ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Η Μάχη της Κρήτης αφορά στα πολεμικά γεγονότα του Β ́ΠΠ που έλαβαν χώρα στη νήσο ΚΡΗΤΗ κατά τη χρονική περίοδο από την 20 Μαΐου μέχρι 1 Ιουνίου 1941.
Με την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου την ευθύνη ασφάλειας της Κρήτης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής Κυβέρνησης, ανέλαβε η Βρετανία, λόγω της γεωγραφικής θέσης και της στρατηγικής σημασίας που είχε η νήσος για τα βρετανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Η V Μεραρχία, η οποία στάθμευε μέχρι τότε στην Κρήτη, επιστρατεύτηκε και μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου και χρησιμοποιήθηκε στο Αλβανικό Θέατρο Επιχειρήσεων.
Στο τέλος Απριλίου του 1941, και ενώ η υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη κυριευθεί από τις δυνάμεις του Άξονα, τη διοίκηση των Βρετανο-Eλληνικών Δυνάμεων Κρήτης ανέλαβε ο Διοικητής της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας Υποστράτηγος Φράιμπεργκ. Μέχρι τότε οριστικά σχέδια για την άμυνα της νήσου δεν είχαν εκπονηθεί και οι προπαρασκευές για την αντιμετώπιση σοβαρής εχθρικής εισβολής ελάχιστα είχαν προχωρήσει, παρ’ όλο που η γερμανική επίθεση θεωρούνταν ως επικείμενη. Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά την ενίσχυσή της και από τις δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν σε περίπου 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς, μειονεκτούσε όμως σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω της παραδεκτής αναλογίας. Πέρα απ’ αυτό αεροπορία στη νήσο δεν υπήρχε, ενώ τα διατιθέμενα πυροβόλα και άρματα ήταν ανεπαρκή.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ μελέτησε την κατάσταση και ζήτησε από τον Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής την άμεση αποστολή στη νήσο όπλων, πυρομαχικών και λοιπών μέσων και εφοδίων, καθώς και την παροχή αεροπορικής και ναυτικής υποστήριξης. Δυστυχώς, από τα υλικά που στάλθηκαν στη νήσο έφτασαν λιγότερα από τα μισά, εξαιτίας της δράσης της εχθρικής αεροπορίας.
Οι στρατιωτικές δυνάμεις Κρήτης, με βάση τη σπουδαιότητα και την ευπάθεια των στρατηγικών σημείων της νήσου, κατανεμήθηκαν στους Τομείς Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Αποστολή τους ήταν η άμυνα της νήσου, απαγορεύοντας στον εχθρό τη χρησιμοποίηση των αεροδρομίων και λιμένων της.
Η Κρήτη απασχόλησε σοβαρά και τον Χίτλερ πολύ πριν η Γερμανία εκδηλώσει έμπρακτα τις προθέσεις της κατά της Ελλάδας. Ο Χίτλερ πίστευε ότι καταλαμβάνοντας την Κρήτη θα εξασφάλιζε ταχεία επιτυχία στην Ανατολική Μεσόγειο και ότι η επίθεση κατά της νήσου έπρεπε να πραγματοποιηθεί με αεραποβατική ενέργεια, με την αξιοποίηση του επίλεκτου σώματος των αλεξιπτωτιστών. Έτσι στις 25 Απριλίου 1941 εκδόθηκε η «υπ’ αριθμ. 28» διαταγή γενικών κατευθύνσεων με τη συνθηματική ονομασία «ΕΡΜΗΣ», που αφορούσε στην επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης.
Το σύνολο των γερμανικών δυνάμεων, που θα έπαιρναν μέρος στην επίθεση, ανερχόταν σε 22.750 άντρες, 1.370 αεροσκάφη και 70 πλοία. Την επιχείρηση θα υποστήριζε και μικρός αριθμός ιταλικών αντιτορπιλικών και τορπιλακάτων, ενώ ένα ενισχυμένο ιταλικό σύνταγμα από τη Δωδεκάνησο, ύστερα από αίτηση του Μουσολίνι, θα αποβιβαζόταν στις ανατολικές ακτές της νήσου. Η
ενέργεια αυτή τελικά πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαΐου, όταν η τύχη της νήσου είχε ήδη κριθεί.
Η γερμανική επίθεση από τον αέρα κατά της Κρήτης, άρχισε το πρωί της 20ής Μαΐου. Μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, πολυάριθμα σμήνη μεταφορικών αεροσκαφών άρχισαν να πραγματοποιούν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή Χανίων— Μάλεμε. Ταυτόχρονα άρχισε και η προσγείωση ανεμοπλάνων με αερομεταφερόμενα τμήματα. Επακολούθησε σκληρός αγώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Γερμανοί κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα μικρό προγεφύρωμα στα ανατολικά του Ταυρωνίτη ποταμού και να θέσουν υπό τα πυρά τους τοαεροδρόμιο Μάλεμε και το ύψ. 107, δηλαδή το ζωτικό έδαφος της 2ας Νεοζηλανδικής Μεραρχίας. Ύστερα απ’ αυτό, οι βρετανικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τη νύχτα 20/21 Μαΐου το ύψ. 107 και συμπτύχθηκαν νοτιοανατολικά.
Στις περιοχές Ρεθύμνου και Ηρακλείου η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε από τις απογευματινές ώρες της ίδιας ημέρας. Οι αλεξιπτωτιστές σ’ αυτές τις περιοχές υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και δεν μπόρεσαν να σημειώσουν καμιά επιτυχία.
Ο Υποστράτηγος Φράιμπεργκ, εξαιτίας μη έγκαιρης ενημέρωσής του από το Διοικητή της 5ης Νεοζηλανδικής Ταξιαρχίας, αγνοώντας την κρίσιμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στον Τομέα Μάλεμε, βράδυνε να επέμβει για την αποκατάσταση της τοποθεσίας. Έτσι η αντεπίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 0330 της 22ας Μαΐου για την ανακατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε και του υψ. 107, απέτυχε.
Ύστερα από την αποτυχία αυτή και την προώθηση των συνεχώς ενισχυόμενων γερμανικών δυνάμεων προς τα βορειοανατολικά, οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν τη νύχτα 23/24 Μαΐου σε νέα τοποθεσία ανατολικότερα.
