Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗΣ (2/14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1829)
Στα μέσα Απριλίου του 1828, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με κύρια αιτία την άρνηση της τελευταίας να συμμορφωθεί με τους όρους παλαιότερων συνθηκών, που προέβλεπαν ευνοϊκές για τη Ρωσία ρυθμίσεις στη Βαλκανική και έδιναν λύση στο ελληνικό ζήτημα. Αρχικά ο ρωσικός στρατός κινήθηκε ως τη Μολδοβλαχία αλλά δεν κατόρθωσε να διαβεί τον Δούναβη πριν από τον χειμώνα. Λίγους μήνες αργότερα, υπό νέα διοίκηση και με σαφή υπεροχή έναντι των Οθωμανών, κατάφερε να περάσει τα Βαλκάνια και να φθάσει, χωρίς να συναντήσει αντίσταση, στις 7/19 Αυγούστου, μπροστά στην Αδριανούπολη. Οι συνεχιζόμενες αποτυχίες των οθωμανικών στρατευμάτων και το ενδεχόμενο της κίνησης του ρωσικού στρατού προς την Κωνσταντινούπολη έκαμψαν την αδιαλλαξία του σουλτάνου και έθεσαν τις προϋποθέσεις για να ξεκινήσουν οι διπλωματικές διεργασίες. Εντός λίγων ημερών έφθασαν στην Αδριανούπολη οι πληρεξούσιοι της Πύλης, Mehmed Said Efendi και Abdul Kadir Bey, οι οποίοι συναντήθηκαν με τους πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας και τους αντιπροσώπους του τσάρου, κόμητες Alexei Orlov και Fjodor Palen, προκειμένου να υπογράψουν σύμφωνο ειρήνης. Σε αυτό περιλήφθηκε και το ελληνικό ζήτημα έπειτα από την επιμονή του Ρώσου αρχιστράτηγου Hans Karl von Diebitsch και σύμφωνα με την εντολή του τσάρου. Η συνθήκη που υπογράφηκε στις 2/14 Σεπτεμβρίου επισφράγισε τη νίκη της Ρωσίας στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-1829 και έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για τη διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.
Προηγούμενες ελληνικές κατακτήσεις στον διπλωματικό τομέα
Καθοριστική για την τύχη της Ελλάδας, ενώ ήταν σε εξέλιξη η επανάσταση, υπήρξε η υπογραφή μιας σειράς συνθηκών από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), οι οποίες προσπάθησαν να επωφεληθούν από την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σημαντικό σταθμό αποτέλεσε η Συνθήκη του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 24 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1827. Προέβλεπε τη μεσολάβηση των Δυνάμεων για την κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών λόγω της ανάγκης για την αποκατάσταση της τάξης, την περιστολή της πειρατείας και την ομαλή διεξαγωγή του εμπορίου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, και καθόρισε την αυτονομία της Ελλάδας με την καταβολή ετήσιου φόρου στον σουλτάνο. Για πρώτη φορά, σε μυστικό άρθρο προβλεπόταν η προσφυγή των Δυνάμεων σε καταναγκαστικά μέσα σε περίπτωση που η Πύλη δεν δεχόταν τους όρους της συνθήκης. Πράγματι, η καθυστέρηση του σουλτάνου να δεχθεί τη μεσολάβηση σε συνδυασμό με την καταστροφική δράση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο οδήγησαν στη ναυτική επέμβαση των Δυνάμεων και στη συντριβή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, στις 8/20 Οκτωβρίου 1827.
Στις 30 Νοεμβρίου/12 Δεκεμβρίου 1827 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου για την εφαρμογή των όρων της συνθήκης του Ιουλίου, με την πρόβλεψη πιθανής πολεμικής εμπλοκής των Δυνάμεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία εξακολουθούσε να αρνείται τη μεσολάβηση. Στις 7/19 Ιουλίου 1828, υπογράφηκε νέο πρωτόκολλο, με το οποίο αποφασίστηκε η αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο για την απομάκρυνση του Ιμπραήμ στο όνομα και των τριών Δυνάμεων, ενώ με το πρωτόκολλο της 4/16 Νοεμβρίου 1828, η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες τέθηκαν υπό την εγγύηση των Δυνάμεων. Παράλληλα, στις 27 Ιουλίου/9 Αυγούστου 1828 υπογράφηκε και διμερής αγγλοαιγυπτιακή συμφωνία για την εκκένωση της Πελοποννήσου από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα.
