Search form

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ


Η ιστορία του ταχυδρομείου ακολουθεί την ιστορία του πολιτισμού. Αρχίζει όταν ο άνθρωπος, παύοντας να ζει μεμονωμένα, δημιουργεί τις πρώτες κοινωνίες.

Με την εμφάνιση των οργανωμένων κοινωνιών προέκυψε και η ανάγκη να επικοινωνούν μεταξύ τους και χρησιμοποιήθηκαν προς τούτο αγγελιοφόροι (άγγελοι), οι οποίοι μετέφεραν προφορικά μηνύματα.

Με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη του πολιτισμού, η επινόηση της γραφής προς αποτύπωση της σκέψεως, πρώτα με ιδεογράμματα και αργότερα με γράμματα, είχε ως αποτέλεσμα οι αγγελιοφόροι, αντί να μεταφέρουν μόνο προφορικά μηνύματα, να παραδίδουν και υλικά αντικείμενα (πέτρες, φύλλα ή φλοιούς δένδρων, δέρματα ζώων κ.λ.π.) επάνω στα οποία ήσαν γραμμένα τα μηνύματα με διάφορους τρόπους.

Τότε γεννιέται το ταχυδρομείο, με την έννοια της μεταφοράς ενός αντικειμένου επί του οποίου έχουν αναγραφεί ανακοινώσεις. Εμφανίζονται οι ταχυδρόμοι, που δεν μεταδίδουν οι ίδιοι τις ειδήσεις, όπως γίνεται με τους αγγελιοφόρους, αλλά μεταφέρουν τα υλικά αντικείμενα, όπου έχουν αποτυπωθεί οι ειδήσεις.

Ίχνη των πρώτων ταχυδρομείων βρέθηκαν στη Κίνα, την Αίγυπτο, την Ασσυρία και την Βαβυλωνία. Σε αυτές τις χώρες, τα ταχυδρομεία λειτουργούσαν αποκλειστικά και μόνον για την εξυπηρέτηση κρατικών αναγκών.

Αλλά η πρώτη κανονικά οργανωμένη ταχυδρομική υπηρεσία, για την οποίαν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες ιστορικών συγγραφέων (Ηρόδοτος, Ξενοφών), συγκροτήθηκε από το Βασιλέα Κύρο, ιδρυτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, στα 500 π.χ.

Στις κεντρικές αρτηρίες και σε ορισμένες θέσεις, που απείχαν 35 περίπου χιλιόμετρα η μία από την άλλη, ο Κύρος εγκατέστησε σταθμούς, αποκαλούμενους ΄΄άγγαρα΄΄, όπου βρίσκονταν "ταχυδρόμοι" έτοιμοι να μεταφέρουν ανά πάσα στιγμή την αλληλογραφία στον επόμενο σταθμό. Ιστορικές πηγές αναφέρουν, ότι η επικοινωνία του εκστρατευτικού στρατεύματος των Περσών με την πρωτεύουσα στον πόλεμό τους κατά των Ελλήνων, εξασφαλίσθηκε με τη βοήθεια 111 παρόμοιων σταθμών.

Έκτοτε η ταχυδρομική υπηρεσία γνώρισε διάφορες μορφές οργανώσεως κατά την εξέλιξή της, μέχρι να φθάσει στη σημερινή μορφή της, όταν πια ο οποιοσδήποτε κάτοικος του πλανήτη μας μπορεί να αλληλογραφήσει με οποιονδήποτε άλλον, είτε αυτός βρίσκεται σε γειτονική χώρα είτε στην πλέον μακρινή.

Στην Αρχαία Ελλάδα, μολονότι η μυθολογία αναφέρει ως πρώτο ταχυδρόμο το Θεό Ερμή από το δωδεκάθεο του Ολύμπου, ο οποίος και λατρευόταν ως κήρυκας και αγγελιοφόρος, δεν μαρτυρείται η ύπαρξη οργανωμένης ταχυδρομικής υπηρεσίας, με τη μορφή που εμφανίζεται σε άλλες χώρες της εποχής εκείνης, όπως λ.χ. στην Περσία. Οι ανάγκες επικοινωνίας των διαφόρων πόλεων μεταξύ τους καλύπτονταν από αγγελιοφόρους που ονομάζονταν ΄΄άγγελοι΄΄, ΄΄δρομοκήρυκες΄΄ ή ΄΄ημεροδρόμοι΄΄, όπως αναφέρονται στα αρχαία κείμενα (ένα γνωστό παράδειγμα είναι του Φειδιππίδη, που έκαμε 200 χιλιόμετρα δρόμο, από την Αθήνα στην Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια κατά των Περσών, ένα άλλο του ανώνυμου οπλίτη που έφερε την είδηση για την νίκη του Μαραθώνα μέχρι την Αθήνα).

Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν θα είχε επιτύχει ούτε στις εκστρατείες του ούτε στην εδραίωση της απέραντης Αυτοκρατορίας του, αν δεν είχε οργανώσει ένα τέλειο σύστημα επικοινωνίας. Οι ταχυδρόμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι λεγόμενοι ΄΄ημίοδοι΄΄, χρησιμοποιούσαν και την θαλάσσια οδό προκειμένου να εξασφαλίσουν την επικοινωνία των διαφόρων περιοχών της Αυτοκρατορίας.

Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η ταχυδρομική υπηρεσία λειτούργησε στον ελληνικό χώρο χρησιμοποιώντας τις αρτηρίες του οδικού δικτύου, που είχαν κατασκευάσει οι Ρωμαίοι, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν η Εγνατία Οδός, που συνέδεε το Δυρράχιο με το Βυζάντιο. Όπως είναι ευνόητο, αυτό το ταχυδρομείο εξυπηρετούσε αποκλειστικά κρατικές ανάγκες. Το ίδιο ισχύει για τη λειτουργία του κατά τη Βυζαντινή περίοδο, όταν ονομαζόταν ΄΄δημίσος δρόμος΄΄. Οι ταχυδρόμοι για τη διαβίβαση της κρατικής αλληλογραφίας κινούνταν με τα ταχύτερα μέσα της περιοχής (ελαφρές άμαξες, ίπποι, κ.τ.λ.). Με τα ίδια μέσα εξυπηρετούνταν και οι ιδιώτες.

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσει μία ταχυδρομική υπηρεσία όπως εκείνη της Βυζαντινής εποχής.

Οι μεν προεστοί του σκλαβωμένου έθνους, προκειμένου να επικοινωνήσουν με όσους ζούσαν στο εξωτερικό, χρησιμοποιούσαν ευρέως επιστολές που στέλνονταν είτε με έμπιστα πρόσωπα ειδικά επιφορτισμένα με τη συγκεκριμένη αποστολή, είτε με ταξιδιώτες. Χρησιμοποιούσαν επίσης προξενικά ταχυδρομεία ξένων χωρών, που λειτουργούσαν στην Κωνσταντινούπολη.

Για τις ανάγκες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λειτουργούσε ένα σύστημα το ονομαζόμενο ΄΄μενζίλι΄΄ εφίππων ταχυδρόμων της Τουρκικής Κυβερνήσεως, που μετέφεραν τις διαταγές και τα φιρμάνια στις επαρχιακές υπηρεσίες. Εναλλάσσονταν σε σταθμούς (΄΄ μενζίλ - χανέδες΄΄). Οι ταχυδρόμοι ή ΄΄τατάρηδες΄΄ αποτελούσαν ιδιαίτερο τάγμα διοικούμενο από τους ΄΄τατάρ-αγάδες΄΄ με δική τους ενδυμασία και προνόμια. Παράλληλα υπήρχε και ένα έκτακτο ταχυδρομείο με πεζούς, τους ΄΄πεζοδρόμους΄΄, για την εξυπηρέτηση των ιδιωτών. Ενώ οι πρώτοι ήσαν μισθωτοί, αυτοί έπαιρναν ένα ΄΄ποσοκόπι΄΄ ή ΄΄αγιακτερί΄΄ από τα χωριά τα οποία επειδή ήταν υποχρεωμένα να τους δώσουν επίσης στέγη και τροφή (΄΄κονάκι΄΄), δυσαρεστούνταν ιδιαίτερα από το σύστημα.

Αυτό το πλαίσιο χρησιμοποίησαν βελτιώνοντάς το, οι επαναστάτες του 1821. Από την αρχή του αγώνα εμφανίσθηκε η ανάγκη οργανώσεως ταχυδρομικής υπηρεσίας, έστω και υποτυπώδους, για τις ανάγκες του πολέμου.

