης εξακολουθούσε να είναι ανώμαλη. Πολλές στάσεις, επαναστάσεις και ταραχές ξέσπασαν στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα. Συχνά μάλιστα, έπαιρνε ενεργό μέρος και ο στρατός.
Συγχρόνως, μια σημαντική μερίδα του λαού αλλά και της πολιτικής ηγεσίας, υποστήριζε τη διατήρηση και ενίσχυση των ατάκτων, πιστεύοντας ότι με τα άτακτα σώματα και τον ανταρτοπόλεμο, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ευκολότερα η απελευθέρωση των σκλαβωμένων ακόμη ελληνικών περιοχών.
Ο νέος οργανισμός του Στρατού του 1833
Αμέσως μετά την άφιξη του Όθωνα, το Φεβρουάριο του 1833, ψηφίστηκε ο νέος Οργανισμός του Στρατού, στη σύνθεση του οποίου περιλαμβάνονταν:
– Πεζικό
– Ιππικό
– Πυροβολικό
– Μηχανικό
– Ακροβολιστές
– Χωροφυλακή
– Λόχος Απομάχων
Με Βασιλικά Διατάγματα εξάλλου, το ίδιο έτος, καθορίστηκαν τα ακόλουθα θέματα:
– Η οργάνωση της Γραμματείας επί των Στρατιωτικών, η οποία διέθετε δύο τμήματα και είχε ως αποστολή την άμυνα και ασφάλεια της χώρας, καθώς και κάθε θέμα που αφορούσε το στράτευμα και το προσωπικό (στρατιωτικό και πολιτικό). Επίσης, για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της επιτελικής εργασίας στη Γραμματεία επί των Στρατιωτικών συστήθηκε, το Δεκέμβριο του 1833, Σώμα Γενικών Επιτελών από τρεις και λίγο αργότερα από έξι αξιωματικούς με επικεφαλής το Σκώτο Συνταγματάρχη Thomas Gordon (Γκόρντον).
– Τα καθήκοντα του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, τα οποία γενικά περιλάμβαναν τον έλεγχο της ετοιμότητας, εκπαιδεύσεως, οπλισμού, υλικού, πειθαρχίας και ηθικού του στρατεύματος και την υποβολή σχετικών προτάσεων στο Γραμματέα επί των Στρατιωτικών.
Γενικά
Η κατάσταση που επικράτησε στο εσωτερικό της χώρας μετά την εκθρόνιση του Όθωνα (10 Οκτωβρίου 1862) ήταν ιδιαίτερα ασταθής. Η Εθνοσυνέλευση, για να μπορέσει να επιβάλει την τάξη, χρησιμοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις, τις οποίες και έθεσε υπό τις άμεσες διαταγές της μέχρι την άφιξη και ενθρόνιση του βασιλιά Γεωργίου Α΄.
Από τις πρώτες ενέργειες που ακολούθησαν ήταν η οργάνωση ισχυρού στρατού, του οποίου η ύπαρξη κρινόταν τελείως απαραίτητη. Ωστόσο και πάλι η κατάσταση δε βελτιώθηκε αισθητά, εξαιτίας κυρίως των εσωτερικών πολιτικών αντιπαραθέσεων και της ενεργού, πολλές φορές, αναμίξεως των στρατιωτικών σε αυτές.
Νέα και πιο συστηματική προσπάθεια, για την αναδιοργάνωση του στρατού σε όλους τους τομείς και την απεμπλοκή του από την πολιτική και τις άλλες υποχρεώσεις του σε θέματα εσωτερικής τάξεως και ασφάλειας, αναλήφθηκε από το 1877. Αυτό εξάλλου επέβαλε και η σοβαρή κρίση που δημιουργήθηκε από το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1877 και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που ακολούθησε στις 3 Μαρτίου 1878.