Τους κρίσιμους μήνες που ακολούθησαν, συνεχίστηκαν οι διαπραγματεύσεις για τον προσδιορισμό της πολιτικής υπόστασης του ελληνικού κράτους, τον καθορισμό των συνόρων του και την εξομάλυνση της σχέσης του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με επιστέγασμα το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, στις 10/22 Μαρτίου 1829. Με αυτό αναγνωρίστηκε η Ελλάδα ως κράτος υπό την κυριαρχία της Πύλης με την καταβολή σε αυτήν ετήσιου φόρου, αποφασίστηκε να έχει χριστιανό κληρονομικό ηγεμόνα και καθορίστηκαν τα σύνορά της στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού, περιλαμβανομένης της Εύβοιας, των κοντινών στην Πελοπόννησο νησιών και των Κυκλάδων.
Η κατάσταση στην Ελλάδα το 1829
Στην Ελλάδα, από τον Ιανουάριο του 1828 τη διακυβέρνηση της χώρας είχε αναλάβει ο Ιωάννης Καποδίστριας. Παράλληλα με την αναδιοργάνωση του κράτους, ο κυβερνήτης κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίλυση του ελληνικού ζητήματος στον διπλωματικό στίβο, ιδιαίτερα κατά τις συσκέψεις με τους απεσταλμένους των τριών Δυνάμεων, στον Πόρο, το τελευταίο τετράμηνο του 1828, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη οριστικής, κοινά αποδεκτής συνθήκης. Εν τω μεταξύ, τον Αύγουστο του 1828 είχαν αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο τα πρώτα γαλλικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Nicolas-Joseph Maison, σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Ιουλίου του 1828, και ως τον Οκτώβριο αποχώρησαν οι δυνάμεις του Ιμπραήμ. Μέχρι τον Μάιο του 1829 αποχώρησαν σταδιακά στο μεγαλύτερο μέρος τους και τα γαλλικά στρατεύματα, έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή τους.
Η Πελοπόννησος είχε ουσιαστικά απελευθερωθεί, ωστόσο, ο αγώνας των επαναστατημένων Ελλήνων συνεχιζόταν στη Στερεά Ελλάδα. Κύρια μέριμνα του κυβερνήτη ήταν να εξασφαλίσει την απελευθέρωση όσο το δυνατόν περισσότερων περιοχών ώστε να έχει δημιουργηθεί τετελεσμένο γεγονός στρατιωτικής κατοχής κατά τη συζήτηση για τον καθορισμό των συνόρων του κράτους. Η έκβαση του Ρωσοτουρκικού Πολέμου συνέβαλε καθοριστικά στην προσπάθεια αυτή, καθώς αναπτέρωσε το ηθικό των αγωνιστών και παράλληλα κράτησε μακριά από τα ελληνικά εδάφη τις αναγκαίες οθωμανικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα την επικράτηση των ελληνικών στρατευμάτων στα πεδία των μαχών και την κυριαρχία τους, σχεδόν σε ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα μέχρι την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τελευταία μάχη της επανάστασης δόθηκε στις 12/24 Σεπτεμβρίου 1829, στην Πέτρα της Βοιωτίας, όπου η νίκη των Ελλήνων με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη αποτέλεσε την κορύφωση της προσπάθειας των επαναστατών και την επιβράβευση των αποφάσεων του κυβερνήτη στον τομέα των επιχειρήσεων.
Τα κύρια σημεία της συνθήκης
Η Συνθήκη της Αδριανούπολης επέφερε καίριο πλήγμα στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία και προανήγγειλε το τέλος της κυριαρχίας της στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ευρώπης. Περιλάμβανε 16 άρθρα, στα περισσότερα από τα οποία διευθετούνταν ζητήματα μεταξύ των δύο αντιπάλων. Η Ρωσία απέδωσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την κυριαρχία των ευρωπαϊκών εδαφών που είχε κατακτήσει στην περίοδο του πολέμου, καθώς και της Βλαχίας και της Μολδαβίας, οι οποίες θα διατηρούσαν θρησκευτική ελευθερία, τη δική τους εμπορική δραστηριότητα και αυτόνομη εθνική κυβέρνηση. Αντίστοιχα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδεχόταν την κήρυξη της Σερβίας ως ηγεμονίας, κάτι που είχε αποφασιστεί με παλαιότερη συνθήκη.