Από την ημέρα εκείνη η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων περιήλθε στους Γερμανούς, ενώ η τύχη της νήσου είχε πλέον κριθεί. Παρ’ όλα αυτά ο αγώνας, στον οποίο συμμετείχαν ενεργά και οι κάτοικοι της νήσου, συνεχίστηκε σκληρός μέχρι την 29η Μαΐου, οπότε άρχισε η εκκένωση της Κρήτης από τις βρετανικές δυνάμεις. Η αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους των Βρετανών περατώθηκε στις 23:20 της 31ης Μαΐου. Οι Βρετανοί, πουπαρέμειναν στη νήσο, καθώς και τα ελληνικά τμήματα, συνθηκολόγησαν με τους Γερμανούς ή κατέφυγαν σε ορεινές περιοχές, απ’ όπου στη συνέχεια διέφυγαν στη Μέση Ανατολή.
Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του Ελληνικού Στρατού, είχε η εθελοντική συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις ενός τμήματος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων. Σχεδόν όλοι οι πρωτοετείς Ευέλπιδες (300 άνδρες), μαζί με τους αξιωματικούς τους, διέσχισαν τη νότια Ελλάδα και στις 29 Απριλίου 1941 έφτασαν με βενζινόπλοια στο Κολυμπάρι Χανίων. Με την άφιξή της στην Κρήτη, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων υπό τον Αντισυνταγματάρχη Λουκά Κίτσο, υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών στα Χανιά και εγκαταστάθηκε αμυντικά στην περιοχή μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χ. Κολυμπάρι. Κατά την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων το Τάγμα Ευελπίδων έλαβε το «βάπτισμα του πυρός», δεχόμενο αλλεπάλληλες επιθέσεις από τμήματα του II Γερμανικού Τάγματος Εφόδου, τις οποίες και απέκρουσε με επιτυχία, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στους επιτιθεμένους. Εξαιτίας όμως των απωλειών της και της έλλειψης πυρομαχικών, η Σχολή υποχρεώθηκε τη νύχτα 20/21 Μαΐου να συμπτυχθεί προς την περιοχή του χ. Δελιανά, όπου εγκαταστάθηκε αμυντικά. Το Τάγμα Ευελπίδων, μετά την κατάληψη των Χανίων, μετακινήθηκε προς τα Λευκά Όρη με την ελπίδα να διαφύγει στη Μ. Ανατολή και να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Η πορεία του μέσα από τις απόκρημνες διαβάσεις των Λευκών Ορέων διήρκεσε οκτώ ημέρες. Πριν από τα Σφακιά ο διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και αφού τους ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει πλωτό μέσο για να φύγουν από την Κρήτη, τους είπε ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της Κυβέρνησης από τη στιγμή εκείνη η Σχολή διαλυόταν. Οι Ευέλπιδες, αφού έκρυψαν σε ασφαλές μέρος την πολεμική σημαία της Σχολής, αποχώρησαν διασκορπιζόμενοι στη ευρύτερη περιοχή Εμπρός Νερό – Ασκύφου.
Την 1η Ιουνίου 1941, μετά από αγώνα πέραν των δέκα ημερών, έληξε η Μάχη της Κρήτης με επικράτηση των γερμανικών δυνάμεων, παρά τη γενναιότητα με την οποία πολέμησαν οι εκεί βρετανοελληνικές δυνάμεις και την πείσμονα αντίσταση του ηρωικού κρητικού λαού, του οποίου το θάρρος, η τόλμη και το πνεύμα αυτοθυσίας υπήρξαν ανυπέρβλητα και προκάλεσαν το θαυμασμό τόσο των Ελλήνων, όσο και όλων των Συμμάχων.
Το τίμημα όμως της νίκης αυτής ήταν τόσο σοβαρό, ώστε μέχρι το τέλος του πολέμου οι Γερμανοί δεν ξανατόλμησαν παρόμοια ενέργεια. Η Κρήτη, όπως αναγκάστηκε να ομολογήσει ο Διοικητής του XI Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Στούντεντ, υπήρξε «ο Τάφος των Γερμανών Αλεξιπτωτιστών».
Βιβλιογραφία
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940 -1941, Αθήνα,1984
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Μάχη της Κρήτης, Αθήνα, 1961
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες και Νεκροί 1940 – 1945, Αθήνα, 1990
Προσωπικές Μαρτυρίες από τη μάχη της Κρήτης
Η ιστορική πραγματικότητα της μάχης της Κρήτης αποτυπώνεται μέσα από προσωπικές μαρτυρίες. Οι μαρτυρίες αυτές περιέχονται στο βιβλίο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού «Μνήμες Πολέμου 1897-1974, Αθήνα, 2012» και είναι προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων, οι οποίοι καταγράφουν τα γεγονότα μέσα από μια προσωπική, ενδεχομένως πιο συναισθηματική και εκ των πραγμάτων υποκειμενική ματιά.
- Περιοχή Ρεθύμνου, 20 Μαΐου 1941, Απόσπασμα από το βιβλίο Διαφυγή από την Κρήτη του Αυστραλού Υπολοχαγού Lew Lind
Εκατοντάδες σκοτεινές μορφές εκσφενδονίζονταν από τις πλευρές των αεροπλάνων, ρίχνονταν για ένα δευτερόλεπτο σαν βολίδες και μετά άνθιζαν μέσα στο χρώμα. Ήταν αλεξιπτωτιστές και ο ουρανός φαινόταν να είναι γεμάτος απ’ αυτούς. Πράσινα, άσπρα, καφέ, μπλε, κίτρινα και κόκκινα αλεξίπτωτα έπεφταν σαν κομφετί και ήδη οι μονάδες μας στην ανατολική περίμετρο του αεροδρομίου ανάμεναν αυτούς με όπλα και πολυβόλα.
Μάρκου Γ. Πολιουδάκη, Η μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, Αθήνα 1983, σελ. 122
- Ηράκλειο, 24 Μαΐου 1941
Δίπλα στο σπίτι ήτον ένας μεγάλος ελαιώνας σπαρμένος στάρι. Υποψιάστηκα ότι ίσως νάναι Γερμανοί.
Λέω λοιπόν του Νικολή, του προσδιορίζω και του λέω. – Θα κάμεις κύκλο, θα πας απ’ αυτό το μέρος, θα πιάσεις αυτή την ελιά, τούδειξα δε (μ)πιστεύω νάναι Γερμανοί, ας λάβομε τα μέτρα μας, διότι ίσως να μας έμεινε καμιά ομάδα στη (μ)προηγούμενη μάχη, η οποία μας εδιέφυγε κι είναι εκεί οχυρωμένη.