Η δημιουργική όμως αυτή προσπάθεια ανακόπηκε το 1880 από την επιστράτευση που κηρύχθηκε τότε, ενόψει της προσαρτήσεως της Άρτας και της Θεσσαλίας. Επακολούθησε η κρίση στη Βαλκανική το 1885, εξαιτίας της προσαρτήσεως της Ανατολικής Ρωμυλίας στη Βουλγαρία, καθώς και νέα επιστράτευση και προώθηση των μονάδων προς τα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Η κινητοποίηση αυτή διήρκεσε εννέα μήνες και, πέρα από την αναστολή κάθε προσπάθειας στον οργανωτικό και εκπαιδευτικό τομέα του στρατού, επιβάρυνε το Κράτος με υπέρογκες έκτακτες δαπάνες. Έτσι, παρά την κάποια μικρή πρόοδο που είχε σημειωθεί, ο εκσυγχρονισμός του στρατού δεν έφτασε στο επιθυμητό επίπεδο, με αποτέλεσμα η χώρα να βρεθεί στρατιωτικά ανέτοιμη κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897.
Οργάνωση του Στρατού από το 1864 έως το 1876
Στο χρονικό διάστημα από το 1864 έως το 1876 εξακολούθησε να ισχύει ο Οργανισμός του Στρατού του 1833, με τις τροποποιήσεις που στο μεταξύ είχε υποστεί. Ωστόσο, και κατά το διάστημα αυτό, έγιναν ορισμένες σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση, σύνθεση και δύναμη του στρατού, ως εξής:
– Υπουργείο Στρατιωτικών: Από το 1871 καταργήθηκαν τα Τμήματα Πυροβολικού και Δικαιοσύνης.
– Αρχηγεία: Το 1866 συστήθηκαν τρία αρχηγεία με έδρα την Αμφιλοχία, τη Λαμία και την Κέρκυρα, με αποστολή τη διοίκηση, εκπαίδευση και επιθεώρηση των στρατιωτικών μονάδων της περιφέρειας τους, ενώ το 1872 συστήθηκαν δύο «Αρχηγεία Μεταβατικού» με αποστολή την πάταξη της ληστείας, η οποία παρουσίαζε μεγάλη έξαρση.
– Χαρτογραφία: Το 1870 συστήθηκε, στο Τμήμα Προσωπικού του Υπουργείου Στρατιωτικών, Γραφείο Χαρτογραφίας, με την ονομασία «Γεωδαιτικό Απόσπασμα». Αποστολή του ήταν η χαρτογράφηση του ελληνικού χώρου.
– Πεζικό: Με νόμο του 1864 καταργήθηκαν τα δέκα εφεδρικά τάγματα και τα στελέχη τους τέθηκαν σε αργία, επειδή καταργήθηκαν οι θέσεις τους, ενώ δύο χρόνια αργότερα ορίστηκε η οργάνωση του Πεζικού σε δέκα τάγματα Πεζικού.
Γενικά
Η ατυχής έκβαση του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, όπως και το «Μακεδονικό Ζήτημα», που δημιουργήθηκε στο μεταξύ από τη δράση του Βουλγαρικού Κομιτάτου, κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη υπάρξεως ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων. Το 1904 τέθηκαν οι πρώτες υγιείς βάσεις στον τομέα της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού, ενώ η τριετία 1909-1912 υπήρξε η κατ’ εξοχήν περίοδος αναγεννήσεώς του από κάθε άποψη.
Αφετηρία της τελευταίας αυτής προσπάθειας αποτέλεσε η στρατιωτική επανάσταση τον Αύγουστο του 1909. Μεταξύ των αιτημάτων των επαναστατών αξιωματικών, μελών του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», το κυριότερο ήταν η αναδιοργάνωση και ο εκσυγχρονισμός του στρατού, ώστε να γίνει το ταχύτερο αξιόμαχος και ικανός για να ανταποκριθεί στις εθνικές απαιτήσεις εκείνης της περιόδου.
Ένα χρόνο περίπου αργότερα, το Νοέμβριο του 1910, μετά από πρόσκληση των επαναστατών, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, η παρουσία του οποίου επέδρασε αποφασιστικά στην πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της χώρας.
Οι σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις, την περίοδο 1904-1912, αφορούσαν κυρίως τη συγκρότηση του στρατού σε μεγάλες μονάδες ομοιόμορφης συνθέσεως, την αναδιοργάνωση της Επιτελικής Υπηρεσίας, το διαχωρισμό του Πυροβολικού κατά είδος και τη συστηματική οργάνωση των Υπηρεσιών Διοικητικής Μέριμνας. Καταστρώθηκε επίσης Σχέδιο Επιστρατεύσεως και δημιουργήθηκε Σώμα Έφεδρων Αξιωματικών. Επιπλέον, ανανεώθηκε ο οπλισμός με την προμήθεια νέων τυφεκίων και πυροβόλων και έγινε εντατική εκπαίδευση του προσωπικού. Για το σκοπό αυτό μετακλήθηκε το 1911 Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή, η οποία συνέβαλε κατά πολύ στην ποιοτική και επιχειρησιακή βελτίωση του Ελληνικού Στρατού.