Στις 7 Ιουλίου 1821 φθάνει στην Ύδρα ο Δημήτριος Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του αδελφού του Αλέξανδρου, ΄΄Γενικού Επιτρόπου της Αρχής΄΄ της Φιλικής Εταιρείας και μετά λίγες ημέρες περνά στην Πελοπόννησο, όπου υποβάλλει στους ντόπιους προκρίτους ένα σχέδιο που έμεινε στα χαρτιά για τη σύσταση ΄΄εφορειών εις εκάστην από τας εικοσιτέσσαρας επαρχίας΄΄, το οποίο μεταξύ άλλων προέβλεπε την οργάνωση ταχυδρομικής εξυπηρετήσεως (΄΄ο τρίτος έφορος να έχη την πρόνοιαν των αναγκαίων ζώων εις τας διαφόρους δουλεύσεις του πολέμου, ήγουν αποστολήν ζωοτροφών, όπλων, γραμματοφόρων και των λοιπών, να έχη δε και ούτος τους αναγκαίους υπεοφόρους΄΄). Είναι η πρώτη ενέργεια για την οργάνωση των επικοινωνιών.

Παράλληλη προσπάθεια διοργανώσεως τακτικής ταχυδρομικής υπηρεσίας έγινε και από τον ΄΄Άρειο Πάγο΄΄, όπως ονομάσθηκε η Συνέλευση, που κάλεσε στην Άμφισσα την 15η Νοεμβρίου 1821 ο Θεόδωρος Νέγρης.

Για να αποστέλλει τις διαταγές της η εγκατεστημένη στην Κόρινθο, από τις αρχές του 1821, Προσωρινή Κυβέρνηση, αναγκάσθηκε να καταφύγει στη χρησιμοποίηση του τουρκικού ταχυδρομικού συστήματος του ΄΄ποδοκοπιού΄΄. Ήταν μία στοιχειώδης, πλην επαρκής για τις τότε ανάγκες, εξυπηρέτηση. Έκτακτοι πεζοί ή έφιπποι ταχυδρόμοι κάτω από κάποια οργανωτική αρχή είχαν ως επάγγελμα ή ως προσωρινή ενασχόληση τη μεταφορά αλληλογραφίας. Ο θεσμός του ποδοκοπιού συνεχίζει να είναι επαχθής στους χωρικούς, εφ' όσον αυτοί συνεχίζουν έτσι να επιβαρύνονται με τις δαπάνες της μεταβιβάσεως των κυβερνητικών διαταγών. Καταγγελίες για τα κρούσματα αδικιών και καταχρήσεων φθάνουν ως την κυβέρνηση και τη Βουλή, χωρίς όμως να διορθωθούν στο παραμικρό.

Το Φεβρουάριο του 1822 ο Δημήτριος Υψηλάντης επιδιώκει τη σύσταση ΄΄δημοσίων ιπποστασιών και σταθμών΄΄, δηλ. των μενζίλχαδένων της Τουρκοκρατίας. Στα τέλη του ίδιου μήνα η Πελοποννησιακή Γερουσία καλείται επισήμως να αποκτήσει 25 άλογα και ο Άρειος Πάγος 15 για την αποστολή ειδήσεων και διαταγών από τη Διοίκηση. Ξέρουμε ότι το πρόβλημα την εποχή της Επαναστάσεως, ήταν η έλλειψη μεταφορικών μέσων, με αποτέλεσμα λ.χ. η ανεύρεση τεσσάρων ζώων στο Άργος να θεωρηθεί μεγάλο επίτευγμα.

Ο Ιωάννης Κωλέττης, Μινίστρος (Υπουργός) των Εξωτερικών είναι ο άνθρωπος που σχεδόν επέτυχε την οργάνωση ικανοποιητικής Κυβερνητικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, βοηθούμενος από την προϋπηρεσία του σε θέματα οργανώσεως στην Αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα. Σώζεται μια πιστοποίηση από το χέρι του ΄΄Προς τους Αξιωματικούς, Πολιτικούς και Πολεμικούς΄΄, που διορίζει έναν ΄΄πεζοδρόμο για να μεταφέρει εις τα διάφορα μέρη της Ελληνικής Επικράτειας γράμματα της Διοικήσεως΄΄.

Οι ταχυδρόμοι του Κωλέττη διήνυαν όλη τη διαδρομή ή εναλλάσσονταν, όταν αυτή ήταν ΄΄μεγάλη΄΄ δηλαδή μακρά ή δύσκολη. Ήταν συνήθως έκτακτοι υπάλληλοι, επιλεγμένοι από τις εκάστοτε τοπικές αρχές.