Μόλις έφθανε ο Νικολής στο σημείο όπου ήτον η ελιά, απού το στάρι μέσα εσηκώθηκ’ ένας Γερμανός, εσημάδεψε το Νικολή, εσημάδεψα κι εγώ αμέσως το Γερμανό. Ο Νικολής εσκοτώθηκε απ’ το Γερμανό και ο Γερμανός, όπως τον είδα κατόπιν, εσκοτώθηκε από μένα, αλλά το αποτέλεσμα είναι ότι εγώ δεν είχα πιστέψει ότι εσκοτώθηκε. Τότε εκατέβηκα στο δρόμο, ο οποίος με προφύλασσε, και αρχίνηξα και έριχνα χεροβοβίδες χώρις να λάβω μέτρα προφυλάξεως, διότι ο δρόμος με προφύλασσε. Έριξα τη (μ)πρώτη, τη δεύτερη, τη (ν)τρίτη, τη (μ)πέμπτη. Στην έχτη έφταξα στο προαύλιο που είχε πέσει η έχτη χεροβοβίδα. Την έβδομη χεροβοβίδα έπεσε μες στο σπίτι. Τότε παρουσιάστηκε ένα μαντίλι και οι Γερμανοί παραδίδουνται. Ο Μπισκαδουράκης ο στρατιώτης μούχε φύγει.
Τότε ερχόντανε απού το Ηράκλειο μεγάλες ομάδες, παιδιά, γυναίκες, γέροι, και βγαίνανε προς τα όξω.
Τος εφώναξα λοιπόν τω Γερμανώ ελληνικά και τος – ε – λέω.
– Να βγαίνετε ένας-ένας όξω, ν’ αφήνει το όπλο (ν)του μέσα. Υπολόγιζα ότι οι Γερμανοί αυτοί δεν μπορούσε παρά να ξέρει ένας από όλους ελληνικά.
Οι Γερμανοί εβγήκανε από μέσα δώδεκα νομάτοι, αλλά είχανε σκοτωθεί και τραυματισθεί απ’ τσι χεροβοβίδες περί τσι 15 Γερμανοί.
Αντώνη Κ. Σανουδάκη, Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς. Ο αρχηγός της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης. Τα πολεμικά του απομνημονεύματα, εκδόσεις «Κνωσός», Αθήνα 1979, σελ. 107
- Σταυρωμένος Ρεθύμνου, 25 Μαΐου 1941
Όλες οι μαχόμενες δυνάμεις συνεχώς βρίσκονταν κάτω από τη σκιά της γερμανικής αεροπορίας. Τα αλλεπάλληλα σμήνη των μαχητικών βομβαρδιστικών και καταδιωχτικών αεροπλάνων ολημερίς αλώνιζαν την περιοχή ανενόχλητα και σκορπούσαν φωτιά και ατσάλι. Οι κρότοι των πολυβολισμών και των βομβών μαζί με το συνεχή εκνευριστικό βόμβο των κινητήρων τριβέλιζαν το μυαλό και σπούσαν τα νεύρα των υπερασπιστών. Τα JU 52 σέρνονταν ράθυμα πάνω από τα κεφάλια μας. Το περίβλημά τους φαινόταν πως ήταν λεπτό, και με το λιανοτούφεκο είχες τη βεβαιότητα πως θα το τρυπήσεις. Κι αν μπορούσες να το βρεις, στο τεπόζιτο της βενζίνας ή στην καμπίνα του αεροπόρου, το πέσιμό του ήταν σίγουρο.
Μάρκου Γ. Πολιουδάκη, Η μάχη της Κρήτης στο Ρέθυμνο, σελ. 296
- Άγιος Ιωάννης Ηρακλείου, 28 Μαΐου 1941
Ήπηρα όλες μου τσι δυνάμεις, οι οποίες υπολόγιζα πως ήτονε 1.500 περίπου άνδρες, ήτον πολλοί στρατιώτες, οι οποίοι εφύγανε κι ήρθανε μαζί μου και μικροί αξιωματικοί του στρατού.
Επήγα λοιπόν και εχτύπησα απού το (ν)Τεκέ πλησίον στη Φορτέτζα, εκεί που έχει ο γιατρός ο Χατζάκης τη βίλα (ν)του, ανεμεσός του χτήματος αυτού και του Νησιώτη το χτήμα, και ήκοψα τσι Γερμανούς εις δύο τεμάχια.
Κι έτσι απομονώθηκαν οι Γερμανοί, οι οποίοι είχανε καταλάβει τον Άη Γιάννη και ήπιασα αιχμαλώτους εικοσιδυό, αν θυμούμαι καλά, Γερμανούς.
Ήπηρα τον οπλισμό (ν)τος και άφησα το Μπίρη το (γ)Κωστή, αξιωματικός τότες του στρατού, με το γιο μου να τσι φυλάσσει και να τσι παραδώσουνε, και τα όπλα, τα οποία τος ήπηρα, τάδωκα σε κάποιο Παπα-δάκη, που αργότερα τον ετουφεκίσαν οι Γερμανοί, να τα φυλάξει σ’ ένα μέρος και να τα παραδώσει αργότερα.
Αντώνη Κ. Σανουδάκη, Καπετάν Μανόλης Μπαντουβάς, σελ. 112-113
- Υποχώρηση στα Σφακιά, 27 Μαΐου 1941. Αφήγηση του George Weelink, Νέα Ζηλανδία
Ενώ εμείς βαδίζαμε κατά την διάρκεια της νύχτας προς τα Σφακιά, κάποια χωριά καιγόντουσαν από τις βόμβες των αεροπλάνων και οι κάτοικοι πρέπει να γνώριζαν ότι αποχωρούσαμε. Ντρεπόμουνα που εγκατέλειπα στην τύχη του αυτόν τον γενναίο λαό. Ήταν βαθύ σκοτάδι όταν φτάσαμε σ’ ένα χωριό που είχε πηγάδι αλλά χωρίς τα μέσα για να ανεβάσουμε το νερό. Έτσι αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε τους σκοινοκαθαρτήρες (με τους οποίους καθαρίζαμε τις κάννες των όπλων), δεμένους τον ένα με τον άλλο και στην άκρη δεμένες τις καλοκαιρινές κάσκες μας, με τις οποίες τραβούσαμε επάνω το νερό και το πίναμε με τα κράνη μας. Ακόμη θυμάμαι τη γεύση από ιδρώτα που είχε το νερό που έπινα.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα – Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 312
- Χερσόνησος Ηρακλείου, 20 Μαΐου 1941. Προφορική μαρτυρία Ιωάννου Σπανάκη
Εδώ να βλέπεις κορίτσι να έχει σταυρωτά τα φυσεκλίκια. Κι’ οι γυναίκες. Εδώ στην Χερσόνησο και με δρεπάνια κατεβήκαν οι γυναίκες και με ξύλα και με τι δεν εκατεβήκανε. Εδώ έπαθαν μεγάλη πανωλεθρία οι Γερμανοί τον καιρό που κατεβήκανε επαέ.