Σπουδαιότερη όμως όλων των άλλων προπαρασκευών υπήρξε η ανύψωση του εθνικού φρονήματος. Σπάνια λαός εισήλθε στον πόλεμο με τόσο αναπτερωμένο το ηθικό του όπως ο ελληνικός το 1912.
Οριστική οργάνωση του Στρατού σε Μεραρχίες και Ταξιαρχίες
Τη λήξη του Πολέμου του 1897 ακολούθησε η σταδιακή διάλυση των νέων μονάδων που είχαν συγκροτηθεί στη διάρκεια της επιστρατεύσεως, καθώς και η απόλυση των εφέδρων. Διατηρήθηκαν μόνο δύο μεραρχίες, με έδρα τη Λαμία και την Αθήνα αντίστοιχα, καθώς και πέντε ταξιαρχίες, ενώ ανεξάρτητα παρέμειναν προσωρινά τα τάγματα Ευζώνων.
Το 1899 οι Διευθύνσεις Μηχανικού ορίστηκαν σε τέσσερις (Αθήνα, Πάτρα, Κέρκυρα και Λάρισα), ιδρύθηκαν τέσσερα στρατιωτικά νοσοκομεία (Λαμία, Χαλκίδα, Πάτρα και Καλαμάτα) και με τη νέα διοικητική διαίρεση της χώρας, κατά την οποία ο αριθμός των νομών αυξήθηκε από δεκαέξι σε είκοσι έξι, συστήθηκαν δέκα νέα στρατολογικά γραφεία.
Τον Ιούνιο του 1900 διατάχθηκε η συγκρότηση δύο συνταγμάτων Ευζώνων. Του 1ου, με τρία τάγματα, στα Τρίκαλα και του 2ου, με δύο τάγματα, στη Λάρισα. Τα υπόλοιπα τάγματα Ευζώνων παρέμεναν ανεξάρτητα.
Γενικά
Αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), το Γενικό Στρατηγείο επέστρεψε στην Αθήνα. Το σημαντικότερο θέμα που το απασχολούσε εκείνη την περίοδο ήταν η αναδιοργάνωση και αναδιάταξη του στρατού.
Στο μεταξύ, νέες διαφορές είχαν προκύψει με την Τουρκία στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για την οριστική διευθέτηση των μεταξύ τους εκκρεμοτήτων και η Ελληνική Κυβέρνηση διέταξε τη συγκρότηση και πάλι των εμπόλεμων μονάδων και υπηρεσιών που μόλις είχαν αποστρατευθεί.
Πράγματι, η κινητοποίηση αυτή του Ελληνικού Στρατού ενίσχυσε τη διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας και υποχρέωσε τους Τούρκους να υπογράψουν τελικά την 1η Νοεμβρίου 1913 στην Αθήνα την ομώνυμη ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης. Στις 4 Νοεμβρίου 1913, με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών, άρχισε η αποστράτευση. Επακολούθησε μια σύντομη περίοδος ειρήνης, κατά την οποία η χώρα επιδόθηκε στο τεράστιο έργο της ανορθώσεώς της. Ωστόσο η περίοδος ομαλότητας και πάλι τερματίστηκε σύντομα εξαιτίας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της γενικής επιστρατεύσεως της 10ης Σεπτεμβρίου 1915, η οποία διήρκεσε εννέα μήνες και έληξε μετά από ισχυρή πίεση των Δυνάμεων της Συνεννοήσεως.
Μεσολάβησε η απόβαση των Συμμάχων (Αγγλογάλλων) στη Θεσσαλονίκη, η δημιουργία του «Μακεδονικού Μετώπου» και η διάσταση απόψεων μεταξύ του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, σχετικά με την άμεση είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Συνέπεια της διενέξεως αυτής ήταν να παραιτηθεί στις 22 Σεπτεμβρίου 1915 η Κυβέρνηση Βενιζέλου και να αρχίσει ένας βαθύς διχασμός του λαού, που τόσα δεινά επέφερε στη χώρα.