Η Κυβέρνηση δεν είχε επιδιώξει να εγκαθιδρύσει μια τακτική σύνδεση μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Ελλάδος, ούτε μεταξύ αυτών των περιοχών και της Πελοποννήσου. Γνωρίζουμε ότι ένα γράμμα χρειαζόταν 8 με 9 μέρες από το Μεσολόγγι στο Ναύπλιο και 4 με 5 μέρες από το Ναυαρίνο στο Ναύπλιο. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την ταχυδρομική υπηρεσία στη Δυτική Ελλάδα με επιστάτες τον Ανδρέα Σουλιώτη και τον γιο του Κώστα. Η οργάνωση με το σύστημα του ΄΄μενζιλίου΄΄ με ετήσια αμοιβή ήταν καλή, όμως απειλείτο συνεχώς από τις φιλονικίες, τις παρεξηγήσεις τις πολιτικές διαμάχες και αυθαιρεσίες.

Οι ταχυδρόμοι της Διοικήσεως έφεραν διάφορα ονόματα : ΄΄γραμματοφόροι της Διοικήσεως΄΄, ΄΄Πεζοί΄΄ ή ΄΄Πεζοδρόμοι της Διοικήσεως΄΄, ΄΄Επίτηδες΄΄ (που σημαίνει ΄΄Ειδικός΄΄ και κάποτε αναφέρεται με την τουρκική ονομασία ΄΄Μαξούς΄΄), ΄΄Σουρτζήδες΄΄ κ.λ.π.

Σώζονται φύλλα πορείας ποικίλων τύπων, που χορηγούνταν στους επιφορτισμένους με τη διεξαγωγή της ταχυδρομικής υπηρεσίας. Από τη μελέτη τους προκύπτει κυρίως, ότι οι ταχυδρομικοί αδικούνταν σκανδαλωδώς στις περισσότερες περιπτώσεις.

Μη αρκούμενος στους ΄΄Εκτάκτους Πεζούς της Διοικήσεως΄΄ ο Κολοκοτρώνης με την ιδιότητα του Αρχηγού των Στρατευμάτων της Πελοποννήσου υπήρξε από τους πρώτους που εισηγήθηκαν την οργάνωση τακτικών ταχυδρομείων με μια επιστολή του προς το ΄΄Μινιστέριον των Εσωτερικών΄΄ της 27ης Μαϊου, όπου επισημαίνει την ανάγκη ΄΄να μετακομίζονται γρήγορα οι διάφορες ειδήσεις, όσες μάλιστα εξαρτώνται από ουσιώδεις περιστάσεις και υποθέσεις πατριωτικές, των οποίων το κρίσιμο δεν χρειάζεται αναβολή΄΄. Ζητούσε δηλαδή τη συστηματοποίηση της διεξαγωγής της ταχυδρομικής υπηρεσίας βάσει της οργανώσεως των ΄΄μενζιλίων΄΄, που χρησιμοποιούσαν και οι τουρκικές αρχές όπως ο Κωλέττης.

Η εισήγηση του Γέρου του Μοριά εγκρίθηκε αμέσως και συστάθηκε ταχυδρομείο, η οργάνωση του οποίου ανατέθηκε στον Αθανάσιο Καρδαρά από το χωριό Ζυγοβίτσι της Γορτυνίας που συνέχισε να υπηρετεί ως Ταχυδρομικός εργολάβος στο Ταχυδρομείο στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, με το υπ' αριθμο 1616 έγγραφο της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος προς το Μινιστέριον των Εσωτερικών (΄΄Εγνώσθησαν τα διαλαμβανόμενα εν τη αναφορά από γ' Ιουνίου υπ' αριθμο 594 και εγκρίνεται το προβαλλόμενο σχέδιον περί συστάσεως μενζιλίου, μετά της διαφοράς ταύτης, ότι το μενζίλιον πρέπει να συσταθεί όπου ευρίσκεται η Διοίκησις. Ο Μίνιστρος των Εσωτερικών να ενεργήση αυτό τούτον, διδών και αποχρώσαν την απόκρισιν προς τον Στρατηγόν Κολοκοτρώνη΄΄).