Όταν ακούσαμε ότι επέσανε οι αλεξιπτωτιστές εδώ στον κάμπο στο Λασσήθι η μακάρια γυναίκα μου γλακά και μου λέει πάρε το μπιστόλι και γλάκα (τρέχε), μια δασκάλα εδώ στο χωριό εβάστανε ένα τρίφτη (ξύλο) τρία μέτρα γλάκανε κι’ αυτή να πάει κι’ αυτή μαζί. Εδώ ο κόσμος υπέφερε πολλά, πάρα πολλά. Οι αλεξιπτωτιστές πέφτανε από δω από την Χερσόνησο να πάνε στα Χανιά, από το Ηράκλειο και μέσα εκαταστρέψανε πολύ κόσμο αλλά τσι κατάστρεψε κι’ αυτούς ο Θεός. Μας εγάπανε ο Θεός. Δεν υπολογίζανε οι ανθρώποι τίποτας απολύτως.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα – Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 132
- Γαλατάς Χανίων, 24/25 Μαΐου 1941, Από το βιβλίο του Τάκη Ακρίτα, Η μάχη του Γαλατά, Τυπ. Α Κουβελογιάννη, Αθήναι 1949
Τα κορίτσια του Γαλατά έδωσαν δείγματα αληθινής αυταπαρνήσεως και αυτοθυσίας. Όπως επληροφορήθηκα μια ομάδα κοριτσιών που αποτελούνταν από κορίτσια των καλυτέρων οικογενειών του Γαλατά όπως ήσαν η Ελένη Σμυρλάκη, η Φωφώ Τοράκη, η Δέσποινα …; και άλλα πολλά των οποίων τα ονόματα μου διαφεύγουν έτρεχαν με επί κεφαλής την ηρωίδα Κα Κατσούλη (μητέρα 4 παιδιών) και έφερναν τραυματίες. Τους ενοσήλευαν, εφρόντιζαν για το φαγητό τους αδιαφορούντες τελείως για τούς κινδύνους που διέτρεχαν. Γιατί η μάχη είχεν επεκταθή αργότερακαι μέσα στον Γαλατά. Πολλές τότε εθυσίασαν τις προίκες των. Έσχιζαν ολοκαίνουργια σεντόνια, τα έκαναν λουρίδες, για επιδέσμους, και όταν τις ρωτούσαν γιατί κατέστρεψαν πράγματα χρήσιμα και πολύτιμα που κόστισαν τόσα χρήματα και θα τους χρειάζονταν μια μέρα, απαντούσαν σαν αληθινές Ελληνοπούλες. «Τι να τις κάνουμε τις προίκες σαν σκλαβωθούμε; Έπειτα τ’ αδέρφια μας οι στρατιώτες μας κινδυνεύουν και εμείς θα κυττάξουμε προίκες;»
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα – Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 233-234
- Υποχώρηση στα Σφακιά, 26-28 Μαΐου 1941. Αφήγηση του George Weeklink, Νέα Ζηλανδία
Μόλις χάραξε, σκορπιστήκαμε και αρχίσαμε να γυρεύουμε καταφύγιο ανάμεσα στους θάμνους ή πάνω στα δέντρα, για την περίπτωση που θα μας βομβάρδιζαν ή θα μας πολυβολούσαν τα αεροπλάνα. Για μια ακόμη φορά είχαμε ανάγκη από νερό. Είδαμε ένα παιδί που ζούσε σ’ εκείνα τα βουνά και του ζητήσαμε νερό. Έφυγε και σε λίγο ξαναγύρισε μ’ ένα μεγάλο μπιτόνι που κουβαλούσε στον ώμο του –ήταν υπέροχο με τη δίψα που είχαμε– και ένας φίλος μου είχε μια κάλτσα γεμάτη με ζάχαρη που την φάγαμε όλη.
Ένιωθα πολύ καλύτερα μετά το νερό και την ζάχαρη. Δώσαμε στο αγόρι μερικές δραχμές για να πληρώσουμε αλλά δεν τις δέχτηκε -ήταν ένας όμορφος έφηβος, περίπου 16 χρονών.
Σ’ όλη τη διάρκεια της πορείας μας στα Λευκά Όρη, ξεκουραζόμαστε 10 λεπτά για κάθε 50 λεπτά πεζοπορίας. Είμαστε τόσο κουρασμένοι που έπρεπε να προσέχουμε να μην αφήσουμε ξωπίσω κανέναν από τους συντρόφους μας που τους είχε πάρει ο ύπνος. Κάθε φορά που κάναμε στάση, ακούγαμε ακόμη τον ήχο του ποδοβολητού κάτω στη βουνοπλαγιά.
Θα ήθελα πολύ να ξαναεπισκεφτώ την Ελλάδα και την Κρήτη. Νομίζω ότι οι άνθρωποί της συγκαταλέγονται ανάμεσα στον πιο πιστό και ειλικρινή λαό του κόσμου. Άνθρωποι φτωχοί διακινδύνεψαν την ζωή τους για την ελευθερία και βοήθησαν πολλούς Βρεταννούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς που παρέμειναν στην Κρήτη.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα – Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 312-313
- Υποχώρηση στα Σφακιά, 28 Μαΐου 1941. Από το ημερολόγιο του Μανώλη Π. Σιγανού
Ανεβαίνουμε το δρόμο προς το φαράγγι της Νίμπρος. Περασμένα μεσάνυχτα πλησιάζουμε το χωριό. Μια σιωπή έχει απλωθεί παντού. Μόνο τα βήματά μας ακούγονται ρυθμικά πάνω στο δρόμο ακολουθώντας τον ρυθμό της καρδιάς. Ο κάθε ένας μετις σκέψεις του, με τους πόνους του, με τη φαρμακωμένη σιωπή του.
Κοντά στο χωριό διακρίνουμε τώρα κάτι ίσκιους να μας περιμένουνε. Πλησιάζουμε. Μας προσφέρουνε από ένα καύκαλο ψωμί, μερικές εληές κι ένα ποτήρι κρασί στον καθένα. Είναι γυναίκες Σφακιανές από αυτές που είχαν κατεβεί στην μάχη. Θαρρείς πως είναι οι Μυροφόρες του Ευαγγελίου καθώς μας δίνουνε την προσφορά τους. Όμως τούτες δεν κρατούν μύρα, παρά στους δυνατούς ώμους τους έχουν κρεμασμένα τα τουφέκια. Τα χέρια τους είναι σκληρά και ροζιασμένα καθώς μας αγγίζουν. Έχουνε δεμένα αντρίκια μαντήλια στο κεφάλι και στα στήθια πέφτουν σα τα φίδια της Μέδουσας τα κατάμαυρα μαλλιά τους. Στέκουμε και με θαυμασμό προσπαθούμε να συνθέσουμε τη μορφή της κάθε μιας στο σκοτάδι. Είναι αδύνατον.