Στο μεταξύ, στις 17 Αυγούστου 1916 εξερράγη στη Θεσσαλονίκη φιλοβενιζελικό στρατιωτικό κίνημα, το οποίο επικράτησε εύκολα και σχημάτισε την Επιτροπή Εθνικής Άμυνας. Λίγες ημέρες αργότερα έφτασε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη η Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία ζήτησε και πέτυχε να αναγνωριστεί από τους Συμμάχους. Η Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, αφού ανακοίνωσε ότι βρισκόταν σε πόλεμο με τη Βουλγαρία και τη Γερμανία, προέβη στη συνέχεια στην επιστράτευση και οργάνωση του Σώματος Στρατού Εθνικής Άμυνας από τις Μεραρχίες Σερρών, Κρήτης και Αρχιπελάγους, το οποίο και ενέταξε στις συμμαχικές δυνάμεις του Μακεδονικού Μετώπου.
Επακολούθησε ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας και η βίαιη κατάληψη του μεγαλύτερου τμήματός της από τους Συμμάχους, ο αφοπλισμός του στρατού και η μεταφορά του όγκου του στην Πελοπόννησο, η εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου και η άνοδος στο θρόνο του πρίγκιπα Αλεξάνδρου. Η νέα Κυβέρνηση, υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Ιούνιος 1917), κήρυξε αμέσως και επίσημα τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων και άρχισε με γοργό ρυθμό την αναδιοργάνωση, εξοπλισμό και εκπαίδευση του στρατού, που ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1918.
Ο ανανεωμένος αυτός στρατός έλαβε μέρος στο πλευρό των Συμμάχων κατά τις νικηφόρες επιχειρήσεις για τη διάσπαση του Μακεδονικού Μετώπου (Σεπτέμβριος 1918), στην εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία και με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών του σε αυτή της Μικράς Ασίας.
Γενικά
Η Ελλάδα, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, τον Ιούλιο του 1923, επιδόθηκε στην εσπευσμένη οργάνωση και ανόρθωση της χώρας από τα ερείπια του μακροχρόνιου πολέμου και την ατυχή έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κύριο μέλημά της ήταν να αντιμετωπίσει τις πιεστικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες για την ανόρθωσή της και την αποκατάσταση περίπου ενάμισι εκατομμυρίου ομογενών προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Στον στρατιωτικό τομέα, η προσπάθεια που καταβλήθηκε, εξαιτίας των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων, της αλλαγής του πολιτεύματος και της ενεργής αναμείξεως του στρατού στην πολιτική, ήταν σχεδόν μηδαμινή. Έγιναν μόνο περιορισμένες προμήθειες οπλισμού και μετακλήθηκε Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή για τη συστηματική οργάνωση της εκπαιδεύσεως.
Η περισσότερο ουσιαστική και συντονισμένη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του στρατού και τη δημιουργία ισχυρών και αξιόμαχων στρατιωτικών δυνάμεων άρχισε από το έτος 1935, όταν η νέα διεθνής κρίση διαφαινόταν στον ορίζοντα.
Η κατευθυντήρια γραμμή της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού από το έτος εκείνο ήταν:
– Η δημιουργία στρατού κατάλληλα εξοπλισμένου και ικανού να αμυνθεί και να εξασφαλίσει την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους.
– Η άρτια οργάνωση, η εκπαίδευση κι ο εξοπλισμός του.
– Η ενίσχυση της ικανότητας αντιστάσεως του κλιμακίου προκαλύψεως και η κατασκευή οχυρωματικών έργων κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα για την αμυντική θωράκιση της χώρας.
– Η διατήρηση υψηλού βαθμού ετοιμότητας από τις τοπικές δυνάμεις για την αποφυγή του αιφνιδιασμού σε περίπτωση εχθρικής εισβολής και η οργάνωση ταχείας και ασφαλούς συγκεντρώσεως του Στρατού Εκστρατείας στη ζώνη του θεάτρου των επιχειρήσεων.
– Τέλος, η σύνταξη πολεμικών σχεδίων πλήρων και λεπτομερειακών, αλλά απλών στην εφαρμογή τους.