Οι Ρώσοι υπήκοοι είχαν πλήρη ελευθερία για τη διεξαγωγή εμπορίου σε ξηρά και θάλασσα σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων θα ήταν στο εξής ανοιχτά για όλα τα εμπορικά πλοία των χωρών που δεν ήταν σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τέλος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει οικονομική αποζημίωση στη Ρωσία τόσο για τις πολεμικές δαπάνες όσο και για την οικονομική ζημία λόγω της αναστολής του εμπορίου κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το άρθρο 10 και η σημασία του για την Ελλάδα
Το ελληνικό ζήτημα αναφέρεται στο άρθρο 10 της συνθήκης, το οποίο κοινοποιήθηκε επίσημα στον Έλληνα κυβερνήτη από τον Ρώσο αντιπρέσβη στην Ελλάδα κόμητα Viktor Panin, στις 29 Οκτωβρίου 1829:
«Ὁμολογοῦσα ἡ Ὑψηλὴ Πόρτα τὴν τελείαν αὐτῆς συγκατάθεσιν εἰς τὰ ὡρισμένα ἐν τῇ τοῦ Λονδίνου συνθήκῃ τῆς 24 Ἰουνίου (6 Ἰουλίου) 1827 μεταξὺ τῆς Ρωσσίας, τῆς Μεγάλης Βρετανίας καὶ τῆς Γαλλίας, συναποδέχεται καὶ τὴν Πρᾶξιν τῆς 10-22 Μαρτίου 1829, ἐκ συμφώνου μεταξὺ τῶν αὐτῶν τούτων Δυνάμεων ἀποφασισθεῖσαν ἐπὶ τῇ βάσει τῆς εἰρημένης συνθήκης, καὶ διαλαμβάνουσαν τοὺς πρὸς τὴν ὁριστικὴν ἐκείνης ἐκτέλεσιν λεπτομερεῖς συμβιβασμούς. Εὐθὺς δὲ μετὰ τὴν συναλλαγὴν τῶν ἐπικυρώσεων τῆς παρούσης περὶ εἰρήνης συνθήκης, ἡ Ὑψηλὴ Πόρτα θέλει διορίσει πληρεξουσίους διὰ νὰ συμφωνήσωσι μετὰ τῶν τῆς Ρωσικῆς Αὐτοκρατορικῆς Αὐλῆς καὶ τῶν Αὐλῶν τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Γαλλίας, περὶ τῆς ἐκπληρώσεως τῶν εἰρημένων ὁρισμῶν καὶ συμβιβασμῶν».
Ουσιαστικά, δηλαδή, η Υψηλή Πύλη αποδεχόταν και προσυπέγραφε άνευ όρων τις δύο διεθνείς πράξεις που αφορούσαν τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος, την Ιουλιανή Συνθήκη του 1827 και το Πρωτόκολλο του Μαρτίου του 1829, επομένως αναγνώριζε για πρώτη φορά επίσημα την ύπαρξη ελεύθερου ελληνικού κράτους – του πρώτου σε εδάφη της νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου μέχρι τότε εκτεινόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το νέο κράτος είχε πλήρη ελευθερία εσωτερικής διοίκησης, θρησκεύματος και διεξαγωγής εμπορίου, με κυβέρνηση εκλεγόμενη από τους Έλληνες, αν και ως προς αυτό η Πύλη διατηρούσε ορισμένες επιφυλάξεις, και τα σύνορά του καθορίζονταν στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού.