Γιατί δεν είναι μήτε οι Μυροφόρος μήτε οι θρυλικές Αμαζόνες του μύθου. Είναι πλάσματα ζωντανά. Είναι η ίδια η Κρήτη! Μια από αυτές μας φωνάζει.
– Όποιος δεν μπορεί να κρατήσει πια το τουφέκι του ή να το σπάσει ή να το παραδώσει σε μας, για να μη πέσει στα χέρια των Γερμανών. Θα το χρειαστούμε εμείς, αύριο πάλι. Η μάχη για μας δεν τελείωσε…
– Γροικάς μου λέει ο Βάμβουκας ήντα λέει η κοπελιά;
– Εγώ το γροικώ του απαντώ. Αλλά αυτό πρέπει κάποτε να το ακούση και η Ιστορία.
Τώρα αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως όλα χαθήκανε και πλησιάζει το τέλος.
Κάτι δικοί μας πληροφορούνε ότι όλη τη νύχτα οι Άγγλοι μπαίνανε στα πολεμικά και φεύγανε. Και πως κάτω στα Σφακιά έχουν κάνει μια ζώνη ασφαλείας και δεν επιτρέπουνε στους Έλληνες να πλησιάσουνε. Για να φύγουνε πρώτα οι δικοί τους. Και πως εν τω μεταξύ οι Γερμανοί τους έχουνε βουλιάξει πολλά μεγάλα πολεμικά και πως η μέρα που θάρθη θα είναι κρίσιμη για όσους βρίσκονται σε αυτή την περιοχή.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα – Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 315-316
- Χανιά, καλοκαίρι 1941. Αφήγηση του Stephen Verney, Αγγλία
Για 2 1/2 μήνες κρυβόμαστε στα Χανιά, πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι. Ένα σίγουρο καταφύγιο στο οποίο συχνά αναγκαζόμαστε να επανέλθουμε ήταν το σπίτι του Μήτσου Αντωνακάκη και της γυναίκας του Αρτεμισίας κοντά στο λιμάνι. Μας υποδέχονταν σαν να είμαστε παιδιά τους και εδώ είναι που κατάλαβα τι σημαίνει η φιλοξενία και το θάρρος του λαού της Κρήτης. Μας είχαν δείξει τον τρόπο να το σκάσουμε σε περίπτωση που οι Γερμανοί μπαίναν στο σπίτι γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν και ότι θα τους εκτελούσαν μαζί με όλη τους την οικογένεια. Την ίδια στάση κράτησε όλος οπληθυσμός της Κρήτης, που μετά την εισβολή των Γερμανών έκρυβε και βοηθούσε τους Βρεταννούς στρατιώτες βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή του. Μπορούσαμε να κινούμαστε εντελώς ελεύθερα ανάμεσά τους, αφού ξέραμε ότι όλοι μας υποστήριζαν. Θυμάμαι μια φορά που ταξίδευα με λεωφορείο στα Χανιά και οι Γερμανοί μας σταμάτησαν και μας έβαλαν στη σειρά για σωματική έρευνα. Δεν κουβαλούσα απλώς το ρεβόλβερ μου και κάτι λίγα πολεμοφόδια αλλά είχα επίσης επάνω μου και χρυσές λίρες και προπαγανδιστικά φυλλάδια. Ο Μάρκος, ο Έλληνας φίλος μου, πέρασε μπροστά μου για να ψάξουν πρώτα εκείνον, με σκοπό στη συνέχεια να βρει κάποιο τρόπο για να με απαλλάξει από όλα αυτά τα ενοχοποιητικά στοιχεία που είχα επάνω μου – αλλά οι Γερμανοί τον εμπόδισαν. Ήμουνα τώρα στην γραμμή έξι μόνο πόδια μακριά από τον άνθρωπο που ερευνούσαν, όρθιος δίπλα στην ανοιχτή πόρτα του λεωφορείου. Γλίστρησα το όπλο μου αργά από την τσέπη μου και το έριξα ανάμεσα στα εργαλεία του οδηγού. Εκείνος κοίταξε έκπληκτος πρώτα το ρεβόλβερ και μετά εμένα. Έγνεψε σε μια κοπέλα, επιβάτη του λεωφορείου, και την έβαλε να καθήσει πάνω στα εργαλεία. Πέρασα την έρευνα χωρίς πρόβλημα και όταν ερεύνησαν και το λεωφορείο δεν ζήτησαν από την κοπέλα να μετακινηθεί. Όταν φτάσαμε στα Χανιά ο οδηγός έστειλε κάποιον να τρέξει πίσω μου για να μου δώσει το ρεβόλβερ και το μήνυμα “να είσαι πιο προσεκτικός την επόμενη φορά”. Κώστα Ν. Χατζηπατέρα – Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», σελ. 363-36
Η Συμμετοχή της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ) στη Μάχη της Κρήτης
Μεγάλης σημασίας, όχι μόνο για την ιστορία της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ), αλλά και του Ελληνικού Στρατού, ήταν η εθελοντική συμμετοχή της πρώτης στις πολεμικές επιχειρήσεις. Επρόκειτο για 300 πρωτοετείς Ευέλπιδες μαζί με τους Αξιωματικούς τους, οι οποίοι αφού διέσχισαν την Πελοπόννησο με οδικά μέσα κατάφεραν να επιβιβαστούν από το Γύθειο σε πλωτά μέσα και να αποπλεύσουν για την Κρήτη. Στις 29 Απριλίου 1941, μετά από πολλές δυσκολίες, οι Ευέλπιδες αφίχθησαν στο Κολυμπάρι Χανίων.
Πηγή: Αναμνήσεις ενός Ευέλπιδος (1940-1944), Υπτγου ε.α. Γεωργίου Μπερδεκλή
Η είδηση ότι η Σχολή των Ευελπίδων είχε φύγει για την Κρήτη προκάλεσε αίσθηση. Ο ελεγχόμενος από τους Γερμανούς ραδιοφωνικός σταθμός της Αθήνας, στην προσπάθεια του να παραπληροφορήσει, μετέδιδε σε συνεχείς αναφορές του ότι η Σχολή καταστράφηκε ολοσχερώς από τις γερμανικές δυνάμεις. Βέβαια, παρά τον βομβαρδισμό ενός μικρού τμήματος των Ευελπίδων, η είδηση ήταν απολύτως ψευδής και παραπλανητική. Η τολμηρή ενέργεια των νεαρών Ευελπίδων να μεταβούν εθελοντικά στην Κρήτη για να συνεχίσουν εκεί τον αγώνα κατά των εισβολέων, σχολιάστηκε ευμενώς από τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς:
«Τους μαχητάς της Κρήτης ήλθον να ενισχύσουν και 300 Ευέλπιδες με τους Αξιωματικούς των, οι οποίοι μετά ένδοξον πορείαν μέσω Πελοποννήσου και εις πείσμα των Γερμανών, οι οποίοι επεδίωξαν (χωρίς να το επιτύχουν) την καταστροφήν των, κατέχουν από σήμερα θέσιν εις τα επάλξεις του Φρουρίου Κρήτης».