Παράλληλα, διατέθηκαν οι απαραίτητες πιστώσεις για το σκοπό αυτό και έγιναν μεγάλες παραγγελίες πολεμικού και άλλου υλικού στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Η αναδιοργάνωση του Στρατού στην περίοδο 1923-1940
Από το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και για μια τριετία η μόνη σημαντική αλλαγή που έγινε στην οργάνωση του Ελληνικού Στρατού ήταν η σύσταση για πρώτη φορά του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ.) τον Ιούλιο του 1923. Τρία χρόνια αργότερα, το 1926, κυρώθηκε ο πρώτος μεταπολεμικός Οργανισμός του Στρατού, ο οποίος εφαρμόστηκε μέχρι το 1929 οπότε ψηφίστηκε νέος Οργανισμός του Στρατού.
Γενικά
Στη διάρκεια της τριπλής κατοχής της χώρας από τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους, εκτός από το Στρατό Μέσης Ανατολής, δεν υπήρχε καμία άλλη οργανωμένη δύναμη ελληνικού Τακτικού Στρατού. Συγκροτήθηκαν όμως, με πρωτοβουλία διαφόρων οργανώσεων, ένοπλα ανταρτικά τμήματα, τα οποία με την πάροδο του χρόνου ισχυροποιήθηκαν σημαντικά, συνέχισαν τον πόλεμο κατά των κατακτητών και τους προκάλεσαν μεγάλες απώλειες κι υλικές φθορές.
Τα δύο μεγαλύτερα από τα ανταρτικά αυτά τμήματα ήταν ο «Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός» (Ε.Λ.Α.Σ.) της Οργανώσεως «Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο» (Ε.Α.Μ.) που έλεγχε το «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος» (Κ.Κ.Ε.) και οι «Ένοπλες Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών» (Ε.Ο.Ε.Α.) της Οργανώσεως «Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Στρατός» (Ε.Δ.Ε.Σ.).
Τον Οκτώβριο του 1943 οι δύο αυτές αντιστασιακές οργανώσεις ήρθαν σε ρήξη μεταξύ τους και τα τμήματά τους συνεπλάκησαν επανειλημμένα, με πολλές απώλειες και από τις δύο πλευρές. Παρόμοια σύγκρουση είχαμε επίσης μεταξύ του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου» και των Ελληνοβρετανικών Δυνάμεων στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1944 με αποτέλεσμα την ήττα των δυνάμεων του πρώτου και την οριστική διάλυσή του. Στις αρχές Ιανουαρίου 1945 διαλύθηκαν οικειοθελώς στην Κέρκυρα και οι δυνάμεις του Στρατηγού Ζέρβα. Οι περισσότεροι από τους άνδρες του εντάχθηκαν στα εκεί συγκροτούμενα τάγματα Εθνοφυλακής.
Μετά τον Δεκέμβριο του 1944 άρχισε η ανάπτυξη των πρώτων μονάδων Εθνοφυλακής, η σύσταση των οποίων είχε αποφασιστεί από πολύ πριν. Παράλληλα, με βραδύτερο όμως ρυθμό, άρχισε και η οργάνωση του Στρατού Εκστρατείας.
Στον οργανωτικό τομέα του στρατού, την ίδια περίοδο, έγιναν βαθιές τομές και αλλεπάλληλες αλλαγές, με σκοπό την αύξηση της δυνάμεως, της ευελιξίας, της μαχητικής ισχύος και της επιχειρησιακής του ικανότητας. Στην προσπάθεια αυτή συνέβαλαν αποφασιστικά οι Στρατιωτικές Αποστολές της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα.
Με τον τερματισμό του εμφύλιου πολέμου, τον Αύγουστο του 1949, ο Ελληνικός Στρατός ήταν ένας από τους καλύτερα οργανωμένους και εξοπλισμένους στρατούς της εποχής του. Το αξιόμαχο των στελεχών και οπλιτών επιβεβαιώθηκε από την επιτυχή συμμετοχή του μικρού αριθμητικά, αλλά γενναίου και ηρωικού, Εκστρατευτικού Σώματος στην Κορέα την περίοδο 1950-1955.