Τα έγγραφα πιστοποιούν ότι το 1823 λειτουργούσε όντως ένα τακτικό έφιππο ταχυδρομείο, διοικούμενο από τον Αθανάσιο Καρδαρά, που συνέβαλε έτσι ως επιχειρηματίας στην οργάνωση μιας στοιχειωδώς υπάρχουσας υπηρεσίας. Αρχικά συστάθηκαν Ταχυδρομικά Γραφεία στην Τρίπολη, το Άργος και την Επίδαυρο και αργότερα σε άλλες πόλεις.

Ο Άγγλος συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχοουπ ανέλαβε σοβαρή πρωτοβουλία για τη σύσταση Γενικού Ταχυδρομείου. Με υπόμνημά του προς την Διοίκηση εισηγήθηκε την οργάνωση από την αρχή μιας ταχυδρομικής υπηρεσίας με κέντρο την Τριπολιτσά και με ανταπόκριση προς τη Γαστούνη, το Ναύπλιο και την Κόρινθο, και περαιτέρω, από την Γαστούνη προς την Δυτική Ελλάδα, τα Επτάνησα και την Ευρώπη, από το Ναύπλιο προς τα νησιά του Αιγαίου και από την Κόρινθο προς την Ανατολική Ελλάδα. Ειδικότερα, προτείνει τα γράμματα και τα δέματα να στέλνονται με πεζούς ταχυδρόμους, που να διατρέχουν πέντε μίλια την ώρα και περίπου είκοσι ημερησίως και οι Κυριακές να είναι αργίες.

Η Κυβέρνηση μελέτησε και συζήτησε τις προτάσεις του Στάνχοουπ, αλλά δεν τις δέχτηκε χωρίς όμως και να τις απορρίψει ρητώς. Δεν πρόκειται περί κυβερνητικής ακρισίας, όσο περί διενέξεων, προστριβών, συμφερόντων, υποψιών που οδήγησαν σε απόρριψη σωστών εισηγήσεων. Αυτό το συμπέρασμα ενισχύεται και από μια πληροφορία του Στάνχοουπ, που αναφέρει ότι ο ταχυδρόμος της Διοικήσεως της Δυτικής Ελλάδος, της οποίας ηγείται ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, συνελήφθη κατά διαταγή του Κολοκοτρώνη και, ενώ έκρυβε τα γράμματα που μετέφερε, ΄΄υποχρεώθηκε να σχίσει το διαβατήριό του Μαυροκορδάτου και να λάβει άλλο από την τοπική Αρχή΄΄.

Ο Στανχόουπ προσπάθησε παρά ταύτα να συστήσει το σύστημα Ταχυδρομείου, που είχε προτείνει, χωρίς κυβερνητική έγκριση, αλλά με την βοήθεια του εκδότη των ΄΄Ελληνικών Χρονικών΄΄ Ιωάννου-Ιακώβου Μάγερ. Δεν το κατόρθωσε, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μείνει χωρίς ένα Ταχυδρομείο εφάμιλλο των ευρωπαϊκών και να παραμείνει στο παλαιό σύστημα των έφιππων ταχυδρόμων, δηλ. των μενζιλίων του Καρδαρά.

Επιπλέον παραβιαζόταν το απόρρητο της αλληλογραφίας.

Η ασφάλεια των διεξαγόμενων επιχειρήσεων ώθησε την Κυβέρνηση να επιβάλλει την λογοκρισία της αλληλογραφίας, όπως χαρακτηριστικά μαρτυρούν η διαταγή του Υπουργού Γρηγορίου Δικαίου (Παπαφλέσσα) προς τους κατά τόπους Αστυνόμους και Επάρχους και η επιστολή του Δημ. Υψηλάντου προς αυτόν τον Υπουργό, καθώς και οι επιστολές και αναφορές που επακολούθησαν και οι σχετικές συζητήσεις στη Βουλή.

Εκτός της επίσημης αλληλογραφίας οι καπεταναίοι και οι πολιτικοί συνήθιζαν να σταματούν τους ταχυδρόμους, να ανοίγουν τα γράμματα και επιστρέφοντάς τα στον ταχυδρόμο, να συνάπτουν δεύτερη επιστολή, για να ζητήσουν συγγνώμη απ τον παραλήπτη για την περιέργειά τους.