[Ρ/Φ Σταθμός BBC Λονδίνου: Εκπομπή της 30 Απριλίου 1941 (ώρα 09:15)]
«Η ψυχή των ηρώων της αρχαίας Ελλάδος δεν έλειψε κι από τους σύγχρονους Έλληνες. Μετά την Αλβανία και τα οχυρά η Κρήτη θα δώση το τελευταίο χτύπημα εις τους Ναζήδες του Χίτλερ. Τα παλληκάρια της, εκείνα που φθάνουν καθημερινά από την Ελλάδα στην Κρήτη, θα πολεμήσουν αποφασιστικά, αν ο Χίτλερ τολμήση να κτυπήση εκεί…300 Ευέλπιδες πέρασαν από την Ελλάδα στην Κρήτη με την απόφαση να θυσιασθούν, αλλά να μην αφήσουν να περάση ο εχθρός στη στερνή ελεύθερη γη».
[Ρ/Φ Σταθμός Μόσχας: Εκπομπή της 2 Μαΐου 1941 (ώρα 10:20)]
«Οι ήρωες των Θερμοπυλών, Μαραθώνος και Σαλαμίνος δεν ήταν δυνατόν να μείνουν και σήμερον χωρίς μιμητάς, αντάξιους απογόνους. Το παράδειγμα των 300 Ευελπίδων, που παρά την αντίδρασιν της διοικήσεως των έφυγαν σαν πουλιά από το κλουβί των, μαζί με την ένδοξη σημαία των για την Κρήτη και έφθασαν τώρα σίγουρα εκεί για να συμβάλλουν με τις δυνάμεις των στην άμυνα της νήσου,θα πείσει ασφαλώς τον Χίτλερ, πως αν ποτέ τολμήση ως εκεί, αι ορδαί του θα συντριβούν, όπως και του Ξέρξου, από την αλύγιστη δύναμι των νεωτέρων Ελλήνων. Γιατί σαν τους αδάμαστους 300 Ευέλπιδες έχει πολλούς, έχει χιλιάδες το φρούριο της Κρήτης, νέους, γέρους, γυναίκες, παιδιά, μυριάδες ολόκληρες, που θα αποδείξουν, όπως και στον γκάνγκστερ συνέταιρο του στα βουνά της Ηπείρου και στον ίδιο ακόμη χθες στα οχυρά της Μακεδονίας, πως οι νέοι Έλληνες γνωρίζουν το ίδιο, όπως και οι αρχαίοι πρόγονοι των, να δημιουργήσουν στους βαρβάρους επιδρομείς Μαραθώνες, Σαλαμίνες, Πλαταιές».
Δ. Κακλαμάνος (Πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο) Ραδιοφωνικό σχόλιο της 1 ης Μαΐου 1941 (ώρα 21:15)
Με την άφιξή της στη Μεγαλόνησο, η Σχολή υπήχθη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών στα Χανιά. Αφού συγκροτήθηκε σε Τάγμα των δύο (2) Λόχων, ξεκίνησε άμεσα εντατική εκπαίδευση η οποία επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι και τις 20 Μαΐου 1941, όπου θα πραγματοποιείτο η ορκωμοσία και οι Ευέλπιδες θα λάμβαναν τα φύλλα πορείας για να κατανεμηθούν αριθμητικά στα Συντάγματα Πεζικού της Κρήτης. Τα καθήκοντα του Διοικητή της Σχολής είχε αναλάβει από τις 2 Μαΐου 1941, ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κίτσος Λουκάς.
Από το πρωί της 20 ης Μαΐου – ημέρα της καθορισθείσας ορκωμοσίας των πρωτοετών Ευελπίδων, η οποία τελικά λόγω της εξέλιξης των γεγονότων δεν πραγματοποιήθηκε, και μετά από σφοδρό βομβαρδισμό, άρχισαν να πραγματοποιούνται ρίψεις Γερμανών αλεξιπτωτιστών των μονάδων της 7 ης Αεροκίνητης Μεραρχίας στις περιοχές αεροδρομίου Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Οι Ευέλπιδες αντιμετώπισαν με ψυχραιμία την αεροκίνητη επιθετική ενέργεια του εχθρού και ευθύς αμέσως κινήθηκαν προς την αμυντική τους εγκατάσταση, στην περιοχή μεταξύ της Μονής Γωνιάς και του χ. Κολυμπάρι, της χερσονήσου Ροδοπού.
Ενώ οι ρίψεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών συνεχίζονταν στην περιοχή του Μάλεμε, ένας ενισχυμένος με βαριά όπλα λόχος κινήθηκε προς το Κολυμπάρι για να καλύψει τα πλευρά των γερμανικών τμημάτων στο αεροδρόμιο και στο ζωτικής σημασίας, Ύψωμα 107. Όπως ήταν επακόλουθο, ο εχθρικός λόχος, σύντομα, έλαβε επαφή με τον αμυνόμενο 1 ο Λόχο της Σχολής στα υψώματα της Μονής Γωνιάς, και ουσιαστικά τότε ήταν που οι νεαροί Ευέλπιδες έλαβαν το «βάπτισμα του πυρός», αντιμετωπίζοντας μεσθένος, θάρρος και αποφασιστικότητα τις πρώτες επιθέσεις των Γερμανών.
Άξια αναφοράς, είναι η ηρωική προσπάθεια του Ευέλπιδος Ιης Πέτρου Κωστόπουλου, ο οποίος κατέβασε τη χιτλερική σημαία από μια θέση και, μαχόμενος με γενναιότητα, εξουδετέρωσε τέσσερις Γερμανούς αλεξιπτωτιστές που επιχείρησαν να την υψώσουν και πάλι.
Ο επικίνδυνος κλοιός των Γερμανών γύρω από την αμυντική διάταξη των Ευελπίδων κατέστησε την παραμονή στις αρχικές θέσεις των δεύτερων εντελώς αδύνατη, καθώς ελλείψει πυρομαχικών, η εξόντωση ή η αιχμαλωσία τους, ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη. Έτσι, αποφασίστηκε η αποχώρηση της Σχολής και η κίνησή της προς νότο τη νύκτα με την κάλυψη του σκότους. Το βράδυ της 20 ης Μαΐου, άρχισε η αθόρυβη αποχώρηση μέσα από περιοχές ελεγχόμενες από τους Γερμανούς. Μετά από πολύωρη πορεία, οι Ευέλπιδες έφτασαν στο χωριό Δελιανά, όπου και εγκαταστάθηκαν αμυντικά.