Η οργάνωση του πρώτου μεταπολεμικού Στρατού
Στα μέσα Οκτωβρίου του 1944 άρχισε η σταδιακή αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής από την Ελλάδα και η άφιξη των πρώτων ελληνοβρετανικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα, άρχισε και η οργάνωση των πρώτων μονάδων Εθνοφυλακής με βάση τη Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών (Σ.Δ.Α.), η οποία είχε συγκροτηθεί μυστικά από τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1945, είχαν συγκροτηθεί τα πρώτα εξήντα δύο τάγματα.
Γενικά
Η πολεμική περίοδος 1940-1949 εξασθένησε οικονομικά την Ελλάδα, τη δίχασε εσωτερικά και δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στα βόρεια σύνορά της. Η είσοδός της στο ΝΑΤΟ το 1952 της προσέδωσε νέα οικονομικά και αμυντικά ερείσματα, καθώς και εγγυημένη προστασία μέσα στο νέο σύστημα συλλογικής ασφάλειας. Ως αντάλλαγμα, η Ελλάδα προσέφερε, εκτός από τη σταθερή και ειλικρινή προσήλωσή στους Δυτικούς Συμμάχους της, τις ισχυρές και κυρίως εμπειροπόλεμες Ένοπλες Δυνάμεις της.
Η αποκορύφωση του Ψυχρού Πολέμου στη δεκαετία του 1960, τα έντονα αμυντικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από τη στρατιωτική δικτατορία (1967-1974) και την τουρκική στρατιωτική απειλή, ιδιαίτερα μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974, επέβαλλαν συνεχή και αυξημένη στρατιωτική ετοιμότητα. Η ύφεση που επικράτησε λίγα χρόνια αργότερα δε συντέλεσε στη χαλάρωση των μέτρων επαγρυπνήσεως της Ελλάδας, λόγω της συνεχώς εντεινόμενης προκλητικής στάσεως της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Κύπρο.
Ακολούθησε η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού (Κομμουνισμού) στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η οποία σηματοδότησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, του διπολισμού και της αντιπαραθέσεως των δύο κόσμων. Η μεταβολή αυτή χαιρετίστηκε απ΄ όλους ως αφετηρία για την παγκόσμια συνεργασία και τον αφοπλισμό. Για την Ελλάδα όμως, εξαιτίας της αναβιώσεως εθνικιστικών διεκδικήσεων και εσωτερικών ταραχών στις γειτονικές της χώρες, αποτέλεσε την απαρχή ανησυχιών και κινδύνων που επέτειναν την ανάγκη διατηρήσεως ισχυρών Ένοπλων Δυνάμεων.
Στα σαράντα οκτώ περίπου χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου, η Ελλάδα, αν και αποτέλεσε και εξακολουθεί να είναι μοναδική νησίδα ειρήνης, σταθερότητας και προόδου στην περιοχή των Βαλκανίων, ωστόσο είναι υποχρεωμένη να παραμένει με το όπλο «παρά πόδας» και να διαθέτει μεγάλο μέρος του κρατικού προϋπολογισμού της για εξοπλισμούς και άλλες αμυντικές δαπάνες. Είναι κι αυτή μια επιπρόσθετη θυσία του ελληνικού λαού στο βωμό της ειρήνης και της εθνικής του ανεξαρτησίας.
Η οργάνωση του Στρατού 1956-1997
Με την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το σύνολο σχεδόν του Ελληνικού Στρατού, πλην της ΑΣΔΕΝ, τέθηκε υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της Συμμαχίας.
Το 1957 έγινε νέα οργάνωση του στρατού και επήλθαν ορισμένες μεταβολές στη σύνθεση των μονάδων, με σκοπό την επαύξηση της ευκινησίας και της ισχύος πυρός, και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ταχύτερη συγκρότηση μονάδων με το νέο υλικό.
Το 1967, με την επικράτηση της στρατιωτικής δικτατορίας (21 Απριλίου 1967), οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής επέβαλαν απαγόρευση (embargo) στην αποστολή οπλισμού προς την Ελλάδα, με συνέπεια την αναστολή της παραπέρα αναπτύξεως και ενισχύσεως του στρατού. Το γεγονός αυτό την υποχρέωσε να στραφεί, για πρώτη φορά με εθνικούς πόρους, στην προμήθεια πολεμικού υλικού από τη διεθνή αγορά.