Δεν γνωρίζουμε αν η ανακοίνωση για την σύσταση ΄΄Ταχυδρομίας΄΄, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΄΄Ελληνικά Χρονικά΄΄ του Μεσολογγίου στις 28 Ιουνίου 1824 (προσδιορίζοντας μάλιστα στις 2 Ιουλίου τα ταχυδρομικά τέλη των επιστολών ανάλογα με το βάρος τους) συνοδεύθηκε από την λειτουργία ενός ταχυδρομείου και εάν ναι για ποιό διάστημα. Αντιθέτως ξέρουμε πως την 21 Μαίου 1825 το Υπουργείο του Πολέμου γνωμοδοτεί και την επομένη δίνει στον Αθανάσιο Καρδαρά τη διεξαγωγή της ταχυδρομικής υπηρεσίας με μενζίλια. Χαρακτηριστικά το Υπουργείο γνωμοδοτεί να διατεθούν 15 άλογα αντί των 10 που ανέφερε το νομοσχέδιο και η σύμβαση να γίνει ετήσια. Το προσωπικό θα ανέρχεται στα ένδεκα άτομα και σταθμοί αλλαγής ορίζονται η Τριπολιτσά, το Νεόκαστρο και το Ναύπλιο, οπού θα βρίσκονται μονίμως πέντε άλογα για τις μεταφορές. Προβλέπονται και πεζοί ταχυδρόμοι (οι ΄΄επίτηδες΄΄ ή ΄΄μαξοί'').

Ο Ιταλός Τζιουζέπε Πέκιο περιγράφει τα τότε ταχυδρομεία σε ένα σύγγραμμά του, που εκδόθηκε στα Αγγλικά στο Λονδίνο (Giuseppe Pecchio, A visit to Greece in the Spring of 1825, London 1826) : ΄΄Δεν υπάρχει κανένα ταχυδρομείο σε όλη την Πελοπόννησο. Η Κυβέρνηση αλληλογραφεί με ειδικούς ταχυδρόμους, οι ιδιώτες είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν ειδικό απεσταλμένο για να στείλουν επιστολή. Οι εφημερίδες της Ύδρας, της Αθήνας και του Μεσολογγίου δεν κυκλοφορούν ακόμη μεταξύ των κατωτέρων τάξεων του λαού, αλλά τις διαβάζει με απληστία η μορφωμένη τάξη. Η εφημερίδα του Μεσολογγίου συντηρείται με τις πωλήσεις της στα νησιά του Ιονίου. Η Εφημερίδα της Ύδρας έχει διακόσιους συνδρομητές και η εφημερίδα της Αθήνας ακόμη λιγότερους΄΄.

Νέα προσπάθεια οργανώσεως Γενικού Ταχυδρομείου έγινε από τον οργανωτή του πρώτου τακτικού ελληνικού στρατού το Γάλλο Συνταγματάρχη Βαρώνο Κάρολο Φαβιέρο (Charles Nicole Fabvier) κατά τις αρχές του 1826, με άδεια της Διοικήσεως, για τη μεταβίβαση της αλληλογραφίας μεταξύ Ναυπλίου και Αθήνας. Το μεγαλόπνοο σχέδιο του φιλέλληνα Συνταγματάρχη απέβλεπε στο να ενώσει την Αθήνα με το Ναύπλιο και την Ανατολική Ελλάδα δια μέσου εναλλασσομένων τακτικών πεζοδρόμων. Προέβλεπε να αναχωρεί ένας κάθε Δευτέρα βράδυ από Αθήνα για Μέγαρα, να φθάνει εκεί την Τρίτη το πρωί, άλλος να αναχωρεί από τα Μέγαρα την Τρίτη και να φθάνει στο Καλαμάκι το ίδιο βράδυ. Άλλος πάλι να αναχωρεί από εκεί για Ναύπλιο και να φθάνει την ίδια ημέρα, δηλαδή την Τρίτη συνολικά ημέρα από την αναχώρησή του από την Αθήνα. Ορίσθηκε ένας επιστάτης του ταχυδρομείου, που εξέδωσε και σχετική ΄΄ Δηλοποίησιν΄΄. Όμως η απόγοητευμένη από την έλλειψη βοήθειας της Διοικήσεως επιστολή του Συνταγματάρχου Φαβιέρου προς το Διονύσιο Ρώμα στη Ζάκυνθο την 10/22 Μαΐου 1826, αποκαλύπτει ότι το σχέδιο δεν ευδοκίμησε.