Πηγή: Αναμνήσεις ενός Ευέλπιδος (1940-1944), Υπτγου ε.α. Γεωργίου Μπερδεκλή
Το Τάγμα Ευελπίδων μετά την κατάληψη των Χανίων μετακινήθηκε προς τα Λευκά Όρη με την ελπίδα να διαφύγει στη Μ. Ανατολή και να συνεχίσει από εκεί τον αγώνα. Η γεμάτη κινδύνους πορεία του μέσα από τις απόκρημνες διαβάσεις των Λευκών Ορέων διήρκεσε οκτώ ημέρες ακολουθώντας το γενικό δρομολόγιο: Δελιανά – Κακόπετρος – Σέμπρωνας – Χωστή – Μεσκλά – Λάκκοι – Θέρισος –Δρακόνα – Ραμνή. Από εκεί, αφού έλαβε σχετική εντολή, η Σχολή προωθήθηκε προς τα Σφακιά.
Πηγή: Οι Ευέλπιδες στη Μάχη της Κρήτης, Ζ. Σημανδηράκη
Σε έναν χώρο στάθμευσης πριν τα Σφακιά, ο διοικητής της Σχολής συγκέντρωσε τους Ευέλπιδες και τους είπε: «Ελπίδες του Έθνους, ατενίσατε προς την ελευθερίαν της φυλής μας. Έχετε πεποίθησιν δι’ αυτήν. Η 29 η Μαΐου, ημέρα αποφράς δια δευτέραν φοράν, κρίνει την τύχη της Πατρίδος μας. Ελπίδες του Έθνους, την ημέραν ταύτην, διαλύεσθε εις τον ακρογωνιαίον λίθον της Ελλάδας, τα Σφακιά της Κρήτης, της Πατρίδος μας πλέον μη υπαρχούσης ελευθέρας. Το μόνο Ελληνικόν συντεταγμένον ένοπλον Τμήμα είστε σεις. Σε σας έλαχε ο κλήρος να διεκδικήσετε την ελευθερίαν μας μέχρι της τελευταίας σπιθαμής της Ελληνικής γης. Σας εύχομαι να είστε σεις οι απελευθερωτές της Πατρίδας. Ο κ. Υποδιοικητής ευθύς αμέσως θα σας δώσει οδηγίας. Ελπίδες του Έθνους. Προσοχή. Ατενίσατε προς την ελευθερίαν της Πατρίδος. Τους Ζυγούς λύσατε. Μαρς!!» Από εκείνη τη στιγμή η Σχολή διαλύθηκε.
Οι Ευέλπιδες. αφού έκρυψαν σε ασφαλές μέρος τη σημαία της Σχολής αποχώρησαν διασκορπιζόμενοι στην ευρύτερη περιοχή Εμπρός Νερό – Ασκύφου. Μετά από μια ύστατη προσπάθεια επιβίβασης αρκετών Ευελπίδων σε βρετανικά πολεμικά πλοία, μόνο δώδεκα με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό (ΠΖ) Κωνσταντίνο Πρασσά κατόρθωσαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή. Οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν κατά ομάδες και περιπλανήθηκαν για αρκετές ημέρες στην Κρήτη. Πολλοί συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αιχμαλώτων, του Μάλεμε, των Αγίων Αποστόλων και Σούδας Χανίων, και του Ρεθύμνου.
Οι Ευέλπιδες, πιστοί στις μακραίωνες παραδόσεις του Έθνους, δεν στάθηκαν βουβοί θεατές. Από την αρχή όρθωσαν και αυτοί, μαζί με τον ελληνικό λαό, το νεανικό τους ανάστημα με ένα και μοναδικό σκοπό: το συνεχή και ανελέητο αγώνα κατά των κατακτητών για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας, είτε αγωνιζόμενοι μέσα από τις γραμμές της εθνικής αντίστασης, είτε πολεμώντας με τις μονάδες του νέου Ελληνικού Στρατού της Μέσης Ανατολής στη Βόρεια Αφρική, στην Ιταλία και στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Συμπερασματικά, για την μάχη της Κρήτης, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: τα κενά στην αμυντική οργάνωση του νησιού η οποία ήταν αποκλειστική ευθύνη των Βρετανών, η απουσία των ανδρών της Vης Μεραρχίας Κρήτης -του φυσικού υπερασπιστή της νήσου, η οποία βρισκόταν αποκλεισμένη στην ηπειρωτική Ελλάδα-, η παντελής έλλειψη οργάνωσης και εξοπλισμού της πολιτοφυλακής, η απόλυτη αεροπορική κυριαρχία των Γερμανών, και η έλλειψη επικοινωνιών από συμμαχικής πλευράς, ήταν αυτά που έγειραν την πλάστιγγα υπέρ των ναζιστικών στρατευμάτων.
Ωστόσο, παρά την αρνητική της έκβαση, η Μάχη της Κρήτης κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στη γερμανική στρατιωτική μηχανή. Το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών, το οποίο, μέχρι τότε, είχε επιτύχει σημαντικά κατορθώματα με μικρό κόστος, έχοντας αιφνιδιαστεί από την αντίσταση που επέδειξε ο λαός της Κρήτης, γνώρισε απώλειες πολύ μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες. Η Κρήτη έγινε «ο τάφος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών», όπως άλλωστε αναγκάστηκε να ομολογήσει και ο Διοικητής του XI Γερμανικού Σώματος Αεροπορίας, Αντιπτέραρχος Στούντεντ, και η αφορμή για τον μετέπειτα παροπλισμό τους. Έκτοτε και, παρά τις ανάγκες που προέκυψαν, οι Γερμανοί δεν προέβησαν σε ευρείας κλίμακας χρήση αλεξιπτωτιστών και αερομεταφερόμενων στρατευμάτων. Η Μάχη της Κρήτης συνέτριψε ένα από τα πολυτιμότερα όπλα του Χίτλερ, κατέρριψε τον μύθο του αήττητου των Δυνάμεων του Άξονα και συνέβαλε σε σημαντικό βαθμό στην ανατροπή των στρατηγικών σχεδίων της Γερμανίας.