Στην Ελλάδα, η συνθήκη δεν έγινε αποδεκτή με απόλυτη ικανοποίηση τόσο επειδή το κράτος παρά τη διεθνή αναγνώρισή του παρέμενε υποτελές στον σουλτάνο όσο και επειδή αφήνονταν εκτός συνόρων νησιά που είχαν απελευθερωθεί κατά την επανάσταση. Εν τούτοις, ο Καποδίστριας ευχαρίστησε τον Ρώσο αντιπρόσωπο και διέταξε να ψαλούν δοξολογίες σε όλες τις εκκλησίες της χώρας τόσο για την αναγνώριση της Ελλάδας ως κράτους όσο και για τη Ρωσία, η οποία την επέβαλε μέσω της νίκης της στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Κατά γενική ομολογία, η Συνθήκη της Αδριανούπολης με το δέκατο άρθρο της αποτέλεσε «το διεθνές συμβόλαιο της ύπαρξης της Ελλάδας ως κράτους ανεξάρτητου», όπως χαρακτηριστικά έγραψε λίγο αργότερα ο Βρετανός Πρωθυπουργός William Gladstone. Παρά τις όποιες διπλωματικές υποχωρήσεις είχαν πια δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση της Ελλάδας ως πλήρως ανεξάρτητου και αυτόνομου κράτους, κάτι που επιτεύχθηκε με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκόμενων μερών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δασκαλάκης, Ἀπ. Β. 1967. Κείμενα – Πηγαὶ τῆς ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Τόμος Δεύτερος. Διπλωματικαὶ διαπραγματεύσεις – Ἐξωτερικαὶ σχέσεις τῆς ἀγωνιζομένης Ἑλλάδος – Πρωτόκολλα καὶ συνθῆκαι διὰ τὴν ἵδρυσιν ἑλληνικοῦ Κράτους. Μέρος δεύτερον (1827-1832). Ἀθῆναι.
Κόκκινος, Διονύσιος, Ἀ. 1974. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις. Τόμος ἕκτος. Ἀθῆναι: Ἐκδοτικὸς οἶκος Μέλισσα.
Νικολάου, Χαράλ. Γ., Ταξίαρχος. 1980. Διεθνεῖς πολιτικές καί στρατιωτικές συνθῆκες – συμφωνίες καί συμβάσεις (Ἑλλάς – Βαλκανική Χερσόνησος) ἀπό τοῦ 1453 μέχρι σήμερον. Συμπληρωματικαί ἐκδόσεις 91. Ἀθῆναι: ΔΕΚ/Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ.
Σοῦτσος, Ἀλέξανδρος, Ἰ. 1858. Συλλογὴ τῶν εἰς τὸ ἐξωτερικὸν δημόσιον δίκαιον τῆς Ἑλλάδος ἀναγομένων ἐπισήμων ἐγγργάφων. Ἀθῆναι: Ἐκ τοῦ Βασιλικοῦ Τυπογραφείου.
«Συνθήκη Εἰρήνης μεταξὺ τῆς Ῥωσσίας καὶ τῆς Τουρκίας», Γενικὴ Ἐφημερὶς τῆς Ἑλλάδος 80-81/30 Νοεμβρίου 1829 (Παράρτημα) και 82/4 Δεκεμβρίου 1829.
Υπουργείο Εξωτερικών / Υπηρεσία Διπλωματικού & Ιστορικού Αρχείου. 2021. «Η Ελλάδα ελεύθερη. Αναγνώριση και σύναψη διπλωματικών και προξενικών σχέσεων. Οι Συνθήκες και τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας». https://200years.mfa.gr/international-treaties/ (πρόσβαση 7 Αυγ 2023).
Φωτιάδης, Δημήτρης. 1977. Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα. Δεύτερη ἔκδοση. Τόμος τέταρτος. Ἀθῆναι: Ἐκδοτικὸς οἶκος Ν. Βότση.
Λεζάντες εικόνων:
1. Απόσπασμα της δημοσίευσης του κειμένου της Συνθήκης της Αδριανούπολης στη Γενικὴ Ἐφημερίδα τῆς Ἑλλάδος.
2. Το άρθρο 10 της Συνθήκης της Αδριανούπολης από τη δημοσίευση του κειμένου στη Γενικὴ Ἐφημερίδα τῆς Ἑλλάδος.
3. Τα όρια του πρώτου ελληνικού κράτους (Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1821-1997, Αθήνα 1997, Σχέδ. 2).