Στο μεταξύ, γύρω στα μέσα του 1826, η Κυβέρνηση επέβαλε νέα λογοκρισία σε όλη την αλληλογραφία του Ναυπλίου, επίσημη και ιδιωτική, αποφασίζοντας μάλιστα να υπαγάγει την ταχυδρομική υπηρεσία στη Γενική Αστυνομία, που ασκούσε και τη λογοκρισία.

Η σύγχρονη Ταχυδρομική υπηρεσία συστήθηκε τελικώς με το ψήφισμα του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια της 28ης Σεπτεμβρίου 1828, που εκδόθηκε στον Πόρο.

Από το 1849 μέχρι το 1881 λειτουργούσαν Ελληνικά Ταχυδρομεία στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια, τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα, την Άρτα, και την Πρέβεζα, περιοχές που κατείχαν οι Τούρκοι.

Χαρακτηριστικός σταθμός της εξελίξεως του ταχυδρομείου στάθηκε η κατά το 1840 εισαχθείσα από τον Χιλλ στην Αγγλία μεταρρύθμιση της τιμολογήσεως με γραμματόσημα. Το πρώτο ελληνικό γραμματόσημο κυκλοφόρησε το 1861. Είναι η περίφημη κεφαλή του Ερμή. Το 1900 ιδρύθηκε το πρώτο πραγματικό μονοπώλιο και έκτοτε η πολιτική ταχυδρομική υπηρεσία στην Ελλάδα συνεχίζει να αναπτύσσεται, όχι με το ρυθμό των ταχυδρομείων των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, αλλά πάντως ακολουθώντας αυτό το πρότυπο, φθάνοντας σήμερα να συναγωνίζεται ικανοποιητικά τις αντίστοιχες υπηρεσίες προηγμένων χωρών.

Προστάτης του Ταχυδρομικού Σώματος είναι ο Όσιος Ζήνων η μνήμη του οποίου εορτάζεται κάθε χρόνο την 10η Φεβρουαρίου που ήταν στρατιωτικός γραμματοφόρος δηλ. διακομιστής των γραμμάτων του Βασιλέα Ουάλη το έτος 365 μ.Χ .

Ίδρυση Ταχυδρομικού Σώματος

Ο Στρατός από την πλευρά του έχει ειδικές ανάγκες διοικητικής μέριμνας και σχετικώς με την αλληλογραφία χρειαζόταν αποτελεσματική διαχείριση της υπηρεσιακής αλληλογραφίας μεταξύ των στρατιωτικών μονάδων, πέραν της ανάγκης ανυψώσεως του ηθικού του στρατεύματος από την ανταλλαγή της προσωπικής αλληλογραφίας.

Πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Στρατός εξυπηρετείτο από τα κατά τόπους Πολιτικά Ταχυδρομεία. Στον πόλεμο του 1940-1941 τέθηκε σε λειτουργία ένα σύστημα Στρατιωτικών Ταχυδρομείων, γνωστό ως ΄΄Ταχυδρομικοί Τομείς΄΄, που επανδρώθηκε με επιστρατευμένους αξιωματικούς και οπλίτες από τους υπαλλήλους της Πολιτικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας.

Μετά την απελευθέρωση η αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων επέβαλε και την αντιμετώπιση του ζητήματος της συγκροτήσεως μίας Ταχυδρομικής Υπηρεσίας Στρατού και της επανδρώσεως της με μόνιμα στελέχη, εφ' όσον θεωρήθηκε πως η ταχυδρομική υπηρεσία οφείλει να αποτελέσει οργανικό τμήμα του Στρατού, ικανό να εξυπηρετεί τις ανάγκες των Ενόπλων δυνάμεων τόσο στην ειρήνη όσο και στον πόλεμο.

Έτσι ιδρύθηκε η Ταχυδρομική υπηρεσία του Στρατού ως μόνιμο Σώμα του Στρατού Ξηράς το 1949 με τον Α.Ν 974/1949. Πλαισιώθηκε αρχικώς από μόνιμα στελέχη, Αξιωματικούς προερχόμενους από τη μονιμοποίηση εφέδρων που υπηρετούσαν εκείνη την εποχή και στους οποίους απονεμήθηκε η ιδιότητα του αξιωματικού της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας, της ΤΥΣ, όπως λεγόταν. Από τότε το Ταχυδρομικό Σώμα χωρίς καμία διακοπή και με δικιά του οργάνωση ανταποκρίνεται με επιτυχία στις σύγχρονες απαιτήσεις της διοικητικής μέριμνας στο Στρατό.