Η ιστορική πραγματικότητα της συμμετοχής των Ευελπίδων στη μάχη της Κρήτης αποτυπώνεται μέσα από προσωπικές μαρτυρίες, όπως αυτές είναι καταγεγραμμένες στο βιβλίο της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού «Μνήμες Πολέμου»:
- Χερσόνησος Ροδωπού Χανίων, 20 Μαΐου 1941. Αφήγηση Δημητρίου Προβατά
Τις απογευματινές ώρες η πίεση των Γερμανών επί της Διλοχίας της ΣΣΕ ήτο ισχυρή, επεδίωκαν την συνένωση με τους αλεξιπτωτιστάς που είχαν προσγειωθεί στα μετόπισθεν της διλοχίας στην περιοχή του Καστελλίου Κισσάμου.
Εκείνη την ώρα, οι ελεύθεροι σκοπευτές της Χερσονήσου Ροδοπού γλίστρησαν με θαυμαστή ευχέρεια, από οδεύσεις που μόνο αυτοί γνώριζαν, στα μετόπισθεν των Γερμανών, και τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.
Με το σούρουπο, η πίεσις των Γερμανών κατά της Διλοχίας της ΣΣΕ που είχε φτάσει στο όριο της διασπάσεως, άρχισε σιγά-σιγά να υποχωρεί, γεγονός που επέτρεψε στη Διλοχία να αποσυρθεί τις νυκτερινές ώρες της 20/21 Μαΐου 1941 από την Χερσόνησο της Ροδοπού και να εγκατασταθεί αμυντικώς στα Δελιανά αφού επέτυχε, καθ’ όλη την διάρκεια της 20ής Μαΐου, να εμποδίσει την συνένωση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών των περιοχών Ταυρωνίτη και Καστελλίου, καθώς και την διεύρυνση του αερογεφυρώματος, βασικού αντικειμενικού σκοπού της πρώτης ημέρας των επιχειρήσεων.
Κώστα Ν. Χατζηπατέρα – Μαρίας Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941 «Επιχείρηση Ερμής», EFSTATHIADIS GROUP S.A., Αθήνα 1992, σελ. 112.
- Περιοχή Χανίων, 22 Μαΐου 1941. Από το βιβλίο του Τάκη Ακρίτα Φλογισμένοι Ουρανοί – Γερμανικά αλεξίπτωτα στην Κρήτη
Ο Ανθ/στής – Εύελπις ΙΙ Πιπέρης, σκοτώθηκε σε μια έφοδο μπροστά στις Φυλακές Αγυιάς. Ο τραγικός θάνατός του φέρνει πάντα δάκρυα στα μάτια σ’όσους τον πληροφορούνται. Σκέψου, να σώνεται σιγά-σιγά το είναι σου, ο εαυτός σου. Να νοιώθεις πως κυλά, πως φεύγει, πως χάνεται το πολύτιμο υγρό της ζωής σου, το αίμα σου που σε συντηρεί και με απελπισία να μη μπορείς ν’ αντιδράσεις. Έτσι ακριβώς, μ’ αυτό τον τραγικό τρόπο, πόσα παλικάρια χάθηκαν με την παντελή έλλειψη τραυματιοφορέων στη μάχη και γενικά με την έλλειψη κάθε νοσοκομειακής και ιατρικής περιθάλψεως!!… Ούτε καν πρώτες βοήθειες μπορούσε κανείς να προσφέρει σ’ αυτούς τους δυστυχείς. Ήταν αδύνατο να κάνει κανείς τίποτε κάτω από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς και πολυβολισμούς των αεροπλάνων που, σαν λυσσασμένα, επί ώρες ξερνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας, ανθρώπους, σίδερο και φωτιά!! Στο Γαλατά, αυτοί που θάψανε τον Πιπέρη μού είπαν το εξής συγκινητικό: Του βρήκαν, λέει, στα ξυλιασμένα χέρια του μια καρτούλα (ένα τόσο δα καρτ-βιζίτ), γραμμένο με ένα ψιλό ξυλαράκι και με το αίμα του! (τι μακάβριο μελάνι!) το οποίο έγραφε: «Πεθαίνω από αιμορραγία!.. Πηγαίνετε στην οδό (τάδε στα Χανιά). Παρακαλέστε τους να στείλουνε τα πράγματά μου στο σπίτι… Και να τους πούνε ότι πέθανα για την Πατρίδα… Στην Κρήτη…».
Γεωργίου Π. Μπερδέκλη, Αναμνήσεις ενός ευέλπιδος (1940-1944), εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1995, σελ. 109.
- Ροδωπός Χανίων, 20 Μαΐου 1941. Απόσπασμα επιστολής του Ευέλπιδος Ι Τάξεως Δημήτρη Α. Παπαδημητρίου
Όταν συνήλθα ήμουν ξαπλωμένος σ’ ένα καναπέ ενός φτωχικού χωριατόσπιτου, με το τραύμα μου ήδη δεμένον. Έμπροσθέν μου ίστατο ένας γέρων, μία γριούλα με βουρκωμένα τα μάτια της και ο συνάδελφος μου. Ούτος φορούσε το ματωμένο χιτώνιό μου και μου χαμογελούσε. Έσκυψε, με φίλησε και έσπευσε να εξακολούθηση την μάχην.
Γεωργίου Π. Μπερδέκλη, Αναμνήσεις ενός ευέλπιδος (1940- 1944), σελ. 82.
ΠΕΣΟΝΤΕΣ ΕΥΕΛΠΙΔΕΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
- 1. ΕΙΙ (Ανθστης) Πιπέρης Μιχαήλ
2. ΕΙΙ (Ανθστης) Μόραλης Γεώργιος
3. ΕΙΙ (Ανθστης) Καραμπατής Ιωάννης
4. ΕΙΙ (Ανθστης) Κούτσιας Δημήτριος
5. ΕΙΙ (Ανθστης) Παπαγεωργίου Αντώνιος
6. ΕΙΙ (Ανθστης) Παπαπαναγιώτου Ιωάννης
7. ΕΙΙ (Ανθστης) Κατσουλάκος Δημήτριος
8. ΕΙΙ Μιαούλης Νικόλαος
9. ΕΙΙ Κουβελίδης Γεώργιος
- 1. ΕΙΙ (Ανθστης) Πιπέρης Μιχαήλ
Βιβλιογραφία
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη Ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940 -1941, Αθήνα,1984
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Μάχη της Κρήτης, Αθήνα,1961
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες και Νεκροί 1940 – 1945 , Αθήνα, 1990
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Μνήμες Πολέμου, 1897-1974, Αθήνα,2012
- ΓΕΣ/7ο , 1828-1998, ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΥΕΛΠΙΔΩΝ, Αθήνα, 1998
Βιογραφικά Πεσόντων Αξωιματικών της ΣΣΕ και Ευελπίδων
4. Ε ΙΙ ΑΝΘΣΤΗΣ ΚΟΥΤΣΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
5. Ε ΙΙ ΑΝΘΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΣ